Κωνσταντία Αγαπίου: “Καθόμουν μπροστά στον καθρέφτη και φώναζα ‘μπαμπά’ να δω πώς ακούγεται η λέξη”
Διαβάζεται σε 13'Στο πλαίσιο του βίντεο-ντοκιμαντέρ “Κύπρος 1974-2024: Οι Άνθρωποι που δεν ξέχασαν”, το NEWS 24/7 μίλησε με ανθρώπους που βίωσαν το τραύμα της εισβολής. Η μαρτυρία της Κωνσταντίας Αγαπίου, κόρη πρώην αγνοουμένου.
- 16 Ιουλίου 2024 15:48
Η ιστορία των αγνοούμενων και των οικογενειών τους είναι ένα ξεχωριστό, πολύ μεγάλο κεφάλαιο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και των συνεπειών της.
Η Κωνσταντία Αγαπίου, που κατάγεται από το κατεχόμενο χωριό Τραχώνι Κυθρέας στην Λευκωσία, μεγάλωσε χωρίς τον πατέρα της, τα οστά του οποίου βρέθηκαν 35 χρόνια μετά την εισβολή.
Στο πλαίσιο του βίντεο-ντοκιμαντέρ “Κύπρος 1974-2024: Οι Άνθρωποι που δεν ξέχασαν” του NEWS 24/7, καταθέτει την μαρτυρία της και περιγράφει τον βίο της μ’ αυτό το τεράστιο κενό και με το ανολοκλήρωτο πένθος, αλλά και τις επιπτώσεις που αυτό είχε στην προσωπική αλλά και κοινωνική ζωή της.
Η μαρτυρία της Κωνσταντίας Αγαπίου στο NEWS 24/7
«Είμαι η Κωνσταντία Αγαπίου, πρόσφυγας από το Τραχώνι Κυθρέας και κόρη αγνοούμενου. Γεννήθηκα το 1972, άρα κατά τον χρόνο της εισβολής ήμουν δύο χρόνων. Δεν έχω καθόλου μνήμες από τον πόλεμο, παρ’ όλο που ήμασταν αιχμάλωτοι για 3 1/2 μήνες.
Πολλές φορές είπα στον εαυτό μου ευτυχώς που δεν έχω μνήμες. Η πρώτη ανάμνησή μου είναι η μαμά μου να κλαίει μαζί με όλους τους μεγάλους του σπιτιού… Να κλαίνε, να κλαίνε, πάντα να κλαίνε. Και να λένε “να έρθει ο Νίκος, να έρθει ο Νίκος”. Ο Νίκος είναι ο μπαμπάς μου. Μεγαλώσαμε μ’ αυτήν την εικόνα.
Πάντα ήμουν η κόρη του αγνοούμενου. Ήταν πολύ τραυματικό για μας αυτό. Στο σχολείο ζητούσαν στοιχεία γονέων. Επάγγελμα πατέρα; Αγνοούμενος. Πάντα το έγραφα με κεφαλαία γράμματα και είχα μία κόκκινη πένα και τραβούσα δύο γραμμές από κάτω. Εμείς δεν είχαμε τίποτα να γράψουμε για τον μπαμπά μας. Μόνο για τη μάμα μας, μία μαύρη φιγούρα η οποία προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της για να μπορέσει να μας μεγαλώσει. Νήπια ήμασταν.
Είμαστε τρία αδέρφια. Ο μεγάλος μου αδελφός του 71 γεννηθείς, εγώ γεννήθηκα το 72 και ο μικρός το 73. Και η μαμά μου και ο μπαμπάς μου προέρχονται από πολύτεκνες οικογένειες. Η μαμά 8 αδέρφια και ο μπαμπάς μου 7 αδέρφια. Οι θείοι και από τις δύο πλευρές μάς αγκάλιαζαν, μάς αγαπούσαν αλλά υπήρχε πάντα ένα μεγάλο κενό. Πάντα. Όση αγάπη και αν είχαμε, το κενό ήταν τεράστιο.
“Δεν θέλω δώρο, θέλω τον μπαμπά μου”
Πολλές φορές στεκόμουν στον καθρέφτη και έλεγα “μπαμπά, μπαμπά”, να ακούσω πώς ακούγεται αυτή η λέξη στ’ αυτιά μου. Δεν ήξερα πως είναι να έχεις μπαμπά. Όταν ήμουν στη Γ’ Δημοτικού, ζούσαμε σε κυβερνητικό οικισμό ως πρόσφυγες. Ήταν Χριστούγεννα και ήλθε ο Άγιος Βασίλης στη σχολική εκδήλωση για να μάς φέρει δώρα. Φώναζαν, λοιπόν, το όνομα του κάθε παιδιού. Όταν φώναξαν το όνομά μου, πήγα να παραλάβω το δώρο μου. Μου έδωσε ένα κουτάλι τυλιγμένο αλλά του το έδωσα πίσω. Του είπα “Άγιε Βασίλη, δεν θέλω αυτό το δώρο, εγώ θέλω να μου φέρεις τον μπαμπά μου”.
Αυτά είναι τα βιώματά μας. Να μεγαλώνουμε μέσα σε συλλαλητήρια. Είχαμε την καρέκλα μας, τη μικρή, τη διπλωτή, με το σακουλάκι μας τα παξιμάδια και μερικά μπουκαλάκια νερό με πάγο μέσα και ήμασταν όλη τη νύχτα σε συλλαλητήρια και διαδηλώσεις. Με τη φωτογραφία του μπαμπά μας στα χέρια μας.
Μεγαλώνοντας, όταν ήρθα σε μία ηλικία περίπου 25 χρόνων, συνειδητοποίησα τότε τι έζησε η μάμα μου και τρόμαξα. Και έκλαιγα. Και έλεγα, θεέ μου, τι έγινε. Τότε κατάλαβα πόσο πρόσφατος ήταν ο πόλεμος. Με εκείνον ζούσα, με εκείνον μεγάλωνα. Εγώ δεν θα μπορούσα να αντέξω όσο άντεξε η μάμα μου, μόνη με τρία μωρά.
Όλα αυτά τα χρόνια, η κυβέρνηση, το κράτος ήταν μακριά μας. Ποτέ, κανένας, δεν μας έψαξε. Νιώσαμε πείνα, πολύ πείνα. Έδιναν ένα μικρό επίδομα στη μαμά, αλλά μέχρι να φτάσουν τα παιδιά 18 ετών. Μετά έκοβαν το επίδομα. Μην φανταστείτε κάποιο μεγάλο ποσό, νομίζω ήταν 80 λίρες για τα τρία παιδιά. Θυμάμαι ότι ποτέ δεν είχαμε να φάμε κρέας στο σπίτι. Τρώγαμε πάντα σούπα, ρύζι με πολύ νερό, και θρύψαλα από κοτόπουλο. Τρώγαμε όλα τα κομμάτια του κοτόπουλου, και το λαιμό και τα δάχτυλα και το κεφάλι. Αυτό ήταν το φαγητό μας. Τρώγαμε κρέας μόνο όταν πηγαίναμε στο χωριό του μπαμπά μου, στο Λυθροδόντα, και έσφαζαν εκεί οι θείες κοτόπουλα. Απολάμβανα τα μακαρόνια τα ζεστά με το κοτόπουλο το φρέσκο, αυτό της θείας στο χωριό. Αυτές οι μικρές οι απολαύσεις ήταν σημαντικές για μας.
“Αρραβωνιάστηκα 15 ετών, ήμουν η κόρη του αγνοούμενου”
Όταν γίναμε 18 χρόνων έπρεπε να βγούμε να δουλέψουμε, επίδομα πια δεν υπήρχε. Δεν είχαμε την ευκαιρία να σπουδάσουμε, δεν είχαμε όμως ούτε το στήριγμα του γονέα που θα μπορούσε να μάς βοηθήσει να προχωρήσουμε στη ζωή μας.
Εμένα με αρραβώνιασαν πολύ μικρή. Ήμουν η κόρη του αγνοούμενου και έπρεπε να αρραβωνιαστώ νωρίς, για να μην τελειώσω το σχολείο και είμαι ελεύθερη να γυρίζω. Για να μην πάρει ο νους μου αέρα έλεγαν. Με αρραβώνιασαν λοιπόν στην ηλικία των 15 ετών.
Όταν η μεγάλη κόρη μου τελείωσε το Λύκειο και έπρεπε να πάει να γραφτεί για σπουδές, γράφτηκα και εγώ μαζί της στο Πανεπιστήμιο. Τόσο μεγάλη αγάπη είχα για τα γράμματα. Είπα του υπεύθυνου “είμαι κόρη αγνοούμενου και δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να σπουδάσω. Αγαπώ τα γράμματα. Ξέρω ότι δικαιούμαι μία φοιτητική χορηγία”. Και ο άνθρωπος μου είπε “ναι Ντίνα, θα σπουδάσεις”. Και έτσι πήρα το Πτυχίο της Νομικής. Ξεκίνησα το 2006 και τελείωσα το 2011. Ήμουν μητέρα τεσσάρων παιδιών τότε.
Η οικογένεια στον αναπνευστήρα
Το κράτος ήταν απόν από τα σπίτια μας, απόν από τις μανάδες μας. Ούτε ψυχολογική στήριξη είχαμε ποτέ από κανέναν ούτε οποιαδήποτε βοήθεια. Μεγαλώσαμε μέσα σε μία ακρωτηριασμένη οικογένεια, η οικογένειά μας ήταν πάντα στον αναπνευστήρα. Η μαμά μας προσπαθούσε να βρει από εδώ και από εκεί δεκανίκια για να μπορεί να στηριχθεί. Ευτυχώς η οικογένειά της ήταν δίπλα μας. Και η οικογένεια του μπαμπά μου. Η επιβίωσή μας όμως ήταν κάθε μέρα ένας αγώνας. Δεν ήξερες πως θα είσαι την επόμενα μέρα, δεν ήξερες αν θα έχει φαί να θρέψεις τα παιδιά σου.
Υπήρχε για μας εξαίρεση για εργοδότηση σε δημόσια υπηρεσία. Για παιδιά και συγγενείς αγνοουμένων. Όταν ήρθαμε σε ηλικία να εργοδοτηθούμε, αυτή η εξαίρεση αφαιρέθηκε. Και κανένα παιδί αγνοουμένων δεν εργοδοτήθηκε επειδή ήταν τέτοιο. Όσοι δουλεύουν στο δημόσιο προσλήφθηκαν με τη δική τους αξία και τις δικές τους προσπάθειες να περάσουν σε γραπτές εξετάσεις και σε συνέντευξη. Ποτέ κανένας δεν μάς βοήθησε να ορθοποδήσουμε. Το λέω και το υπογραμμίζω.
Παιδιά αγνοουμένων, βιώματα κοινά
Πενήντα χρόνια μετά μαζευτήκαμε κάποια παιδιά αγνοουμένων, περίπου 350. Άγνωστοι μεταξύ μας ενώ είχαμε τα ίδια βιώματα. Την πρώτη μας συγκέντρωση την κάναμε τον Φεβρουάριο του 2024. Αρχίσαμε και εξιστορούσαμε ο καθένας τα βιώματά του. Όποια ιστορία έλεγε ο κάθε ένας από μας, ανταποκρινόταν στα βιώματα του διπλανού. Ήταν κάτι ασύλληπτο αυτό που ζήσαμε εκείνη τη μέρα. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Εξιστορούσε η Ντίνα τον πόνο της και δάκρυζε ο διπλανός γιατί ζούσε ξανά τα βιώματά του.
Και τόσα χρόνια μάς είχαν αποκομμένους. Τόσα χρόνια προσπαθούσαμε να ‘ρθούμε σε επαφή με στελέχη της κυβέρνησης αλλά και κομμάτων, ζητήσαμε να μας πουν ποια είναι τα παιδιά των αγνοουμένων, πόσα είναι. Κανένας δεν ήξερε. Καμία υπηρεσία. Από εδώ και μόνο να δείτε την απάθειά τους για το δικό μας σύνολο.
Οι πατεράδες μας έφυγαν να πολεμήσουν χωρίς να θέσουν κάποια ειδικά κριτήρια. Μετά τα ζητούσαν από μας. Γιατί; Έθεσε ποτέ ο μπαμπάς μου τέτοιο θέμα για να πάει στο μέτωπο; Όχι, πήγε και πολέμησε για την πατρίδα του, για να κάθεσαι εσύ εκεί ο αξιωματούχος και να απολαμβάνεις τη ζωή σου. Με τη θυσία του δικού μου του πατέρα. Εμένα με ρώτησες τι έχω μέσα μου;
Είμαστε φορείς πένθους, είναι ένα πένθος ανολοκλήρωτο. Το πένθος γίνεται η ταφή του νεκρού σου. Εμείς δεν είχαμε ποτέ αυτήν την ευκαιρία. Και όταν 35 χρόνια μετά μάς έφεραν τα λείψανα του μπαμπά μου, πάλι δεν έκλεισε ο κύκλος του πένθους μας και ας τον θάψαμε. Πέρασε πολύς χρόνος και ήταν τεράστια τα κενά που δημιουργήθηκαν μέσα μας. Οι πληγές μας είναι ακόμα ζωντανές, αιμορραγούν.
“Βρέθηκε ο μπαμπάς μας, 35 χρόνια μετά”
Oταν βρέθηκε ο μπαμπάς μου λέγαμε “μα πως θα πενθήσω έναν άνθρωπο 35 χρόνια μετά;” Ήδη όμως τον πενθούσαμε τόσα χρόνια, ήρθε από μόνο του.
Ήμουν στη δουλειά μου, όταν χτύπησε το κινητό μου. Η ώρα ήταν 2 το μεσημέρι. Ηταν κάποιος κύριος: “Κυρία Κωνσταντία;”. “Ναι”. “Είμαι ο Ηλίας Γεωργιάδης από τη Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων. Μου είπαν να μιλήσουμε για κάτι που σας αφορά”. “Κύριε Γεωργιάδη ήρθε η σειρά μας; Βρέθηκε ο μπαμπάς μου;” Και αμέσως ένιωσα ένα πόνο διαπεραστικό στο κεφάλι μου, από τη μία πλευρά στην άλλη. Ούτε τον άνθρωπο άκουγα, ούτε τους συναδέλφους μου στο γραφείο. Κάτι έγινε όμως στο πρόσωπό μου, οι συνάδελφοί μου με είδαν και πανικοβλήθηκαν. “Να μου πεις πότε μπορεί να έρθει ένας ψυχολόγος σπίτι σας να σας βρει με τα αδέλφιά σου” μου είπε ο Γεωργιάδης. “Κύριε Γεωργιάδη, βρέθηκε ο μπαμπάς μου;”. “Ναι”. “Δεν θέλουμε ψυχολόγο, τώρα χρόνια κανείς δεν μάς είδε. Θα το πω εγώ στους δικούς μου, ευχαριστώ πολύ”.
Ο πρωτοκολλητής μας, στα δικαστήρια της Λευκωσίας, ήταν και αυτός γιος αγνοουμένου. Πήγα και έτρεξα στο γραφείο του. “Ανδρέα, βρέθηκε ο μπαμπάς, έρχεται σπίτι”. Και αμέσως στα δικαστήρια όλοι, δικαστές, υπάλληλοι, ήρθαν, με αγκάλιασαν και με παρηγορούσαν. Έφυγα και πήγα σπίτι. Ο μικρός μου αδερφός τότε είχε ένα ατύχημα και ήταν σπίτι. Η μάμα μου είχε πάρει σύνταξη. “Σχόλασες από τη δουλειά;” “Κούλη, μου τηλεφώνησαν από τη διερευνητική επιτροπή, βρέθηκε ο μπαμπάς μας”. Εν τω μεταξύ μίλησα και στο μεγάλο μας αδελφό και του είπα να έρθει γρήγορα στο σπίτι της μητέρα μας γιατί βρέθηκε ο μπαμπάς μας. “Μην της πεις τίποτα της μάμας” είπε ο αδερφός μου. “Θα της το πω εγώ ήρεμα”.
Η μάμα ήταν στις κότες, είχε ακόμη λίγες για το αυγό μας. “Μάμα, έλα”. “Μα γιατί ήρθες νωρίς από τη δουλειά;”. “Κάτσε, κάτσε” της είπε ο αδελφός μου και την έσπρωξε να καθίσει στο τραπέζι. “Βρέθηκε ο μπαμπάς μου” της λέει τότε. Όπως το ακούει η μάμα μας λέει “α, βρέθηκε ο μπαμπάς σας. Μάνα μου ρε. Μα πού βρέθηκε; Μάνα μου ρε”. Και μετά καταρρέει στην καρέκλα. Ήταν απαρηγόρητη. Δεν μπορούσαμε να την συνεφέρουμε.
Εμείς περιμέναμε να έρθει ο μπαμπάς μας ζωντανός. Να τον γνωρίσουμε. Να δούμε πως είναι να φωνάζεις τη λέξη μπαμπά. Πως είναι η φωνή αυτού του ανθρώπου που αγαπάς τόσο πολύ αλλά ποτέ δεν τον είδες. Ποτέ δεν τον μύρισες να δεις ποια είναι η μυρωδιά του. Τι όψη έχει, τι σου λένε τα μάτια του. Μεγαλώσαμε με την ελπίδα να έρθει. Αλλά μας τον έφεραν σ’ ένα κασόνι τόσο.
Περάσαμε από πολλά χωριά μέχρι να έρθουμε από τις ελεύθερες περιοχές και να μας ανταλλάξουν στις ανταλλαγές αιχμαλώτων. Ένα από τα χωριά που μας υποδέχθηκε ήταν το Τζιάος, τουρκικό χωριό. Εκεί το βράδυ ένας τουρκοκύπριος αξιωματικός ήρθε και ρώτησε “ποια είναι η Γεωργούλα από το Τραχώνι Κυθρέας και τα τρία μωρά”. Η μαμά μου είπε εγώ είμαι και εκείνος της είπε με τη σειρά του να πάει έξω γιατί τη ζητά κάποιος. Δεν έρχομαι μόνη μου, να έρθει και κάποιος άλλος μαζί μου” είπε η μαμά μου, αυτός επέμενε να πάει μόνη της. Φοβήθηκε η μαμά μου και δεν πήγε έξω.
Σε εκείνο το χωριό, 35 χρόνια μετά, βρέθηκε ο μπαμπάς μου μέσα σ’ ένα πηγάδι μαζί με ακόμα 18 άτομα. Όπως μάς εξήγησαν μετά οι ανθρωπολόγοι, το νερό βοήθησε τα οστά να διατηρηθούν σε καλύτερη κατάσταση. Αν έβγαινε η μάνα μου έξω, ή θα έβλεπε τον μπαμπά νεκρό και θα ξέραμε τι έχει απογίνει ή θα τον σκότωναν μπροστά της. Η θα σκότωναν και την ίδια. Αν ήταν ζωντανός και είχαν πρόθεση να τον αφήσουν ελεύθερο, θα τον έβαζαν μαζί μας.
“Δεν είναι ειλικρινείς μαζί μας οι Τουρκοκύπριοι”
Το κατεχόμενο χωριό μου είναι ένα από τα χωριά που αναστηλώθηκε η εκκλησία του. Τουλάχιστον μία φορά το χρόνο πηγαίνουμε προσκυνητές και λειτουργούμε την εκκλησία. Οι Τουρκοκύπριοι που μένουν στο χωριό μάς καλοδέχονται, ας το πούμε. Ο Τουρκοκύπριος που μένει στο πατρικό μου σπίτι έχει πει στη μάνα μου: “Ξέρω ότι αυτό είναι το σπίτι σου, ξέρω ότι είναι δικό σου. Αν θέλεις να έρθεις να μείνεις, εγώ θα φύγω”. Σε αντίθεση με μαρτυρίες που έχουμε από άλλους πρόσφυγες που δεν τους αφήνουν καν να πλησιάσουν το σπίτι τους.
Κάθε φορά που πάμε από εκεί, τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα. Στην αρχή ένιωθα πάρα πολύ θυμό. Στη συνέχεια καταλάγιασε λίγο ο θυμός μας γιατί επαναλήφθηκε το ίδιο πράγμα πολλές φορές. Υπάρχει όμως ακόμη θυμός. Ξέρεις ότι αυτοί οι τόποι είναι δικοί σου αλλά δεν μπορείς να τους απολαύσεις.
Αρχίσαμε πάλι από το μηδέν στη ζωή μας για να σταθούμε στα πόδια μας. Δεν ξέρω αν μπορούμε να συνυπάρξουμε σαν λαοί οι Ελληνοκύπριοι με τους Τουρκοκύπριους μετά από τόσα χρόνια, δεν ξέρω αν υπάρχει κάποια λύση. Πλέον από εκεί γεννήθηκε η τρίτη γενιά όπως και σε μας από εδώ, απέκτησαν δικαιώματα. Δεν ξέρω ποια είναι τα συναισθήματά τους, νομίζω ότι δεν είναι ειλικρινείς μαζί μας. Στο πίσω μέρος του μυαλού σου υπάρχει το ότι είναι ο εισβολέας αυτός που μου κρατά την περιουσία. Άρα, γιατί μού χαμογελά, θέλει να μου δείξει κάτι;
Πριν το ’74 υπήρχαν οι τουρκοκυπριακές και οι ελληνοκυπριακές κοινότητες που ζούσαν αρμονικά μεταξύ τους. Αυτά λένε οι μαρτυρίες παππούδων και γιαγιάδων που όμως σιγά σιγά φεύγουν από τη ζωή. Δεν ξέρω όμως σήμερα αν μπορούμε να το βιώσουμε εμείς.
Εγώ δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να πάρω τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου και να πάω να ζήσω δίπλα στους Τούρκους, δεν τους έχω εμπιστοσύνη. Δεν ξέρω στο πίσω μέρος του μυαλού τους τι έχουν. Δεν μπορώ να πω ότι μισώ τους Τούρκους. Δεν νιώθω μίσος, νιώθω φόβο. Είμαστε διαφορετικά μεγαλωμένοι και έχουμε διαφορετικές νοοτροπίες. Μουσουλμάνοι αυτοί, Χριστιανοί εμείς, είμαστε αντίθετοι πολιτισμοί. Δεν ξέρω αν μπορούμε να συμβιώσουμε.