Μιχάλης Μιχαήλ: “Η Κύπρος χάνεται…”
Διαβάζεται σε 28'Στο πλαίσιο του ντοκιμαντέρ “Κύπρος 1974-2024-Οι άνθρωποι που δεν ξέχασαν”, το NEWS 24/7 μίλησε με ανθρώπους που βίωσαν το τραύμα της εισβολής. Η μαρτυρία του δημοσιογράφου και πρόσφυγα Μιχάλη Μιχαήλ.
- 17 Ιουλίου 2024 16:36
Ο Μιχάλης Μιχαήλ δεν βίωσε μόνο τον ξεριζωμό σε πολύ μικρή ηλικία λόγω της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Αναγκάστηκε, μαζί με τον αδελφό του, να μεταβεί στην Ηλεία για ένα χρόνο, αφού οι δικοί του φοβούνταν για την ασφάλεια των παιδιών τους.
Στο πλαίσιο του βίντεο-ντοκιμαντέρ “Κύπρος 1974-2024: Οι Άνθρωποι που δεν ξέχασαν” του NEWS 24/7, ο δημοσιογράφος Μιχαήλ καταθέτει τη μαρτυρία του και περιγράφει αναλυτικά την εγκατάλειψη του χωριού του, τον Γερόλακκο στην επαρχία Λευκωσίας, την εμπειρία της διαμονής στον Πύργο όπου μεταφέρθηκαν συνολικά περίπου 400 προσφυγόπουλα από την Κύπρο, υπογραμμίζοντας χαρακτηριστικά πως “ήμασταν τα πρώτα ασυνόδευτα παιδιά της Μεσογείου”, αλλά και το γεγονός ότι η αποστολή παιδιών στην Ελλάδα εκείνα τα χρόνια, αποτελεί ένα αθέατο κομμάτι της εισβολής, που δεν ήταν γνωστό μέχρι πρόσφατα.
Η μαρτυρία του Μιχάλη Μιχαήλ στο NEWS 24/7
Είμαι ο Μιχάλης Μιχαήλ, 59 χρόνων. Κατάγομαι από τον κατεχόμενο Γερόλακκο της επαρχίας Λευκωσίας, ο οποίος βρίσκεται ακριβώς κάτω από το ανενενεργό σήμερα αεροδρόμιο Λευκωσίας.
Η περιπέτεια ξεκίνησε στις 15 του Ιούλη το πρωί. Σημειώσε ότι εμείς σαν παιδιά δεν είχαμε καμία σχέση με τα σημερινά παιδιά, δεν είχαμε τον ορίζοντα τον πνευματικό που έχουν σήμερα. Δεν μας ενημέρωνε κανείς για τίποτα, αλλά ούτε και ρωτούσαμε πολλά πράγματα.
Δεν ξέρω πώς έγινε εκείνο το πρωί αλλά γύρω στις 8 ήμασταν σε ένα γειτονικό σπίτι για να παίξουμε με φίλους μας. Ήμασταν έξω από την κουζίνα και η μητέρα των φίλων μας άκουγε ραδιόφωνο. Γι’ αυτό το πουκάμισο το θαλασσί το θυμάμαι έντονα εκείνη την ώρα, το άκουγα. Οπότε, όπως έπαιζε, σταμάτησε. Και μετά κενό. Ακούω τη μάνα των παιδιών από μέσα να λέει “μα τι έπαθε…” και άρχισε να χτυπά το ραδιοφωνάκι από πάνω για να λειτουργήσει. Σε λίγο άρχισαν να παίζουν κάποιες περίεργες μουσικές, ήταν τα εμβατήρια. Εκεί έτρεχε τρεχάτη η μάνα μου και της λέει “ήρθα να τους πάρω σπίτι”. “Μα τι έγινε;” Και εκεί ακούω για πρώτη φορά τη λέξη πραξικόπημα, η οποία δεν ήξερα τι σημαίνει.
Μας πήρε λοιπόν σπίτι η μάνα και μάς είπε ότι δεν πρέπει να βγούμε έξω ούτε κατά διάνοια. ‘Εκλεισε μάλιστα τις πόρτες και τα παράθυρα.Απέναντι από το σπίτι μας, υπήρχε ένα άλλο σπίτι, διώροφο, που χτιζόταν. Από την άλλη πλευρά του δρόμου ήταν ο αστυνομικός σταθμός. Κατά τις 11 είχε μαζευτεί κόσμος στον αστυνομικό σταθμό, άρχισαν μάλιστα να οχυρώνονται, γιατί ήξεραν ότι θα δεχθούν επίθεση. Έπαιρναν σακούλες, έβαζαν μέσα άμμο ή χώμα και τις στοίβαζαν την μία πάνω στην άλλη. Μέσα ενημέρωσης δεν υπήρχαν εκτός από το ΡΙΚ, εκείνη την ώρα λειτουργούσε μόνο το ραδιόφωνο. Δεν υπήρχε η οποιαδήποτε πληροφόρηση πέρα από το ότι άκουγα την ανατριχιαστική φωνή μίας γυναίκας να λέει ότι επενέβη η Εθνική Φρουρά και ότι ο Μακάριος είναι νεκρός. Εμείς καλά-καλά δεν ξέραμε ποιος είναι ο Μακάριος.
“Η πρώτη ριπή από το πενηντάρι πολυβόλο”
Το απόγευμα ήρθε ο πατέρας μου. Πήρε τη μάνα μου παράμερα και κάτι της είπε. Περίπου στις 5 έφευγε ένα αυτοκίνητο και πήγαινε προς τη Μόρφου και από ό,τι κατάλαβα αργότερα είχε προορισμό το χωριό Άγιος Βασίλης, όπου βρίσκονταν στρατόπεδα αρμάτων και βαρύ οπλισμού. Πήγαινε και ερχόταν, πήγαινε και ερχόταν, συνέχεια. Σε κάποια στιγμή αυτοί που επέβαιναν στο όχημα φώναζαν “έρχονται, έρχονται”. Τότε ο πατέρας μου μάς είπε “μπείτε στο αυτοκίνητο”. Πήγαμε στο σπίτι της γιαγιάς μου που βρισκόταν στο κέντρο του χωριού. Πήγα και κάθισα σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο έξω από το σπίτι, σ’ έναν λάκκο από τον οποίο έβγαζαν νερό.Φανταστείτε, ήταν καλοκαίρι, γύρω στις 6 το απόγευμα, αλλά επικρατούσε άκρα του τάφου σιωπή. Δεν άκουγες τίποτα.
Δεν πολυκατάλαβα τι γινόταν. Κάθε λίγο και λιγάκι ο πατέρας μου φώναζε “έλα μέσα”. Οπότε σε μία φάση ακούω μηχανές, είχαν έρθει τεθωρακισμένα. Ακούγονταν και κάτι φωνές. Τότε για πρώτη φορά στη ζωή μου άκουσα ζωντανά πυροβολισμούς. Η πρώτη ριπή ήταν από το πενηντάρι πολυβόλο του άρματος. Δεν ντρέπομαι να το πω, κατούρησα πάνω μου. Ήταν τόσο σοκαριστικό. Τρόμαξα και έτρεξα μέσα στο σπίτι. Το βράδυ μείναμε εκεί. Στο μεταξύ επιβλήθηκε κατ’ οίκον περιορισμός. Ο πατέρας κάπου ήταν. Οταν γύρισε πίσω, μάς είπε να βάλουμε το ράδιο στην τάδε συχνότητα. Ήταν ο ραδιοσταθμός της Πάφου τον λειτούργησαν κάποιοι υπάλληλοι του ΡΙΚ. Έλεγε ότι ο Μακάριος ζει. Και άκουσα το διάγγελμα του Μακαρίου. Σηκώνεται η τρίχα μου τώρα που το λέω. Ένιωσα ότι μιλάει κάποιος από το υπερπέραν, νεκρός ο οποίος είχε αναστηθεί.
Το πρωί φύγαμε να πάμε σπίτι. Περνώντας από τον αστυνομικό σταθμό, μάς σταμάτησαν μάς κατέβασαν κάτω και έκαναν έρευνα στο αυτοκίνητο. Φτάσαμε σπίτι. Είδαμε την εξώπορτα σπασμένη. Μπήκαμε μέσα και είδαμε τα δωμάτιά μας ανάστατα. Ανοιχτά τα ερμάρια, πεταμένα τα συρτάρια, σκόρπια όλα. Έκαναν έρευνα για να βρουν όπλα. Το γελοίο της υπόθεσης ήταν ότι ο πατέρας μου ανήκε στη δεξιά, αλλά ήταν μακαριακός. Δεν είχε καμία άλλη ανάμειξη. Η οικογένεια της μάνας μου ήταν αριστεροί και οι οι θείοι μου αναμεμειγμένοι στα πράγματα.
Κατά τις δύο ξαναχτυπά η πόρτα, πάλι τα ίδια. Έρευνα. Πάλι ανάστατα όλα. Έφυγαν. Το απόγευμα ξανά τα ίδια. Αυτό γινόταν επί πέντε ημέρες. Ηταν σπάσιμο νεύρων. Οι εικόνες είναι τόσα έντονα αποτυπωμένες μέσα μου που θυμάμαι ακόμα και πρόσωπα. Ηταν ένας δύο συγχωριανοί μας, που σήμερα το παίζουν δημοκράτες.
Την Τετάρτη το απόγευμα ήρθε στο σπίτι ο αδερφός του πατέρα μου, κάθισαν στη βεράντα που ήταν απέναντι από τον αστυνομικό σταθμό. Εγώ έκανα ότι έπαιζα, αλλά καθόμουν κοντά τους για να ακούω τι λένε, αλλά χωρίς να μπορώ να ερμηνεύσω αυτά που λένε. Άκουσα τον θείο μου να λέει στον πατέρα μου: “Είδες τη γαλανόλευκη πάνω από την αστυνομία; Κάναμε την Ένωση με την Ελλάδα”. Και απαντά ο πατέρας μου: “Την Ένωση με την Τουρκία κάνατε”. Αυτό σφηνώθηκε στη μνήμη μου. Εκείνες τις ημέρες, όταν ο πατέρας μου πήγαινε είτε στο καφενείο είτε οπουδήποτε αλλού, έφερνε μαζί του μικρά κασονάκια με ξηρά τροφή. “|Κατάλαβα στις 20 του Ιούλη τον σκοπό αυτής της κίνησης.
“Ηρθαν…Ηρθαν οι Τούρκοι…”
Το πρωί του Σαββάτου 20 Ιουλίου λόγω της ζέστης κοιμόμασταν στο διάδρομο του σπιτιού. Γύρω στις πέντε το πρωί ο αδερφός μου σηκώθηκε να πάει στην τουαλέτα. Ενώ περνούσε από το παράθυρο, κάτι άκουσε και κοίταξε απ’ έξω. Γύρισε τότε και φώναξε στον πατέρα μου: “Εχει κάτι αεροπλάνα παχιά και κάτι ρίχνουν”. Πρώτη φορά στη ζωή μου και τελευταία είδα τον πατέρα μου σούστα, πετάχθηκε σαν ελατήριο και πριν να πάει να δει είπε: “Ηρθαν οι Τούρκοι”. Πήγαμε στο παράθυρο. Και είδαμε όντως μεταγωγικά να ρίχνουν αλεξιπτωτιστές μετά το χωριό μας, εκεί που είναι σήμερα το οδόφραγμα του Αγίου Δομετίου. Πιο δίπλα υπήρχε το χωριό Κιόνελι που ήταν τουρκοκυπριακό καθαρά. Ήταν θύλακας, περίκλειστη περιοχή. Έριχναν αλεξιπτωτιστές εκεί για να ενώσουν αυτό το σημείο με το σημείο της εισβολής, επιχειρούσαν προγεφύρωμα.
Ανοίξαμε το ραδιόφωνο να ακούσουμε τι γίνεται. Τίποτα. Αρχισαν με τον ύμνο του προφήτη Ηλία και συνέχισαν με γυμναστική. Πέρα βρέχει. Ο πατέρας μου άρχισε να παίρνει τα κασονάκια να τα βάζει στο αυτοκίνητο. Μπήκαμε στο αμάξι και πήγαμε στο σπίτι της θείας μου. Μετά από λίγο άρχισαν να κάνουν κύκλους πολεμικά αεροπλάνα. Η ατυχία του χωριού ήταν ότι στο τέλος του βρισκόταν το αεροδρόμιο Λευκωσίας το οποίο βομβαρδίστηκε, αριστερά ήταν το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ και δεξιά, σε κάτι λόφους, οι αποθήκες της Εθνικής Φρουράς. Από εκείνη την ώρα μέχρι και τις εξίμιση το απόγευμα, οι βομβαρδισμοί ήταν συνεχείς. Μέχρι τώρα είναι μέσα στ’ αυτιά μου ο ήχος της βύθισης του αεροπλάνου, το ρίξιμο της βόμβας, ο ανατριχιαστικός ήχος που κάνει η βόμβα όταν πέσει και η έκρηξη. Εγώ είχα μπει κάτω από ένα κρεβάτι. Σχεδόν κάθε φορά που γινόταν έκρηξη βόμβας, ερχόταν το ωστικό κύμα, με σήκωνε, με χτυπούσε στις σούστες του κρεβατιού και ξανά κάτω.
Οι άνδρες είχαν φύγει, πήγαν να καταταχθούν. Έμειναν γυναικόπαιδα και γέροι. Προς το μεσημέρι επέστρεψαν ο πατέρας μου και ένας-δυο άλλοι που δεν ήταν στρατεύσιμοι. Όταν σταμάτησαν οι βομβαρδισμοί, ακούσαμε μία φωνή κάτι να φωνάζει και να βγαίνουν σιγά-σιγά οι γείτονες έξω. Βγήκαμε και εμείς. Ηταν ένας ψηλός άνδρας, νεαρός με γένια. Φορούσε μαύρο μπερέ και στρατιωτικά ρούχα και είχε στητό το καλάσνικοφ. Στον μπερέ έγραφε ΕΟΚΑ Β’. Φώναζε λοιπόν “φύγετε, θα πάρουν το χωριό οι Τούρκοι”. Έγινε ένας πανζουρλισμός.
Τότε δεν είχαμε όλοι αυτοκίνητα. Ο καθένας έφευγε με όποιο μέσο είχε στη διάθεσή του συμπεριλαμβανομένων και των ποδιών του. Καρότσες, φορτηγά, τρακτέρ και αυτοκίνητα με πολλά άτομα μέσα το καθένα. Στο δικό μας, που ήταν κανονικά τετραθέσιο, χώρεσαν εννιά άτομα. Και ξεκινήσαμε τη φυγή. Όπως ήμασταν, με τα κοντοπαντέλονα και με τις φανελίτσες από πάνω. Πήραμε τον δρόμο του αεροδρομίου Λευκωσίας. Τα χωράφια ήταν όλα καμένα, οι πάσσαλοι της ηλεκτρικής να καίγονται. Το βομβαρδιστικά να πηγαίνουν και να έρχονται από πάνω μας χωρίς ευτυχώς να κάνουν τίποτα. Είχε δημιουργηθεί μία ουρά χιλιομέτρων.
Φτάσαμε στο χωριό Μιτσερό, ούτε καν ήξερα ότι υπήρχε. Ο πατέρας μου ήξερε ότι γύρω από το χωριό αυτό υπήρχαν βουνά και υπολόγιζε ότι θα ήταν δύσκολο να γίνει βομβαρδισμός εκεί. Μάς υποδέχθηκαν στην είσοδο του χωριού ένοπλοι. Προχωρήσαμε, σταματήσαμε έξω από ένα σπίτι στο οποίο μάς φιλοξένησε μία οικογένεια κάποιου κυρίου Κώστα. Σε αυτό το σπίτι μείναμε μερικές μέρες και εν τω μεταξύ είχαν ηρεμήσει τα πράγματα. Μετακινήθηκαμε σε ένα τεράστιο δωμάτιο στο κέντρο του χωριού, περίπου 30 άτομα. Στο μεταξύ το δικό μας χωριό δεν το είχαν πάρει, πήγαμε δύο τρεις φορές και πήραμε ορισμένα πράγματα.
Στις 14 Αυγούστου άρχισε ο δεύτερος γύρος της εισβολής. Βλέπαμε από μακριά τα αεροπλάνα, ακούγαμε τις εκρήξεις, αλλά νιώθαμε πιο ασφαλείς. Το χωριό το δικό μας το κατέλαβαν οι Τούρκοι στις 16 του Αυγούστου. Μάς έδιωξαν πριν για να το βρουν άδειο όταν έρθουν. Αυτό λέει η λογική και αυτό είναι το μεγάλο στοιχείο της προδοσίας, ότι κάποιοι γνώριζαν.
Το απόγευμα της 14ης Αυγούστου άρχισε να διαδίδεται ότι, όσοι είχαν αβάπτιστα, μπορούσαν να πάνε στην εκκλησία να τα βαπτίσουν. Η αδελφή μου, οκτώ μηνών, ήταν αβάπτιστη. Θα βαφτιζόταν στις 20 του Ιούλη. Πήγαμε στην εκκλησία και την βάφτισε η αδερφή της μάνας μου.
Ασυνόδευτοι στην Ελλάδα
Μετά από λίγες ημέρες ήρθε ο πατέρας μου και είπε σε μένα και τον αδερφό μου, 9 και 10 ετών αντίστοιχα, ότι θα φύγουμε να πάμε στην Ελλάδα. Εμείς δεν πολυκαταλάβαμε τι γινόταν. Μάς έντυσαν με τα καλά μας τα ρούχα και μάς έδωσαν από μια μικρή βαλιτσούλα. Μάς είπαν ότι “σήμερα φεύγετε για την Ελλάδα”. Την Ελλάδα εμείς την ξέραμε από το σχολείο. Βλέπαμε και τον χάρτη στην τάξη ο οποίος είχε τραβηγμένη την Κύπρο δίπλα στην Ρόδο και λέγαμε “ε, κοντά είναι”.
Στο λιμάνι της Λεμεσού γινόταν ένας χαμός. Πρώτη φορά έβλεπα λιμάνι και πλοίο. Εκατοντάδες παιδιά από 6 χρόνων μέχρι 17. Ανεβήκαμε τη σκάλα του πλοίου χωρίς ταυτότητα, χωρίς διαβατήριο, χωρίς πάσο, χωρίς τίποτα. Απλώς σημείωναν το όνομά μας σ’ ένα κομμάτι χαρτί. Κάτω, στην προβλήτα, κλάματα και οδυρμοί. Και εμείς αναρωτιόμασταν γιατί. Κάποια παιδιά δεν ήθελαν να φύγουν. Κάποιοι γονείς μετάνιωσαν. Τελικά ανεβήκαμε γύρω στα 140 παιδιά.
Έφυγε το πλοίο και έπεσε το βράδυ. Μάς διευθέτησαν τέσσερις-τέσσερις σε καμπίνες. Ήμασταν τα πρώτα ασυνόδευτα παιδιά της Μεσογείου και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Όταν βλέπουμε σήμερα τα ασυνόδευτα, άσχετα από φυλή, θρήσκευμα και χρώμα, έρχεται στο μυαλό μας το εξής: εμείς, σε πιο “ομαλές” συνθήκες πήγαμε σε μία άλλη χώρα ασυνόδευτοι και νιώθαμε ανασφάλεια και φόβο, φανταστείτε αυτά σήμερα που έρχονται σε μία βαρκούλα και δεν ξέρουν καν αν θα βγουν στην ξηρά.
Την επόμενη μέρα ήμασταν κοντά στην Ρόδο προς Πειραιά. Ακούσαμε τον καπετάνιο που φώναξε “αμέσως όλα τα παιδιά στο κατάστρωμα”. Βγήκαμε, πράγματι, από πάνω και είδαμε τούρκικα αεροπλάνα. Ήξεραν αυτοί ότι το πλοίο ερχόταν από την Κύπρο αλλά δεν ήξεραν τι φορτίο είχε. Δεν υπήρχε τρόπος να επικοινωνήσει ο καπετάνιος μαζί τους, oπότε το μόνο που μάς έμενε για να μην μας βομβαρδίσουν ήταν να δουν το περιεχόμενο. Και μας έβγαλαν πάνω. Τα αεροπλάνα έκαναν ακόμη μερικούς γύρους και έφυγαν.
Φτάσαμε στον Πειραιά. Σταμάτησε το πλοίο και κατέβασε τη σκάλα. Από το κατάστρωμα όπου βρισκόμασταν είδαμε κάτω λεωφορεία. Κατεβήκαμε, μάς συγκέντρωσαν και μάς μίλησε ο Μητροπολίτης Ηλείας Αθανάσιος, ο οποίος πήρε την πρωτοβουλία να φιλοξενήσει περίπου 500 προσφυγόπουλα στον νομό. Εμείς ήμασταν η πρώτη αποστολή, ακολούθησαν άλλες τρεις. Μετά έφεραν παιδιά από την Κύπρο σε όλη την Ελλάδα, από την Αλεξανδρούπολη μέχρι και τη Γαύδο.
Μάς έβαλαν στα λεωφορεία και αρχίσαμε έναν μακρύ δρόμο. Με τα μέσα και τους δρόμους της εποχής κάναμε περίπου έξι ώρες να φτάσουμε. Εμείς δεν είχαμε ιδέα πού πηγαίναμε, δεν μάς είχε μιλήσει κανείς. Οταν μπήκαμε στα χωριά του νομού Ηλείας, χτυπούσαν οι καμπάνες των εκκλησιών, μαζευόταν ο κόσμος στην πλατεία, τα λεωφορεία σταματούσαν και ο κόσμος μάς πετούσε διάφορα πράγματα όπως πατατάκια και σοκολάτες. Το πλήθος κάτω έκλαιγε και έβριζε τη χούντα. Μας κατέβαζαν, γινόταν μία ομιλία και μετά ξανά πίσω στα λεωφορεία.
Αργά το απόγευμα φτάσαμε σ’ ένα μεγάλο κτήριο, που ήταν το ορφανοτροφείο της Αγίας Φιλοθέης στον Πύργο. Μάς κατέβασαν και μάς μοίρασαν σε δωμάτια. Εκεί μείναμε 3-4 ημέρες. Όταν ήρθε η Κυριακή, μάς έβαλαν στην τραπεζαρία για πρόγευμα μετά την εκκλησία. Ακούγαμε, εν τω μεταξύ, απ’ έξω φωνές και φασαρία. Άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα κόσμος. Άρχισαν να διαλέγουν παιδιά, έπαιρναν παιδιά. Σιγά-σιγά, η αίθουσα άδειασε. Με τον αδελφό μου καθόμουν στο ίδιο τραπέζι. Μάς έπιασε κουβέντα μία κοπέλα του ορφανοτροφείου και της είπαμε ότι είμαστε αδέλφια. Οπότε όταν ήρθε μία κυρία και διάλεξε εμένα, της είπε η κυρία ότι “ξέρετε, αυτά τα δύο παιδιά είναι αδελφάκια, αν μπορείτε να τα πάρετε μαζί”. Και μετά από μία διαβούλευση, η κυρία είπε εντάξει, μάς πήραν έτσι και τους δύο.
Σε μία άλλη περίπτωση, πήγε κάποιος, επέλεξε ένα παιδί αλλά μέχρι να φτιάξει τα χαρτιά και να επιστρέψει, το παιδί το προσέγγισε άλλος. “Ερχεσαι στο σπίτι μου” τον ρώτησε. “Έρχομαι αλλά μ’ έχει αγοράσει άλλος” απάντησε το παιδί.Tα λέω αυτά για να καταλάβετε τι νιώθαμε εκείνη την ώρα. Δεν μας εξηγούσε κανείς και δεν ξεραμε τι γινόταν.
Υπήρξαν περιπτώσεις που τα αδέλφια χωρίστηκαν. Πήγε το ένα σε ένα χωριό και το άλλο, σε διαφορετικό χωριό ή σε διαφορετική οικογένεια στον ίδιο τόπο. Μία άλλη κοπέλα, η Αννα, ήταν μαζί με τα αδέλφια της, όλα μικρότερα. Από τη μητέρα της είχε ρητή εντολή: “πρόσεχε τα μωρά”. Οταν έγινε η διαλογή, η Αννα διαπίστωσε ότι ήταν μόνη της. Δεν ήξερε ποιος πήρε τα αδέλφια της και δεν έγραφε στη μητέρα της γράμμα, γιατί δεν ήξερε τι να της γράψει. Η μάνα της στην Κύπρο νόμιζε ότι τα μωρά πέθαναν και ετοιμαζόταν να τους κάνει μνημόσυνο. Μία μέρα στο σχολείο, όπως έκανε μάθημα, η Άννα άκουσε στον διάδρομο ομιλίες στα κυπριακά και κατάλαβε τη φωνή του αδελφού της. Πετάχθηκε πάνω από το θρανίο, ανοιξε την πόρτα και τους βρήκε και τους τρεις.
Μπορούμε να μιλήσουμε για δύο διαφορετικά επίπεδα για το πώς περάσαμε στην Ηλεία. Η συντριπτική πλειοψηφία όσων πήγαμε σε οικογένειες περάσαμε πάρα πολύ καλά. Μιλώντας για τη δική μου την περίπτωση, το λέω μέχρι τώρα, δεν υπήρχε καμία διάκριση μεταξύ εμών και του Γιώργου, του παιδιού της οικογένειας. ‘Οταν η θεία και ο θείος-έτσι τους λέγαμε- αγόραζαν παπούτσια του Γιώργου, μάς αγόραζαν και εμάς. Όταν βάφτισε ο Γιώργος ένα παιδάκι, εμείς ήμασταν δίπλα του με τα καλά μας τα ρούχα και την λαμπάδα. ‘Ημασταν οικογένεια.
Ένας φτωχός γεωργός είχε επτά βιολογικά παιδιά, αλλά πήρε και ένα από μας. Κάποιοι τον κοροϊδευαν. Εκείνος απαντούσε ότι “ε, ακόμη ένα πιάτο φαϊ υπάρχει”. Οι οικογένειες της Ηλείας που ανταποκρίθηκαν ήταν οικογένειες φτωχών ανθρώπων, αλλά και Μικρασιατών προσφύγων. Οι δικοί μας ήταν Μικρασιάτες, μέναμε σε μία περιοχή που έμοιαζε με οικισμό, στα Χαλικιάτικα. Η θεία μάλιστα ήταν μικριασιάτισσα με καταγωγή από την Πάφο. Ο θείος είχε εστιατόριο, γνωρίσαμε πολύ κόσμο. Πήγαμε και σχολείο μέχρι και τον Ιούνιο του 1975.
Στα ιδρύματα όμως, ιδιαίτερα σ’ ένα από αυτά, τα πράγματα δεν ήταν και τόσο ρόδινα. Υπήρχε μία διαφορετική αντιμετώπιση των πραγμάτων, αυστηρά ωράρια ας πούμε. Δεν δικαιούνταν να βγουν έξω από το ορφανοτροφείο. Απαγορευόταν η μουσική, εκτός από τους εκκλησιαστικούς ύμνους. Αρκετά κορίτσια είχαν φύγει, ειδοποίησαν τους δικούς τους και ήρθαν και τους πήραν.
Ξέρουμε, επίσης, ότι γινόταν λογοκρισία στα γράμματα. Το διαπίστωσε ένα 8χρονο κοριτσάκι, αφού έστελνε γράμματα χωρίς να παίρνει απάντηση. Όταν λοιπόν αυτό το κοριτσάκι έκανε μία φιλία με μία φροντίστρια, βρήκε τον τρόπο να ταχυδρομήσει γράμμα εκτός του ιδρύματος. Έγραψε και η φροντίστρια το ταχυδρόμησε έξω. Τι είχε γράψει στη μάνα της; “Ελα να με πάρεις γιατί θα πεθάνω”. Πήγε η μάνα της, την πήρε και τη μετέφερε στην Αθήνα.
Είχαμε, επίσης, και τον θάνατο μίας δεκάχρονης. Μέχρι και σήμερα δεν ξέρουμε από τι πέθανε αυτό το κορίτσι, δεν υπάρχουν ιατρικά πιστοποιητικά. Όταν φτιάξαμε το σύνδεσμό μας, το τρέξαμε το θέμα και ανακαλύψαμε ότι δεν υπήρχε κανένα πιστοποιητικό θανάτου. Με χίλιες δυο δυσκολίες της βγάλαμε πιστοποιητικό θανάτου τον Ιούλιο του 2023. Την είχαν θάψει στο Πελόπιο, όπου βρισκότσν ένα μοναστήρι. Το 2012 ξέθαψαν τα οστά της μικρής Παναγιώτας, τα έβαλαν σε σακούλες και τα έβαλαν κάτω από την Αγία Τράπεζα. Αυτό το μάθαμε το 2017. Επιχείρησαμε να φέρουμε τα οστά, ήταν πολλές δυσκολίες και τελικά τα οστά έφτασαν παράνομα. Την έθαψαν μαζί με τον πατέρα της, η μάνα της πέθανε μετά το μνημόσυνο. Στις 4 Δεκεμβρίου του 2023 έγινε μνημόσυνο παρουσία της Υπουργού Υγείας της Κύπρου. Στις 4 Δεκεμβρίου του 2024 θα δοθεί το όνομά της σε μία τάξη του σχολείου του χωριού της, θα γίνει μία μεγάλη εκδήλωση παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Τον Ιούνιο του 1975 η θεία μάς ανακοίνωσε ότι θα επιστρέψουμε στους γονείς μας στην Κύπρο. Η επικοινωνία γινόταν κυρίως μέσω γραμμάτων αν εξαιρέσει κανείς ένα τηλέφωνημα κάθε 15 ημέρες που το κάναμε από τον ΟΤΕ. Είχαμε και τρομερά προβλήματα με τη γλώσσα, στη συνεννόηση. Στην Κύπρο την καθομιλουμένη ελληνική την μιλούσαμε μόνο στο σχολείο.Στα σπίτια μας μιλούσαμε Κυπριακά. Τα Κυπριακά της δεκαετίας του ΄70 που αν τα ακούσει σήμερα ένας νεαρός Κύπριος δεν θα καταλάβει ούτε τα μισά.
Το πρώτο βράδυ που μάς πήραν σπίτι τους, εγώ ήθελα να πάω να κοιμηθώ. Και λέω της θείας “θέλω να πάω να πέσω”. “Από πού να πέσεις παδάκι μου;” “Εποστάθηκα” (σσ κουράστηκα). “Μα τι λέει τώρα το σκασμένο;”. “Η καρκόλα (σσ κρεβάτι) μου πού είναι;” Η θεία νόμισε ότι την είπα καριόλα. Τότε για μας το πιρούνι ήταν η πρότσα, το μαχαίρι η κουρτέλλα, το ποτήρι η καντίλα. Όταν επιστρέψαμε στην Κύπρο, είχαμε το αντίθετο πρόβλημα. Καλαμαρίζαμε ενώ οι άλλοι μιλούσαν κυπριακά.
Επιστρέψαμε πίσω από το λιμάνι του Πειραιά. Μαζί μας ήταν η θεία και ο Γιώργος. Ό,τι έγινε στο λιμάνι της Λεμεσού όταν φεύγαμε, έγινε το ανάποδο όταν ήρθαμε. Γέλια και μεγάλη χαρά.Τότε καταλάβαμε ότι δεν θα πηγαίναμε σπίτι μας, οι γονείς είχαν αλλάξει χωριό εν τω μεταξύ. Μαθαίναμε ένα-ένα τα δυσάρεστα. Πχ, ο παππούς ήταν εγκλωβισμένος, ο τάδε γνωστός τραυματίστηκε στον πόλεμο κ.τ.λ..
Εκείνο που μού έμεινε και δεν φεύγει ακόμη και στα 59 μου ήταν η περίπτωση της γιαγιάς μου στην οποία είχαμε τεράστια αδυναμία. Κάθε γράμμα που γράφαμε ξεκινούσε με το γνωστό “είμαστε καλά, εσείς πώς είστε” κ.τ.λ., αλλά πάντα συμπληρώναμε “η γιαγιά τι κάνει;”. Παίρναμε απάντηση “είναι καλά, χαιρετίσματα, σας περιμένει”. Όταν μπήκαμε στο χωριό και κάναμε χαρά με τον αδερφό μου ότι θα πάμε να δούμε τη γιαγιά, ο πατέρας ελάττωσε ταχύτητα στο αυτοκίνητο. Γύρισε και είδε τη μάνα μου, η μάνα μου το ίδιο και μάς λέει: “Πέθανε”.Η γιαγιά είχε πεθάνει και δεν μας το έλεγαν. Μέχρι και τώρα δεν μπορώ να το χωνέψω.
Άρχισε ο εγκλιματισμός μας στο νέο χωριό. Δεν ήταν εύκολο. Αλλάζαμε συνεχώς φίλους. Από τις συνεχείς μετακινήσεις μας στην Κύπρο, το ταξίδι μας στην Ελλάδα και πίσω. Είναι σαν να μάς έκοψαν τη ζωή στα τρία. Στο κομμάτι προ του 1974, στο κομμάτι από το 1974 μέχρι το 1975 όταν και βρεθήκαμε στην Ελλάδα και στο μετά. Πολλοί λένε “καλά, τι έγινε που πήγατε Ελλάδα και κάνατε τόσο θόρυβο;” Δεν κάνουμε θόρυβο, ενημέρωση κάνουμε. Στην Κύπρο έχουμε μία ρήση: “Το λαμπρόν εκεί που πέφτει κρούζει” (η φωτιά εκεί που πέφτει καίει). Ο καθένας το δικό του το πρόβλημα. Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι καταλαβαίνω απόλυτα τι νιώθει ένα παιδί αγνοούμενου ή τι βίωσαν κορίτσια που κακοποιήθηκαν.
Ο νόμος της σιωπής
Μέχρι πριν να συσταθεί η ομάδα ο καθένας μας ήξερε τη δική του ιστορία και μόνο αυτή. Γιατί; Διότι υπήρχε ένας άγραφος νόμος σιωπής. Σκεφτείτε ότι στα τρία χρόνια του γυμνασίου ήμουν συμμαθητής και σχεδόν κολλητός μ’ ένα παιδί. Μετά από πολλά χρόνια τον βρήκα το 2017, όταν κάναμε την πρώτη εκδήλωση στο χωριό Γέρι με αντιπροσωπεία από την Ηλεία στην Κύπρο. Τον βλέπω μπροστά μου και του λέω “τι γυρεύεις εσύ εδώ;”. Και μου απαντά: “Οχι, εσύ τι γυρεύεις εδώ;”. Εγώ του λέω ήμουν στον Πύργο και μου απαντά εγώ ήμουν στη Γαστούνη. Τρία χρόνια μαζί στο σχολείο και δεν κάναμε ποτέ κουβέντα, ενώ συζητούσαμε τα πάντα.
Οι γονείς απαγόρευσαν τη συζήτηση στο σπίτι. Είτε δια ροπάλου, είτε με τρόπο. Για παράδειγμα, στο σπίτι μας, όταν ανοίγαμε κουβέντα, η μητέρα μου άλλαζε αμέσως συζήτηση. Τότε δεν δίναμε σημασία. Μετά, όταν βρεθήκαμε πολλοί και αρχίσαμε να ανταλλάσσουμε απόψεις και εμπειρίες, συνειδητοποιήσαμε ότι η σιωπή ήταν κοινή πρακτική. Υπάρχει ένα γιατί εδώ. Δεδομένου ότι δεν μιλάνε, αρχίζεις να κάνεις εικασίες. Η εικασία η δική μου ήταν η ενοχή, εικασία που μάλλον επιβεβαιώνεται.
Συνέβη ένα περιστατικό τον Νοέμβριο του 2023, όταν πήγαμε να κάνουμε εκδήλωση στον Πύργο Ηλείας. ‘Ηταν η πρώτη φορά μετά το 1974 που πήγαινα με τον αδελφό μου, όπως τότε. Όταν φτάσαμε στο “Ελευθέριος Βενιζέλος“μού λέει ο αδελφός μου “μου είπε η μάνα μας να την πάρουμε όταν φτάσουμε”. Την πήρε, μίλησαν αλλά ζήτησε και μένα στο τηλέφωνο. Μου φάνηκε λίγο περίεργη στον τρόπο που μιλούσε. Μου είπε “να προσέχεις τον αδελφό σου”. Σκέφτηκα μα μικρά παιδιά είμαστε τώρα, γιατί μου το λέει αυτό; Την ώρα που πάμε να κλείσουμε το τηλέφωνο μου λέει “να σου πω κάτι;”. “Πες”. “Τώρα μου κακοφάνηκε περισσότερο από την πρώτη φορά”. Και το έκλεισε.
Όταν πήγαμε πίσω, μίλησα με την αδελφή μου και μού είπε ότι “ναι, με πήρε τηλέφωνο η μάνα μας και έκλαιγε. Μου έλεγε τι μάνα ήμουν που άφησα δύο μωρά να φύγουν να πάνε στο άγνωστο. Που δεν ήξερα καν αν θα έρθουν. Ε, αυτό το πράγμα δημιουργεί ενοχή, αν και ξέρουμε ότι δεν πάθαμε τίποτα. Ήθελαν απλώς να μας προστατεύσουν.Αυτό ισχύει για όλες τις οικογένειες. Είναι κοινός τόπος για όλους μας σε συζητήσεις που κάνουμε. Αλλά μετά, όταν ηρεμούν τα πράγματα και περνούν και μερικά χρόνια και αδυνατίζει αυτό που ένιωθες τότε, αρχίζεις να αναρωτιέσαι τι έκανες.
Το δάκρυ του Χριστόφια
Μία αφορμή για να βγάλω το θέμα στον αέρα ήταν όταν κάηκε η Ηλεία το 2007. Ήμουν εκεί εκείνο το καλοκαίρι. Και όταν επιστρέψαμε, ανοίγω την τηλεόραση και βλέπω ότι μιλούν για πυρκαγιές στην Ηλεία. ‘Ενιωθα ότι καιγόταν το σπίτι μου. Μετά τις καταστροφές που έγιναν, η κυπριακή δημοκρατία ανέλαβε να ανοικοδομήσει την Αρτέμιδα, ένα χωριό της περιοχής. Τότε ήταν ο Τάσος Παπαδόπουλος πρόεδρος της Κύπρου. Μετά από 3-4 χρόνια, όταν τελείωσαν τα έργα, πήγε ο πρόεδρος Χριστόφιας να τα εγκαινιάσει ως πρόεδρος.
Από τον ραδιοσταθμό που δουλεύω μου είπαν να πάω μαζί του. Πήγα. Το πρώτο βράδυ μείναμε στην Ολυμπία. Το πρωί, στο πρόγευμα, κάθισα δίπλα και του είπα: “Καλωσόρισες στο χωριό μου”. Με κοίταξε λίγο περίεργα. “Τι εννοείς” μού είπε, “άσε με να φάω”. “Αλήθεια σου λέω” του απάντησα. Και τότε του το είπα. Άφησε τα πιρούνια και τα μαχαίρια κάτω και έπιασε το κλάμα. Μου είπε “δεν το ήξερα, τώρα το μαθαίνω”. Του απάντησα ότι είχα την αίσθηση ότι ο Τάσος Παπαδόπουλος ανέλαβε τα έργα στην Αρτέμιδα σε ανταπόδοση της φιλοξενίας μας τότε. “Οχι” μου λέει “ούτε αυτός το ήξερε. Όσες φορές το κουβεντιάσαμε το θέμα, ουδέποτε μου είπε κάτι τέτοιο”.
Μετά ανακαλύψαμε ότι δεν το ήξερε κανένας. Ούτε ο Αρχιεπίσκοπος, ούτε οι βουλευτές, κανείς. Λες και υπήρχε ένας νόμος σιωπής. Και έτσι αποφάσισα ότι πρέπει να το βγάλω στον αέρα. Εδώ και εννιά χρόνια, ιδιαίτερα μετά την πανδημία, έχουμε κάνει πολλές εκπομπές, γνωστοποιήσεις και εκδηλώσεις. Προσπαθούμε να κάνουμε το ίδιο και στην Ελλάδα, γιατί οι νεότερες γενιές δεν το ξέρουν. Μας κάλεσαν και σε σχολεία στην Ηλεία. Στην Κύπρο έχουμε πάει ήδη σε περισσότερα από 120 σχολεία.
“Η Κύπρος χάνεται..”
Νιώθω, και λόγω της δουλειάς μου που ασχολούμαι με το Κυπριακό και την ιστορία, ότι είμαστε κάπου κοντά στο να βάλουμε τελεία. Τελεία όμως όχι με την επανένωση της Κύπρου, αλλά με τη διχοτόμηση. Δυστυχώς λάθη, παραλείψεις, πέρα από τον πάγιο τουρκικό στόχο, που εγώ δεν τον βλέπω ως δικαιολογία, έφεραν τα πράγματα στο και πέντε της διχοτόμησης.
Μία μακρόχρονη διαδικασία που ξεκίνησε από το 1955, με μία λανθασμένη, για μένα, απόφαση για ένοπλο αγώνα που οδήγησε σε όλα τα υπόλοιπα. Η διαμάχη ενωτικών και ανεξαρτησιακών, το πραξικόπημα, η εισβολή, η άρνηση να δεχθούμε ορισμένα πράγματα στη βάση των δικών μας πραγματικοτήτων, όχι αυτών που παρουσιάζει η Τουρκία ως πραγματικότητες.
Ξεχνάμε ότι είμαστε άνθρωποι και πεθαίνουμε. Η γενιά των πρωτογενών προσφύγων σχεδόν έχει φύγει. Οι πολιτικοί μας και όσοι χαράζουν τέλος πάντων γραμμή, διαγράφουν ότι οι νέες γενιές δεν έχουν εμπειρίες κατεχομένων. Τα παιδιά των συγχωριανών μου για παράδειγμα, δεν ξέρουν τι είναι ο Γερόλακκος. Και αν τους πας μια-δυο φορές να δουν τα μέρη, δεν σημαίνει ότι νιώθουν ότι είναι από εκεί. Μιλώ και λόγω της εμπειρίας από τα δικά μου παιδιά. Μου λένε “ναι, τώρα καταλαβαίνουμε όσα όσα μας έλεγες τόσα χρόνια, αλλά εμάς το σπίτι μας είναι από ‘δω”.
Ολα αυτά μας φέρνουν σε δύο πράγματα. Σ’ αυτό που έλεγε ο Ντενκτάς “αφήστε να περάσουν 50 χρόνια και το Κυπριακό θα λυθεί μόνο του”. Τι ενοούσε; Αυτό που σας περιέγραψα. Οι Τουρκοκύπριοι μεγάλης ηλικίας πολύ ευχαρίστως θα πήγαιναν στα χωριά τους που βρίσκονται στις ελεύθερες περιοχές. Τα παιδιά τους όμως να πάνε πού; Το ίδιο ισχύει και για μας, είναι ακριβώς τα ίδια πράγματα, τα οποία όμως εμείς δεν τα βλέπουμε, ή δεν θέλουμε να τα δούμε, κυρίως κάποιοι στην πολιτική μας ηγεσία. Κάποιοι έχτισαν καριέρες πάνω στο Κυπριακό. Χωρίς το Κυπριακό, συγκεκριμένα κόμματα δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Γιατί να θέλουν λύση;
Υπάρχουν, επίσης, οικονομικά συμφέροντα. Το 2004, ένα από τα επιχειρήματα ήταν το εξής: “Αν το λύσουμε και ανοίξει η Αμμόχωστος, τι θα γίνει η Λεμεσός;”. Αυτόματα λειτουργεί ο τοπικισμός. “Μα θα καταστραφούμε εμείς για να ανοίξει η Αμμόχωστος;”. Δεν ισχυρίζομαι ότι το έλεγαν όλοι, έπαιξε όμως τον δικό του ρόλο. Οι διάφοροι επιχειρηματίες έβλεπαν ότι με λύση του κυπριακού μεγαλώνει η πίτα. Άλλοι το έβλεπαν ανάποδα, ότι χάνουμε από την πίτα. Και έτσι με τις πιέσεις, με τον φόβο που έχει η πολιτική ηγεσία να πει την αλήθεια στον κόσμο, φτάσαμε σ’ ένα σημείο πλέον, ιδιαίτερα μετά το 2017, που πήραμε την πορεία προς τη διχοτόμηση. Εύχομαι να μην είναι οριστική. Είναι δύσκολο όμως πλέον.
Τους δώσαμε την ευκαιρία να πεταχτούν κάτω από το καράβι, να κολυμπάνε και να τρέχουμε από πίσω να τους βάλουμε πάλι μέσα στο καράβι. Και δυστυχώς δεν είναι η πρώτη φορά γιατί δεν μαθαίνουμε από τα λάθη μας ούτε από την ιστορία μας. Γιατί ούτε την ιστορία μας την μαθαίνουμε σωστά. Όταν έχεις ιστορικό αφήγημα αντί για ιστορία και είναι το εθνικό αφήγημα, άρα κάπου σκοπεύει, δεν έχεις ιστορία. Και καταλήγουμε από το κακό στο χειρότερο. Αν παρηγορεί κάποιους να λένε ότι φταίνει μόνο οι Τούρκοι, ας παρηγορούνται. Η ουσία είναι μία. Η Κύπρος χάνεται…
Mιλώντας για την ιστορία…Λεν πολλοί ότι είμαστε εμείς οι Κύπριοι και οι άλλοι Τουρκοκύπριοι. Αυτό δημιουργείται κυρίως στα σχολεία. Ότι Κύπριοι είμαστε εμείς, οι άλλοι όχι. Συνέπεια αυτού, ο κόσμος δεν ξέρει ότι πριν από το 1974, και ιδιαίτερα μέχρι το 1960, πολλά χωριά ήταν μικτά. Ζούσαν Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι μαζί. Θεωρούμε ότι απ’ όλα αυτά που έγιναν, θύματα της όλης ιστορίας είναι μόνο οι Ελληνοκύπριοι. Γι’ αυτό και μερικοί, όταν βλέπουν φωτογραφίες εποχής, με αντίσκηνα, νεκρούς και αιχμαλώτους, νομίζουν ότι εξ ορισμού πρόκειται για Ελληνοκύπριους. Αγνοούν ότι οι πρώτοι πρόσφυγες ήταν Τουρκοκύπριοι από το 1958 ακόμα, πριν φύγουν οι Εγγλέζοι. Προσφυγοποιήθηκαν επίσης πολλοί το 1963-64 μαζί με τα δεινά που έπαθαν και οι Έλληνοκύπριοι.
Δεν λέω ποιος ήταν περισσότερο, ποιος λιγότερο. Το λέω στη βάση ότι πολλοί νομίζουν ότι μόνο εμείς έχουμε πρόσφυγες, μόνο εμείς έχουμε αγνοούμενους, αιχμαλώτους και νεκρούς. Ε, δεν είναι έτσι. Ακόμα ξεθάβουμε αγνοούμενους και του ΄63-64 και του ΄74. Το ΄63-64 βρέθηκαν πολλοί Τουρκοκύπριοι αγνοούμενοι, πολίτες, όχι στρατεύσιμοι. Για ορισμένους ήταν κάτι όπως το σαφάρι, έτρεχαν να βρουν Τουρκοκύπριο να τον εκτελέσουν, τους έριχναν σε πηγάδια. Αναλογικά, από τους 1500 αγνοούμενους, όχι 1653, αυτός είναι πλαστός αριθμός, οι 400 με 500 είναι Τουρκοκύπριοι. Εμείς, όταν μιλάμε για αγνοούμενους, εννοούμε μόνο τους Ελληνοκύπριους. Υποφέραμε και εμείς, υπόφεραν και εκείνοι. Δεν υπόφεραν αυτοί από εμάς και εμείς από εκείνους.
Υποφέραμε, και εμείς και εκείνοι, από ομάδες δικών μας και δικών τους. Δεν μπορώ να διαγράψω το γεγονός ότι η ΕΟΚΑ το ΄55-59 δολοφονούσε Ελληνοκύπριους, επειδή ήταν αριστεροί. Τα στοιχεία είναι πάμπολλα και ονομαστικά. Ούτε ότι την ίδια περίοδο η ΤΜΤ δολοφονούσε Τουρκοκύπριους αριστερούς. Δεν μπορώ να ξεχάσω ότι οι υπόλοιπες παραστρατιωτικές οργανώσεις οι δικές μας χτυπούσαν Τουρκοκύπριους. Οπως και οι δικές τους χτυπούσαν Ελληνοκύπριους. Δεν ήταν ο κόσμος, ήταν κάποια οργανωμένα σύνολα. Αυτό ήταν που μάς χώρισε.
Όταν εγώ έφυγα από το χωριό μου και έγινα πρόσφυγας λόγω της εισβολής, ο Τουρκοκύπριος από την Πάφο, που σήμερα είναι στην Κερύνεια, πήγε για αναψυχή; Πήγε συνέπεια του πολέμου, η ίδια αιτία μάς προσφυγοποίησε και τους δύο. Τώρα αν ήταν από τη δική τους μητέρα-πατρίδα το δεύτερο σκέλος, ήταν από τη δική μας μητέρα-πατρίδα το πρώτο.. Το ένα προκάλεσε το άλλο. Ήταν η αφορμή για να γίνει το άλλο. Επομένως, το να θεωρούμε ότι μόνο εμείς είμαστε τα θύματα-που αν πάτε από εκεί το ίδιο θα σας πουν- είναι αυτό που λέμε “εθνική ιστορία”, μία ιστορία, δηλαδή, που ανταποκρίνεται στις ανάγκες του έθνους, όχι στην ανάγκη των πραγματικών γεγονότων. Άρα, παραποιείς, αλλάζεις, πετάς κομμάτια, εισάγεις άλλα ως ιστορικά στοιχεία και δημιουργείς κάτι φτιαχτό. Και αυτό το ονομάζεις ιστορία. Ενόσω είμαστε εκεί, σωτηρία δεν φαίνεται.