Η κληρονομιά ενός Εθνάρχη

Η κληρονομιά ενός Εθνάρχη
Η υπογραφή της συνθήκης ένταξης της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ Αρχείο Ιδρύματος "Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής"

Άλλαξε την Ελλάδα, για καλό ή κακό, ως υπουργός Δημοσίων Έργων, κυβέρνησε σε μία ταραγμένη εποχή, επέστρεψε για να φέρει τη Δημοκρατία, να βάλει την Ελλάδα στην ΕΟΚ και να τη βγάλει από το ΝΑΤΟ και ίδρυσε τη ΝΔ

Με την εικόνα του Κωνσταντίνου Καραμανλή έχουν συνδεθεί στη συλλογική μνήμη κυρίως δύο στιγμές: Η στιγμή της άφιξης του στο αεροδρόμιο του Ελληνικού μετά από επτά χρόνια Δικτατορίας. Και η στιγμή της υπογραφής της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ.

Το χωριατόπαιδο από τις Σέρρες όμως είχε διανύσει πολύ μεγάλη απόσταση ήδη πριν φτάσει να του αποδοθεί ο τίτλος του “Εθνάρχη”, τον οποίο βέβαια υπάρχουν και εκείνοι που αμφισβητούν παρόλα αυτά.

Ως υπουργός Δημοσίων Έργων την περίοδο 1952-1955 κατασκεύασε έργα, που σήμερα μας φαίνονται τόσο αυτονόητα και όμως δεν ήταν στη μεταπολεμική Ελλάδα, η οποία ανάλωνε τις δυνάμεις της σε έναν εμφύλιο πόλεμο.

Καταγγέλθηκε ως εκλεκτός των ΗΠΑ και του Παλατιού όταν έγινε πρωθυπουργός, συγκρούστηκε όμως με τα Ανάκτορα και έστρεψε από νωρίς το βλέμμα στην Ευρώπη. Δέχθηκε σκληρή κριτική για την αντιπαροχή και το ξήλωμα του τραμ. Έφερε πρωτόγνωρους ρυθμούς ανάπτυξης σε μία χώρα η οποία υπέφερε πολύ από την Κατοχή και τον εμφύλιο. Κατηγορήθηκε ως αυταρχικός και συγκεντρωτικός. Ακόμη πάντως και οι αντίπαλοι του τελικά αναγνώρισαν (εκ των υστέρων, καθώς εκείνη την εποχή τα πολιτικά πνεύματα ήταν ευλόγως οξυμένα) τη συμβολή του στην ομαλή μετάβαση από τη Δικτατορία στη Δημοκρατία.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ενημερώνει τη Βουλή για τα ελληνοτουρκικά το 1978 Αρχείο Ιδρύματος "Κωνσταντίνος Γ.Καραμανλής"

Έστω σε μία Δημοκρατία ατελή, αλλά για πρώτη φορά απαλλαγμένη από θεσμοθετημένες τουλάχιστον παρεμβάσεις έξωθεν (μη λησμονούμε πως ήταν δομημένο το μεταπολεμικό κράτος) και από επίσημο παρακράτος, στην οποία πλέον δεν ήταν απαγορευμένο κάποιο κόμμα και η οποία δε διχαζόταν για το πολιτειακό.

Το γεγονός ότι αυτό έγινε χωρίς αιματοχυσία, είναι κάτι που δεν πρέπει να θεωρούμε αυτονόητο. Το δίλημμα ήταν πράγματι “Καραμανλής ή τανκς” και δεν είναι τυχαίο το μίσος που τρέφει η ακροδεξιά ακόμη και σήμερα για εκείνον. Όμως δεν ήταν αυτονόητη και η λύση του πολιτειακού και η νομιμοποίηση του ΚΚΕ- ακόμη και εάν είχε έρθει η ιστορική συγκυρία.

Την ιστορία όμως τη γράφουν άνθρωποι, που κάνουν επιλογές. Αν και είναι αλήθεια πως οι συνθήκες και το πλαίσιο μέσα στο οποίο έδρασε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κατά την πρώτη περίοδο της πρωθυπουργίας του (1955-1963) σε σχέση με τη δεύτερη (1974-1980), ήταν εξόχως διαφορετικά. Μετά τη Μεταπολίτευση έμοιαζε να παίρνει τη ρεβάνς ολοκληρώνοντας στόχους που είχε θέσει από τη δεκαετία του ‘50, έχοντας διδαχθεί βέβαια πολλά από τα δραματικά προηγούμενα χρόνια.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν ένας ρεαλιστής αφοσιωμένος στην πολιτική και πάνω από όλα, ενδιαφερόταν για την υστεροφημία του. Μία καλώς εννοούμενη ματαιοδοξία, προσόν για έναν πολιτικό, πολλώ δε μάλλον που οι περισσότεροι βλέπουν το πολύ ως τις επόμενες εκλογές…

Αν και ήταν ο μόνος πρωθυπουργός που τόλμησε να βγάλει την Ελλάδα από το ΝΑΤΟ -έστω από το στρατιωτικό σκέλος- όχι απλά δεν αμφισβήτησε την ένταξη της Ελλάδας στο δυτικό στρατόπεδο, αλλά ήταν ο κύριος εκφραστής της ιδεολογίας του ανήκειν εις την Δύσιν.

Λόγω της κομβικότητας της επιλογής του “να βάλει τους Έλληνες στην Ευρώπη παρά τη θέληση τους” όπως ο ίδιος έλεγε, καθώς και λόγω του ιστορικού του ρόλου στη Μεταπολίτευση, παραγνωρίζεται όμως μία άλλη μεγάλη κληρονομιά που άφησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής: Η Νέα Δημοκρατία.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εγκαινιάζει το κτίριο της Νέας Δημοκρατίας στην οδό Ρηγίλλης το 1975 Αρχείο Ιδρύματος "Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής"

Ασχέτως του εάν κανείς θεωρεί ότι η ΝΔ ωφέλησε ή έβλαψε ως κόμμα έκτοτε τον τόπο, το ζήτημα είναι πως ο άνθρωπος που υπήρξε ο μακροβιότερος πρωθυπουργός στην ιστορία μίας χώρας, (η οποία χαρακτηρίστηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα από πολιτική αστάθεια και ειδικά μεταπολεμικά από βραχύβιες κυβερνήσεις και προσωποπαγή κόμματα που ιδρύονταν και διαλύονταν ανάλογα με τη συγκυρία- με την εξαίρεση του ΚΚΕ), όταν επέστρεψε από το Παρίσι είχε ως στόχο να ιδρύσει ένα κόμμα στο μοντέλο της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς.

Ένα κόμμα θα ήταν κόμμα αρχών, θα εξέφραζε μία συγκεκριμένη ιδεολογία και ένα συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό χώρο και το οποίο θα υπήρχε και μετά από εκείνον- έστω και εάν η ισχυρή του προσωπικότητα σκίαζε εξ αρχής τα πάντα. Η εποχή ευνοούσε βέβαια τις πολιτικές ζυμώσεις και έτσι καθιερώθηκε μεταπολιτευτικά το δίπολο κεντροδεξιά- κεντροαριστερά, ενώ προ Χούντας υπήρχε από τη μία η αριστερά και από την άλλη τα δύο στρατόπεδα των αστικών κομμάτων, οι συντηρητικοί και οι κεντρώοι- φιλελεύθεροι, διασπασμένα σε δεκάδες κομμάτια του ίδιου παζλ.

Το πιο σημαντικό όμως στην ιδρυτική διακήρυξη της ΝΔ είναι η αναφορά στο ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό και τον ορισμό της εθνικής ενότητας ως στόχου. Και ενώ βέβαια ένας πολιτικός της κεντρο-δεξιάς προφανώς δεν υιοθετεί την ταξική ανάγνωση της αριστεράς, ο Καραμανλής είχε αναμφίβολα επηρεαστεί από το διχασμό βενιζελικών-αντιβενιζελικών που είχε ζήσει ως παιδί, από τον εμφύλιο και κυρίως από την εμπειρία της εξορίας και της Μεταπολίτευσης.

Άξιον μνείας είναι εξάλλου το πως συμπεριφέρθηκε κατά την περίφημη “συγκατοίκηση”. Κατηγορήθηκε βέβαια ότι θέλησε να κάνει ουσιαστικά προεδρική την προεδρευομένη νεογέννητη Δημοκρατία, ένιωθε όμως εμφανώς ο ίδιος υπεύθυνος για την πορεία που αυτή θα έπαιρνε. Και δε λειτούργησε κομματικά ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας απέναντι στον σοσιαλδημοκράτη πρωθυπουργό, τον οποίο ο ίδιος λίγα χρόνια πριν στη Βουλή αποκαλούσε “αριστερά της αριστεράς”.

Όμως η ένταξη της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ ήταν ομολογουμένως η πιο ιστορική του απόφαση.

Η υπογραφή της συνθήκης ένταξης της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ Αρχείο Ιδρύματος "Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής"

Μία απόφαση την οποία είχε σχεδιάσει από τη δεκαετία του ΄50-΄60 για οικονομικούς (και γεωπολιτικούς λόγους) και την οποία προχώρησε και για εθνικούς λόγους σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα στον απόηχο του Αττίλα. Είδε στην πράξη την απροθυμία του ΝΑΤΟ και θέλησε την (όποια έστω) προστασία που παρέχει η ένταξη σε ένα διεθνή οργανισμό στην Ελλάδα απέναντι στην Τουρκία. Τα τελευταία γεγονότα επιβεβαιώνουν το σκεπτικό του- σημειωτέον πως πάντα ήταν ρεαλιστής και όχι ιδεαλιστής.

Μία απόφαση που αμφισβητήθηκε πολύ τότε, έγινε ευρέως αποδεκτή στη συνέχεια και τέθηκε ξανά ως υπαρξιακό ερώτημα, συχνά με ισοπεδωτικό τρόπο είτε από τους υπέρμαχους είτε από τους διαφωνούντες, τα χρόνια του μνημονίου.

Εάν ζούσε σήμερα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής άραγε ποια γνώμη θα είχε για αυτή την Ευρώπη; Αυτός ο φιλοευρωπαίος από τη γέννηση της Κοινότητας, θα ήταν ικανοποιημένος με τη σημερινή πολιτική κατάσταση στην Ένωση; Ο γεννημένος σε ένα χωριό των Σερρών πολιτικός που συγκρούστηκε και συνεργάστηκε με μεγάλες μορφές της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής, πως θα έκρινε τους σημερινούς πρωταγωνιστές;

Υποθετικά τα ερωτήματα, αφού ο άνθρωπος που έβαλε τη χώρα στην τότε ΕΟΚ έφυγε πριν από 20 χρόνια. Αξίζει όμως να θυμηθούμε μία συζήτηση που είχε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής 19 ημέρες πριν το θάνατο του με τον Τάκη Λαμπρία.

“Τι νέα μας φέρνεις από την Ευρώπη;” είχε ρωτήσει το στενό συνεργάτη και φίλο του, που είχε πάει να τον επισκεφθεί στην Πολιτεία, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Συζήτησαν για την πορεία προς τη νομισματική ένωση και το ευρώ, τη διεύρυνση, τη συμπεριφορά της Τουρκίας σε σχέση με το Κυπριακό, τις πολιτικές εξελίξεις σε Γαλλία και Γερμανία. Κάποια στιγμή ο Καραμανλής σκυθρώπιασε:

“Σου έχω πει από πολύν καιρό και το επαναλαμβάνω: Δεν πάει καλά η Ευρώπη! Έχει χάσει το δυναμισμό της, την πίστη στον εαυτό της. Της έλειψε η θέληση για μία πραγματική ένωση. Την ένωση που θα την καθιστούσε ικανή να διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Προς το συμφέρον όλου του κόσμου. Κατατρίβεται με πολλά και αποφεύγει το βασικό: να διαμορφώσει στέρεους θεσμούς που θα υπηρετούν ένα μεγάλο όραμα. Έχασε τις ευκαιρίες που της παρουσιάστηκαν. Όσο εξαπλώνεται χωρίς γερά θεμέλια, τόσο αδυνατίζει και παραπαίει. Και ρωτώ: Που βλέπεις σήμερα ηγέτες εμπνευσμένους από την Ευρωπαϊκή Ιδέα, έτοιμους να αγωνισθούν με συνέπεια για την πραγμάτωση της; Πρόθυμους έστω να περιστείλουν κάπως τις εθνικές σκοπιμότητες και τους οικονομικούς ανταγωνισμούς;”

Μετά από 20 χρόνια τα ερωτήματα που έθετε αυτός ο κατεξοχήν ευρωπαϊστής πολιτικός, παραμένουν επίκαιρα. Ίσως σήμερα να έλεγε, “Ανήκομεν εις την Δύσιν και για αυτή τη Δύση που θέλουμε θα παλέψουμε”.

*Φωτογραφίες: Αρχείο Ιδρύματος “Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής”

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα