Η Συνωμοσία της 20ης Ιουλίου: Η αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ
Το σχέδιο του πραξικοπήματος με την κωδική ονομασία "Βαλκυρία" και το σχέδιο ανώτατων αξιωματικών του γερμανικού στρατού "Βέρμαχτ".
- 20 Ιουλίου 2018 07:17
Αποτυχημένη απόπειρα ανωτάτων αξιωματικών της «Βέρμαχτ» να δολοφονήσουν τον Αδόλφο Χίτλερ. Συνέβη σαν σήμερα στις 20 Ιουλίου 1944, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και εντασσόταν στο σχέδιο του πραξικοπήματος με την κωδική ονομασία «Βαλκυρία», που είχαν εκπονήσει με σκοπό την κατάληψη της εξουσίας και τη διαπραγμάτευση ευνοϊκών όρων ειρήνης με τους Συμμάχους.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ‘30 χρονολογούνται οι προσπάθειες διαφόρων ομάδων της γερμανικής αντίστασης να δολοφονήσουν τον Αδόλφο Χίτλερ και να απαλλάξουν τη χώρα τους Ναζιστές. Ο Χίτλερ, όμως, γινόταν ολοένα και περισσότερο καχύποπτος και απροσπέλαστος. Πολύ συχνά άλλαζε απότομα σχέδια, ματαιώνοντας έτσι πολλές απόπειρες κατά της ζωής του.
Στα τέλη του 1943 μία ομάδα ανώτατων αξιωματικών του γερμανικού στρατού («Βέρμαχτ»), συναισθανόμενοι ότι ο Χίτλερ οδηγεί τη Γερμανία στον όλεθρο, αποφάσισαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Κατάστρωσαν ένα σχέδιο πραξικοπήματος με την κωδική ονομασία «Βαλκυρία», που στόχευε στη δολοφονία του Χίτλερ και την ανατροπή των εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος. Στις προθέσεις τους ήταν ο σχηματισμός μιας πολιτικοστρατιωτικής κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας, η οποία θα διαπραγματευόταν συνθήκη ειρήνης με τους Συμμάχους.
Στους επικεφαλής της συνωμοσίας συμπεριλαμβάνονταν ο στρατηγός Λούντβιχ Μπεκ (1880-1944), πρώην αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, o υποστράτηγος Χένινγκ φον Τρέσκοφ (1901-1944), ο στρατηγός Φρίντριχ Όλμπριχτ (1888-1944) και πολλοί άλλοι ανώτατοι αξιωματικοί. Ο στρατάρχης Έρβιν Ρόμελ (1891-1944), από τους επιφανέστερους στρατιωτικούς ηγέτες της Γερμανίας, τάχθηκε επίσης με το μέρος των συνωμοτών, αλλά δεν πήρε ενεργό μέρος μετά τον σοβαρό τραυματισμό του στις 17 Ιουλίου 1944, στη διάρκεια συμμαχικής αεροπορικής επιδρομής.
Ο πιο σταθερός και πιο αποφασιστικός από τους συνωμότες ήταν ο αντισυνταγματάρχης Κλάους φον Στάουφενμπεργκ (1907-1944), επιτελάρχης του Εφεδρικού Γερμανικού Στρατού. Επιπλέον ήταν ο μόνος από τους συνωμότες που είχε πρόσβαση στον Χίτλερ. Έτσι, ανέλαβε αυτός να φέρει σε πέρας την αποστολή.
Το πρωί της 20ης Ιουλίου, ο Στάουφενμπεργκ τοποθέτησε ένα χαρτοφύλακα, που περιείχε μία βόμβα, κάτω από το τραπέζι της αίθουσας συσκέψεων «Βόλφσχαντσε» («Λημέρι του Λύκου») στο Ράστενμπουργκ τής Ανατολικής Πρωσίας (σημερινό Κεντσίν Πολωνίας), όπου ο Χίτλερ είχε συνάντηση με ανώτατους στρατιωτικούς παράγοντες. Ο Στάουφενμπεργκ προφασιζόμενος ότι ήθελε να κάνει ένα τηλεφώνημα βγήκε από την αίθουσα λίγα λεπτά πριν από την έκρηξη.
Στις 12:42 ο χαρτοφύλακας εξερράγη και ο Στάουφενμπεργκ, βέβαιος ότι ο Χίτλερ σκοτώθηκε, πέταξε στο Βερολίνο για να συναντήσει τους άλλους συνωμότες, οι οποίοι επρόκειτο να καταλάβουν την εκεί έδρα τής Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης και να θέσουν σε εφαρμογή το σχέδιό τους για την κατάληψη της εξουσίας με την εξουδετέρωση των SS και των λοιπών εθνικοσοσιαλιστικών οργανώσεων.
Για κακή τους τύχη, ο Χίτλερ διασώθηκε από τη δολοφονική απόπειρα με ελαφρά τραύματα, επειδή ένας αξιωματικός, που ενοχλούνταν από τη θέση του χαρτοφύλακα, τον μετακίνησε πίσω από ένα δρύινο υποστήριγμα του τραπεζιού της σύσκεψης. Μάλιστα, το απόγευμα της ίδιας ημέρας ήταν σε θέση να υποδεχτεί και να συνομιλήσει με τον Μουσολίνι. Από την έκρηξη σκοτώθηκαν μία στενογράφος και τρεις αξιωματικοί και πολλοί άλλοι τραυματίστηκαν.
Στο μεταξύ, οι άλλοι συνωμότες, επειδή δεν ήταν βέβαιοι αν ο Χίτλερ είχε σκοτωθεί ή όχι, απέφυγαν να δράσουν, ώσπου να φθάσει ο Στάουφενμπεργκ στο Βερολίνο. Ήταν όμως πολύ αργά, καθώς είχαν περάσει πάνω από τρεις ώρες. Οι φήμες για τη διάσωση του Χίτλερ έκαμψαν την απόφαση πολλών από τους βασικούς παράγοντες της συνωμοσίας. Ένας από αυτούς, ο στρατηγός Φρίντριχ Φρομ (1888-1945), διοικητής του εφεδρικού στρατού, θέλησε να επιδείξει τη νομιμοφροσύνη του συλλαμβάνοντας μερικούς από τους κυριότερους συνωμότες, οι οποίοι και εκτελέστηκαν την επομένη με τυφεκισμό (Στάουφενμπεργκ και Όλμπριχτ) ή διατάχθηκαν να αυτοκτονήσουν (Μπεκ).
Στις ημέρες που ακολούθησαν, η Γκεστάπο συνέλαβε και τους υπόλοιπους συνωμότες, πολλοί από τους οποίους βασανίστηκαν άγρια για να αποκαλύψουν τους συνεργάτες τους και σύρθηκαν μπροστά στο «Φολκσγκερίχτσχοφ» («Δικαστήριο του Λαού), όπου κατακεραυνώθηκαν από τον διαβόητο ναζιστή δικαστή Ρόλαντ Φράισλερ. Από τους συνωμότες 180 – 200 τυφεκίστηκαν ή απαγχονίστηκαν, ενώ κάποιοι άλλοι εκτελέστηκαν απάνθρωπα, καθώς στραγγαλίστηκαν με χορδές πιάνου ή καρφώθηκαν σε τσιγκέλια κρεοπωλείου. Ακόμη και ο Φρομ συνελήφθη, παραπέμφθηκε σε δίκη κι εκτελέστηκε.
Ο Χίτλερ διέταξε να κινηματογραφηθούν μερικές από τις πιο φρικαλέες σκηνές των εκτελέσεων και παρακολούθησε τις ταινίες, παρέα με εξέχοντες Ναζί. Σε δηλώσεις του χαρακτήρισε τους συνωμότες «μια μικρή κλίκα φιλόδοξων, ασυνείδητων, εγκληματιών και κουτών αξιωματικών».