Ανήκομεν εις την Δύσιν, κάνουμε ανοίγματα και στην ΕΣΣΔ
O Κωνσταντίνος Καραμανλής παρέμενε πάντα πιστός στο άρμα της Δύσης, αλλά ανταποκρινόταν με αυτοσυγκράτηση στα ανοίγματα της Μόσχας στην Ελλάδα και έγινε ο πρώτος Έλληνας πρωθυπουργός που επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση
- 23 Απριλίου 2018 07:10
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αν και πολιτεύτηκε καθ’ όλη την παρουσία του στην ενεργό πολιτική καθοδηγούμενος από το δόγμα «ανήκομεν εις την Δύσιν», εντούτοις στην περίοδο του «Ψυχρού πολέμου» κατάφερε να συγκεντρώσει ως πρωθυπουργός της χώρας δύο πρωτιές στη σχέση Ελλάδας και Σοβιετικής Ένωσης και μάλιστα στην κατεύθυνση της εξομάλυνσής τους. Ωστόσο, στην περίοδο της προδικτατορικής περιόδου έχουν μείνει επικές οι απευθείας αντιπαραθέσεις του Καραμανλή με το Νικήτα Χρουστσόφ, τον σοβιετικό ηγέτη που διαδέχτηκε τον Ιωσήφ Στάλιν.
Στη Μεταπολίτευση και συγκεκριμένα το 1979 έγινε ο πρώτος Έλληνας πρωθυπουργός που επισκέφτηκε τη Μόσχα για επαφές με την τότε ηγεσία της ΕΣΣΔ υπό τον Λεονίντ Μπρέσνιεφ. Στην προδικτατορική περίοδο ήταν πάλι επί των ημερών της πρωθυπουργίας του τότε αρχηγού της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης (ΕΡΕ, διάδοχο σχήμα του Εθνικού Συναγερμού του στρατάρχη Παπάγου) το 1956 όταν πραγματοποιήθηκε η πρώτη επίσκεψη σοβιετικού υπουργού στη χώρα μας, του υπουργού εξωτερικών Σεπίλοφ.
Αν και «ανεπίσημη» η επίσκεψη του Σεπίλοφ, όπως επίσημα ανακοινώθηκε, συνέπεσε με σοβαρές εξελίξεις στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου (πχ Μεσανατολικό – κρίση του Σουέζ) ενώ στην Ελλάδα το αντιδυτικό πνεύμα ήταν έντονο λόγω της στάσης των Βρετανών και των Αμερικανών, γενικότερα των χωρών μελών του ΝΑΤΟ, στο Κυπριακό. Σε αυτό το πλαίσιο η κυβέρνηση Καραμανλή έκανε προσπάθειες μιας ορισμένης ύφεσης στην ένταση των σχέσεων της Ελλάδας και με άλλες χώρες του λεγόμενου ανατολικού μπλοκ (Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία, Ρουμανία), αλλά σε κάθε περίπτωση ήταν ιδιαίτερα προσεκτική να μην δημιουργήσει «παρεξηγήσεις» στους δυτικούς της συμμάχους.
Μέσα σε αυτό το κλίμα ο διαδεχθείς τον Μολότοφ στο σοβιετικό υπουργείο Εξωτερικών φτάνει στην Αθήνα όπου έχει συνομιλίες με τον ομόλογό του Ευάγγελο Αβέρωφ και τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή. Στις συνομιλίες εκείνες αν και το κλίμα θα μπορούσε να θεωρηθεί καλό, εκδηλώθηκε επιθυμία για να αναπτυχθούν οικονομικές και εμπορικές σχέσεις και συζητήθηκε εκτενώς το Κυπριακό (την υπόθεση του οποίου η Σοβιετική Ένωση στήριζε στο πλαίσιο του ΟΗΕ), ωστόσο αυτό που κυριαρχεί είναι η δυσπιστία και η επιφυλακτικότητα. Σε κάθε περίπτωση η Ελληνική πλευρά απέφυγε να αναλάβει οποιαδήποτε συγκεκριμένη δέσμευση έναντι των Σοβιετικών απορρίπτοντας -με διπλωματικό τρόπο- πρόσκληση για επίσκεψη των Καραμανλή και Αβέρωφ στη Μόσχα.
Τη διετία 1957-1958 οι σχέσεις Ελλάδας και Σοβιετικής Ένωσης βρίσκονται και πάλι στο προσκήνιο. Στο πλαίσιο του Ψυχρού πολέμου οι ΗΠΑ απαντούν στην πολιτική της «ειρηνικής συνύπαρξης» που ακολουθεί η ΕΣΣΔ με την πρόθεση εγκατάστασης πυραυλικών βάσεων σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Η σοβιετική ηγεσία του Χρουστσόφ ανταπαντά με την πρόθεση να εγκαταστήσει αντίστοιχα στρατιωτικά συστήματα στις Λαϊκές Δημοκρατίες της Ευρώπης και μάλιστα αν η Ελλάδα δεχόταν τα σχέδια των Αμερικανών ο Χρουστσόφ φέρεται να απειλεί ότι θα εγκαταστήσει αντίστοιχες στρατιωτικές βάσεις στην Αλβανία.
Οι σοβιετικοί αναπτύσσουν δραστηριότητα για να αποκλείσουν τα αμερικανικά σχέδια και τον Αύγουστο του 1957 ο Ρουμάνος πρωθυπουργός Στόικα προτείνει στις άλλες βαλκανικές χώρες τη διενέργεια παμβαλκανικής συνδιάσκεψης Ειρήνης με το σκοπό την υπογραφή συμφώνου φιλίας, ειρήνης και συνεργασίας. Η διάσκεψη αυτή δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ, καθώς την πρόταση Στόικα απορρίπτει η Ελλάδα και η Τουρκία, ενώ τη δέχονται οι Αλβανία, Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία. Εξηγώντας την άρνησή του ο Καραμανλής στην επιστολή του προς τον Στόικα αναφέρει μεταξύ άλλων: «Ακόμη και σήμερον συνοριακαί περιοχαί γειτονικών χωρών χρησιμοποιούνται ως κρησφύγετα ή ορμητήρια ατόμων τα οποία εισδύουν εις το ελληνικόν έδαφος με την πρόθεσιν να τραυματίσουν την ανεξαρτησίαν και να υποσκάψουν το νόμιμον πολίτευμα της χώρας».
Το Δεκέμβριο του 1957 γίνεται στο Παρίσι η ετήσια διάσκεψη του ΝΑΤΟ σε επίπεδο αρχηγών κρατών και πρωθυπουργών. Εκεί, το θέμα της εγκατάστασης βάσεων πυραύλων και αμερικανικών πυρηνικών όπλων στην Ευρώπη γίνεται δεκτό επί της αρχής, αλλά παραπέμπεται σε διμερείς συμφωνίες για να υλοποιηθεί. Καραμανλής και Αβέρωφ έχουν κατ’ ιδίαν συνομιλίες με τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Αϊζενχάουερ.
Στο εσωτερικό ο Καραμανλής δέχεται επικρίσεις για σιωπή σε ότι αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα και απαντά πως αν το θέμα της εγκατάστασης αμερικανικών βάσεων τεθεί στο μέλλον, σε συνέχεια των αποφάσεων του ΝΑΤΟ, θα αντιμετωπιστεί με ειδικότερες συμφωνίες που θα συζητηθούν στη βουλή.
Οι αντιπαραθέσεις με το Χρουστσόφ
Το 1958 είναι εκλογική χρονιά και το θέμα των πυρηνικών όπλων και των αμερικανικών βάσεων είναι από τα κυρίαρχα ζητήματα της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης. «Η σωτηρία της χώρας από τον υδρογονικό όλεθρο» είναι το κύριο σύνθημα της ΕΔΑ («Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά». Πρόκειται για το πολιτικό σχήμα το οποίο ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1951 και αναβίωσε τον πολιτικό συνασπισμό των κομμάτων του ΕΑΜ μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας το 1945. Στις γραμμές της ΕΔΑ την περίοδο 1951-1967 δρούσαν τα στελέχη του τότε παράνομου ΚΚΕ).
Στην προεκλογική περίοδο του Μάη του 1958 ξεσπάει κατ’ ιδίαν αντιπαράθεση μεταξύ Καραμανλή και Χρουστσόφ. Ο σοβιετικός ηγέτης με αποκλειστική του συνέντευξη στην εφημερίδα «Το Βήμα» αναφέρεται στην πρόταση Στόικα και την ανάγκη αποτροπής των αμερικανικών σχεδίων στα Βαλκάνια για την επίτευξη ειρηνικής συνεργασίας. Παράλληλα εξαπολύει σφοδρή επίθεση στο ΝΑΤΟ το οποίο κατηγορεί ότι εμποδίζει την επίλυση του Κυπριακού κάνοντας λόγο για «αποικιοκράτες» που προσπαθούν να διχοτομήσουν την Κύπρο.
Ειδικότερα σε ότι αφορά την Ελλάδα, στην συνέντευξή του στο Βήμα, ο Χρουστσόφ χαρακτηρίζει το ΝΑΤΟ επιθετικό συνασπισμό και επισημαίνει ότι δημιουργεί για την Ελλάδα κινδύνους να εμπλακεί «εις επικίνδυνας πολεμικάς περιπετείας, τας οποίας θα εξαπέλυε οιοδήποτε άλλο μέλος του συνασπισμού αυτού ως πχ αι ΗΠΑ ή η Τουρκία». Και ακόμα πιο συγκεκριμένα για το ενδεχόμενο αποδοχής της αμερικανικής πρότασης για αποθήκευση και εγκατάσταση πυραυλικών οπλικών συστημάτων από μεριάς Ελλάδας, ο Χρουστσόφ τονίζει ότι «η ύπαρξις ατομικών όπλων επί του ελληνικού εδάφους θα ηδύνατο να επισύρη επί της χώρας, εις την περίπτωσιν πολεμικής συρράξεως ατομικά πλήγματα ανταποδόσεως, με όλας τας απορρέουσας εντεύθεν τραγικάς συνεπείας».
Η Ελληνική Δεξιά καταγγέλλει επέμβαση του Χρουστσόφ στα εσωτερικά της χώρας και στον προεκλογικό αγώνα υπέρ της ΕΔΑ και ο Καραμανλής σχολιάζει τη συνέντευξη Χρουστσόφ δηλώνοντας ότι «είναι μια έμμεσος, πάντως απαράδεκτος επέμβασις εις τα εσωτερικά ξένης χώρας». Ταυτόχρονα υποστηρίζει ότι το ΝΑΤΟ δεν είναι επιθετικός συνασπισμός αλλά αμυντική συμμαχία και ότι δεν έχει αποφασίσει εγκατάσταση βάσεων πυραύλων στην Ελλάδα καθώς «εάν τυχόν προκύψη περίπτωσις (…) τούτο θα εξετασθή με κριτήριον την ασφάλειαν της χώρας». Τέλος, υπογραμμίζει ότι η Ελλάδα καταβάλλει προσπάθειες για να βελτιώσει τις σχέσεις της με τη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες ανατολικές χώρες.
Τελικά, οι εκλογές εκείνες του Μάη του 1958 ξαναδίνουν την πρωθυπουργία στον Καραμανλή ωστόσο μένουν ιστορικές γιατί αναδεικνύεται η ΕΔΑ, δηλαδή οι ηττημένοι του εμφυλίου πολέμου σε αξιωματική αντιπολίτευση!
Η κόντρα αυτού του τύπου με τον Χρουστσόφ συνεχίστηκε και κατά το 1959 και το κλίμα στις ελληνοσοβιετικές σχέσεις επιβαρύνθηκε. Λίγους μήνες μετά τις εκλογές, το Φεβρουάριο του 1959 ο Χρουστσόφ με προσωπική του έκκληση ζητά την απελευθέρωση του Μανώλη Γλέζου, ο οποίος έχει συλληφθεί. Η Ελληνική κυβέρνηση απαντά με διάβημα του Σκέφερη στη σοβιετική πρεσβεία και κάνει λόγο ξανά για «απαράδεκτον ανάμιξη στα εσωτερικά της Ελλάδας».
Έντονη είναι η ενόχληση της κυβέρνησης Καραμανλή και για τις επισκέψεις στη Μόσχα του αρχηγού του κόμματος των Προοδευτικών, Σπύρου Μαρκεζίνη τον Απρίλη του 1959 και του αρχηγού των Φιλελευθέρων Σοφοκλή Βενιζέλου λίγο αργότερα. Ο Βενιζέλος μάλιστα θα ταχθεί και υπέρ της νομιμοποίησης του ΚΚΕ. Κύριο θέμα των επαφών που είχαν οι δύο πολιτικοί αρχηγοί στην Σοβιετική Ένωση ήταν η πρόταση για απύραυλη Βαλκανική και η ανάπτυξη οικονομικών σχέσεων Ελλάδας και ΕΣΣΔ, στις οποίες προσέβλεπε ο Μαρκεζίνης από την εποχή που ήταν υπουργός Συντονισμού της κυβέρνησης του Παπάγου.
Ο Μαρκεζίνης πριν μεταβεί στη Μόσχα, όπου και είχε συνομιλίες τόσο με τον ίδιο τον Χρουστσόφ όσο και τον σοβιετικό πρωθυπουργό Μικογιάν, ενημέρωσε και τον Αμερικανό πρέσβη στην Αθήνα. Ο Καραμανλής πάντως επιτέθηκε στον αρχηγό των Προοδευτικών ότι «εν τη γνωστή πολυπραγμοσύνη του διέπραξε και πάλιν το σφάλμα να γίνει φορεύς της σοβιετικής προπαγάνδας εν Ελλάδι».
Το Μάη του 1959 ο Χρουστσόφ μαζί με τον υπουργό Άμυνας Μαλινόφσκι επισκέπτονται την Αλβανία όπου και στέλνουν ανάλογα με τα προηγούμενα σοβιετικά μηνύματα στην Ελλάδα για το θέμα των αμερικανικών πυραυλικών βάσεων. Ο Καραμανλής απαντά ότι η Ελλάδα επιθυμεί καλές σχέσεις με τη ΕΣΣΔ παρά τη μεσολάβηση του Εμφυλίου το 1946-49 και κατηγορεί τον Χρουστσόφ ότι οι δηλώσεις του «ουδόλως ενθαρρύνουν τας προθέσεις μας».
Μάλιστα η κυβέρνηση Καραμανλή ουσιαστικά σε απάντηση της κίνησης αυτής, λίγες μέρες μετά, τον Ιούνη επιδίδει διακοίνωση και ζητά από την κυβέρνηση της σοσιαλιστικής Βουλγαρίας την καταβολή των πολεμικών αποζημιώσεων που είχαν επιβληθεί από τις συνθήκες Ειρήνης, ενώ παράλληλα επιδίδει απαντητική διακοίνωση και στη σοβιετική κυβέρνηση σχετικά με την «απύραυλο Βαλκανική».
Σε εκείνη τη διακοίνωση η κυβέρνηση Καραμανλή τονίζει ότι η Ελλάδα βρίσκεται «εντός της ακτίνος δράσεως των ατομικών και πυραυλικών βάσεων των εγκαταστημένων επί του σοβιετικού εδάφους», υποστηρίζει επίσης σε σχέση με τις αμερικανικές πυραυλικές βάσεις ότι «εάν απεφασίζετο η εγκατάστασις αυτών υπό της Ελλάδος θα ετίθετο υπό τον κυρίαρχον και υπεύθυνον έλεγχον της ελληνικής κυβερνήσεως». Καταληκτικά η ελληνική κυβέρνηση απορρίπτει τις σοβιετικές –μέσω του Ρουμάνου Στόικα- προτάσεις για «απύραυλο Βαλκανική», ως «πολιτικό σύνθημα «αποβλέπον εις τον περιορισμόν της αμυντικής ισχύος της Δύσεως με την οποίαν είναι συνδεδεμένη η ασφάλεια της Ελλάδος».
Ο πανσλαβισμός, τα Μπολσόι και τα γραμματόσημα
Η ένταση στις σχέσεις Ελλάδας και ΕΣΣΔ είναι μεγάλη και είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το αμερικανικό Κογκρέσο κυρώνει νομοθετικά ελληνοαμερικανική συμφωνία –είχε υπογραφεί ένα μήνα πριν και κρατήθηκε μυστική- η οποία προβλέπει ότι θα εκπαιδευτούν ελληνικές δυνάμεις στη χρήση των τακτικών πυρηνικών όπλων. Στα τέλη Ιούνη φτάνει μάλιστα στην Αθήνα ο τότε γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Ανρί Σπάακ, ο οποίος παραδέχεται ότι αντικείμενο των συνομιλιών που θα έχει στην Ελλάδα είναι η εγκατάσταση βάσεων αμερικανικών πυραύλων.
Ο Καραμανλής απέναντί του έχει όχι μόνο την ΕΔΑ αλλά και τον Σοφοκλή Βενιζέλο και το Σπύρο Μαρκεζίνη. Στο πλευρό του όμως τάσσεται ο Γεώργιος Παπανδρέου ο οποίος δηλώνει ότι «απειλούμεθα από τον κομμουνιστικόν πανσλαβισμόν». Ο Έλληνας πρωθυπουργός πάντως υπογραμμίζει ότι η κυβέρνηση δεν αποφάσισε να δεχτεί την εγκατάσταση των αμερικανικών πυραύλων, αλλά δεν δέχεται να αποκλείσει αυτό το ενδεχόμενο για το μέλλον.
Ενδεικτικές του βεβαρημένου κλίματος είναι ορισμένες αποφάσεις της κυβέρνησης Καραμανλή εκείνη την περίοδο, με την ΕΔΑ δεύτερη πολιτική δύναμη της χώρας, όπως η διακοπή στην πράξη των πολιτιστικών σχέσεων που αναπτύσσονταν μετά την επίσκεψη Σεπίλοφ το 1956. Χαρακτηριστικότερη όλων είναι η απαγόρευση των παραστάσεων του διάσημου μπαλέτου Μπολσόι στην Αθήνα! Σύμφωνα με το δημοσιογράφο και ιστορικό Σπύρο Λιναρδάτο «η κυβέρνηση Καραμανλή πιστεύει πως τα διάφορα καλλιτεχνικά συγκροτήματα που έρχονται από τη Σοβιετική Ένωση συντελούν στην άνοδο της επιρροής της Αριστεράς».
Εμβληματική έμεινε και η λεγόμενη μάχη των γραμματοσήμων. Όπως είδαμε ο Μανώλης Γλέζος είχε συλληφθεί και ο σοβιετικός ηγέτης Χρουστσόφ είχε παρέμβει προσωπικά ζητώντας την απελευθέρωσή του. Το θέμα πήρε διεθνείς διαστάσεις και εντάχθηκε στην αντιδικία Ελλάδας και Σοβιετικής Ένωσης για την «απύραυλο Βαλκανική». Το φθινόπωρο του 1959 τα σοβιετικά ταχυδρομεία εκδίδουν γραμματόσημο με την εικόνα του Γλέζου. Ο Έλληνας πρέσβης στη Μόσχα διαμαρτύρεται στη σοβιετική κυβέρνηση και ανάλογο διάβημα κάνει το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών. Μάλιστα οι Ελληνικές αρχές -με αφορμή τη συμπλήρωση τριών χρόνων από το αντεπαναστατικό πραξικόπημα στην Ουγγαρία που κατέστειλε ο κόκκινος στρατός και την απόπειρα αποχώρησης της Ουγγαρίας από το «Σύμφωνο της Βαρσοβίας»- εκδίδουν αναμνηστικό γραμματόσημο με την εικόνα του Ίμρε Νάγκυ. Τελικά και οι δύο πλευρές, Ελλάδα και Σοβιετική Ένωση, θα αποσύρουν γρήγορα από την κυκλοφορία τα δύο γραμματόσημα.
Σε κάθε περίπτωση πάντως έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι ενώ έγιναν προσπάθειες που σε ένα βαθμό φαίνεται να είχαν και ορισμένα αποτελέσματα για να επέλθει «ύφεση» στις σχέσεις ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης με εκατέρωθεν επισκέψεις σε Ουάσινγκτον και Μόσχα του Χρουστσόφ και του Αϊζενχάουερ αντίστοιχα, εντούτοις την ίδια περίοδο το κλίμα παρέμεινε ιδιαίτερα οξύ στις σχέσεις Ελλάδας και Σοβιετικής Ένωσης.
Ο Μαρκεζίνης, αντίπαλος τότε του Καραμανλή και υποστηρικτής την περίοδο εκείνη των σοβιετικών πρωτοβουλιών για «απύραυλο Βαλκανική» αρθρογραφεί στην «Πράβντα», ενώ καταγράφεται ένα ακόμα επεισόδιο μεταξύ Χρουστσόφ και Καραμανλή.
«Τα εγκλήματα και οι καταστροφάς του Συμμοριτοπολέμου»
Το Δεκέμβριο του 1959 ο Χρουστσόφ μιλάει στη Βουδαπέστη και κάνει αναφορά στην αγγλική επέμβαση του 1944 στην Ελλάδα κατά του ΕΑΜ και τον ομαλών πολιτικών εξελίξεων λέγοντας: «Όταν μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο αι προοδευτικαί δυνάμεις τους ελληνικού λαού ηθέλησαν να εγκαταστήσουν την λαϊκήν εξουσίαν, αγγλικά στρατεύματα υποστηριζόμενα από τους Αμερικανούς, ερρίφθησαν εναντίον του κινήματος αυτού. Ούτω, λοιπόν η μπουρζουαζία θεωρεί ως νόμιμον το γεγονός ότι οι ιμπεριαλισταί μιας χώρας βοηθούν τους ομοϊδεάτες των άλλης χώρας εις τον αγώνα κατά των εργατών. Αλλ’ όταν αι σοσιαλιστικαί χώραι φθάνουν εις βοήθειαν των αδελφών των, τότε αποκαλούν τούτο επέμβασιν εις τας εσωτερικάς υποθέσεις άλλων χωρών».
Ο Καραμανλής αντιδρά την ίδια μέρα απαντώντας ότι «ο κ. Χρουστσόφ, δικαιώνων, δια του σημερινού λόγου του, τα εγκλήματα και τας καταστροφάς του Συμμοριτοπολέμου, τον οποίον η Σοβιετική Ένωσις και ηθικώς και υλικώς ενίσχυσε, παρεμβαίνει ευθέως εις τα εσωτερικά της χώρας μας. Ο προφανής σκοπός των λόγων του είναι να ενθαρρύνη την κομμουνιστικήν μειοψηφίαν της χώρας, ίνα συνεχίση τον ένοπλο αγώνα της κατά της συντριπτικής πλειοψηφίας ενός λαού, ο οποίος είναι αποφασισμένος να μείνει πιστός εις τας αρχάς της ελευθερίας και της δημοκρατίας».
Μέσα σε αυτό το κλίμα έγινε η πρώτη επίσκεψη προέδρου των ΗΠΑ στην Ελλάδα. Στις 14 Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς έφτασε στην Αθήνα ο Αϊζενχάουερ στο πλαίσιο περιοδείας του στη Δυτική Ευρώπη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Αμερικανός πρόεδρος μετά τις συνομιλίες του με τον Χρουστσόφ μετέφερε το μήνυμα της νέας αμερικανικής πολιτικής της ύφεσης και στην Αθήνα η κυβέρνηση Καραμανλή κατά την υποδοχή του Αϊζενχάουερ από τον κόσμο απαγόρευσε τα πλακάτ και τις επιγραφές για να μην εμφανιστούν τα συνθήματα της Αριστεράς (υπενθυμίζεται ότι η ΕΔΑ τότε ήταν αξιωματική αντιπολίτευση με 25% περίπου) για «γενικό αφοπλισμό» στο πλαίσιο της γραμμής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ) για «ειρηνική συνύπαρξη» σοσιαλισμού και καπιταλισμού.
Το 1959 μάλιστα έκλεισε με νέες εκδηλώσεις ψυχρότητας μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, η οποία Βουλγαρία ήταν εκ των στενότερων συμμάχων της ΕΣΣΔ. Ο Ζίβκοφ κατηγόρησε τον Καραμανλή ότι ζητά πολεμικές επανορθώσεις από τη Βουλγαρία για το Β’ παγκόσμιο πόλεμο αλλά αρνείται τις συνομιλίες με την βουλγαρική κυβέρνηση, όταν την ίδια στιγμή έχει στενές σχέσεις με την Ιταλία και τη Δυτική Γερμανία που επίσης όφειλαν τεράστια ποσά στην Ελλάδα ως πολεμικές αποζημιώσεις για την κατοχή στο Β’ παγκόσμιο πόλεμο.
Η ένταση στις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης οξύνθηκε οδηγώντας στην ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου ενώ στο μεταξύ προέκυψε την ίδια περίοδο και η κρίση του Κόλπου των Χοίρων στην Κούβα. Μέσα σε αυτό το κλίμα διενεργείται ένα ακόμη επεισόδιο τον Αύγουστο του 1961 με εκατέρωθεν δηλώσεις από Χρουστσόφ και Καραμανλή. Ο σοβιετικός ηγέτης διαμηνύει ότι «δεν θα διστάσωμεν να πλήξωμεν τας στρατιωτικάς βάσεις του Βορειοατλανικού Συνασπισμού (ΝΑΤΟ) που ευρίσκονται και εις την Ελλάδα» συνομιλώντας με τον Έλληνα πρεσβευτή στη Μόσχα καθώς όπως τονίζει «οι ιθύνοντες των ΗΠΑ και ο Αντενάουερ πυρακτώνουν την ατμόσφαιραν και απειλούν με εξαπόλυσιν πολέμου, εάν υπογραφή η συνθήκη με την Γερμανία, μας απειλούν εξ’ ονόματος ολοκλήρου του συνασπισμού, εκ μέρους όλων των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ». Έντονη είναι η αντίδραση του Έλληνα πρωθυπουργού ο οποίος κάνει λόγο για «αδικαιολόγητη σταυροφορία» με την οποία «επιδιώκει ο Σοβιετικός πρωθυπουργός τον εκφοβισμόν του ελληνικού λαού και την ενθάρρυνσιν της Άκρας Αριστεράς».
Η ένταση συνεχίζεται στα τέλη Αυγούστου με διάβημα στην Ελληνική κυβέρνηση που κάνουν οι σοβιετικοί και διαμαρτύρονται για ΝΑΤΟϊκή άσκηση στη Θράκη κατηγορώντας στην Ελλάδα ότι συμμετέχει στα επιθετικά σχέδια του ΝΑΤΟ «πλησίων των συνόρων των σοσιαλιστικών χωρών», προειδοποιώντας ότι «η Σοβιετική Ένωσις και αι άλλαι σοσιαλιστικαί χώραι θα ήσαν ηναγκασμέναι να λάβουν απαντητικά μέτρα, υπαγορευόμενα εκ των δημιουργηθεισών συνθηκών».
Η αμήχανη υποδοχή της επίσκεψης Γκαγκάριν στην Αθήνα
Προς τα τέλη της πρωθυπουργίας του στην πριν την περίοδο της 7χρονης δικτατορίας ο Καραμανλής αναγκάζεται να υποδεχτεί τον σοβιετικό κοσμοναύτη Γιούρι Γκαγκάριν, τον πρώτο άνθρωπο που εκτοξεύτηκε στο διάστημα και μπήκε σε τροχιά γύρω από τη γη με το διαστημόπλοιο «Βοστόκ 1» στις 12 Απρίλη 1961.
Ο Γκαγκάριν φτάνει στην Αθήνα προσκεκλημένος του Ελληνοσοβιετικού συνδέσμου φιλίας στις αρχές του 1962. Η κυβέρνηση Καραμανλή από τη μια μεριά παρέχει διευκολύνσεις όπως όχημα, ξεναγούς κλπ για να επισκεφτεί ο Γκαγκάριν χώρους και ιστορικά μνημεία όπως πχ ο Παρθενώνας, ενώ και ο υπουργός Εξωτερικών Αβέρωφ παρευρίσκεται στην δεξίωση της σοβιετικής πρεσβείας στην Αθήνα.
Από την άλλη μεριά η κυβέρνηση θέλει να υποβαθμίσει το γεγονός της επίσκεψης και ο ίδιος ο Καραμανλής συναντά τον Γκαγκάριν στο πολιτικό του γραφείο και όχι στο γραφείο του πρωθυπουργού θέλοντας να στείλει ένα σαφές πολιτικό μήνυμα ότι δεν τον συναντά θεσμικά ως πρωθυπουργός της χώρας, αλλά πρόκειται για μια ιδιωτική συνάντηση. Μάλιστα τον Γκαγκάριν δεν τον συνάντησε ο διάδοχος του θρόνου τέως Βασιλιάς Κωνσταντίνος.
Από τη μεταπολίτευση στην πτώση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991
Ο Καραμανλής έγινε ο πρώτος έλληνας πρωθυπουργός ο οποίος το 1979 επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση κατόπιν πρόσκλησης των σοβιετικών. Οι εκεί επαφές του με τον Μπρέσνιεφ και τα άλλα μέλη της σοβιετικής ηγεσίας δεν θύμιζαν σε τίποτα το κλίμα στις σχέσεις των δύο χωρών πριν από την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα. Μάλιστα οι πρωθυπουργοί των δύο χωρών Καραμανλής και Κοσύγκιν υπέγραψαν και κοινή δήλωση!
Άλλωστε είχαν μεσολαβήσει πάρα πολλά κατά την 7χρονη χούντα που κατέδειξαν με τραγικό τρόπο για τα εθνικά συμφέροντα τη χρεοκοπία της στρατηγικής που ακολούθησε ο αστικός πολιτικός κόσμος μετά τον εμφύλιο. Η ίδια η επιβολή της δικτατορίας και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο είναι η κορωνίδα αυτής της χρεοκοπίας. Ο Καραμανλής υποχρεώθηκε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Άλλωστε στο κατ’ εξοχήν εθνικό μας θέμα το Κυπριακό, η ΕΣΣΔ ήταν ο πιο πιστός σύμμαχος του Κυπριακού λαού για ανεξαρτησία ενώ την ίδια στιγμή αυτός ο αγώνας υπονομεύονταν από τους δυτικούς συμμάχους της Ελλάδας και ιδίως από το ΝΑΤΟ και τους Αμερικανούς και Βρετανούς που στήριζαν την Τουρκία.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Καραμανλής μεταπολιτευτικά προχώρησε και στην προσωρινή αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Ήταν ακριβώς η περίοδος εκείνη όπου το ΠΑΣΟΚ υιοθετούσε τα συνθήματα του ΚΚΕ κατά της ΕΟΚ και κατά του ΝΑΤΟ και τα οποία έβρισκαν τουλάχιστον μεγάλη απήχηση μέσα στην κοινωνία, σε βαθμό που θα μπορούσαν να θεωρηθούν πλειοψηφικά. Βεβαίως ο Καραμανλής δεν δίστασε ακόμα και τότε να απαντήσει στον Παπανδρέου μέσα στη βουλή ότι «η Ελλάς ανήκειν εις την Δύσιν».
Το 1991 ο Καραμανλής ως πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας πια, θα εκπλήξει πάρα πολλούς στην παράταξή του, τη ΝΔ, αποτιμώντας αρνητικά ως εξέλιξη την διάλυση της ΕΣΣΔ και την ήττα του σοσιαλιστικού στρατοπέδου παγκοσμίως, καθώς θα τονίσει ότι ο «καουμπόυς», δηλαδή οι ΗΠΑ θα μείνουν χωρίς αντίπαλο δέος και θα κάνουν ότι θέλουν στον κόσμο!
Τα οικονομικά ανοίγματα και το δόγμα του Ψυχρού πολέμου
Ο Καραμανλής δεν πραγματοποίησε ανοίγματα στην ΕΣΣΔ μόνο μεταπολιτευτικά αλλά σε ένα βαθμό υποχρεώθηκε να το κάνει και προδικτατορικά στον οικονομικό όμως τομέα. Όπως εξηγεί μιλώντας στο News247 η Αλέκα Παπαρήγα, η πρώην γραμματέας του ΚΚΕ, ενώ η ΕΟΚ απαγόρευσε τις διμερείς σχέσεις με τα σοσιαλιστικά κράτη ο Καραμανλής (και πριν από αυτόν ο Παπάγος) έκανε συμφωνίες με τη σοβιετική ένωση για εξαγορές ελληνικών αγροτικών προϊόντων και εισαγωγές σοβιετικών τρακτέρ και άλλων προϊόντων γιατί στο πλαίσιο της πολιτικής της ΕΟΚ δεν μπορούσε η Ελλάδα να προωθήσει στις χώρες της Δύσης την εξαγωγή αγροτικών προϊόντων και κυρίως καπνών, τα οποία η Ελλάδα παρήγαγε σε μεγάλες ποσότητες.
Ο Καραμανλής «έκανε αυτές τις διμερείς σχέσεις για καθαρά οικονομικούς σκοπούς χωρίς όμως αυτό να αλλάζει την αντίθεση του προς το σοσιαλιστικό σύστημα ή την πολιτική που ακολουθούσαν οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, μια επιθετική πολιτική εναντίον των σοσιαλιστικών κρατών» τονίζει η κα Παπαρήγα. Η πρώην γραμματέας του ΚΚΕ επισημαίνει περαιτέρω μάλιστα ότι η άρνηση του Καραμανλή να δεχτεί τις σοβιετικές πρωτοβουλίες και τις προτάσεις του Ρουμάνου Στόικα για να μην εγκατασταθούν στρατιωτικές πυρηνικές αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα: «Η κυβέρνηση έλεγε ότι δε μπορούμε να έχουμε αποπυρηνικοποίηση των Βαλκανίων γιατί κινδυνεύουν τα βόρεια σύνορά μας. Εγώ δεν πιστεύω ότι ο Καραμανλής πίστευε ότι θα μπει η Βουλγαρία και η Γιουγκοσλαβία στην Ελλάδα, αλλά αυτή ήταν η πολιτική του ΝΑΤΟ και των Αμερικανών».
Ο πρώην υπουργός Γιώργος Ρωμαίος με μεγαλύτερη απολυτότητα τονίζει για την περίοδο των δεκαετιών του 1950-1960 ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής «πίστευε ότι οιασδήποτε μορφής άνοιγμα προς τη Σοβιετική Ένωση θα ενίσχυε τον εγχώριο κομμουνισμό. Πίστευε στο δόγμα του Ψυχρού Πολέμου». Η Αλέκα Παπαρήγα εξηγώντας την μεταστροφή του Καραμανλή που γίνεται απολύτως εμφανής σε σχέση με τη Σοβιετική Ένωση μετά τη μεταπολίτευση στην Ελλάδα υπογραμμίζει μια διεθνή παράμετρο που επέδρασε και είναι το γεγονός ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (σ.σ. Δυτική Γερμανία) είχαν καταλήξει (από τη δεκαετία του 60) ότι δεν μπορούν με στρατιωτικά μέσα να αλλάξουν την κατάσταση σε βάρος της Σοβιετικής Ένωσης».
*Πηγή φωτογραφιών: Αρχείο Ιδρύματος “Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής”