Η ισορροπία δυνάμεων πίσω από τα Ίμια και ο ρόλος των ομάδων ΟΥΚ
Μια ερευνητική ματιά σε όσα έγιναν πριν από 25 χρόνια στα Ίμια. Η αξιολόγηση του τακτικού πλεονεκτήματος στο σενάριο της σύρραξης και η αναγωγή στο σήμερα. Αναλύει ο Διεθνολόγος, διδάσκων ΕΚΠΑ, Ν. Παούνης.
- 31 Ιανουαρίου 2021 07:12
Στα 25 χρόνια που έχουν περάσει και συμπληρώνονται σήμερα από την κλιμάκωση και -σε διάστημα ωρών από την κορύφωσή της- αποκλιμάκωση της Κρίσης των Ιμίων (no ships, no troops, no flags), η αφήγηση των γεγονότων της 31ης Ιανουαρίου εξακολουθεί να παρουσιάζει ορισμένα διάτρητα σημεία.
Έρχεται από διαφορετικές οπτικές, όχι μόνο ως προς την εξέλιξη και το χρονικό της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, αλλά και ως προς την υπόθεση της τελικής -ή έστω πρώιμης- έκβασης σε περίπτωση θερμού επεισοδίου. Αυτά, άλλωστε, κατά κάποιο τρόπο συνδέονται, καθώς χρησιμοποιήθηκαν ως επιχειρήματα στην εκατέρωθεν επίρριψη ευθυνών μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας στον απόηχό της κρίσης, σχετικά με τον σχεδιασμό και τη διαχείρισή της: Η -μόλις επτά ημερών- κυβέρνηση Σημίτη, δια στόματος του ίδιου -τότε- πρωθυπουργού είχε κατηγορήσει τον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ, ναύαρχο Χρήστο Λυμπέρη, ότι δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων (όπως έγραψε ο ίδιος, αλλά και ο Θ. Πάγκαλος στο βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα), που από την πλευρά του, άφηνε αιχμές για “πολιτικές ευθύνες, καθοριστικές στην εξέλιξη των πραγμάτων”, διανθισμένες από το αφήγημα της ελληνικής επικράτησης σε περίπτωση σύρραξης: “Ήμασταν έτοιμοι να χτυπήσουμε”.
Η τελευταία άποψη, υπό γωνία… 180 μοιρών από την τουρκική θεώρηση, έχει εκφραστεί διαχρονικά και μάλιστα με τρόπο εμφατικό και όχι μόνο από τον τέως Αρχηγό ΓΕΕΘΑ, δημιουργώντας διχογνωμία τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε εθνικό επίπεδο.
Κατά μία άποψη, ενδεχομένως και να επηρέασε σε κάποιο βαθμό την εξέλιξη εκείνης της νύχτας που έφερε τη χώρα μία ανάσα από τη σύρραξη, στοίχισε τη ζωή τριών αξιωματικών κατά τη συντριβή του ελικοπτέρου AB-212ASW του Π.Ν και έχρισε τη χρονιά εκείνη, όπως αποδείχτηκε στο πέρασμα 2,5 δεκαετιών, αρνητικό “ορόσημο” στη θεωρία των “Γκρίζων ζωνών” της τουρκικής ρητορικής.
Ελληνικό ή Τουρκικό τακτικό πλεονέκτημα;
Ο αντίλογος στην πεποίθηση περί εθνικού στρατιωτικού πλεονεκτήματος στο σημείο των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Ανατολική και Δυτική Ίμια τίθεται και στοιχειοθετείται αναλυτικά από τον Διεθνολόγο, ερευνητή Ελληνικού Κέντρου Ελέγχου Όπλων (ΕΚΕΟ)/ΙΔΙΣ, διδάσκοντα ΕΚΠΑ, Νικόλαου Παούνη σε μία τεχνική μελέτη 30 σελίδων για την Κρίση των Ιμίων, η οποία δημοσιεύτηκε το 2017 στο ΕΛΙΑΜΕΠ (Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής).
Από τον τίτλο της σχετικής ανάλυσης γίνεται αντιληπτή η επιχείρηση αμφισβήτησης του συγκεκριμένου ισχυρισμού, ο οποίος μάλιστα χαρακτηρίζεται ως “εξωπραγματικός”, σε τοπικό αλλά και σε ευρύτερο επίπεδο στρατιωτικής αντιπαράθεσης: «Ο “Μύθος” του Εθνικού Πλεονεκτήματος» τιτλοφορεί μία λεπτομερή χρονική καταγραφή των γεγονότων, μα κυρίως αντιπαραβάλλει τις οπλικές δυνάμεις Ελλάδας και Τουρκίας (αεροπορικές, ναυτικές και χερσαίες) στο σημείο πέριξ των βραχονησίδων, αλλά και σε διακρατικό επίπεδο, σε μία ευρύτερη αξιολόγηση της ισορροπίας δυνάμεων των δύο χωρών.
Πέραν της σύγκρισης των στρατιωτικών δυνάμεων, στην εξαγωγή συμπερασμάτων λαμβάνει και άλλους αστάθμητους παράγοντες ή έκτακτα γεγονότα (καιρικές συνθήκες, λήψη πληροφοριών) που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη δράση ή την αντίδραση της χώρας σε περίπτωση θερμού επεισοδίου. Αυτό που δηλαδή αποκαλείται “τριβή πολέμου. Δηλαδή, υπεισέρχονται απροσδιόριστοι παράγοντες σε μία σύρραξη. Ένας παράγοντας μπορεί πχ να είναι η ανωτερότητα του ελληνικού στρατιωτικού προσωπικού”, σημειώνει ο Νικόλαος Παούνης στο News 24/7, το σχόλιο του οποίου συνοδεύει όσα παρατίθενται ακολούθως.
Να σημειωθεί ότι τα συμπεράσματα της έρευνας δεν στοχεύουν στην εκτίμηση της έκβασης μίας υποτιθέμενης σύρραξης, αλλά να αποτιμήσουν την ισορροπία δυνάμεων των δύο χωρών, καθώς και τις αδυναμίες του στρατηγικού και στρατιωτικού σχεδιασμού και οπλισμού: “Δεν μπορεί τίποτα να λεχθεί με βεβαιότητα, ούτε και να αποκλειστεί. Κάνοντας μία αμιγώς τεχνοκρατική ανάλυση, όμως, δεν μπορώ να σας πω ότι υπήρχαν πλεονεκτήματα. Σας λέω ότι υπήρχαν μειονεκτήματα”, ξεκαθαρίζει ο κ. Παούνης, πριν απαντήσει στο ερώτημα περί ετοιμότητας της ελληνικής πλευράς σε μία διακρατική κρίση που κόχλαζε: “Με βάση τη διαχείριση που έκανε η στρατιωτική ηγεσία αποδείχτηκε ότι είχαμε πολλές αδυναμίες. Ενδεχομένως βέβαια, σε μία γενικευμένη σύρραξη να αποδεικνύονταν και αδυναμίες στην τουρκική πλευρά. Η Τουρκία, όμως, ήταν πιο προετοιμασμένη σε επίπεδο εξοπλισμού”.
Ο συσχετισμός των βλημάτων στο “πεδίο της μάχης”
Το πρώτο σκέλος της σύγκρισης των στρατιωτικών δυνάμεων Ελλάδας και Τουρκίας, ευλόγως αφορά στον τόπο όπου αυτές αναπτύχθηκαν πέριξ των βραχονησίδων. Όπως ισχυρίζεται ο Διεθνολόγος και συγγραφέας του βιβλίου “Ίμια, 1996, o bayrak inecek” («αυτή η σημαία θα υποσταλεί», φράση της Τουρκάλας πρωθυπουργού τότε, Τανσού Τσιλέρ), το αφήγημα περί πλεονεκτήματος αποδίδεται στην αρχική αριθμητική υπεροχή βλημάτων της Ελλάδας στην περιοχή των Ιμίων, έναντι αυτών της Τουρκίας.
Όπως γράφει στη σχετική έρευνα, με βάση τα αντιπαρατιθέμενα πυραυλοφόρα η Ελλάδα διέθετε στην περιοχή 72 βλήματα (32 αντιπλοϊκά και 40 αντιαεροπορικά), ενώ η Τουρκία συνολικά 40 (32 αντιπλοϊκά και 8 αντιαεροπορικά). Ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Παούνη, υπήρξε αντίδραση της Τουρκίας και ενίσχυση των μονάδων της: “H Τουρκία αντικατέστησε τις μικρές μονάδες με μεγάλες, κατά βάση με φρεγάτες και αντιτορπιλικά. Πράγμα το οποίο συνεπαγόταν ότι άλλαξε τη βληματική ισορροπία στην περιοχή. Με βάση τις ομάδες που είχαν αντιπαρατεθεί υπήρχε μια οριακή ισορροπία. Άρα, το τακτικό πλεονέκτημα εξαιτίας των βλημάτων χάθηκε”.
Παράλληλα, όπως τονίζεται και στη σχετική μελέτη, εδώ υπεισέρχεται και ο παράγοντας των καιρικών συνθηκών. Αυτές δεν θα επέτρεπαν τη χρήση μέρους των πυραυλοφόρων σκαφών, διαμορφώνοντας τον “αριθμητικά υπέρτερο, αλλά ουσιαστικά ανεπαρκή” συσχετισμό υπέρ της Τουρκίας: “Οι καιρικές συνθήκες θα απενεργοποιούσαν κάποια από τα συστήματα IR καθοδήγησης. Για παράδειγμα, είχαμε πυραυλακάτους τύπου που Penguin ήταν IR καθοδήγησης. Αυτά θα είχαν πρόβλημα”, σχολιάζει σχετικά με την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί κατά τις απογευματινές ώρες της 30ης Ιανουαρίου στα Ίμια, μετά τις νέες αφίξεις τουρκικών σκαφών.
Αναλυτικά ο συσχετισμός βλημάτων, όπως παρουσιάζεται στη μελέτη του:
Ελλάδα: Φρεγάτα «F-461 Ναβαρίνο»: βλήματα 16 (8 RGM-84 Harpoon + 8 Α/Α Sea Sparrow), Αντιτορπιλικό Αεράμυνας περιοχής «D-221 Θεμιστοκλής» 40 (32 Α/Α SM-1 + 8 Harpoon) 37, 3 συνολικά Πυραυλάκατοι (2 Combattante IIIB Ξένος, Σταράκης, 1 Combattante II Μυκονιός) με 12 βλήματα Penguin και 4 MM-38 Exocet αντίστοιχα.
Τουρκία: 1 Φρεγάτα κρούσης «F-240 Yavuz» 16 (8 Harpoon + 8 Α/Α Sea Sparrow) 39, 2 Φ/Γ ανθυποβρυχιακές («F-256 Ege» και «F-254 Trakya» εξοπλισμένες με βλήματα κατά υποβρυχίων τύπου ASROC + 8 Harpoon έκαστη)40, 2 Πυραυλάκατοι (Gurbet, Fırtına) με 8 συνολικά βλήματα (έφεραν το ήμισυ των προβλεπόμενων εκτοξευτών).
Η μορφολογία του Αιγαίου και η “λειψανδρία”
Να σημειωθεί εδώ, ότι στην περίπτωση των θαλάσσιων δυνάμεων, υπάρχει ένας ακόμη αστάθμητος παράγων που συνυπολογίζεται στη σύγκριση του κ. Παούνη: Η μορφολογία του Αιγαίου. Ως κλειστός θαλάσσιος χώρος, με δεκάδες νησιά και στενά περάσματα που δημιουργούν κρησφύγετα και ευνοούν τη χρήση μικρών σκαφών, εκείνη την περίοδο, θα αποτελούσε μειονέκτημα για την Ελλάδα, σε αντίθεση με τη σημερινή εποχή: “Τότε ήταν σε βάρος μας. Σήμερα είναι μόνο υπέρ μας. Αν εφαρμόσουμε το κινεζικό μοντέλο αντιπρόσβασης, άρνησης εισόδου αντιπάλου σε μία περιοχή, μπορούν σήμερα να εγκατασταθούν στα νησιά βάσεις ραντάρ, εκτοξευόμενων πυραύλων είτε UAV κλπ, που θα συνδέονται μέσω αρτηρίας διασύνδεσης και να δημιουργήσουν ένα αδιαπέραστο πλέγμα πληροφοριών και μέσων προσβολής. Αυτό θα δημιουργούσε μεγάλο πρόβλημα στην Τουρκία, ώστε να βγει στο Αιγαίο,. Να το διασπάσει και να το διαπεράσει. Εκεί είναι το πλεονέκτημα. Με βάση τις τεχνολογικές εξελίξεις, έχει καταστεί πλεονέκτημα για την Ελλάδα. Αρκεί να εφαρμόσει το κατάλληλο μοντέλο αμυντικής οργάνωσης”, λέει ο ίδιος.
Συνάμα, καταδεικνύει μία άλλη παράμετρο που θα μπορούσε να λειτουργήσει “αντισταθμιστικά” για τη χώρα και ήταν η έγκαιρη κινητοποίηση των μονάδων του ελληνικού στρατού. Στη σχετική μελέτη, ωστόσο, κάνει λόγο για “λειψανδρία” στον στρατό ξηράς και χαμηλά ποσοστά επάνδρωσης. Όπως σχολιάζει χαρακτηριστικά: “Ένα άλλο σημείο στο οποίο επαιρόμαστε ότι είχαμε υπεροχή ήταν η κινητοποίηση του Δ’ σώματος στρατού. Το εύλογο ερώτημα εδώ είναι το εξής: Με δεδομένο ότι η επάνδρωση ήταν στο 30% και ότι δεν προηγήθηκε επιστράτευση για να συμπληρωθεί το ανθρώπινο δυναμικό στο 100%, πώς το Δ’ σώμα στρατού ήταν έτοιμο να μπει σε μάχη αφού δεν είχε 100% στελέχωσης;”.
Επίσης, ο στρατιωτικός σχεδιασμός σε σχέση με τη διαχείριση πιθανών σεναρίων χαρακτηρίζεται “προβληματικός” και “ελλιπής” από τον συγγραφέα. Συγκεκριμένα, γίνεται λόγος για έλλειψη ομάδων μάχης πλήρους σύνθεσης στις ειδικές δυνάμεις και ελλιπή νυχτερινή πτητική εμπειρία χειριστών ελικοπτέρων της Αεροπορίας που καθιστούσε αδύνατη την ταχεία μεταφορά επαρκούς αριθμού δυνάμεων στη Δυτική Ίμια για ανάκτηση του κατεχόμενου εδάφους που είχε μείνει αφύλακτο.
Ο.Υ.Κ: “Χωρίς διόπτρες και μπαταρίες ασυρμάτου”
Ένα άλλο “μελανό” και μάλιστα κομβικό σημείο στις επιχειρήσεις στην Ανατολική Ίμια, είναι η παρουσία και εμπλοκή της επίλεκτης Μονάδας Υποβρύχιων Καταστροφών, με τη συγκρότηση και αποστολή ομάδας στη μικρότερη βραχονησίδα για φύλαξη της ελληνικής σημαίας.
Ο κ. Παούνης, αναφέρει στη σχετική μελέτη πως υπήρξαν σοβαρά μειονεκτήματα, όπως ανεπαρκής ιματισμός και εξοπλισμός (έλλειψη διοπτρών νυχτερινής παρατήρησης και μπαταριών ασυρμάτων).
Ο ίδιος σχολιάζει: “Οι άνθρωποι από εκπαίδευση ήταν επαρκείς. Κανείς δεν αμφιβάλει γι’ αυτό. Αλλά όταν το πιο επίλεκτο κομμάτι των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων υστερεί σε ατομικό εξοπλισμό και οπλισμό, τότε τι περιμένετε να υποθέσουμε για τους υπόλοιπους; Καταρχάς, το σχέδιο έλεγε να πάνε δυνάμεις καταδρομών. ΛΟΚ και όχι ΟΥΚ. Δεν πήγανε γιατί αρνήθηκε σθεναρά ο τότε Αρχηγός ΓΕΣ. Τι ήξερε παραπάνω και δεν τους έστελνε με τίποτα; Τελικά πήγαν δύο ομάδες Ο.Υ.Κ. των επτά και έκαναν βάρδιες φυλάσσοντας τη σημαία. Υπήρχε μία διόπτρα μόνο για τον έναν από την κάθε ομάδα, ενώ μείνανε από μπαταρία και οι ασύρματοί τους. Μάλιστα, το ότι οι μπαταρίες των ασυρμάτων είχαν πέσει ανακαλύφθηκε το βράδυ, όταν έγινε η απόβαση στη δυτική Ίμια και τρέχανε να τη στελεχώσουν”.
Η σημασία και η “σύγχυση” της πληροφορίας
Εκτενής αναφορά εντός της έρευνας γίνεται και στη σημασία της πληροφορίας στην περίοδο και στην τελική έκβαση μίας μάχης, η οποία, κατά τον συγγραφέα, μπορεί να αποτελέσει παράγοντα επιτυχίας “κάθε ενέργειας και νίκης”. Εν προκειμένω, στην περίοδο της Κρίσης των Ιμίων και ειδικά προς την κορύφωσή της τα ξημερώματα της 31ης Ιανουαρίου του 1996. Η απουσία ενιαίου φορέα συλλογής, αξιολόγησης και αξιοποίησης πληροφοριών φέρεται ως ανασταλτικός παράγοντας που οδηγούσε σε αντικρουόμενα αποτελέσματα και συχνά σύγχυση, σε μία, ούτως ή άλλως, προβληματική -κατά γενική ομολογία- πολιτικοστρατιωτική συνεργασία: “Δεν υπήρξε καμία συνεννόηση μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας. Και όλοι προσπαθούσαν να επιρρίψουν ευθύνες στους άλλους”.
Γίνεται αναφορά για συγκεχυμένες και αμφίβολες πληροφορίες πολιτικών και στρατιωτικών προσώπων, ενώ αμφισβητείται και η διακίνησή τους, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του κ. Παούνη: “ένα άλλο σημείο που δείχνει ότι ήταν διάτρητο το αμυντικό σύστημα. Οι Τούρκοι άκουγαν τη συνομιλία του Έλληνα χειριστή (σ.σ. του ελικοπτέρου που συνετρίβη) με τις ελληνικές φρεγάτες. Που σημαίνει ότι γνώριζαν τι συνέβαινε και σε επίπεδο επικοινωνίας. Ακόμη ένα σημείο αδυναμίας της Ελλάδας. Όταν ακούν τις συνομιλίες, ξέρουν και τους σχεδιασμούς”.
Σύγκριση δυνάμεων σε περίπτωση πολέμου
Το σενάριο της σύρραξης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στα Ίμια θα είχε πρόωρο και ελλειμματικό τέλος, αν η σειρά των υποθετικών ερωτήσεων σταματούσε στα στενά όρια των ανεπτυγμένων δυνάμεων γύρω από τις βραχονησίδες. Για να το πούμε απλά, ακόμη κι αν η Ελλάδα κέρδιζε την μάχη, ουδείς μπορεί να προβλέψει αν θα κέρδιζε τον πόλεμο, μα κυρίως, ουδείς είναι σε θέση να γνωρίζει αν θα ακολουθούσε γενικευμένος πόλεμος. Για κάθε υπόθεση, άλλωστε, υπάρχει και ο “αντίλογος”, όπως η αναφορά στο πρόσφατο βιβλίο του Θ. Πάγκαλου από προσωπικό του διάλογο με τον Αμερικανό διπλωμάτη Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, που φέρεται να του είχε ξεκαθαρίσει πως οι ΗΠΑ είχαν παρέμβει ηλεκτρονικά για την αποτροπή πυραυλικών χτυπημάτων.
Εδώ φυσικά, το πεδίο των ερωτηματικών που εγείρονται ως προς την ορθότητα της άποψης περί ελληνικού πλεονεκτήματος σε μία τέτοια περίπτωση είναι μεγαλύτερο. Όπως και αυτό της σύγκρισης των οπλικών δυνάμεων των δύο χωρών: “Αν ξεσπούσε σύρραξη δεν θα περιοριζόμασταν στα 7 ελληνικά και 10 τουρκικά σκάφη. Θα ήταν μία ευρύτερη σύρραξη. Άρα, ποιος έχει τη γενικότερη εικόνα της κατάστασης και μπορεί να διαβεβαιώσει για τακτικά πλεονεκτήματα;”, διερωτάται ο Νικόλαος Παούνης, που τάσσεται απέναντι στους ισχυρισμούς (αλλά και τους χειρισμούς) του ναυάρχου Λυμπέρη:
“H στρατιωτική του δεινότητα κατά την ταπεινή μου άποψη κρίνεται ανεπαρκής. Μπορεί να μας διαβεβαιώσει ότι οι Τούρκοι θα το κρατούσαν σε τοπικό επίπεδο; Από τις πληροφορίες και τις αποδελτιώσεις της άλλης πλευράς, έχω την πεποίθηση πως η Τουρκία προετοιμάστηκε για γενικευμένη σύρραξη. Και μάλιστα ετοιμάστηκε για απόβαση στο Καστελόριζο κι αυτό το διαβίβασε και στην αμερικανική πλευρά. Δεν ξέρω αν το κάνανε σαν μπλόφα, ώστε να πιέσουν την Ελλάδα. Το σχέδιο «Δελφίνι 1» τι σήμαινε; Ότι υπήρχε και «Δελφίνι 2». Το οποίο προέβλεπε αποβάσεις στην περιοχή του Καστελόριζου. Στη σύσκεψη του τουρκικού Συμβουλίου Ασφαλείας το βράδυ της 29ης Ιανουαρίου η συζήτηση ήταν για επίθεση. Η Τσιλέρ έδωσε την εξής εντολή: Πιάστε τους από το αυτί και πετάξτε τους έξω με κάθε τρόπο”.
Ο Βαλκανιολόγος, Διεθνολόγος, στην ανάλυσή του παρουσιάζει με χρήση σχετικών πινάκων τις δυνάμεις των δύο χωρών (αέρος, θαλάσσης και ξηράς).
Στη σύγκριση, το συμπέρασμα ρίχνει την πλάστιγγα υπέρ της τουρκικής αεροπορίας, γεγονός που δημιουργεί εκ προοιμίου συγκριτικό πλεονέκτημα, πριν φτάσουμε στη σύγκριση των ναυτικών και χερσαίων δυνάμεων Ελλάδας και Τουρκίας.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην έρευνά του, η Τουρκία διατηρούσε διπλάσια δύναμη σε μαχητικά αεροσκάφη προηγμένης τεχνολογίας και υπερδιπλάσιο αριθμό μεταγωγικών αεροσκαφών, ενώ είχε καθαρή υπεροχή και στα αεροσκάφη ανεφοδιασμού καυσίμων. Παράλληλα, διέθετε τεχνολογικά ανώτερο συνδυασμό αεροσκάφους/ραντάρ/ ηλεκτρονικού συστήματος αυτοπροστασίας, ενώ αναφέρεται ως μείζον πρόβλημα το γεγονός ότι τα ελληνικά F-16 δεν διέθεταν ηλεκτρονικό σύστημα αυτοπροστασίας, διακρίνοντας υπεροχή στις αποστολές καταστολής της εχθρικής αεράμυνας, αλλά και στον τομέα των νυχτερινών κρούσεων.
Αυτό, σύμφωνα με την άποψη του διδάσκοντα ΕΚΠΑ, θα οδηγούσε και σε κυριαρχία στη θάλασσα και σταδιακά στην ξηρά σε περίπτωση γενικευμένου πολέμου μετά το θερμό επεισόδιο των Ιμίων, όπου “ενδεχομένως να είχαμε απογείωση των πολεμικών αεροπορικών και των δύο χωρών. Εκείνη την εποχή, η Τουρκία, με προνοητικότητα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 είχε πλήρεις νυχτερινές ικανότητες. Είχαν φροντίσει μάλιστα με ένα μακρόπνοο εξοπλιστικό πλάνο να έχουν διπλάσιο στόλο αεροπλάνων τρίτης γενιάς που ήταν η αιχμή του δόρατος, εν προκειμένω F-16, ενώ η Ελλάδα είχε τα μισά. Η αναλογία ήταν 1/1,6. Τα οποία αεροπλάνα βέβαια είχαν φροντίσει να εξοπλίσουν με συστήματα αυτοπροστασίας, κάτι που εμείς δεν είχαμε στο ήμισυ του στόλου των αεροπλάνων τρίτης γενιάς. Μόνο τα MIRAGE 2000 είχαν. Επίσης, τα αεροπλάνα τους είχαν πυραύλους με μεγαλύτερη, σχεδόν διπλάσια εμβέλεια”.
Παρά το γεγονός, λοιπόν, ότι παρατηρείται μία σχετική ισορροπία σε ναυτικές και χερσαίες δυνάμεις, η αεροπορική τουρκική υπεροχή που υπογραμμίζεται έδινε σημαντικό πρώτο προβάδισμα. Όπως αναφέρει και η συμπερασματολογία της μελέτης: “Τούτη η εξέλιξη θα ήταν καθοριστική για την ελληνική κυριαρχία στο Αρχιπέλαγος”.
Η αναγωγή στο σήμερα και ο “αέρας” των Rafale
Μετά από μία ιδιαίτερα τεταμένη χρονιά, ακόμη κι αν ο περασμένος μήνας επανέφερε τις δύο χώρες στο τραπέζι του διαλόγου, η αναλογία των στρατιωτικών δυνάμεων παραμένει μείζονος σημασίας, ενώ 25 χρόνια μετά την Κρίση των Ιμίων, η αναγωγή στο σήμερα παρουσιάζει ενδιαφέρον. Σύμφωνα με τον Νικόλαο Παούνη, παρά τα όποια “αναφομοίωτα μαθήματα, όπως σε επίπεδο ατομικού εξοπλισμού”, η Ελλάδα μετά την κρίση των Ιμίων “Έμαθε. Και εξοπλίστηκε”.
Αυτή η αναβάθμιση επήλθε στο βασικό σημείο της άλλοτε τουρκικής υπεροχής, όπως αυτό παρατίθεται στη σύγκριση των αεροπορικών δυνάμεων: “Με τα τελευταία εξοπλιστικά προγράμματα που εξήγγειλε και με δεδομένο ότι η Τουρκία ακόμη δεν έχει απαντήσει σε αυτά, σχεδόν αντιστρέφεται η ανάλυση σε σχέση με την ανάλυση του τότε. Δηλαδή, η Ελλάδα έχει πια την αεροπορική υπεροχή, η Τουρκία υστερεί και αν η Τουρκία δεν απαντήσει εγκαίρως στην αγορά των Rafale, σε περίπτωση που ξεσπάσει κρίση σε ένα έτος από σήμερα, είναι πιθανό να έχει η Ελλάδα όλα τα εχέγγυα για μία συντριβή της Τουρκίας”, λέει ο Διεθνολόγος που, όμως, παραδέχεται την -μεταξύ άλλων- τεχνολογική υπεροχή της γειτονικής χώρας, που έχει ήδη στα σχέδιά της και την ενίσχυση των αεροπορικών δυνάμεων:
“Οι Τούρκοι έχουν ανεπτυγμένη αμυντική βιομηχανία. Έχουν πολεμική εμπειρία, ειδικά στον στρατό ξηράς. Έχουν εμπλέξει πολλές μονάδες στο μέτωπο της Συρίας. Και τώρα έχουν εμπλέξει συμβούλους στη Λιβύη. Επίσης, έχουν αναπτύξει νέα οπλικά συστήματα, αριθμητικά πάντα υπερτερούσαν, έχουν ένα κενό στον αεροπορικό τομέα. Ωστόσο, είναι σε προχωρημένο στάδιο να αγοράσουν 36-40 αεροσκάφη. Αυτό αν συμβεί θα σβήσει το ελληνικό πλεονέκτημα της αγοράς των Rafale. Επειδή, όμως, δεν έχει εξαγγελθεί επισήμως, αν προχωρήσει η κατάσταση ως έχει, η Ελλάδα θα δημιουργήσει εχέγγυα στρατιωτικής υπεροχής και στους άλλους δύο τομείς. Γιατί όταν έχεις αεροπορική υπεροχή, μπορείς να αποκτήσεις και στους υπόλοιπους. Βέβαια, ο πόλεμος έχει ξεφύγει. Έχουν αναπτύξει πάνω από 100 δικά τους UAV. Αναπτύσσουν περιφερόμενα πυρομαχικά. Για όσους παρακολούθησαν τη σύγκρουση στο Αζερμπαϊτζάν, αυτά ήταν το κομβικό στοιχείο που ανέτρεψε τη σύγκρουση υπέρ των Αζέρων. Είναι μικρά UVA, με μεγάλη εκρηκτική πολεμική κεφαλή, που περιφέρονται πάνω από το πεδίο της μάχης και μόλις δουν εχθρικό άρμα, εφορμούν και το καταστρέφουν. Εξελίσσονται τεχνολογικά. Εμείς, σε αυτό το κομμάτι έχουμε μείνει πίσω. Θα πρέπει να σπεύσουμε στον σύμμαχό μας, αν θέλουμε να λέμε ότι είναι ο σύμμαχός μας το Ισραήλ, και να τα πάρουμε από εκεί. Υπερτερούμε μεν με την αγορά των Rafale, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτό θα ισχύει επ’ αόριστον”.
Παρατίθεται ολόκληρη η μελέτη του Νικόλαου Παούνη (δημοσιεύτηκε στο ΕΛΙΑΜΕΠ τον Νοέμβριο του 2017)
Διαβάστε τις Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο, με την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του News247.gr