Γκερνίκα, μια αιώνια κραυγή
Το πολιτικό και αισθητικό μανιφέστο του Πάμπλο Πικάσο, συνεχίζει σχεδόν οχτώ δεκαετίες μετά, να "ηχεί" σαν μαχαιριά, μαστίγωμα και δάκρυ απέναντι στον χρόνο που μηδενίστηκε εκείνη την 26η Απριλίου του 1937 στην μικρή Γκερνίκα των παγιδευμένων αθώων από ασυνείδητους σφαγείς και χυδαίους "υπεράνθρωπους"
- 13 Ιουλίου 2015 08:31
Δεν χρειάζονται πολλές λέξεις για να περιγράψουν το έγκλημα της Γκερνίκα τον Απρίλιο του 1937 από τους φασίστες του Φράνκο και του Χίτλερ. Οι ψυχές των Βάσκων σηκώνουν ακόμα την βαριά ανάμνηση του πόνου και της απώλειας και την περνούν από γενιά σε γενιά, θέλοντας να σιγουρέψουν ότι δεν θα ξεχαστεί ποτέ. Στον υπόλοιπο κόσμο όμως, θα ήταν η λήθη που θα είχε τυλίξει αυτή την φρικτή ιστορία του τρομοκρατικού βομβαρδισμού εναντίον χιλιάδων αμάχων, αν δεν φρόντιζε ο Πάμπλο Πικάσο να μαζέψει μερικά από τα ακρωτηριασμένα κορμιά που κείτονταν στους δρόμους της βασκικής κωμόπολης και να τα μετατρέψει σε αιώνιο σύμβολο της εξέγερσης κατά του φασισμού. Σήμερα, 78 χρόνια μετά την δημιουργία ενός από τα σημαντικότερα πολιτικά μανιφέστα της τέχνης του 20ου αιώνα, το News247 θυμάται τα γεγονότα, τον θρήνο και την σύνθεση. Θυμάται αυτά τα 3.5 επί 7.7 μέτρα του καμβά, πάνω στον οποίο αποτυπώθηκε μια από τις πιο ανατριχιαστικές αντιπολεμικές κραυγές της ιστορίας.
Το επαναλαμβάνω, δεν έχουν ιδιαίτερο νόημα οι λέξεις, όταν οι λιγοστές εικόνες που έχουν σωθεί από την ισοπεδωμένη Γκερνίκα του 1937, φτάνουν και περισσεύουν για να μας βάλουν μέσα στη φρίκη της συνειδητής βαρβαρότητας που συντελέστηκε σε αυτή την μικρή πόλη σύμβολο της Χώρας των Βάσκων. Επί περισσότερες από τρεις ώρες τα γερμανικά βομβαρδιστικά των Ναζί, ξερνούσαν εμπρηστικές βόμβες και βλήματα συνολικού βάρους 32 τόνων, με σκοπό όχι να ανοίξουν τον δρόμο των στρατευμάτων του Φράνκο προς το Μπιλμπάο, όπως ήταν η επίσημη “στρατηγική” εξήγηση, αλλά για να εξαφανίσουν από προσώπου γης την Γκερνίκα και ότι αυτή συμβόλιζε για τους μισητούς προς τον “Χενεραλίσιμο” Βάσκους. Οι μαρτυρίες των τότε επιζώντων δεν άφηναν περιθώριο για παρερμηνείες. Τα αεροπλάνα ακολουθούσαν τους έντρομους κατοίκους που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από την κόλαση της φωτιάς και να βρουν καταφύγιο στους γύρω λόφους και τους αποτελείωναν χωρίς έλεος.
Η Γκερνίκα μετά τον βομβαρδισμό (26/4/1937)
Ο ισπανικός εμφύλιος βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη και οι Εθνικιστές προσπαθούσαν να τελειώσουν μια και καλή με τον “θύλακα” του Εουσκάδι. Όμως η αντίσταση των Βάσκων ήταν τόσο λυσσασμένη όσο και το μίσος τους για τον επίδοξο δικτάτορα. Ο Φράνκο ήθελε να κάμψει το ηθικό τους, να πετύχει κάτι τόσο εντυπωσιακό που θα γινόταν γνωστό σε όλον τον κόσμο. Και βρήκε σύμμαχό του την γερμανική πολεμική αεροπορία και τον Χέρμαν Γκέρινγκ: “Παρότρυνα τον Χίτλερ να υποστηρίξει τον Φράνκο σε κάθε περίπτωση, πρώτον για να εμποδίσει οποιαδήποτε περαιτέρω εξάπλωση του κομμουνισμού σε αυτήν την περιοχή και δεύτερον για να δοκιμάσω με την ευκαιρία την νεαρή μου Luftwaffe σε διάφορα τεχνικά σημεία”… Η επιλογή του στόχου ανήκε φυσικά στον ίδιο τον Φράνκο. Η Γκερνίκα βρισκόταν 30 χιλιόμετρα ανατολικά του Μπιλμπάο και ήταν το σύμβολο της ενότητας των Βάσκων.
Στην πόλη υπήρχε η περίφημη “Gernikako Arbola” (το “δέντρο της Γκερνίκα” στην εουσκέρα), μια βελανιδιά που συμβολίζει μέχρι και σήμερα τις παραδοσιακές ελευθερίες της Μπιθκάγια και κατ’ επέκταση εκείνες των Βάσκων, κάτω από την οποία ορκίζονταν οι άρχοντες της περιοχής αλλά και οι Ισπανοί βασιλείς, ότι θα σέβονταν τις τοπικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των κατοίκων (κάτω από το ίδιο δέντρο ορκίζεται πλέον ο Λεεντακάρι, ο πρόεδρος της βασκικής βουλής). Η Γκερνίκα δεν ήταν μόνο η “ταυτότητα” των Βάσκων, αλλά και η πνευματική τους πρωτεύουσα. Την εποχή του βομβαρδισμού μετρούσε 7.000 κατοίκους, ενώ η γραμμή του μετώπου ανάμεσα σε Εθνικιστές και Δημοκρατικούς βρισκόταν 30 χιλιόμετρα πιο δυτικά. Μετά την ολοκλήρωση της επίθεσης, τα τρία τέταρτα της πόλης είχαν ισοπεδωθεί, ενώ όλα τα υπόλοιπα κτίρια είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές και στην πλειοψηφία τους κατεδαφίστηκαν. Αυτή που πάντως έμεινε όρθια, ήταν η βελανιδιά της Γκερνίκα.
Νεκρά παιδιά στην Γκερνίκα, μετά τον βομβαρδισμό…
Η καταστροφή της Γκερνίκα έγινε γνωστή για πρώτη φορά από τον διεθνή Τύπο δυο μέρες αργότερα, μέσω των ανταποκρίσεων του απεσταλμένου των Times του Λονδίνου, Τζορτζ Στιρ. Ο Βρετανός δημοσιογράφος έγραψε για την συνεργασία του Φράνκο με την γερμανική “Λεγεώνα Κόνδωρ” και τα ιταλικά “Εθελοντικά Σώματα”, καταρρίπτοντας από το πρώτο του κείμενο αυτό που υποστήριζε η φρανκική πλευρά, ότι δηλαδή ήταν ο δημοκρατικός στρατός εκείνος που είχε κάψει και ανατινάξει την πόλη κατά την υποχώρησή του. Οι Times συνέχισαν επί μια εβδομάδα να δημοσιεύουν τα άρθρα του Στιρ, ενώ το βρετανικό κοινοβούλιο καταδίκασε την σφαγή, χαρακτηρίζοντας την Γκερνίκα ως “ανοχύρωτη πόλη”, χωρίς κανέναν στρατιωτικό στόχο. Όλοι οι ξένοι πολεμικοί ανταποκριτές που κάλυπταν τον ισπανικό εμφύλιο, υποστήριξαν τα όσα έγραψε πρώτος ο Στιρ.
Οι τοπικές αρχές της Γκερνίκα, τον Απρίλιο του 2012, στην 75η επέτειο του βομβαρδισμού, θέλοντας να τιμήσουν τον Βρετανό δημοσιογράφο, έδωσαν το όνομά του σε έναν δρόμο της πόλης και έκαναν τα αποκαλυπτήρια μιας χάλκινης προτομής του, στη βάση της οποίας είναι γραμμένη η φράση: “Τζορτζ Στιρ, δημοσιογράφος, ο οποίος έκανε γνωστή στον υπόλοιπο κόσμο την ιστορία της Γκερνίκα”. Κανείς μέχρι σήμερα δεν γνωρίζει τον ακριβή αριθμό των θυμάτων. Η βασκική κυβέρνηση της εποχής είχε κάνει λόγο για 1645 νεκρούς και 889 τραυματίες. Όμως τα τελευταία χρόνια, μετά από έρευνες πολλών διαφορετικών φορέων στην περιοχή, θεωρείται ότι υπήρξαν 250-300 νεκροί και μερικές εκατοντάδες τραυματίες. Κάθε χρόνο, ανήμερα της 26ης Απριλίου, στην Γκερνίκα όλοι οι κάτοικοι τιμούν τα θύματα τηρώντας σιγή τεσσάρων λεπτών, η οποία ξεκινάει ακριβώς στις 15:45 (την ώρα που απογειώθηκαν τα αεροπλάνα). Σε αυτά τα τέσσερα λεπτά, οι μόνοι ήχοι που διαπερνούν την “ματωμένη” μνήμη, είναι οι σειρήνες και οι καμπάνες…
Γκερνίκα, ο ήχος της σιωπής μέσα στα ερείπια
Τον Ιανουάριο του 1937, η Δημοκρατική κυβέρνηση της Ισπανίας μέσω του γενικού διευθυντή των Καλών Τεχνών, Τζουσέπ Ρενάου, είχε παραγγείλει στον Πάμπλο Πικάσο ένα έργο για να παρουσιαστεί στο ισπανικό περίπτερο της Διεθνούς Έκθεσης Τεχνών και Τεχνικών της Μοντέρνας Ζωής του Παρισιού. Ο ζωγράφος ζούσε από το 1900 στη Γαλλία, διατηρώντας τον τίτλο του επίτιμου εξόριστου διευθυντή της πινακοθήκης του Πράδο και είχε επισκεφθεί τελευταία φορά την Ισπανία το 1934. Στις 28 Απριλίου του 1937, ο Πικάσο πληροφορήθηκε την θηριωδία στην Γκερνίκα, διαβάζοντας την εφημερίδα L’Humanité. Αμέσως εγκατέλειψε αυτό που ετοίμαζε για την έκθεση και ξεκίνησε φτιάχνοντας σκίτσα και προσχέδια για την “Γκερνίκα”, έχοντας πλέον ως στόχο να ευαισθητοποιήσει όσους θα έβλεπαν το έργο του στο Παρίσι, σχετικά με την προσπάθεια των Δημοκρατικών να αντισταθούν στις δυνάμεις του Φράνκο στον ισπανικό εμφύλιο.
Η “Γκερνίκα” είναι μια ελαιογραφία πάνω σε έναν καμβά διαστάσεων 3.49 μ. ύψος επί 7.76 μ. πλάτος. Ξεκίνησε όπως είπαμε, με προσχέδια, τα οποία είχε φωτογραφήσει η τότε ερωμένη του ζωγράφου, Ντόρα Μάαρ. Μετά από οχτώ διαδοχικά στάδια, το έργο ολοκληρώθηκε στις 4 Ιουνίου και περίπου δυο εβδομάδες αργότερα, μεταφέρθηκε στο ισπανικό περίπτερο της Έκθεσης. Τοποθετήθηκε στο αίθριο και στις 12 Ιουλίου, όταν έγιναν τα επίσημα εγκαίνια του περιπτέρου, “παραδόθηκε” στο κοινό. Στη συνέχεια “ταξίδεψε” και εκτέθηκε σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη και το 1940, όταν πλέον ο Φράνκο είχε κερδίσει τον εμφύλιο και είχε πάρει την εξουσία, ο Πικάσο την έστειλε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, καθιστώντας σαφές ότι το έργο θα έπρεπε να πάει στην Ισπανία, μόνο μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, κάτι που συνέβη τελικά το 1981. Σήμερα εκτίθεται στο Εθνικό Μουσείο Τέχνης “Reina Sofia”, στη Μαδρίτη. Ας περάσουμε όμως τώρα στην αισθητική, καλλιτεχνική και πολιτική αξία της “Γκερνίκα”.
Ο Πάμπλο Πικάσο ενώ ζωγραφίζει την “Γκερνίκα” (1937)
Η “Γκερνίκα” είναι ριζοσπαστική και βίαιη, σφραγίζει τη μοίρα της εξέγερσης με μια κραυγή τόσο δυνατή, που σε κάνει να κρατάς την ανάσα σου όταν την κοιτάς. Ανατρέπει κάθε συμβατικό μοτίβο μετατρέποντας τον χρόνο σε βουβή οργή. Είναι η στρατευμένη τέχνη στην πλήρη της αλήθεια. Μια αλήθεια που πηγάζει μέσα από την “φρίκη” των γεωμετρικών αποχρώσεων του γκρίζου, που με τη σειρά τους πλαισιώνονται από την ένταση του μαύρου και του άσπρου. Πάνω στον καμβά, συμπυκνώνονται όλα όσα χρειάζονται για να αποδοθούν σε μια μη αναστρέψιμη πραγματικότητα, τα όρια και ότι βρίσκεται πέρα από αυτά: η τραγωδία, ο θρήνος, ο θάνατος, οι κραυγές, η απελπισία, ο πόλεμος. Όλα αυτά με γραμμές και μορφές στην πιο αντισυμβατική τους αισθητική, με τις εκφράσεις να αντανακλούν από μόνες τους την “σύνταξη” ενός μανιφέστου. Η δύναμη της “Γκερνίκα” αναδύεται μέσα από σύμβολα, των οποίων ο ρεαλισμός δεν αφήνει κανένα περιθώριο μη “σωστής” ανάγνωσης.
Η γυναίκα με το λυχνάρι φωτίζει στο κέντρο ένα δραματικό “τρίγωνο”. Οι μορφές του αλόγου, του πολεμιστή και του ταύρου, στοιχειωμένες από την βαρβαρότητα και το σκοτάδι, “περιγράφουν” την ίδια την καταστροφή χωρίς έλεος. Ο “guerrero” είναι νεκρός, στην ουσία φαίνονται μόνο το κεφάλι του και τα δυο του χέρια. Στο ένα κρατάει ένα σπασμένο σπαθί και ένα λουλούδι, ίσως μια αχτίδα ελπίδας μέσα στην εικόνα του ολέθρου. Το άλογο, τρυπημένο από μια λόγχη, προσπαθεί να σταθεί όρθιο, βγάζοντας την πιο απόκοσμη κραυγή του κάδρου. Το περιστέρι, με τη μια φτερούγα σπασμένη, συμβολίζει την ειρήνη που χάθηκε χτυπημένη. Ο ταύρος δείχνει έκπληκτος με αυτά τα “σπασμένα” από θλίψη και αγωνία μάτια που δεν αντέχουν άλλη σκληρότητα, ενώ από κάτω του, η μάνα με γλώσσα στιλέτο και μάτια δάκρυα, κρατάει στα χέρια το νεκρό, χωρίς κόρες, παιδί της, σε μια “Πιετά” που ξεσκίζει κάθε ψυχή και “αιμορραγεί” από μέσα της το τέρας του πολέμου. Η παραστατικότητα του Πικάσο είναι τόσο παραμορφωμένη, σαν παγιδευμένη αρπαγή και φθορά μέσα στην πλήρη ερήμωση.
Η “Γκερνίκα” του Πάμπλο Πικάσο (1937)
Η άλλη γυναίκα δεξιά, που ετοιμάζεται να γονατίσει, κρατώντας με το χέρι της το πληγωμένο της πόδι, έχει στο βλέμμα της την απορία και τον πόνο. Υποφέρει, παραδίνεται και αργοπεθαίνει. Πιο δεξιά ακόμα, το σπίτι που φλέγεται και ακριβώς από κάτω του, ένας άντρας που σηκώνει τα χέρια ψηλά, σαν να ικετεύει τα αεροπλάνα να σταματήσουν τον βομβαρδισμό. Φιγούρα εμπνευσμένη κατευθείαν από τον πίνακα του Γκόγια, “η 3η Μαΐου του 1808 στην Μαδρίτη”. Ο κυβισμός του ζωγράφου υπηρετεί αυτό ακριβώς που θέλει να αποδώσει. Διαμελισμένες μορφές, αιχμηρές γραμμές, ξεχειλωμένα σχήματα και μια σαφέστατη πρόθεση αναδημιουργίας της ίδιας της σκληρότητας που χρειάζεται να “επινοήσει” για να “φτύσει” στα μούτρα τους δολοφόνους φασίστες χρησιμοποιώντας τα δικά του όπλα. Όπως υπέροχα θα το “συγκεντρώσει” μέσα σε μια μόνο πρόταση το 1947 ο Αντονέν Αρτώ: “Τα ερείπια που μας πρόσφερε ο Πικάσο στον πίνακά του, σαν μια σειρά εκπυρσοκροτήσεων λάσπης, αίματος, σπέρματος, ιδρώτα και πυρίτιδας: οι επαναστατημένοι της Γκερνίκα”.
Γιατί αυτό ακριβώς είναι η “Γκερνίκα”. Ένα κάδρο επανάστασης που μετατρέπει την ίδια την αισθητική του σε πολιτικό μανιφέστο, σε σύμβολο εξέγερσης, σε στιγμιότυπο αφορισμού και αντιστρέφει το αποτέλεσμα, “καταδιώκοντας” πλέον όλους εκείνους που έκαναν την Γκερνίκα έναν τεράστιο λάκκο γεμάτο πτώματα. Οι δολοφόνοι δεν θα ησυχάσουν ποτέ, γιατί ο καμβάς του Πικάσο θα τους ψάχνει αιώνια, θα σκαλίζει τους δικούς τους τάφους, θα στοιχειώνει την ίδια τους την μνήμη και θα φροντίζει ώστε κανείς και ποτέ να μην ξεχάσει την ιστορία εκείνης της μικρής πόλης στην Χώρα των Βάσκων που ξεκληρίστηκε για να γίνει τελικά αντιπολεμικό σύμβολο. Την δύναμη της “Γκερνίκα”, αυτό το βουβό δράμα που βγαίνει μέσα από τα σωθικά της, ίσως να το έχει περιγράψει καλύτερα απ’ όλους, ο Γάλλος σουρεαλιστής συγγραφέας Μισέλ Λεϊρίς, όταν πρωτοαντίκρισε μπροστά του τον πίνακα το 1937: “Είναι περιττό το να επιχειρήσει κανείς να βρει τις λέξεις για να περιγράψει αυτή την επιτομή της καταστροφής σε άσπρο και μαύρο… Ο Πικάσο μάς στέλνει ένα αγγελτήριο κηδείας. Ότι αγαπάμε, πεθαίνει…”
Η “Gernikako Arbola”, η βελανιδιά της Γκερνίκα όπως είναι σήμερα (πρόκειται για το πέμπτο “δέντρο της Γκερνίκα” που έχει φυτευτεί στον ίδιο χώρο, από τον 14ο αιώνα μέχρι σήμερα)
Πηγές: Deia, El Diario Vasco, pablopicasso.org, museoreinasofia.es, abc.es, Larousse, le siecle rebelle
Βίντεο: Ο βομβαρδισμός της Γκερνίκα και ο πίνακας του Πικάσο