Μάραθος, Κλάους, Θανάσης, Βερολίνο
Με αφορμή την ημέρα μνήμης για τα 25 χρόνια της πτώσης του Τείχους, ένας συντάκτης του NEWS247 γυρίζει ακόμα πιο πίσω και θυμάται την δική του εμπειρία στο Ανατολικό Βερολίνο τον Γενάρη του 1985.
- 09 Νοεμβρίου 2014 07:02
Του Θανάση Κρεκούκια
Για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα από την αρχή, με το τείχος του Βερολίνου δεν κάνεις πλάκα. Για κανένα λόγο και σε καμία περίπτωση. Γιατί για σχεδόν τρεις δεκαετίες παίχτηκαν στις πλάτες ενός ολόκληρου λαού – και μιλάμε για τους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους – πολιτικά “παιχνίδια” που έφεραν μαζί τους “παράπλευρες” απώλειες, διώξεις, βασανιστήρια, εν ψυχρώ δολοφονίες, κρατική τρομοκρατία, ψυχολογική βία, κάθε μορφής αδιέξοδα. Από το 1961 μέχρι το 1989 υπήρξαν δυο Βερολίνα. Το ένα απέναντι στο άλλο. Και στη μέση το τείχος, το απόλυτο σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου.
Από τη μια το Δυτικό Βερολίνο, μια καπιταλιστική νησίδα χαμένη μέσα στον ωκεανό του υπαρκτού σοσιαλισμού. Από την άλλη μεριά το Ανατολικό Βερολίνο, ναρκωμένο μέσα στη βαριά σιωπή του νεο-σταλινισμού. Μια προσβολή για τη δημοκρατία, μια μαχαιριά στην ελευθερία. Το ξέσπασμα άργησε αλλά ήρθε τελικά εκείνο το φθινόπωρο του ’89. Πέρασαν 25 χρόνια από τότε, όμως η κραυγή των Ανατολικογερμανών “Wir sind das Volk” (εμείς είμαστε ο λαός), πλανιέται ακόμα και σήμερα σαν ψίθυρος πάνω από τον ουρανό του Βερολίνου, για να θυμίζει τα κάστρα της “Τάξης” που γκρεμίστηκαν από τη φωνή των ατίθασων αυτού του κόσμου.
Ήθελα να είμαι σαφής σε ότι αφορά τον σεβασμό με τον οποίο αντιμετωπίζω την μνήμη της ιστορίας του Τείχους. Και ο πρόλογος αυτός έγινε, γιατί θα σας διηγηθώ μια μικρή ιστορία, την δική μου εμπειρία από το Ανατολικό Βερολίνο, η οποία στερείται κάθε σοβαρότητας και μάλλον κατατάσσεται σε αυτές που λέμε ότι “γελάει κάθε πικραμένος”. Για να φτάσουμε όμως σε εκείνο το μεσημέρι της 19ης Ιανουαρίου του 1985, στο μικρό δωμάτιο ελέγχου του αεροδρομίου Schönefeld, όπου βρέθηκα μαζί με τρεις σιδερόφρακτους της Ανατολικογερμανικής Αστυνομίας, οι οποίοι με σημάδευαν με αυτόματα, θα πρέπει να γυρίσω ακόμα πιο πίσω, για να βάλω τις βάσεις στη διήγησή μου. Υπόσχομαι ότι θα προσπαθήσω να είμαι όσο πιο σύντομος γίνεται.
Η ιστορία αυτή ξεκινάει κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’70, στο χωριό μου, τον Μάραθο Τριφυλίας Μεσσηνίας. Εκεί λοιπόν, ένας Γερμανός τουρίστας, ο Κλάους, καλή του ώρα, ερχόταν για αρκετά χρόνια διακοπές κάθε καλοκαίρι. Ο Κλάους ήταν ψυχολόγος και διευθυντής ενός κέντρου νεότητας στο Λίλιενταλ, μια μικρή πόλη στα περίχωρα της Βρέμης, στη βόρεια Γερμανία. Στην Ελλάδα πραγματοποιούσε τις εκδρομές του – κυρίως στην Πελοπόννησο – με ορμητήριό του όμως πάντοτε το χωριό. Πιο δύσκολα τα χρόνια τότε στην επαρχία, όμως ο κόσμος ήταν πιο φιλόξενος από σήμερα. Οι κάτοικοι του Μαράθου είχαν μάθει πια τον Κλάους, τον είχαν συνηθίσει και με μερικές βασικές ελληνικές λέξεις τευτονικής προφοράς συνοδευόμενες από τις απαραίτητες χειρονομίες, γινόταν και η συνεννόηση.
Ο Κλάους στις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Κάποια στιγμή ο Κλάους αποφάσισε ότι ήθελε να σφίξει ακόμα περισσότερο τους δεσμούς που τον έδεναν με το χωριό και αγόρασε ένα οικόπεδο στον Λαγκούβαρδο, μια παραλία τρία περίπου χιλιόμετρα έξω από τον Μάραθο, στο δρόμο προς τα Φιλιατρά. Εκεί ο Γερμανός φίλος μας αποφάσισε να στήσει ένα αυτοσχέδιο κάμπινγκ για να φέρνει κάθε καλοκαίρι γκρουπάκια με νέους και νέες που ήταν μέλη του κέντρου νεότητας στο οποίο εργαζόταν, ώστε να κάνουν εκεί τις διακοπές τους. Σχεδίασε τον χώρο, έφτιαξε τις βασικές υποδομές και μετέτρεψε ένα παλιό, ετοιμόρροπο κτίσμα, το οποίο βρισκόταν μέσα στο οικόπεδο, σε κουζίνα και αποθήκη.
Πράγματι λοιπόν, εκεί, στο ξεκίνημα των 80ties άρχισαν να έρχονται κάθε καλοκαίρι δυο γκρουπ, ένα τον Ιούλιο και ένα τον Αύγουστο, δίνοντας ένα ξεχωριστό “χρώμα” στο χωριό. Όπως ήταν φυσιολογικό, η νεολαία της ευρύτερης περιοχής γνωρίστηκε με τους “εξωτικούς” επισκέπτες, αρκετοί εκ των οποίων συνέχισαν να έρχονται για αρκετά χρόνια. Μαζί για μπάνιο, φωτιές το βράδυ με κιθάρες και μπύρες, τα απαραίτητα ζευγαράκια, οι δακρύβρεχτοι αποχαιρετισμοί κάθε φορά που αναχωρούσαν για το Λίλιενταλ. Οι Γερμανοί είχαν συνηθίσει το χωριό και το χωριό τούς είχε “υιοθετήσει” με τον τρόπο του. Ο δικός μου ρόλος σε όλο αυτό το “αλισβερίσι” ήταν αυξημένος για τον απλούστατο λόγο ότι ήμουν ο μοναδικός αυτόχθων που μιλούσε γερμανικά.
Πήγαινα βλέπετε στη γερμανική σχολή Αθηνών, μετά με έδιωξαν γιατί δεν τους έκανα τα χατήρια, συνέχισα στο Γκέτε, ύστερα μπήκα στο πανεπιστήμιο, στη γερμανική φιλολογία, οπότε το κατείχα το θέμα καλά. Είχα γνωρίσει τον Κλάους από όταν ερχόταν μόνος του στο χωριό και όταν ξεκίνησε η “λειτουργία” του κάμπινγκ, οι αρμοδιότητες αναβαθμίστηκαν. Θυμάμαι, έκανα μαθήματα ελληνικών στους νεαρούς τουρίστες, βοηθούσα όποτε χρειαζόταν σε διερμηνείες και μεταφράσεις, είτε στο μπακάλικο και την ταβέρνα, είτε σε μυστικά ραβασάκια που άλλαζαν χέρια βοηθώντας στην σύσφιξη των σχέσεων ανάμεσα στις δυο χώρες, αν καταλαβαίνετε τί εννοώ.
Το οικόπεδο του Κλάους στον Λαγκούβαρδο με το θρυλικό Passat.
Μαζί με τον Κλάους, ο οποίος ήταν ο επικεφαλής υπεύθυνος σε αυτές τις εκδρομές από το Λίλιενταλ στην Ελλάδα, υπήρχαν και οι απαραίτητοι “υπαρχηγοί”: ο Χάικο, ο Όκο, ο Μάικλ, φοιτητές που εργάζονταν στο κέντρο νεότητας και έρχονταν και αυτοί κάθε χρόνο. Είχαμε γίνει φιλαράκια, κάναμε στενή παρέα, περνούσαμε όμορφα παρά τα παρατράγουδα που όπως αντιλαμβάνεστε, δεν ήταν δυνατόν να λείπουν. Όμως οι πιο στενές σχέσεις υπήρχαν με τον Κλάους και τον Χάικο, παρά το γεγονός ότι ο Μάικλ ήταν εκείνος που μας χάρισε την κορυφαία διαχρονικά ατάκα στους αιώνας των αιώνων αμήν. Κάτι που δεν είναι βέβαια του παρόντος, οπότε ξεπερνάω τον πειρασμό να ανοίξω παρένθεση και συνεχίζω.
Ο Κλάους λοιπόν και ο Χάικο με είχαν προσκαλέσει κατ’ επανάληψη στη Γερμανία και η ευκαιρία δεν άργησε. Το καλοκαίρι του ’84 τελείωσα το σχολείο, στη συνέχεια πήγα στον Μάραθο, περάσαμε μάνα κατσάνα που λένε και στο χωριό μου, συνάντησα και τον πρώτο μου εκτός έδρας έρωτα, την Αντρέα, στο τέλος Αυγούστου έμαθα ότι είχα μπει στη γερμανική φιλολογία της Αθήνας, οπότε όλα πήγαιναν πρίμα. Η Αντρέα ήταν φυσικά “μέλος” του γκρουπ των Γερμανών του Λίλιενταλ και ανάμεσα στις ατελείωτες αλληλογραφίες που είχαμε στη διάρκεια του φθινοπώρου με τα “σ’ αγαπώ, μ’ αγαπάς ή τζάμπα πίνω;”, άρχισε να ωριμάζει μέσα μου η ιδέα ενός ταξιδιού στη Βρέμη.
Και δεν ήμουν μόνος μου. Είχα και την ξαδερφούλα μου και μια κοινή μας φίλη. Και οι τρεις μας αρχίσαμε να ενώνουμε τα κομμάτια του παζλ, να βρούμε χρήματα, να βγάλουμε διαβατήρια, να κοιτάξουμε για εισιτήρια. Για να είμαι ειλικρινής, ήμασταν μέσα σε μια υστερία, σε μια εξαλλοσύνη, σε έναν ενθουσιασμό απερίγραπτο, αφού αυτό θα ήταν το πρώτο μας ταξίδι στο εξωτερικό. Αποφασίσαμε ότι ο πιο οικονομικός τρόπος ήταν το τρένο, έτσι λοιπόν, στις 21 Δεκεμβρίου του 1984 ξεκινήσαμε από τον σταθμό Λαρίσης την μικρή μας Οδύσσεια, η οποία κράτησε σχεδόν 20 ώρες. Περάσαμε τα σύνορα μπαίνοντας στην Γιουγκοσλαβία (ναι, υπήρχε ακόμα), την διασχίσαμε ολόκληρη, μπήκαμε στην Αυστρία και μετά στρίψαμε δυτικά και φτάσαμε στο Μόναχο.
Στο τρένο προς Γερμανία, κοιτάζουμε ενθουσιασμένοι τις γιουγκοσλαβικές βίζες!
Εκεί μας περίμενε ο Κλάους και με το θρυλικό του VW Passat Station διασχίσαμε μέσα στη νύχτα ολόκληρη τη Γερμανία από νότο προς βορρά. Να πω πολύ γρήγορα – γιατί φαντάζομαι ότι θα έχετε ήδη βαρεθεί την πολυλογία μου – ότι μέσα στις πρώτες δυο μέρες πρόλαβα να φάω μια αχαρακτήριστη χυλόπιτα από την Αντρέα, η οποία μου έδωσε ραντεβού σε ένα καφέ, όπου με περίμενε με τον γκόμενό της (!*#%@*&#) και να αδειάσω μερικά τελάρα μπύρες Beck’s προσπαθώντας να πνίξω τον πόνο μου, αναγκάζοντας τον Κλάους να βάλει κλειδαριές σε όλα τα ψυγεία του κέντρου νεότητας, ώστε να πάψω να σέρνομαι και να αναγκαστώ να περπατήσω όρθιος.
‘Όπως ήδη έγραψα, στο Λίλιενταλ φτάσαμε το πρωί της 22ης του Δεκέμβρη και μας υποδέχτηκε ένα απερίγραπτο κρύο. Η ξαδέρφη μου κι εγώ μείναμε στο σπίτι του Χάικο, ενώ η φίλη μας στον Κλάους. Μια από τις πιο μαγικές στιγμές στο Λίλιενταλ ήταν όταν ξυπνήσαμε το πρωί των Χριστουγέννων, βλέποντας τα πάντα άσπρα σε αυτό που θα εξελισσόταν στον βαρύτερο χειμώνα της Γερμανίας τα τελευταία 50 χρόνια. Η χαμηλότερη θερμοκρασία όσο μείναμε εκεί, έφτασε τους μείον 26 βαθμούς, ενώ τα κορίτσια που έφυγαν πριν από μένα για την Ελλάδα, συνάντησαν στο Μόναχο μείον 35! Απέφυγα στο τσακ κάνα δυο φορές τα κρυοπαγήματα, ειδικά εκείνη την παραμονή της Πρωτοχρονιάς που πήρα το ποδήλατο του Χάικο χωρίς να φορέσω γάντια για να κάνω επίσκεψη σε μια άλλη φίλη που ήξερα από τον Μάραθο.
Γενικά έκανα πολλές γελοιότητες εκείνον τον ένα περίπου μήνα που έμεινα εκεί, δεν υπάρχει λόγος να το κρύψω. Αλλά και ωραία κόλπα, όπως η ελληνική βραδιά που διοργανώσαμε με τα κορίτσια στο κέντρο νεότητας με ελληνική κουζίνα, ελληνικές μουσικές, χορούς, σιρτάκια και πολύ κέφι. Το οποίο κέφι, τώρα που το ξανασκέφτομαι, φρόντισα να το εξαφανίσω τελείως όταν μου ήρθε η έμπνευση να τους παίξω ζωντανά μουσική. Και τί διάλεξα ο βλαξ; Το “ακορντεόν” του Λοΐζου, φροντίζοντας να εξηγήσω πριν το παίξω και το τραγουδήσω, ότι μιλάει για τους ναζί και την κατοχή στην Ελλάδα, ότι ο φασισμός δεν περνάει και κάτι τέτοια κουλά, με τους Γερμανούς να έχουν μείνει κάγκελο. Ο ηλίθιος και ο πανηλίθιος με αμφότερους τους ρόλους γραμμένους για μένα…
Χριστουγεννιάτικο τραπέζι στο Λίλιενταλ. Στην κορυφή η αφεντιά μου, δεξιά μου ο Κλάους, πρώτος από αριστερά ο Χάικο και δίπλα του η ξαδέρφη μου.
Πάλι ξέφυγα από το θέμα, να γυρίσω στα δικά μας. Μην ανησυχείτε, απέχουμε πλέον λίγο από το Βερολίνο. Όπως είπα, τα κορίτσια έφυγαν μετά την Πρωτοχρονιά, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εγώ όμως αποφάσισα να μείνω μερικές μέρες ακόμα. Όσο πλησίαζε η μέρα και της δικής μου αναχώρησης, η ιδέα ενός ταξιδιού με το τρένο χωρίς παρέα για 20 ώρες, δεν μου φαινόταν ιδιαίτερα ελκυστική. Έτσι λοιπόν, είπα στον Κλάους και τον Χάικο να με βοηθήσουν να βρω ένα φτηνό αεροπορικό εισιτήριο για να γλυτώσω την ταλαιπωρία. Και τί νομίζετε ότι μου βρήκαν τα αλάνια για 311 γερμανικά μάρκα; (μη με ρωτήσετε πόσες δραχμές ήταν τότε, η ηλικία βλέπετε δεν επιτρέπει τέτοιες πολυτέλειες).
Καθίστε και απολαύστε: Αναχώρηση στις 6.10 το πρωί με λεωφορείο από τη Βρέμη για το Αμβούργο με ώρα άφιξης 7.29. Αναχώρηση από το Αμβούργο στις 8.02 με το τρένο και προορισμό το Δυτικό Βερολίνο με ώρα άφιξης 11.38. Στη συνέχεια, στη 1 το μεσημέρι, πέρασμα με ειδικό τράνζιτ λεωφορείο από το Δυτικό Βερολίνο με προορισμό το αεροδρόμιο Schönefeld στο Ανατολικό Βερολίνο. Επόμενο “ραντεβού”, οι Τσεχικές αερογραμμές (CSA) με πτήση στις 14.25 από το Schönefeld και προορισμό την Πράγα με ώρα άφιξης στις 15.10. Και τέλος, στις 18.30 τοπική ώρα Τσεχοσλοβακίας (ναι, και αυτό υπήρχε τότε ακόμα) αναχώρηση από την Πράγα με την τουρκική Türk Hava Yolları και προορισμό την Αθήνα με ώρα άφιξης 10 το βράδυ. Αν μη τι άλλο, έπος!
Το αεροπορικό εισιτήριο της επιστροφής.
Δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά. Είπα “ναι, αυτό είναι το δικό μου εισιτήριο”! ‘Η για να είμαι πιο ακριβής, η συλλογή εισιτηρίων μου. Θα συμφωνήσω μαζί σας ότι είμαι μάλλον ψυχάκιας, αλλά όταν ο Μάνος μου ζήτησε να γράψω την ιστορία με το Τείχος, ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι τα είχα όλα φυλαγμένα κάπου. Χρειάστηκε μια μικρή έρευνα και πράγματι τα βρήκα. Χαμένα για 30 ολόκληρα χρόνια, αλλά “ζωντανά” όταν τα χρειάστηκα. Το διαβατήριο, οι βίζες, τα τράνζιτ, το εισιτήριο του τρένου, τα αεροπορικά, όλα. Πολύτιμες αναμνήσεις, στο βάθος ενός συρταριού, που ξαφνικά γίνονται λέξεις, γεμάτες από την ανάγκη να τις μοιραστώ. Μάλλον αυτός είναι ο λόγος που γράφω και σταματημό δεν έχω. Σας πάω στο Βερολίνο μέσω του χωριού μου, του Κλάους, των καλοκαιριών, του ταξιδιού στη Γερμανία, ελπίζω να μου το συγχωρήσετε.
Αρκετά το βαρύναμε όμως και δεν είμαστε για τέτοια. Γιατί έφτασε επιτέλους η ώρα της επιστροφής. Στις 5 το πρωί φύγαμε από το σπίτι του Χάικο με θερμοκρασία μείον 21 βαθμούς! με άφησε στον σταθμό των λεωφορείων και λίγο αργότερα ξεκίνησε το ταξίδι. Φτάσαμε στο Αμβούργο, όπου χιόνιζε ασταμάτητα, οπότε η ζέστη στην κουκέτα του τρένου ήταν ευλογία. Φύγαμε μέσα σε μια υπέροχη ανατολή και αρχίσαμε να διασχίζουμε τη χώρα από βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά. Το Αμβούργο βρίσκεται πολύ κοντά στα σύνορα με την τότε Ανατολική Γερμανία, οπότε σύντομα φτάσαμε στον συνοριακό σταθμό, όπου αλλάξαμε μηχανή και είχαμε τους πρώτους “επισκέπτες”.
Το διαβατήριο. Αριστερά οι σφραγίδες στη Γιουγκοσλαβία στο πήγαινε, δεξιά οι σφραγίδες στο Ανατολικό Βερολίνο στο έλα.
Το τρένο γέμισε με Ανατολικογερμανούς στρατιώτες, οι οποίοι “ακροβολίστηκαν” στους διαδρόμους των βαγονιών, φυλώντας τα έρημα. Όλοι οπλισμένοι με κάτι ρώσικης προέλευσης μαρκούτσια που μόνο που τα κοίταζες, σε έπιανε δέος. Εκεί είχα και το πρώτο άσχημο συναπάντημα, “αναίμακτο” ευτυχώς. Είχα βγει από την κουκέτα, είχα ακουμπήσει σε ένα παράθυρο, κάπνιζα αρειμανίως και χάζευα το εκπληκτικό λευκό τοπίο. Παράλληλα άκουγα μουσική σε ένα walkman που μου είχε κάνει δώρο ο Χάικο λίγες μέρες πριν, την Πρωτοχρονιά. Κάποια στιγμή δυο σιδερόφρακτοι ήρθαν δίπλα μου και έπιασαν κουβεντούλα να περνάει η ώρα.
Η κασέτα στο walkman είχε τελειώσει, αλλά εγώ είχα χαζέψει με την φύση και δεν είχα κάνει κίνηση να της αλλάξω πλευρά. Φορούσα ακόμα τα ακουστικά, οπότε οι δυο μαντράχαλοι δίπλα μου προφανώς πίστεψαν ότι δεν ακούγονταν. Και ξάφνου λέει ο ένας στον άλλο: “Εδώ κοίτα τον σκατοκαπιταλίστα, ακούει τη μουσικούλα του”. Ο άλλος κάτι γρύλλισε, αλλά δεν κατάλαβα τί. Σε διάφορες άλλες περιπτώσεις θα είχα ανοίξει πιθανότατα “εποικοδομητικό διάλογο” με τον θρασύ που με είχε αποκαλέσει “Scheisskapitalist”, αλλά στην προκειμένη έκανα τουμπεκί να περάσουμε καλά. Ξέρετε, “ό,τι είπαμε, νερό κι αλάτι”. Δεν παίζουν με αυτά. Ούτε καν γύρισα να τους κοιτάξω. Νόμιζα ότι είχα ξεπεράσει τον σκόπελο του ταξιδιού, αλλά δεν είχα ιδέα τί με περίμενε λίγες ώρες αργότερα.
Με ακρίβεια γερμανικού τρένου (καμία διαφορά με το ελβετικού ρολογιού) φτάσαμε στο Δυτικό Βερολίνο και αμέσως κατευθύνθηκα στο σημείο του σταθμού από όπου θα έφευγε το ειδικό τράνζιτ λεωφορείο για να μας πάει στο αεροδρόμιο του Ανατολικού Βερολίνου. Είχα περίπου τρία τέταρτα χρόνο, οπότε έκανα μια βόλτα στους γύρω δρόμους, αντικρίζοντας διάφορα κουφά, με κορυφαίο μια παρέα από πανκιά που είχαν αρουραίους στους ώμους τους (ξέρετε, όπως οι πειρατές τους παπαγάλους). Αφού αγόρασα από έναν πλανόδιο κάτι περίεργους καπνούς για στριφτό τσιγάρο, επέστρεψα στον σταθμό και μπήκα στο λεωφορείο, μαζί με άλλους τριάντα περίπου ταξιδιώτες.
Η ειδική βίζα της Ανατολικής Γερμανίας για να περάσω στο Ανατολικό Βερολίνο.
Ξεκινήσαμε και η αγωνία μαζί με την περιέργεια είχαν χτυπήσει κόκκινο. Θα περνούσα στην “άλλη” πλευρά. Στο “σιδηρούν παραπέτασμα”. Το Δυτικό Βερολίνο ήταν πολύχρωμο και διαφορετικό από ότι είχα δει μέχρι τότε. Πολιτιστικό, πολιτικό, μόνιμα εξεγερμένο, γεμάτο εναλλακτικά κοινόβια και κτίρια υπό κατάληψη από την εξωκοινοβουλευτική αριστερά. Χωνευτήρι ιδεολογιών, κινημάτων, τεχνοτροπιών, αμφισβητήσεων, συνθέσεων. Σου έφταναν μερικά λεπτά περιπλάνησης στους δρόμους του για να αισθανθείς την “επανάσταση” που ξεχείλιζε από κάθε γωνία, γεμάτη ανοχές για τα πάντα αλλά και μελαγχολία για τους “δίπλα”. Μελαγχολία και ενοχές για την επανάσταση που φώναζε δεκαετίες πριν στον “Θάνατο του Δαντόν” ο Κουρτ Τουχόλσκι, αλλά που τότε δεν είχε έρθει ακόμα: “Όλο το Βερολίνο αναστατώνεται. Το πλήθος φωνάζει Επανάσταση. Θέλουμε ελευθερία. Μας λείπει αιώνες τώρα. Το αίμα μας κυλά…”.
Και ξαφνικά το τοπίο άλλαξε. Το λεωφορείο μπήκε σε έναν διαφορετικό κόσμο, σε ένα τσιμεντένιο τέρας χωρίς εισαγωγικά, διέσχισε την ουδέτερη ζώνη, την περίφημη “no man’s land” και πέρασε δίπλα από ναρκοπέδια, παρατηρητήρια, εκπαιδευμένους σκύλους και ελεύθερους σκοπευτές για να σταματήσει στο φυλάκιο του “Waltersdorfer Chaussee”, το σημείο διέλευσης που κατασκευάστηκε το 1963 ειδικά για τους ταξιδιώτες των διεθνών πτήσεων που θα αναχωρούσαν από το Schönefeld, τον διεθνή αερολιμένα του Ανατολικού Βερολίνου. Μαζί με το λεωφορείο σταμάτησαν και οι αναπνοές όλων όσων βρίσκονταν μέσα. Η μπροστά πόρτα άνοιξε και ανέβηκαν δυο στρατιώτες οπλισμένοι με αυτόματα ακολουθούμενοι από έναν τύπο που φώναζε από μακριά Στάζι.
Δεν είμαι αντικομουνιστής με τη γενικότερη έννοια – ποτέ δεν υπήρξα – όμως μαζί με τους τρεις, ανέβηκε στο λεωφορείο η γκρίζα σιωπή μιας ανατριχιαστικά σαλεμένης διαστροφής που αν είχε πρόσωπο θα θύμιζε αποκεφαλισμένο καφκικό ήρωα: “Πήρες στα μάτια μου τον αινιγματικό χαρακτήρα που έχουν οι τύραννοι που ο νόμος τους δε βασίζεται στη σκέψη, αλλά στο άτομό τους”. Το βλέμμα τού επικεφαλής δεν φαινόταν γιατί το καπέλο του ήταν κατεβασμένο πολύ χαμηλά. Όμως ήταν – και το ξέραμε όλοι – απρόσωπο, ιεραρχημένο, παγωμένο, παράλογο και ακατανόητο. Πάγωσε το αίμα μου, σταμάτησε ο χρόνος, ένιωσα να βρίσκομαι στην “σωφρονιστική αποικία”.
Το φυλάκιο “Waltersdorfer Chaussee”, από το οποίο μπήκαμε στο Ανατολικό Βερολίνο.
Ο Στάζι πέρασε όλο τον διάδρομο του λεωφορείου, ζήτησε χωρίς καν να μιλήσει, διαβατήρια, άδειες και εισιτήρια από τους επιβάτες, έφτασε και μπροστά μου, ποτέ δεν είδα τα μάτια του, ούτε άκουσα τη φωνή του, μάλλον ταξίδευα στους στίχους του Βολφ Μπίρμαν, του βάρδου της παρακείμενης Chaussee Strasse, προσπαθώντας να αντλήσω ανάσες: “Πού λοιπόν μεταχειρίστηκαν το λαό σα ζώο σκλαβωμένο και φιμωμένο; Στην Κίνα, στην Κίνα, πίσω από το Τείχος!” Εκείνες οι στιγμές έδειξαν σε όλη την εφιαλτική τους πραγματικότητα την μορφή ενός αλλοτριωμένου, αδιαφανούς, ανελεύθερου, καταπιεστικού συστήματος που έγινε αυτοσκοπός. Και πάλι ο Κάφκα: “Με ένα σιδερένιο εργαλείο αναγράφουμε πάνω στο σώμα του κατάδικου την εντολή που παραβίασε. Για παράδειγμα, όσον αφορά αυτόν τον κατάδικο – ο αξιωματικός έδειξε το σώμα με το δάχτυλό του – θα του γράψουμε πάνω στο σώμα: να σέβεσαι τον ανώτερό σου”…
Ευτυχώς ο έλεγχος τελείωσε γρήγορα και χωρίς απρόοπτα, οπότε το λεωφορείο ξεκίνησε και πάλι την διαδρομή του προς το αεροδρόμιο. Αφήσαμε πίσω το Τείχος (Mauer στα γερμανικά), το οποίο ονομάστηκε έτσι – ιστορική ειρωνεία – για πρώτη φορά το 1961 από τον Walter Ubricht, έναν από τους ιδρυτές του Κομουνιστικού κόμματος στην Ανατολική Γερμανία και συνεχίσαμε προς το Schönefeld, βλέποντας τεράστιους δρόμους και κτίρια, όλα απρόσωπα, αφού μάλλον πρέπει να περνούσαμε μέσα από εργατικές συνοικίες. Το γκρίζο και η ώχρα βασίλευαν στην πόλη του Έριχ Χόνεκερ, ενός από τα μεγαλύτερα ρεμάλια του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Φτάσαμε τελικά στο – τότε – μεγαλύτερο αεροδρόμιο της Ανατολικής Γερμανίας και το μοναδικό του Ανατολικού Βερολίνου. Ένα κτίριο λιτό, αλλά σαφώς πιο συμπαθητικό από την ασχήμια που είχε προηγηθεί. Η “υποδοχή” πάντως δεν άλλαξε. Παντού VoPoς (αστυνομικοί της Volkspolizei), στρατιώτες και Στάζι. Και πολύς κόσμος, ξένοι και ντόπιοι. Ήταν απίστευτο όμως το πόσο εύκολα ξεχώριζαν οι Ανατολικογερμανοί. “Κουμπωμένοι”, βιαστικοί, ανήσυχοι. Αλλά και περήφανοι, δεν σου έδιναν το δικαίωμα να τους λυπηθείς, όχι, σε καμία περίπτωση. Κουβαλούσαν το δικό τους βάρος ο καθένας με σκληρή αξιοπρέπεια. Στιγμές στις οποίες δεν υπήρχε χώρος ούτε καν για χαμόγελα. Συγκλονιστικό μέσα στην απλότητά του, το να περπατάς δίπλα σε ανθρώπους που ζήλευαν βουβά κάθε έννοια ελευθερίας.
Το αεροδρόμιο Schönefeld στο Ανατολικό Βερολίνο.
Δυο αστυνομικοί με έβγαλαν από τις σκέψεις μου, όταν μας μάζεψαν όλους του λεωφορείου και μας οδήγησαν στον έλεγχο αποσκευών και διαβατηρίων. Έδωσα τις βαλίτσες μου στους ιμάντες, έγινε ο πρώτος έλεγχος των εγγράφων και μετά κατευθυνθήκαμε στον δεύτερο χώρο ελέγχου, ξέρετε, εκεί που περνάμε κάτω από την τοξωτή καμάρα και αναβοσβήνουν τα πράσινα και τα κόκκινα λαμπάκια. Εδώ πρέπει να συμπληρώσω – αφού φτάνουμε στην κορύφωση – ότι οι τελωνειακοί μας είχαν προειδοποιήσει να απαλλαγούμε από οτιδήποτε είχαμε πάνω μας εκτός φυσικά από τα ρούχα μας. Είχαν δώσει στον καθένα μας από έναν δίσκο και εκεί έβαλα χαρτιά, ψιλά, πορτοφόλι, walkman, ακουστικά, ζώνη, τα πάντα. Ή τουλάχιστον, έτσι πίστευα.
Περνώντας κάτω από τον ηλεκτρονικό ανιχνευτή, αντί να ανάψει το πράσινο λαμπάκι όπως σε όλους όσους είχαν προηγηθεί, άρχισε να αναβοσβήνει το κόκκινο, ενεργοποιώντας και ένα εκνευριστικό “τίου, τίου, τίου” ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Έχουν περάσει από εκείνη τη στιγμή τριάντα ολόκληρα χρόνια, αλλά σας ορκίζομαι ποτέ μου δεν κατάφερα να θυμηθώ ποια ήταν η πρώτη αντίδραση των “Ράμπο” στον ήχο του συναγερμού. Το επόμενο πράγμα μετά το “τίου-τίου” που υπάρχει στη μνήμη μου, είναι δυο σαλεμένοι στρατιώτες να με βάζουν κυριολεκτικά σηκωτό μέσα σε ένα δωμάτιο 3 επί 3 το πολύ και ένας τρίτος να γαβγίζει δίπλα στο αυτί μου. Τί να λέμε τώρα, χέστηκα πάνω μου με το συμπάθειο.
Οι δυο μαντράχαλοι με κάθισαν σε μια καρέκλα (το μοναδικό έπιπλο του δωματίου) και έστρεψαν πάνω μου αυτά τα ρώσικα μαρκούτσια που σας έλεγα και πριν. Ο τρίτος – ο αρχηγός – με ρώτησε αν ήξερα γερμανικά, του είπα ναι και ξανάρχισε να γαβγίζει. Περιττό να προσθέσω ότι δεν φαίνονταν τα μάτια τους. Τα καπέλα τους, εκείνα τα τεράστια γελοία στρατιωτικά καπέλα που βλέπουμε στις ταινίες, ήταν κατεβασμένα, ξέρω γω, μέχρι το στόμα; Να μην τα πολυλογώ, ο “στρατηγός” με διέταξε να αρχίσω να βγάζω ρούχα. Και φορούσα πολλά είναι η αλήθεια, με το κωλόκρυο που επικρατούσε. Πρώτα το παλτό, μετά ένα τζάκετ, μετά το πουλόβερ, έμεινα με ένα t-shirt. Και αυτό; ψέλλισα. Όχι, περίμενε. Ο ένας από τους δυο φαντάρους άρχισε να ψάχνει τα ρούχα, ενώ η κάνη του άλλου συνέχιζε στραμμένη απειλητικά πάνω μου.
Μέλη της Volkspolizei, της αστυνομίας της Ανατολικής Γερμανίας. Εδώ τους βλέπετε χαλαρούς και χαμογελαστούς, αφού η φωτογραφία είναι τραβηγμένη λίγες μέρες μετά την πτώση του Τείχους. 4 χρόνια νωρίτερα, ήταν πολύ διαφορετικοί…
“Τί μαλακία μπορεί να έχω κάνει”, βρήκα την ευκαιρία να αναρωτηθώ – από μέσα μου φυσικά – “πού πήγα και έμπλεξα με τους βλαμμένους;” Η απάντηση ήρθε πανηγυρικά ελάχιστα δευτερόλεπτα αργότερα, όταν ο στρατιώτης έβγαλε θριαμβευτικά από την μέσα τσέπη του παλτού μου μια κασέτα επιδεικνύοντάς την στους άλλους δυο. Δεν ήμουν απλά γελοίος που την είχα ξεχάσει και χρειάστηκε να δω τις δυο κάνες – ευτυχώς όχι καπνισμένες – να με σημαδεύουν, αλλά ήμουν και αυτοκρατορικά καντέμης γιατί επρόκειτο για κασέτα μετάλλου, που ήταν και ο λόγος που άρχισαν τα “τίου-τίου”, όπως μου εξήγησε ο Φριτς φανερά εκνευρισμένος με την απροσεξία μου, με τα όπλα όμως να κοιτάζουν πλέον το πάτωμα.
“Ντυθείτε, είστε ελεύθερος, ακολουθείστε τους στρατιώτες, θα σας οδηγήσουν στην αίθουσα αναμονής”, ξαναγάβγισε ο “στρατάρχης” (μέσα στη φρίκη μου, κάθε λεπτό που περνούσε τον ανέβαζα και βαθμό). “Μπορώ να πάρω την κασέτα;”, ξαναψέλλισα και εκείνος μου την έδωσε σε μια χειρονομία ανατολικογερμανικής γενναιοδωρίας και αβρότητας. Δεν είδα ούτε τότε τα μάτια του, αλλά το υπογράφω ότι με αγριοκοίταζε. Τέλος πάντων, οι δυο παρατρεχάμενοι με πήγαν στην ευχή της Παναγίας και όταν με άφησαν εκεί που έπρεπε να περιμένω την πτήση μου, χτύπησαν και δυο προσοχές, μάλλον ο ένας στον άλλο. Εγώ κάθισα, μάζεψα ανάσες, κοίταξα την κασέτα, μετά τους δυο βλαμμένους που απομακρύνονταν στο βάθος και κατέληξα στο συμπέρασμα: “Εσύ αγόρι μου δεν έχεις σωτηρία. Αφού σε μπαγλαρώσανε εδώ, να ξέρεις ότι πλέον της ψωλής τα συντρίμμια δεν φοβούνται λαχτάρες”. (Εντάξει, την φράση δεν την γνώριζα τότε, μου την δίδαξε πολλά χρόνια αργότερα ο κύριος Γιάννης, αλλά η κεντρική ιδέα ήταν αυτή).
Λίγο αργότερα βγήκαμε στον ανοιχτό χώρο του αεροδρομίου, ο οποίος ήταν γεμάτος με Aeroflot, Interflug, CSA, Tarom και λοιπές ανατολικές “δυνάμεις”. Κατευθυνθήκαμε σε ένα τζετ των Τσεχοσλοβακικών αερογραμμών και πετάξαμε για την Πράγα. Μετά από τρίωρη αναμονή, επιβίβαση στην Türk Hava Yollari με προορισμό πλέον την Αθήνα. Το είχε η μέρα, γιατί δίπλα μου θρονιάστηκε ένας Λιβανέζος σαν τον Σχορτσιανίτη στα πολύ βαριά του (η πτήση μετά την Αθήνα, συνέχιζε για Βυρηττό). Ο οποίος, όταν μας σέρβιραν το φαγητό, εξαφάνισε το δικό του σε χρόνο ντε τε και άρχισε να καρφώνει το δικό του με τέτοια επιμονή, που έκανα ότι δεν πεινούσα και του το έδωσα.
Τζετ της CSA στο αεροδρόμιο Schönefeld. Με ένα τέτοιο πέταξα από το Ανατολικό Βερολίνο στην Πράγα.
Έριξα έναν υπέροχο ύπνο και ξύπνησα λίγο πριν την προσγείωση στον ανατολικό αερολιμένα. Βγαίνοντας από το αεροπλάνο, θυμάμαι, άρχισα να βγάζω το ένα μετά το άλλο τα ρούχα, για τελείως διαφορετικούς λόγους από το Βερολίνο. Είχα φύγει από τη Γερμανία 17 ώρες πριν με μείον 21 και έφτασα στην Αθήνα με συν 16, διαφορά δηλαδή 37 βαθμών! Περνώντας από τον έλεγχο αποσκευών, ο δικός μας τελωνειακός που με ρώτησε αν είχα κάτι για να δηλώσω, μου φάνηκε αθώα Χιονάτη μπροστά στα στραβόξυλα του Βερολίνου. “Όχι”, του απάντησα και αμέσως έτρεξα στο παρεάκι που περίμενε για να με υποδεχτεί μετά βαΐων και κλάδων.
Εν κατακλείδι, ήταν ένα υπέροχο ταξίδι, το πρώτο μου στο εξωτερικό. Γεμάτο τρέλες, κορδέλες και ότι μπορεί να βάλει ο νους σας. Πέρα όμως από τον σχεδόν ένα μήνα που πέρασα στη Γερμανία, το ταξίδι της επιστροφής ήταν κάτι ξεχωριστό, ένα πραγματικό κερασάκι στην τούρτα της ανεμελιάς των 18 μου χρόνων. Και μπορεί το περιστατικό με την κασέτα και τους Νιμπελούνγκεν στο αεροδρόμιο να προκάλεσε ανεξέλεγκτα κύματα ταραχής μέσα μου και έξω μου, όμως στο τέλος, αυτό που έμεινε ήταν μια όμορφη, αστεία, όπως θέλετε πείτε την, ανάμνηση. Σε εκείνη τη μαγική ηλικία άλλωστε, δεν καταλαβαίνεις και πολλά από την “πραγματικότητα”. Νιώθεις ότι μπορείς να “γκρεμίσεις” τα πάντα. Μικρά και μεγάλα. Όπως πριν 25 χρόνια οι έφηβες ψυχές των βασανισμένων της άλλης πλευράς έριξαν το Τείχος της ντροπής. Φτιάχνοντας μια μέρα μνήμης από εκείνες που έχει τόσο ανάγκη η ιστορία. Και με την ευκαιρία, για να μπορώ κι εγώ σήμερα να γράφω αυτά που συνέβησαν πριν 30 χρόνια.
Βίντεο: Το υπέροχο Am Fenster των Ανατολικογερμανών City. Υπήρχε μέσα στην κασέτα που ξέχασα στο παλτό, αλλά ταιριάζει και μοναδικά με το “γκρίζο” και τις “σιωπές” του Ανατολικού Βερολίνου…