Δημήτρης Βακρινός: Ο πρώτος Έλληνας serial killer – Σκότωνε όταν νόμιζε πως τον αδικούσαν
"Ήρεμος άνθρωπος ο Δημήτρης. Δεν μπορώ να πιστέψω τι έκανε. Δεν είχε νεύρα. Μια φορά μόνο σήκωσε χέρι σε μένα και στη μητέρα μου". Ο ταξιτζής πρώτος serial killer της Ελλάδας, το προξενιό που χάλασε, οι φόνοι και ο μυστηριώδης θάνατός του μέσα στο κελί.
- 24 Απριλίου 2019 22:04
Στην pop culture το θέμα των serial killers κυριαρχεί. Από τις ταινίες που αφορούν τον “Τζακ τον Αντεροβγάλτη” μέχρι το ιστορικό Seven και το Mindhunter, αλλά και στη λογοτεχνία, οι κατά συρροή δολοφόνοι αποτυπώνονται μέσα από μύθους, αλήθειες, στερεοτυπικές απεικονίσεις και ψυχολογικές αναπαραστάσεις που άλλες φορές αγγίζουν την αλήθεια και άλλες, τη διυλίζουν μυθοπλαστικά.
Η “γοητεία” του να μάθει κανείς τα κίνητρα, να μπει στο μυαλό του φονιά, αποτελεί θα έλεγε κανείς μια ανθρώπινη ροπή προς το να κατανοήσει κανείς τη “σκοτεινή πλευρά” της ίδιας του της ύπαρξης, όπως συνηθίζει να λέει ο Jo Nesbo.
Το τελευταίο διάστημα ένας serial killer όπως έχει χαρακτηριστεί από τα media, ο “Ορέστης”, έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον σε Ελλάδα και Κύπρο καθώς ακόμη διερευνώνται τα εγκλήματά του, με την αστυνομία να αναζητά τα θύματα. Όλες τους γυναίκες. Όλες τους, αλλοδαπές.
Για τα δικά μας, “εγχώρια” δεδομένα, πρώτος κατά συρροή δολοφόνος θεωρείται ο Δημήτρης Βακρινός. Έδρασε το χρονικό διάστημα 1987–1996 και ομολόγησε συνολικά πέντε εν ψυχρώ δολοφονίες για ασήμαντες αφορμές και ακόμη επτά απόπειρες δολοφονίας.
Χαρακτηρίστηκε “ο δολοφόνος με το κράνος” γιατί συνήθιζε να πυροβολεί φορώντας το κράνος του μοτοσυκλετιστή.
Συνελήφθη τον Απρίλιο του 1997, προφυλακίστηκε στις Φυλακές Κορυδαλλού, όπου και βρέθηκε νεκρός, κρεμασμένος από τα κορδόνια των παπουτσιών του σε μια σωλήνωση των λουτρών της φυλακής, στις 12 Μαΐου 1997, πριν διεξαχθεί η δίκη του.
Μεγάλωσε στο σε ένα μικρό χωριό, στον Πυρρή Αρκαδίας. Ήταν δεύτερος γιος μιας φτωχής πενταμελούς οικογένειας του Παναγιώτη (ο οποίος είχε το περιπαικτικό παρατσούκλι Βρούβας, λόγω του προβλήματος αλκοολισμού από το οποίο υπέφερε) και της Γεωργίας Βακρινού.
Οι γονείς του ήταν αγρότες, ενώ ο ίδιος μετριότατος μαθητής και σύμφωνα με τις μαρτυρίες των συγχωριανών του, ελάχιστα κοινωνικός. Ο πατέρας του μάλιστα, φέρονταν να τον κακομεταχειρίζεται, ειδικά τις στιγμές που ήταν υπό την επήρρεια μέθης. Το 1975 ο Βακρινός σε ηλικία 13 ετών βρέθηκε στην Αθήνα, όπου εργάσθηκε σαν παραγιός σε μια ταβέρνα στη Χασιά, φιλοξενούμενος για τρία χρόνια στο σπίτι φιλικής οικογένειας. Στη συνέχεια εκπαιδεύεται σαν οξυγονοκολλητής σε τεχνική σχολή και δούλεψε μέχρι το 1992 στα Ναυπηγεία Ελευσίνας. Στη συνέχεια έγινε αυτοκινητιστής.
Το 1990 παντρεύτηκε αλλά χώρισε μέσα σε 14 μήνες. Η πρώην γυναίκα του τον έδιωξε από το σπίτι της στο Κερατσίνι και εκείνος αποφάσισε να την εκδικηθεί, πυροπολώντας το εξοχικό σπίτι του πεθερού του στη Σαλαμίνα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς αρχικά της οικογένειας και κατ΄ ομολογία του μετά τη σύλληψή του.
Η Ευαγγελία Γερασίμου, πρώην γυναίκα του, έλεγε για εκείνον:
“Ηρεμος άνθρωπος ο Δημήτρης. Δεν μπορώ να πιστέψω τι έκανε. Δεν είχε νεύρα. Μια φορά μόνο σήκωσε χέρι σε μένα και στη μητέρα μου. Θυμάμαι πως ήταν ασήμαντη η αφορμή. Ενα βιβλιάριο υγείας που μου ζήταγε και δεν του το έδινα. Ηταν κλειστός και λιγομίλητος. Ποτέ δεν μου μίλησε για την παιδική του ηλικία, για τους γονείς τους. Του τα έβγαζα με το τσιγκέλι. Το απέφευγε. Ηξερα μόνο ότι δεν τα πήγαινε καλά με τον πατέρα του και ότι έτρεφε αδυναμία στην αδελφή του, τη Βάσω. Παιδιά δεν ήθελε. Προτού τον παντρευτώ, δούλευα σε ένα συνεργείο. Μετά, όμως, σταμάτησα, γιατί ήθελα να κάνω οικογένεια. Οταν κλείσαμε ένα χρόνο παντρεμένοι, του ζήτησα να κάνουμε ένα παιδί. Μου είπε ότι τα παιδιά φέρνουν προβλήματα”.
Η σύγκρουση ήλθε όταν ο Δημήτρης Βακρινός σταμάτησε να δουλεύει στα ναυπηγεία.
“Πρέπει να πήρε πάνω από ένα εκατομμύριο αποζημίωση. Εγώ δεν είδα δραχμή από αυτά τα λεφτά. Αντίθετα, μου είπε ότι ήταν σειρά μου να δουλέψω και αυτός να ξεκουραστεί, δηλαδή να τον ταΐζω. Ετσι άρχισαν οι καβγάδες, που δεν ήταν ποτέ βίαιοι”. Οι καβγάδες, όμως, συνεχίστηκαν και για έναν άλλο λόγο. Ο Βακρινός αργούσε τα βράδια, ενώ ποτέ δεν της έδειχνε τις παρέες του. Το 1992 η Ευαγγελία αποφάσισε να χωρίσει και τον έδιωξε από το σπίτι της στο Κερατσίνι. Εκείνος πήγε στο Αστυνομικό Τμήμα της γειτονιάς και δήλωσε ότι η γυναίκα του, αν και παντρεμένοι ακόμη, τον έδιωξε από το σπίτι. Δεν πέτυχε τίποτε. Ετσι αποφάσισε να εκδικηθεί. Πήγε στο εξοχικό σπίτι που είχε ο πεθερός του στη Σαλαμίνα και του έβαλε φωτιά. Δεν σταμάτησε εκεί. Λίγο καιρό αργότερα διέρρηξε και το σπίτι τους στο Κερατσίνι, όπως ισχυρίστηκε η οικογένεια Γερασίμου.
Τον Αύγουστο του 1996 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά και μετακόμισε στο Μοσχάτο. Δεν απέκτησε παιδιά.
Οι σχέσεις με τη μητέρα και τις τρεις αδελφές του φέρονταν να είναι αρμονικές, σε αντίθεση με την αντίστοιχη με τον πατέρα του.
Ως ημερομηνία έναρξης της εγκληματικής δραστηριότητας του Δημήτρη Βακρινού έχει καταγραφεί η 6η Αυγούστου 1987, όταν ήταν 25 ετών, αλλά η μεγάλη πλειοψηφία της δράσης του έγινε την τριετία 1993 – 1996.
Βασισμένοι σε κάποιες περιγραφές μαρτύρων που έκαναν λόγο για έναν “Κοντό και λεπτοκαμωμένο”, αλλά και άλλα στοιχεία, οι αστυνομικοί έφτασαν τελικά στα ίχνη του και τον συνέλαβαν τον Απρίλιο του 1997.
Τα εγκλήματα του Βακρινού δεν είναι όλα τοποθετημένα με χρονολογική ακρίβεια
Δολοφονίες
-6 Αυγούστου 1987: Παναγιώτης Γαγλίας, 43 ετών. Τον σκότωσε με σιδερολοστό, την ώρα που κοιμόταν στο σπίτι του Βακρινού στην Πετρούπολη, έχοντας ο τελευταίος προσφερθεί να τον φιλοξενήσει. Η αιτία της δολοφονίας σύμφωνα με τον δράστη ήταν ότι παλιότερα ο Βακρινός είχε κλέψει ένα κυνηγετικό όπλο από τον Γαγλία και ο δεύτερος τον είχε απειλήσει ότι θα τον καταγγείλει στην Αστυνομία. Προκειμένου να μην το κάνει, ο Βακρινός τον σκότωσε. Στη συνέχεια μετέφερε και πέταξε το πτώμα του στο 19ο χιλιόμετρο της εθνικής οδού Άργους – Τρίπολης, όπου και εντοπίστηκε οκτώ μέρες αργότερα.
-19 Νοεμβρίου 1993: Αναστασία Σιμιτζή, 28 ετών. Ο Βακρινός παρέλαβε την Σιμιτζή στο ταξί του, ως πελάτισσα. Της πρότεινε να πάνε σε κάποιο μπαρ για ποτό κι εκείνη δέχτηκε. Αργότερα καθ’ οδόν σ’ ένα ξενοδοχείο με σκοπό να κάνουν σεξ, η Σιμιτζή αρνήθηκε. Ο Βακρινός για να εκδικηθεί την άρνησή της, την οδήγησε σε ερημική τοποθεσία λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Μάνδρα Αττικής και την έκαψε ζωντανή. Το απανθρακωμένο πτώμα της βρέθηκε την επόμενη μέρα.
-9 Ιανουαρίου 1994: Θεόδωρος Ανδρεάδης, 35 ετών. Ο Ανδρεάδης ήταν οδηγός ταξί και λίγους μήνες νωρίτερα είχε φιλονικήσει με τον Βακρινό για μία προτεραιότητα της πιάτσας των ταξί στην Ελευσίνα. Για να τον εκδικηθεί ο Βακρινός προσποιήθηκε τον πελάτη, μπήκε στο ταξί του υποψήφιου θύματος ο οποίος μετά από μήνες που είχαν μεσολαβήσει από το συμβάν δεν τον αναγνώρισε, ζητώντας του να τον μεταφέρει στην Κόρινθο. Στο 1ο χιλιόμετρο Ισθμού – Λουτρακίου σκότωσε με σαρανταπεντάρι πιστόλι τον Ανδρεάδη αφού πρώτα με μία πρόφαση τον υποχρέωσε να σταματήσει, ενώ του έκλεψε και το ρολόι. Στη συνέχεια μετέφερε ο ίδιος το ταξί στην Ελευσίνα, το πυρπόλησε και το έκαψε. Το πτώμα βρέθηκε λίγες ώρες αργότερα.
-21 Δεκεμβρίου 1995: Κώστας Σπυρόπουλος, 21 ετών και Αντώνης Σπυρόπουλος, 20 ετών. Ο Κώστας Σπυρόπουλος είχε αγοράσει καιρό πριν ένα μεταχειρισμένο ΙΧ αυτοκίνητο από τον Βακρινό, ο τελευταίος όμως είχε κρατήσει αντικλείδι και επιχείρησε να το κλέψει έξω από το σπίτι του Σπυρόπουλου στο Μενίδι. Έγινε αντιληπτός και καταδίωξαν με το ΙΧ του αδελφού του Αντώνη Σπυρόπουλου τον Βακρινό. Όταν ο Βακρινός σταμάτησε σε βενζινάδικο προκειμένου να βάλει βενζίνη και μην έχοντας αντιληφθεί ότι καταδιώκεται, τα δύο αδέλφια τον πλησίασαν προκειμένου να ζητήσουν εξηγήσεις για την κλοπή. Τότε ο Βακρινός τους σκότωσε, χρησιμοποιώντας μάλιστα δύο πιστόλια.
Απόπειρες δολοφονιών
-14 Μαρτίου 1993: Απόπειρα ανθρωποκτονίας στον Βοτανικό δύο φίλων, του Ανδρέα Σβύρου, 18 ετών και του Θεόδωρου Μπίτουλα, 16 ετών. Αφορμή ήταν ότι οι δύο φίλοι, σε βραδυνή βόλτα, είχαν πειράξει χάριν αστεϊσμού φιλικό τους ζευγάρι. Ο Βακρινός που βρισκόταν τυχαία στο σημείο θεώρησε απρεπή τη συμπεριφορά τους και πυροβόλησε εναντίον τους πολλές φορές. Τα δύο νεαρά παιδιά τραυματίστηκαν σοβαρά.
-10 Δεκεμβρίου 1995: Απόπειρα ανθρωποκτονίας στα Νέα Σεπόλια δύο φίλων, του Γιώργου Καυκά, 23 ετών και του Βασίλη Δίπλα, 23 ετών. Το βράδυ εκείνο ο Βακρινός έσπασε το αυτοκίνητο μιας γυναίκας και επιχείρησε να κλέψει διάφορα αντικείμενα απ’ αυτό. Το έκανε για λόγους εκδίκησης, γιατί ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου κάποτε του είχε χαλάσει ένα προξενιό. Όταν οι δύο φίλοι, που ήταν απλώς περαστικοί, επιχείρησαν να τον αποτρέψουν να το κάνει, ο Βακρινός άρχισε να τους πυροβολεί. Ο Δίπλας τραυματίστηκε ελαφρά και ο Καυκάς σοβαρά, με αποτέλεσμα να παραμείνει για το υπόλοιπο της ζωής του ανάπηρος.
-20 Δεκεμβρίου 1995: Σχεδιασμός ανθρωποκτονίας σε βάρος αγνώστων στοιχείων μοτοσικλετιστή, με τον οποίο είχε νωρίτερα διαπληκτιστεί στο Μοσχάτο για την προτεραιότητα. Ο Βακρινός κράτησε τον αριθμό της πινακίδας και σχεδίασε να τον σκοτώσει από εκδίκηση, πέφτοντας πάνω του με το αυτοκίνητό του. Τα σχέδιά του ματαιώθηκαν, όταν το αυτοκίνητο που επιχείρησε να κλέψει την επόμενη μέρα γι αυτόν τον σκοπό, οδήγησε στη δολοφονία των αδελφών Σπυρόπουλου, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί να το εγκαταλείψει.
-31 Μαΐου 1996: Απόπειρα ανθρωποκτονίας του Νίκου Αγιαννίδη και των αστυνομικών Γρηγόρη Μάμμου, 31 ετών και Χρήστου Γεωργαντόπουλου, 24 ετών. Ο Βακρινός επισκέφθηκε το σπίτι του Αγιαννίδη στη Λεωφόρο Θηβών προκειμένου να εκδικηθεί τον γιο του για προσωπικές διαφορές. Ο Αγιαννίδης δεν του άνοιξε και κάλεσε την Αστυνομία. Ο Βακρινός κρύφτηκε στο υπόγειο της πολυκατοικίας και όταν φάνηκαν οι τρεις άνδρες άρχισε να τους πυροβολεί αδιακρίτως. Οι δύο από τους τρεις τραυματίστηκαν ελαφρά ενώ ο τρίτος πρόλαβε να κρυφτεί και δεν τραυματίστηκε.
Άλλες εγκληματικές πράξεις
-13 Φεβρουαρίου 1992: Εμπρησμός του εξοχικού σπιτιού του πεθερού του στη Σαλαμίνα, από εκδίκηση, γιατί παλιότερα του είχε μιλήσει άσχημα.
-5 Δεκεμβρίου 1993: Απόπειρα ληστείας βενζινάδικου, στη Λεωφόρο Θηβών.
-4 Δεκεμβρίου 1995: Ληστεία σε σούπερ μάρκετ, στη Νίκαια.
-15 Δεκεμβρίου 1995: Ληστεία σε σούπερ μάρκετ, στο Αιγάλεω.
-20 Μαρτίου 1996: Ληστεία σε σούπερ μάρκετ, στο Αιγάλεω.
-Ιούνιος 1996: Ληστεία σε σούπερ μάρκετ, στη Νίκαια.
Η απόπειρα ληστείας στο βενζινάδικο έγινε με σκοπό την εκδίκηση, γιατί κάποτε διαπληκτίστηκε με έναν υπάλληλο για ασήμαντη αφορμή. Δεν κατάφερε να κλέψει, γιατί δεν άνοιγε η ταμειακή μηχανή, παρ’ ότι ο Βακρινός την πυροβόλησε αρκετές φορές με το πιστόλι του.
Το προφίλ του όπως το σκιαγράφησε η αστυνομία
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αστυνομικών και ψυχολόγων, ο Βακρινός χαρακτηρίσθηκε σαν “κατά συρροήν δολοφόνος, με σαφές όμως ψυχοπαθολογικό υπόβαθρο, το οποίο ανάγεται κύρια στην παιδική του ηλικία και σχετίζεται με σεξουαλική καταπίεση, μειωμένη αυτοεκτίμηση και γενικότερη συμπλεγματική συμπεριφορά. Η εκδικητική του μανία, την οποία εκδήλωνε με το παραμικρό, φαίνεται ότι ήταν απόρροια της υπερβολικής του ευθιξίας, αλλά και της σωματικής του διάπλασης, καθώς επρόκειτο για έναν κοντό, αδύνατο και σχεδόν καχεκτικό άνθρωπο. Κατά συνέπεια, επειδή δεν μπορούσε να αντιδράσει σε τυχόν προκλήσεις ή προσβολές που δεχόταν, πάντα οπλοφορούσε και απαντούσε με τα όπλα στις όποιες προκλήσεις δεχόταν”.
Εγκληματολογική ορολογία
Ο serial killer στην ελληνική γλώσσα αποδίδεται συνήθως στο αστυνομικό ρεπορτάζ ως “κατά συρροή δολοφόνος”. Πρόκειται όμως για έναν όρο, με τον οποίο δεν συμφωνούν έγκριτοι εγκληματολόγοι. Ο Καθηγητής Εγκληματολογίας, κ. Νέστωρ Κουράκης προτιμά τον όρο “κατ’ εξακολούθηση ανθρωποκτόνος” για να αποδώσει με μεγαλύτερη ακρίβεια και σαφήνεια τον δράστη των πολλαπλών φόνων κατ’ εξακολούθηση, ενώ ο όρος “κατά συρροή ανθρωποκτόνος”, κατά τον κύριο Κουράκη, αποδίδει πληρέστερα την έννοια του “μαζικού δολοφόνου”/mass murderer.
O Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Δρ Εγκληματολογίας, κ. Παναγιώτης Παπαϊωάννου επισημαίνει στο βιβλίο του “Ανθρωποκτόνοι κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή – Το Ελληνικό Παράδειγμα” (εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2013), ειδικά ως προς τα ζητήματα του εγκληματολογικού ορισμού, τα εξής:
“Μολονότι στην πράξη αρκετές φορές η χρήση των όρων που αφορούν τις πολλαπλές ανθρωποκτονίες και τους δράστες τους συγχέεται, τον serial killer χωρίζουν σημαντικότατες διαφορές από άλλους τύπους πολυανθρωποκτόνων, ιδίως τον “κατά συρροήν” ανθρωποκτόνο (mass murderer) καλούμενο και “spree killer”. Κατά κύριο λόγο, οι κατ’ εξακολούθησιν ανθρωποκτονίες ενέχουν στο κίνητρο μια, απλουστευτικά θέτοντάς το, διεστραμμένη ανάγκη ικανοποίησης ενστίκτων που είναι ή πάντως προσομοιάζουν έντονα με τα σεξουαλικά ή μια (πολλές φορές σύγχρονη) ανάγκη του δράστη για επικυριαρχία άνω στο θύμα, το οποίο μετατρέπεται σε “αντικείμενο”, σε παθητικό δέκτη των σαδιστικών του ορέξεων, πριν αυτές καταλήξουν στην αφαίρεση της ζωής. Το στοιχείο αυτό ξεχωρίζει τους serial killers από τους άλλους πολυανθρωποκτόνους και σχηματοποιεί με ιδιάζοντα τρόπο τις περιστάσεις τέλεσης των ανθρωποκτονιών που διαπράττουν”.
Οι serial killers, σύμφωνα με τις μελέτες, δολοφονούν τρία ή περισσότερα άτομα, αλλά το κάθε άτομο, όπως ήδη τονίστηκε, δολοφονείται σε διαφορετική περίσταση. Επιλέγουν τα θύματά τους και σχεδιάζουν προσεκτικά τους φόνους. Μεταξύ των ανθρωποκτονιών διανύουν και κάποιες περιόδους όπου δεν διαπράττουν εγκλήματα (cooling off). Έχουμε, επίσης, περιπτώσεις serial killers που πραγματοποιούν ακόμα και ταξίδια για να εντοπίσουν τα θύματά τους.
Ο mass murderer δεν έχει σκοπό να ξεφύγει, αφήνοντας πίσω του σημειολογικά μνημεία της δράσης του. Έχει σκοπό να σκοτώσει όσο περισσότερους γίνεται και είτε να πιαστεί, είτε, συνηθέστατα, να αυτοκτονήσει, γι’ αυτό και η δράση του συμβαίνει συνήθως σε δημόσιους χώρους.