Γιώργος Χαριτωνίδης: Οταν πάτησαν τα τούρκικα τανκς, ακούσαμε μία διαταγή: “Ο σώζων εαυτόν σωθήτω”
Διαβάζεται σε 16'Στο πλαίσιο του ντοκιμαντέρ “Κύπρος 1974-2024-Οι άνθρωποι που δεν ξέχασαν”, το NEWS 24/7 μίλησε με ανθρώπους που βίωσαν το τραύμα της εισβολής. Η μαρτυρία του αιχμαλώτου Γιώργου Χαριτωνίδη.
- 20 Ιουλίου 2024 07:02
Ο Γιώργος Χαριτωνίδης ήταν από τους Κυπρίους στρατιώτες που, όχι μόνο πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους Τούρκους μετά την εισβολή του 1974, αλλά μεταφέρθηκαν και επί τουρκικού εδάφους, πρώτα στα Άδανα και μετά στην Αμάσεια.
Ο στη συνέχεια και συγγραφέας Χαριτωνίδης έδωσε την ιδιαίτερα πλούσια μαρτυρία του στο πλαίσιο του ντοκιμαντέρ “Κύπρος 1974-2024: Οι Άνθρωποι που δεν ξέχασαν” του NEWS 24/7 κατά την οποία πιστοποίησε, μεταξύ άλλων, ότι ο στρατός της Κύπρου ήταν εντελώς απροετοίμαστος για την τουρκική εισβολή, με ευθύνη και της Ελλάδας.
Η μαρτυρία του Γιώργου Χαριτωνίδη στο NEWS 24/7
Υπηρετούσα τη θητεία μου. Η ημερομηνία της εισβολής συνέπεσε με την ημερομηνία της απόλυσής μου. Είμαι της σειράς 54Β. Καταταχτήκαμε στις 20 Ιουλίου του 1972 και θα απολυόμασταν 20 Ιουλίου του 1974. Υπηρετούσα στο 251 τάγμα Πεζικού με διοικητή τον Παύλο Κουρούτη. Επειδή οι συνθήκες του στρατού ήταν πολύ σκληρές, ανυπομονούσαμε να απολυθούμε.
Ηταν, τότε, πολύ της μόδας η χτενιά, αυτό που λένε τσατσάρα στην Ελλάδα αλλά τσέπης. Οταν πλησίασαν 40 περίπου μέρες να απολυθούμε, επειδή αυτή μικρή χτένα είχε 40 δοντάκια, όλοι της σειράς μου κόβαμε ένα δοντάκι κάθε μέρα που περνούσε.Και πειράζαμε τους νέους στρατιώτες. “39 και απόψε ρεεεεεε”. Περιμέναμε, έτσι, να φτάσει η μέρα μηδέν για να κόψουμε και το τελευταίο δοντάκι.
Δεν ήταν όμως μόνο αυτή η κακοτυχία. Το τάγμα μας ήταν πολύ κοντά στον κόλπο που έγινε η απόβαση. Θέλω να σας περιγράψω δύο σκηνές τις οποίες ακόμα προσπαθώ να ερμηνεύσω.
“Αυτός ο μαλάκας βλέπει βάρκες”
«Πρώτη σκηνή: 20 Ιουλίου του 1974, ημέρα Σάββατο, πριν ακόμη ξημερώσει, ήρθε ένας λοχίας και με ξύπνησε. Μου λέει “ρε φίλε, υπάρχει μία έκτακτη υπηρεσία στο διοικητήριο, όπου με βάλανε υπεύθυνο για τα τηλέφωνα”. Η υπηρεσία ήταν έκτακτη λόγω του πραξικοπήματος, το τάγμα ήταν σε επιφυλακή. Ηθελε, λοιπόν, ο λοχίας να πάει στην τουαλέτα. Οκ του είπα θα σε αντικαταστήσω. Πήγα και κάθισα μέσα στο διοικητήριο.
Έβλεπα τα τηλέφωνα και σκεφτόμουν μα γιατί τόσα πολλά; Οταν χάραζε το φως, χτύπησε ένα τηλέφωνο. Το σήκωσα και μου λέει ο παρατηρητής της σκοπιάς που επιτηρούσε τη θάλασσα “εεε, βλέπω πολεμικά πλοία. Πρέπει να είναι τουρκικά”. Οπως φαίνεται, το πρώτο φως έπεσε πάνω στην ασπράδα του στόλου. Ανέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά στους ορόφους που κοιμόντουσαν οι αξιωματικοί, χτύπησα την πόρτα και μου άνοιξε ένας λοχαγός. Του λέω “ο σκοπός βλέπει τούρκικα πολεμικά πλοία”. Η απάντησή του με άφησε άναυδο. “Αυτός ο μαλάκας θα είδε τίποτα ψαροκαϊκα και νόμισε ότι είναι πολεμικά πλοία. Πήγαινε να κοιμηθείς”. Και μου έκλεισε την πόρτα.
Κατέβηκα και άρχισα να διασχίζω το τάγμα για να πάω σε εκείνη τη σκοπιά για να δω με τα μάτια μου τι έβλεπε ο σκοπός. Δεν πρόλαβα όμως. Ορμησε ένα τουρκικό αεροπλάνο και έριξε ρουκέτα σημαδεύοντας το διοικητήριο. Ευτυχώς, αστόχησε ο πιλότος. Η ρουκέτα έπεσε λίγα μέτρα νότια του διοικητηρίου, επάνω στα συρματοπλέγματα.
Η δεύτερη σκηνή που μού έκανε εντύπωση: Ετρεξα να πάρω το όπλο και το κράνος μου τα οποία είχα ακουμπησμένα στον κορμό ενός ευκάλυπτου. Τα πήρα και είδα εκείνη τη στιγμή τον συγκροτηματάρχη με τις καλοκαιρινές πιτζάμες και με σαγιονάρες στα πόδια: “Παιδιά, άσκηση κάνουν οι Τούρκοι, μην φοβάστε, μην φοβάστε”. Πήγε να πει και τρίτη φορά το “μη φοβάστε” και τότε ένα αεροπλάνο χτύπησε ξανά το τάγμα. Τότε κατάλαβε και αυτός ότι δεν ήταν άσκηση όσα συνέβαιναν.
Από εκεί άρχισαν όλα. Εμείς αιφνιδιαστήκαμε, σοκαριστήκαμε, δεν ξεραμε τι γίνεται. Προσπαθούσαμε να προφυλαχθούμε από τα αεροπλάνα. Κάποια στιγμή ένας φαντάρος άνοιξε ένα τρανζίστορ να ακούσουμε και να μάθουμε τι συμβαίνει. “Καλημέρα σας, είναι 20η Ιουλίου, γιορτάζει ο προφήτης Ηλίας ο ήλιος ανατέλλει την τάδε ώρα” κτλ. Τότε υπήρχε η συνήθεια στο ΡΙΚ να μεταδίδουν από ραδιοφώνου πρωινή γυμναστική. “Πάρτε βαθιές αναπνοές, κάντε ελαφριά πηδηματάκια” κτλ. Και τότε σκέφτηκα αν έχει φανταστεί αυτός που έδινε τα παραγγέλματα τι γυμναστική είχαμε κάνει ήδη πρωί πρωί στο τάγμα.
Με τα Μπρεντ και τα Μαρτίνια
Επακολούθησε χάος. Οι Τούρκοι είχαν βγει. Εμείς πήραμε αργότερα διαταγές. Το τάγμα βγήκε έξω και σκόρπισε αριστερά-δεξιά να κόψουμε τους Τούρκους. Προχωρήσαμε προς το Τέμπλος, εκεί οι Τούρκοι μας καθήλωσαν με σφοδρά πυρά, δεν μπορούσαμε να σηκώσουμε κεφάλι. Κάναμε οπισθοχώρηση σ’ ένα γήπεδο. Εκεί καθίσαμε δύο ημέρες. Τη Δευτέρα έγινε η επίθεση των Τούρκων, πολύ σκληρή μάχη. Αντιαρματικά όμως δεν είχαμε, πως θα κόβαμε τα τανκς του εχθρού; Εμείς χτυπούσαμε με Μπρεντ και Μαρτίνια, όπλα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που τότε όλες οι χώρες τα είχαν βάλει ήδη στα πολεμικά μουσεία τους. Θυμάμαι, επίσης, που ακούγαμε τον ήχο που έκαναν οι σφαίρες όταν έβρισκαν στα άρματα, εκείνο το “τζ”, το μεταλλικό.
Οταν πάτησαν τα χώματά μας, τα τούρκικα τανκς, ακούσαμε μία διαταγή. “Ο σώζων εαυτόν σωθήτω”. Και σκορπίσαμε. Από εκεί, όσοι γλιτώσαμε, γιατί είχαμε και πολλούς νεκρούς, περπατήσαμε και ανεβήκαμε το βουνό.Σμίξαμε με άλλο τάγμα και πήγαμε στην Κυθραία και από την Κυθραία στον Κουτσοβέντη. Συνεχίζαμε τις μάχες εν τω μεταξύ γιατί η Τουρκία προχωρούσε, αν και είχε υπογράψει εκεχειρία. Εκεί μας βρήκε η δεύτερη φάση της εισβολής.
Η επίθεση του δεύτερου Ατίλα ήταν πιο σφοδρή γιατί είχαν κατεβάσει πιο πολύ στρατό και όπλα. Η τουρκική αεροπορία ανατίναξε όλα τα φυλάκιά μας. Βρεθήκαμε περιπλανώμενοι πάνω στο βουνό ομάδες-ομάδες, δεν ξέραμε πως και από που να διαφύγουμε. Είχαμε πάθει αφυδάτωση και ψάχναμε ένα τόπο για να πιούμε νερό, τίποτα άλλο δεν μας ενδιέφερε. Κατεβαίνοντας προς την Κυθραία, συναντήσαμε ένα πετράβλακο που έτρεχε νερό και σκύψαμε να πιούμε όπως σκύβουν τα πρόβατα. Εν τω μεταξύ σφαίρες δεν είχαμε, κρατούσαμε τα μαρτίνια σαν μαγκούρες.
Μάς έσωσε μία γυναίκα. “Θα σας πω εγώ τι θα κάνετε” μάς είπε. “Είδα ότι οι Τούρκοι συλλαμβάνουν αιχμαλώτους στρατιώτες και τους εκτελούν επί τόπου. Αν σας πιάσουν μ’ αυτά τα ρούχα, είστε τελειωμένοι”.Μας οδήγησε στο σπίτι της, μας έδινε διαταγές και εμείς εκτελούσαμε. Θαύμασα τη διαίσθηση και το πάθος της να μας σώσει. “Ενας-ένας μέσα στο μπάνιο να λουστείτε και να ξυριστείτε”. Σε γειτονικά σπίτια βρήκε αντρικά ρούχα. Βγάλαμε τα στρατιωτικά και τα κρύψαμε. Ακολουθήσαμε τη γυναίκα η οποία τελικά μας έκρυψε μέσα στην εκκλησία ανάμεσα στους εγκλωβισμένους κατοίκους του χωριού.
Το πρωί της 15ης Αυγούστου πιαστήκαμε αιχμάλωτοι. Ενας Κυθραιώτης που ήξερε λίγα τούρκικα ύψωσε μία σημαιούλα άσπρη. Ηρθε ο τουρκικός στρατός και μάς έπιασε. Εκείνη την ώρα που υψώνεις τα χέρια σου απέναντι από τα τούρκικα όπλα είναι σαν να σε καταπίνει η γη. Ο τουρκικός στρατός μας παρέδωσε στους τουρκοκύπριους ένοπλους, αυτήν ήταν η τακτική τους. Αφού μείναμε πολλές ώρες κάτω από τον ήλιο του Αυγούστου, μας μετέφεραν σε μία εκκλησία ενός γειτονικού χωριού.
Μία παρένθεση για το πως εμπλέκεται η μόδα στα γεγονότα του 1974. Οι νέοι τότε συνήθιζαν να φοράνε καμπάνα παντελόνι και λουλουδάτα πουκάμισα, να έχουν φαβορίτες, μακριά μαλλιά κτλ. Το απαραίτητο συμπλήρωμα ήταν να φορούν και κάτι χρυσό στο λαιμό. Για ποιο λόγο; Για να ξεχωρίζει ανάμεσα στις τρίχες του στήθους ανοίγοντας τα πουκάμισα μέχρι τον αφαλό.Σε προηγούμενο στρατόπεδο που ήμουν ο ΚΨΜιτσής του λόχου δεν μπορούσε να πάρει την άδειά του γιατί δεν είχε που να παραδωσει. Μου το πρότεινε εμένα. Δέχθηκα. Οταν επέστρεψε και του παρέδωσα πίσω τα πράγματα υπήρχε έλλειμμα 10 λιρών. Ηταν μεγάλο ποσό. Τρέξαμε και οι δυο στο λοχαγό. Ο λοχαγός έβγαλε από το λαιμό του μία χρυσή παναγίτσα. Την άφησε στο ΚΨΜ για να την αγοράσει όποιος ήθελε έτσι ώστε να καλυφθεί το έλλειμμα. Την αγόρασα, έτσι, εγώ.
Η διάρροια από τα μπατζάκια των αιχμαλώτων
Επιστρέφουμε: Εκεί στην εκκλησία που ήμασταν και κοιμόμασταν την πρώτη νύχτα της αιχμαλωσίας. Μπήκε ένας τουρκοκύπριος μέσα. Κλώτσησε έναν αιχμάλωτο για να σηκωθεί. Ηταν ληστεία. Του πήρε το ρολόι,τα λεφτά του κτλ. Ηθελε όμως και το χρυσαφικό γιατί ήξερε τις συνήθειες των νέων. Εδρασα άμεσα. Κοίταξα αριστερά και δεξιά μήπως με βλέπει κάποιος, ξεκόλλησα με τα νύχια μου μία εξωτερική ραφή του παντελιού μου και έβαλα τη χρυσή παναγίτσα μέσα. Οταν με κάλεσε ο τουρκοκύπριος, του έδωσα 8 λίρες που είχα στην τσέπη. Μου είπε ότι ήθελε και το χρυσαφικό. Δεν φορώ του απάντησα. Μου έσκισε τότε τη φανέλα που φορούσα για να δει το στήθος μου. Διαπίστωσα ότι όντως δεν φορούσα κόσμημα και με χτύπησε με το όπλο στα πλευρά. Πόνεσα πάρα πολύ. Αλλά η χρυσή παναγίτσα γλίτωσε. Πήγε Αδανα, Αμάσεια και επέστρεψε.
Μετά την εκκλησία, μάς πήγαν στις αποθήκες Παυλίδη στη Λευκωσία. Εκεί μας είπαν ότι θα μας απελευθερώσουν. Χαρήκαμε και χειροκροτήσαμε. Μάς έβαλαν όμως πρώτα να φάμε. Είχαν ρεβύθια γιαχνί. Οταν έβαλα την πρώτη μπουκιά στο στόμα μου, με κάψανε τα χείλη μου. Eίπα στο διπλανό μου “μην τρως, κάτι συμβαίνει”. “Οχι” μου απάντησε, “θα τα φάω με το ζόρι γιατί έχω τρεις ημέρες να φάω”. Το ίδιο έκαναν και οι περισσότερο. Το φαγητό όμως ήταν ξινισμένο, είχε χαλάσει. Μύριζε άσχημα έτσι κα αλλιώς.
Βγήκαμε έξω, μας έδεσαν χέρια και μάτια. Μας έβαλαν σε λεωφορεία. Εμείς δεν είχαμε ιδέα ότι μεταφέρουν αιχμαλώτους και στην Τουρκία. Ο προορισμός μας όμως ήταν για Αδανα μέσω Κερύνειας. Στο δρόμο επέδρασε η δηλητηρίαση με τα ρεβύθια.Οι αιχμάλωτοι άρχισαν να ουρλιάζουν από τον πόνο. Αυτό που συνέβη, τι να σας πω. Ηταν αηδιαστικό, κάποτε φαίνεται και κωμικό. Αρχισε η διάρροια να τρέχει από τα μπατζάκια των αιχμαλώτων γιατί ήταν δεμένοι στα χέρια και στα μάτια.
Ο οδηγός του λεωφορείου, ένας Τουρκοκύπριος, εκνευρίστηκε για του λερώσαμε το όχημα. Χτύπαγε τους αιχμαλώτους. Εφαγα και εγώ κάμποσες. Μετά μπήκαν και άλλοι δύο Τουρκοκύπριοι μέσα, ένας από την μπροστινή και ένας από την πίσω πόρτα. Νέος γύρος ξύλου. Ακούστε όμως γιατί εγώ τη γλίτωσα. Καθόμουν στο κέντρο του λεωφορείου. Δίπλα από εκεί που μαθόμουν σχηματίστηκε μία λιμνούλα από διάρροια. Και γι’ αυτό δεν με πλησίασαν.
Ξύλο και… κουκούτσια
Μετά από μία εβδομάδα μας έδεσαν πάλι χέρια και μάτια και μας πήγαν στην Κερύνεια. Από την Κερύνεια μας μετέφεραν στην Τουρκία μ’ ένα οχηματαγωγό πλοίο μας μετέφεραν στην Τουρκία. Εκείνη την ώρα που έκλεινε η πόρτα του οχηματογωγού, καθηλώθηκα και κοιτούσα τον ουρανό της Κερύνειας. Ολο έκλεινε η πόρτα, όλο μίκραινε το παραλληλόγραμμο του ουρανού.Οταν έκλεισε, φώναξα, “γεια σού Κύπρος, γεια σου γλυκιά Κύπρος” διότι σκεφτόμουν ότι αποκλείεται να επιστρέψουμε. Είχαμε την αγωνία ότι πάμε για χειρότερα.
Μέσα στο πλοίο είχε πολύ μεγάλη ζέστη, 50 βαθμούς και. Οι σταγόνες του ιδρώτα μας έπεφταν στα μεταλλικά κομμάτια του πλοίου. Φωνάζαμε “σου, σου” στα τουρκικά, ζητούσαμε νερό. Ευτυχώς μάς έφεραν. Μόλις φτάσαμε στην Μερσίνα και άνοιξε η πόρτα μάς έπιασε η αύρα της θάλασσας. Κατάλαβα τι σημαίνει ελευθερία. Σκέφτηκα “να κάνω μία βουτιά στη θάλασσα, και ας πεθάνω”.
Από την Μερσίνα μας έβαλαν σε φορτηγά και μας πήγαν στις φυλακές των Αδάνων.Στις φυλακές των Αδάνων μάς υποδέχθηκαν με σκληρό, βάρβαρο τρόπο. Πολύ ξύλο. Περάσαμε το διάδρομο του μαρτυρίου. Περνούσαμε ένας-ένας ενώ μας είχαν πιάσει το ένα χέρι λαβή από πίσω. Αριστερά και δεξιά είχε Τούρκους στρατιώτες που μάς χτυπούσαν με κλοτσιές και μπουνιές. Εφαγα μία στο στόμα και μου έσπασαν τα δόντια. Από τις γροθιές στο στόμα, έβγαλα αποστήματα, αλλά τον πόνο αυτό δεν τον θυμάμαι. Ο πόνος ότι ήμουν αιχμάλωτος στις φυλακές της Τουρκίας ήταν πολύ δυνατός.
Ενα από τα μαρτύρια ήταν και ψυχολογικό. Μάς έκαναν συνέχεια ερωτήσεις που βρίσκονταν οι δικοι μας κτλ. Με ρωτούσαν που είναι ο αδελφός μου που υπηρετούσε επίσης εκείνη την εποχή. Ηταν αιχμάλωτος αλλά εκείνη την εποχή δεν το ήξερα. Ούτε και αυτός για μένα.
Το δεύτερο βασανιστήριο ήταν η πείνα. Το φαγητό ήταν πολύ λίγο. Ενα ζουμί, δεν ξέρουμε καν τι είχε μέσα.Μας είχε πιάσει απελπισία, σκεφτόμουν ότι θα πεθάνουμε της πείνας. Μία ημέρα, όπως κοιτούσα ένα μικρό παραθυράκι του θαλάμου μας, είδα ένα σπουργίτι που τσιμπολογούσε. Θυμήθηκα τότε ένα στίχο του Σολωμού, “λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί και η μάνα του ζηλεύει”, από τους “Ελεύθερους Πολιορκημένους”. Μόλις έστρεψα το βλέμμα άλλου, είδα ένα κουκούτσι καρπουζιού κάτω από ένα κρεβάτι. Πήγα και το πήρα. Κάτι μπορεί να περιέχει από βιταμίνες κτλ σκέφτηκα. Ενα μικρό διάστημα, οι Τούρκοι, αντί για άλλο φαγητό, μας έφερναν ένα καρπούζι. Επρεπε να το μοιραστούμε 35-40 άτομα, φανταστείτε πόσο λεπτές ήταν οι φέτες που κόβαμε. Από εκεί και πέρα έψαχνα κουκούτσια με τρόπο. Και τα έτρωγα αφού πρώτα τα έπλενα. Ετσι προέκυψε και ο τίτλος του βιβλίου μου “Αναμνήσεις με πολλά κουκούτσια”.
Η φιλία με τον Τούρκο φρουρό
Επειδή οι φυλακές των Αδάνων ήταν φυλακές που υποδέχονταν τους αιχμαλώτους και γέμιζαν, έπρεπε να γίνει διασπορά σε άλλες φυλακές. Εμενα έτυχε να με μεταφέρουν στην Αμάσεια. Ηταν μία διαδρομή 23 ωρών με το λεωφορείο. Στο κάθε λεωφορείο οι μισοί επιβάτες ήταν αιχμάλωτοι και οι μισοί Τούρκοι στρατιώτες που μάς πρόσεχαν. Στη διαδρομή μάς χτύπησαν πολύ, μεγάλη βαρβαρότητα. Αλλά υπήρχε και ένα στοιχείο άλλο που μου έκανε εντύπωση και με ευαισθητοποίησε και γι’ αυτό αφιέρωσα το βιβλίο και σε τρεις Τούρκους.
Τα λεωφορεία ήταν παλιάς τεχνολογίας και κάθε λίγο σταματούσαν για να κρυώσουν οι μηχανές. Σε μία στάση που κάναμε σ’ ένα χωριό μπήκε ένας Τούρκος καφετζής. Είχε φτιάξει τσάγια και πρόσφερε στον κάθε Τούρκο στρατιώτη από ένα. Στο δίσκο του έμεινε ένα, ο καφετζής κοιτούσε αριστερά-δεξιά που να το δώσει. Ενιωσα τότε ένα χτύπημα φιλικό στην πλάτη, ήταν ο καφετζής, μου είπε στα τούρκικα πάρτο εσύ. Μα είσαι σίγουρος; Ναι μου λέει, πάρτο εσύ. Οταν ήπια αυτό το τσάι, σαν να αναστήθηκα. Ηταν πολύ ωραίο.
Στην Αμάσεια, κάτα κάποιον τρόπο τα πράγματα ηρέμησαν, ήταν πιο καλά, σαν να μπήκαμε σε μία ρουτίνα. Εγινε η συμφωνία Κληρίδη-Ντενκτάς για την απόλυση των αιχμαλώτων. Ακουσα το όνομά μου και δεν το πίστευα. Στη διαδρομή Αμάσεια-Αδανα, πάλι τα ίδια, ξύλο, βασανιστήρια, όχλος που όρμησε να μάς σκοτώσει. Μας γλίτωσε ένας Τούρκος έφεδρος αξιωματικός, μας προστάτευσε από τον όχλο που ήθελε να μας λιντσάρει.
Αργότερα, μπήκε μέσα στο λεωφορείο ένας χότζας, μία μορφή που μου θύμισε τις εικονογραφήσεις των βιβλίων μας στο δημοτικό. Κρατούσε μία φωτογραφία και έβγαζε αναστεναγμούς. Εκεί κατάλαβα ότι ο πόλεμος έχει επιπτώσεις όχι μόνο στους ηττημένους αλλά και στους νικητές.
Ο φρουρός μου, ένας Τούρκος στρατιώτης, καθόταν σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής δίπλα μου. Ο Οχτέν. Μιλούσαμε με κάποιες λίγες εγγλέζικες λέξεις, λίγα τούρκικα και νοήματα. Με ρώτησε τι θα κάνω όταν απολυθώ από το στρατό. Του είπα τα σχέδιά μου και τον ρώτησα για τα δικά του. Μου είπε ότι είχε τελειώσει τεχνική σχολή ηλεκτρολόγος και ότι θα άνοιγε κατάστημα δικό του. Συμπλήρωσε κάτι που μέχρι και σήμερα θεωρώ ποιητικό: “Τώρα που είσαι αιχμάλωτος σκέφτομαι τη μάνα σου που θα κλαίει”. Ανταλλάξαμε διευθύνσεις. Σε κάποια στιγμή λύθηκε η αρβύλα του και έβαλε το όπλο του ανάμεσα στο πόδια μου για να δέσει τα κορδόνια του. Οταν επιστρέψαμε στην Κύπρο και μάς έβαλαν και κάναμε μπάνιο, ξέχασα τη διεύθυνσή του στο παλιό παντελόνι.
Μία άλλη στιγμή που θυμάμαι: Ενα πρωινό που ξυπνήσαμε έβρεχε έξω. Πλησίασα το παράθυρο και κοιτούσα τη βροχή. Εβλεπα τα νερά που έτρεχαν από τα κεραμίδια ενώ στο κέντρο του τετραγώνου υπήρχε μία τρύπα που ρουφούσε το νερό. Ακούστε τη σκέψη μου ήρθε. Γιατί να μην είμαι και εγώ νερό να φύγω από την τρύπα. Αυτά τα πράγματα μπορεί να τα σκεφτεί μόνο ένας άνθρωπος που βιώνει την αιχμαλωσία.
Κατά καλή μου τύχη βρέθηκα στην πρώτη ανταλλαγή αιχμαλώτων. Είχαμε μαζευτεί από τις τρεις φυλακές που κρατούνταν αιχμάλωτοι (Αμάσεια, Αδανα, Τίγιαβα) στη Μερσίνα. Μέσα στο πλοίο κάπου απέναντι είδα τον αδερφό μου. Μιλήσαμε με νοήματα και θυμάμαι που κατάφερε και μου πέταξε ένα τσιγάρο. Οι Τούρκοι είχαν κάτι τσιγάρα με την ονομασία Ασκέρ, τα πιο πολλά ληγμένα, βρωμούσαν όταν τα κάπνιζες.
Η Τουρκία θέλει να ελέγχει την Κύπρο
Η μέρα της απελευθέρωσης ήταν συναρπαστική. Θυμάμαι τους αιχμαλώτους που έπεφταν εκεί στο Λύδρα Πάλας και προσκυνούσαν το χώμα, υπήρχε μία μέθη γενική. Εμείς οι αιχμάλωτοι έχουμε δύο ημερομηνίες γενεθλίων. Την ημέρα που γεννηθήκαμε και την ημέρα που απελευθερωθήκαμε. Ηταν μία επαναγέννηση. Και το μαιευτήριο της επαναγέννησης ήταν το Λήδρα Πάλας.
Ομως αυτή η μέθη της χαράς έφευγε σιγά-σιγά από τις σκηνές που βλέπαμε. Μαζεύτηκε πολύς κόσμος εκείνη την ημέρα γιατί έψαχναν οι γονείς τα παιδιά τους. Αν είχες αγνοούμενο παιδί, γύριζες χωριά, γύριζες σπίτια να μάθεις οτιδήποτε. Πολλοί εναπόθεσαν τις ελπίδες τους στις ανταλλαγές αιχμαλώτων. Θυμάμαι τις μάνες των αγνοουμένων που λεωφορείο σε λεωφορείο ρωτούσαν “μήπως είδατε το γιο μου;”. Σαν χορός τραγωδίας με θίασο πραγματικό. Εκείνο που μου έμεινε είναι η έκφραση της απογοήτευσης που έπαιρναν, μία θλίψη, πέτρωνε στο πρόσωπό τους.
Βιώνοντας τότε τα γεγονότα, καταλάβαμε ότι η Τουρκία ήρθε για να μείνει στην Κύπρο. Και επειδή ακριβώς αυτή η χώρα έχει τον τελευταίο λόγο είναι απογοητευτικό. Επιδιώκει να έχει ένα παράθυρο να μπορεί να επεμβαίνει όποτε το θελήσει. Είναι απαισιόδοξα τα πράγματα. Βέβαια γύρω μας γίνονται μεγάλες ανατροπές, ο κόσμος μεταβάλλεται συνεχώς και ιδίως στην περιοχή μας. Πολύς κόσμος έβγαλε το συμπέρασμα ότι η λύση δεν εξαρτάται από τις δύο ενδιαφερόμενες κοινότητες, την ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή. Μεταξύ μας μπορούμε να τα βρούμε, το πιστεύω και εγώ, περίπου την ίδια ψυχοσύνθεση έχουμε. Η επέμβαση της Τουρκίας κάθε φορά απογοητεύει. Θέλει να ελέγχει την Κύπρο. Αυτό είναι το πρόβλημα. Και είναι τραγικό».