Δέσποινα και Σωτήρης Σάββα: “Τρέχαμε στα χωράφια, φύγαμε με τα ρούχα που φορούσαμε”

Διαβάζεται σε 9'
Δέσποινα και Σωτήρης Σάββα
Δέσποινα και Σωτήρης Σάββα Κύπρος 1974-2024, Βίντεο-Ντοκιμαντέρ του NEWS 24/7

Στο πλαίσιο του ντοκιμαντέρ “Κύπρος 1974-2024-Οι άνθρωποι που δεν ξέχασαν”, το NEWS 24/7 μίλησε με ανθρώπους που βίωσαν το τραύμα της εισβολής. Η μαρτυρία του ανδρόγυνου, Δέσποινας και Σωτήρη Σάββα.

Η Δέσποινα και Σωτήρης Σάββα είναι ανδρόγυνο από τα Βαρώσια της Αμμοχώστου, μία από τις πιο γνωστές και φημισμένες περιοχές που “άρπαξαν” οι Τούρκοι κατά την εισβολή του 1974 στην Κύπρο. Και οι δύο πρόσφυγες, ενώ εκείνος κρατήθηκε και ως αιχμάλωτος στα Άδανα της Τουρκίας για 63 μέρες.

Στο πλαίσιο του βίντεο-ντοκιμαντέρ “Κύπρος 1974-2024: Οι Άνθρωποι που δεν ξέχασαν” του NEWS 24/7, η κυρία Δέσποινα και ο κύριος Σωτήρης καταθέτουν την μαρτυρία τους και περιγράφουν τον τρόμο των ημερών του πολέμου, το πώς εκδιώχθηκαν από το σπίτι τους και πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς, τις άθλιες συνθήκες στην αιχμαλωσία, καθώς και το πώς οι δυο τους επανενώθηκαν κατά την επιστροφή του στο νησί.

Η μαρτυρία της Δέσποινας Σάββα στο NEWS 24/7

«Σηκωθήκαμε το πρωί. Είχαμε ακόμα έναν γείτονα που ήταν απέναντί μας, έφυγε η οικογένειά του νωρίτερα εκείνου. Εμείς φύγαμε τελευταία στιγμή. Μόλις ακούσαμε την αεροπορία κι άρχισε να έρχεται, φύγαμε κι εμείς. Πήραμε τον δρόμο της Κάτω Δερύνειας. Πήγαμε Δερύνεια, μείναμε 4-5 μέρες. Ο άντρας μου ήθελε να φύγει, οπότε φύγαμε.

Πριν φτάσουμε στο σπίτι μας, στον δρόμο της Κερύνειας, είχε Τούρκους κρυμμένους μέσα στα περιβόλια. Είχε έναν κοντό, νομίσαμε είναι δικός μας. Μας έγνεψε και σταματήσαμε. Με το όπλο, με τα καπέλα του. Νομίσαμε ότι είναι δικό μας παιδί. Μόλις έβαλα το πόδι μου χάμω να κατέβω, μίλησε και μας είπε «Κατεβείτε, κατεβείτε». Τότε κατάλαβα ότι είναι Τούρκος.

Ήταν περιβόλι από ‘δω, περιβόλι από ‘κει και άσφαλτος. Εκεί που μας σταμάτησε είχε άλλους πολλούς. Τους έπιαναν, τους έκρυβαν μέσα στα περιβόλια και μετά έπιαναν άλλους. Είχε πάρα πολλούς. Σφαίρες σε στοίβες. Φοβήθηκαν τα μικρά τα μωρά. Κρατούσε το μικρό που δεν περπατούσε. Φοβηθήκαμε, γιατί είδαμε τόσες πολλές σφαίρες εκεί και στρατό.

Μας λέει τρεις – τρεις. «Κρατώ το μωρό τώρα, τι θα κάνω;» σκέφτηκα. Άντεξα. Ήταν κι άλλα δύο μικρά μωρά. Κρατούσα και μια τσάντα με χρυσαφικά, ευτυχώς τα γλίτωσα εκείνα. Τρεις – τρεις να μας πάρουν μέσα στα περιβόλια. Δεν ξέραμε πού θα μας πάνε. Προχωρήσαμε πολύ βαθιά προς τα μέσα. Φτάσαμε σε ένα χωράφι, σε ένα λάκκο, και μας έβαλαν να κάτσουμε μέσα. Εγώ δεν έκατσα, κρατούσα το μωρό. Ήρθε ένας στρατιώτης, μου λέει «κάτσε». Του λέω «δεν μπορώ, κρατώ το μωρό. Δεν μπορώ να κάτσω κάτω».

«Εμείς δεν φταίμε» του λέω, «εκείνοι που τα έκαναν πήγαν και κρύφτηκαν, να πάτε να τους βρείτε». «Εμένα ο κύρης (πατέρας) μου και η μάνα μου τι έκαναν; Και τους έπιασαν οι δικοί σας», μου λέει. Έκαναν και εμάς πολλά. Μείναμε κάμποση ώρα εκεί. Χώρισαν τους νέους από τους ηλικιωμένους.

Σε λίγη ώρα, ήρθαν κάτι άλλοι Τούρκοι και έφεραν έναν στρατιώτη δικό μας. Ήταν γυμνός από τη μέση και πάνω και ξυπόλητος. Στάθηκαν 4-5 Τούρκοι, φορούσε ένα σταυρό το κοπέλι. «Βγάλε τον» του είπε. Δεν τον έβγαλε, πείσμωσε. Του άρχισαν μπουνιές, χτυπήματα. Σε μια στιγμή τον πήρε και τον πήγε πιο απόμερα που είχε δέντρα. Λέω «παναγία μου, θα τον σφάξουν». Κρεμόταν μια λόγχη, μαχαίρια. Τον λυπήθηκα. Για μια στιγμή σιώπησε και μετά τον έφεραν πίσω. Του έκαναν με τις λόγχες εδώ και πίσω, ήταν εντελώς γυμνός πάνω, τον κρατούσαν, τον έβαλαν σε ένα αυτοκίνητο και έφυγαν. Δεν ξέρω, έζησε; Τον πήγαν στην Τουρκία λέει ο άντρας μου.

Έφεραν λεωφορεία και μας έβαλαν τρεις – τρεις να μπούμε. Η κόρη μου ήταν 7 χρονών η πρώτη. Έκλαιγε, χώρισαν τους νέους από ΄κει και εμάς από ΄δω. Έτρεξε πάνω του. «Μπαμπά μου, να ξαναέρθεις» του λέει. Κατάλαβε το μωρό…

Έφεραν κάτι φορτηγά, ψηλά, ψηλά. Ολόμαυρα. Είχαν πολύ μεγάλο ύψος. Δεν μπορούσαμε να ανέβουμε. Ανέβασα τα παιδιά και έκλαιγαν, σκουπίζονταν, ολόμαυρα τα πρόσωπά τους. Μετά έρχονταν άλλοι Τούρκοι. Μακάρι να ‘ναι καλά, είχε έναν Τούρκο που είδε τα μωρά που έκλαιγαν και είπε «κατεβάστε τους κάτω, γρήγορα, κατεβάστε τους». Και μας γλίτωσε.

Τους νέους τους άφησαν. Εμάς μας έβαλαν μέσα στα χωράφια, που ήταν τα περιβόλια, δεν ξέραμε πού θα βγαίναμε. Είχα και το μικρό το μωρό πάνω μου. Ήρθε και η μητέρα μου και ο πατέρας μου. Φώναζε η μαμά μου «πηγαίνετε εσείς και αφήστε με». Φτάσαμε σε ένα περιβόλι, «καήκαμε» από τη δίψα. Μπήκα στο περιβόλι, είχε ένα ανδρόγυνο και τους λέω «συγγνώμη, να πιούμε λίγο νερό;». Και ούτε μας απάντησαν. Να δεις και τους δικούς μας…

Τρέχαμε μέσα στα χωράφια. Αφού οι Τούρκοι ήταν πίσω μας. Όλο χωράφια περπατούσαμε, τρέχαμε. Φτάσαμε σε άσφαλτο. Εκεί είχε πάρα πολύ κόσμο που έφευγαν κι εκείνοι. Είχαν μάθει ότι μπήκαν οι Τούρκοι στο Βαρώσι. Βρήκα έναν ταξιτζή και τον σταμάτησα. «Να χαρείς», του λέω, «έχω τα μωρά μου. Να με πάρεις στον τάδε τόπο. Μας έπιασαν οι Τούρκοι». Μου λέει «θα πάω να πάρω κι εγώ την οικογένειά μου να φύγουμε. Αλλά να σας πάρω κι εσάς». Μακάρι να ‘ναι καλά ο άνθρωπος.

Μας πήγε, μας κατέβασε, βρήκαμε ένα σπίτι και μπήκαμε μέσα. Είχε ένα δωμάτιο, μείναμε όλοι μαζί με κάτι άλλους γείτονες. Νηστικοί, το αυτοκίνητο το είχαν πάρει με τα πράγματα, με τα φαγητά, με τα φαγητά των μωρών. Δεν είχαμε τίποτα, με τα ρούχα που φορούσαμε ήμασταν.

Υπήρχε μια γυναίκα… Ερχόταν και ζύμωνε, φούρνιζε, έπαιρνε τα ψωμιά και έφευγε, πήγαινε μέσα στα περιβόλια. Και δεν έκοβε ένα κομματάκι ψωμί για τα μωρά, τουλάχιστον. Δεν το ξεχνάω.

Επέστρεψα στο σπίτι για να πάρω από το ντουλάπι ρούχα, τουλάχιστον αν βρούμε κάπου να κοιμόμαστε. Μετά φύγαμε εντελώς. Ήταν η αδερφή μου στη Λεμεσό, δεν ξέραμε πού ακριβώς. Την βρήκαμε».

Η μαρτυρία του Σωτήρη Σάββα στο NEWS 24/7

Με πολλούς άλλους μας έκαναν 7 -7 και μας έστηναν σε μια δεξαμενή μεγάλη, τετράγωνη, ψηλή, και μας έβαζαν εκεί για εκτέλεση. Εγώ ήμουν 3ος μέσα στους πρώτους 7. Στην πρώτη ομάδα των 7 που έκαναν, εγώ ήμουν 3ος. Να σας πω και τα ονόματά τους. Ήμουν εγώ, ο Νέττης, ο Λόντος ο οποίος αγνοείται μέχρι σήμερα, ένα παιδάκι άλλο από τις πολυκατοικίες και κάποιοι άλλοι.

Μας έστησαν στην δεξαμενή για εκτέλεση, με οπλολόγχη μας έβαλαν στον στόχο. Πριν, ευτυχώς κατά καλή μας τύχη, πριν τραβήξουν την σκανδάλη, ήρθε ένας Τούρκος αξιωματικός. Φώναζε και σφύριζε. Ήρθε με μια γλώσσα τόση ο άνθρωπος, μέσα στο καλοκαίρι. Τους λέει «Τι κάνετε;». Ήταν έτοιμοι να μας εκτελέσουν. «Πίσω» τους λέει, «τώρα πίσω». Τους διέταξε και μας πήγαν πίσω, εκεί που ήμουν μαζί με τη γυναίκα μου.

Μετά, μας έπιασαν και μας πήγαν στην Βατυλή Αμμοχώστου. Ήρθαν λεωφορεία. Από εκεί στο Γκαράζ του Παυλίδη στη Λευκωσία. Κάναμε κάπου 15 – 20 μέρες και από εκεί μας πήγαν στην Τουρκία στα Άδανα. Στα Άδανα έκανα 63 μέρες.

Τι να σας πω; Για το φαγητό που τρώγαμε; Ζουμί των φασολιών, με κατσαρίδες μέσα. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ μου. Έβγαλα την κατσαρίδα και το έφαγα. Έπρεπε να φάω, να επιβιώσω! Να μείνω να πεθάνω από την πείνα; Έβγαλα την κατσαρίδα, την πέταξα και βούτηξα το ψωμί μέσα στο ζουμί. Δεν είχε φασόλια να φάω. Ζουμί μόνο.

Αυτές ήταν οι συνθήκες. Μας έβγαζαν μια φορά το 24ωρο έξω στον περίβολο των φυλακών και κάναμε έναν περίπατο, για να μην πεθάνουμε από την ακινησία.

Στις 63 μέρες μας έφεραν στην Κύπρο. Μας είπαν «θα πάτε στον δρόμο σας, μην φοβάστε, δεν θα σας κάνουμε τίποτα». Τους πιστεύεις; Δεν τους εμπιστεύεσαι.

Μας έφεραν στο Γκαράζ του Παυλίδη ξανά. Κάναμε 48 ώρες και μετά μας άφησαν έξω. Δεν ήξερα τίποτα (για το πού είναι η οικογένειά μου). Περνώντας, όμως, με τα λεωφορεία, είχα το κεφάλι μου πάνω στο γυαλί και κοίταζα από ‘δω κι από ‘κει για να δω κανέναν γνωστό, να τον ρωτήσω πού είναι τα μωρά μου, πού είναι η γυναίκα μου. Άκουσα την φωνή της «Σωτήρη! Σωτήρη!». Αμέσως…. Είχαμε προεξοφλήσει ότι δεν θα ερχόμασταν ξανά πίσω.

“Φταίει και η πλευρά μας”

Δέσποινα: Να σου πω την αλήθεια; Φταίμε κι εμείς.

Σωτήρης: Δεν «φταίμε κι εμείς». «Φταίει και η πλευρά μας», να λες, όχι εμείς. Εμείς τι φταίμε; Εμείς τι κάναμε λάθος;

Δέσποινα: Έξω από την Αμμόχωστο, είχε καταστήματα γεμάτα χρυσαφικά. Τους έκοψαν το νερό, τους έκοψαν το ρεύμα. Εγώ έβαζα κι άκουγα και τον σταθμό Μπαϊράκ, και τον δικό μας. Έλεγε ο Ντενκτάς «Σταματήστε να βάλλετε μέσα στην Αμμόχωστο. Δώστε το ρεύμα, δώστε το νερό, τα μωρά θέλουν νερό, θέλουν να φάνε. Είναι στα σκοτεινά, δεν μπορούν να κάνουν τίποτα». Συνέχεια οι δικοί μας. Πήγαν σε εκείνα τα μαγαζιά με τα χρυσαφικά και τους τα έκαναν “γυαλί” (τα λήστεψαν). Μέχρι που ήρθε η αεροπορία.

Σωτήρης: Όχι μόνο λήστεψαν τα καταστήματα των Τούρκων που είχαν χρυσαφικά, αλλά τους φώναζαν κιόλας «ελάτε στο Παραλίμνι να τα πάρετε».

Δέσποινα: Ναι, τους τα έδειχναν από τη θάλασσα.

“Η ένωση έγινε το 1974”

«Πιστεύω ότι το Κυπριακό είναι ήδη λυμένο από το 1974. Όπως είμαστε, έτσι θα μείνουμε. Μακάρι να μην μας πάρουν εντελώς, μην έρθουν και προς τα εδώ. Με τα κεφάλια που κουβαλάμε, κινδυνεύουμε να τους δώσουμε την ευκαιρία να έρθουν κι εδώ.

Μπορεί να υπήρξαν κάποιες μικροευκαιρίες για λύση, δεν τις εκμεταλλευτήκαμε, δυστυχώς. Φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, τετελεσμένα γεγονότα, τέλος. Δεν βλέπω το νησί να ενώνεται ξανά. Η ένωση έγινε το 1974».

“Κύπρος 1974-2024: Οι Άνθρωποι που δεν ξέχασαν”: Δείτε το βίντεο-ντοκιμαντέρ του NEWS 24/7

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα