Ο “καιρός της κολώνας” και ο Βοϊδοπνίχτης
Μια καταιγίδα φούσκωσε ένα ποτάμι. Η γέφυρα παρασύρθηκε με αποτέλεσμα η πόλη να κοπεί στα δύο. Πότε και που συνέβη αυτό; Το 1852 στην Αθήνα. Ποιο ήταν το ποτάμι που φούσκωσε; Η σημερινή οδός Σταδίου.
- 10 Οκτωβρίου 2020 07:28
Ήτανε μέσα Οκτωβρίου του 1852 όταν ξέσπασε μια φοβερή καταιγίδα. Η καταιγίδα ήταν τόσο έντονη, που φούσκωσε το ποτάμι. Η γέφυρα παρασύρθηκε, με αποτέλεσμα η πόλη να κοπεί στα δύο. Η είδηση διαδόθηκε από στόμα σε στόμα σπέρνοντας τον φόβο στους κατοίκους. Πότε και που συνέβη αυτό; Το 1852 στην Αθήνα. Ποιο ήταν το ποτάμι που φούσκωσε; Η σημερινή οδός Σταδίου. Εκεί που στο ύψος του Αρσακείου υπήρχε και μία γέφυρα που την παρέσυρε η νεροποντή. Στα πρώτα χρόνια τής βασιλείας του Όθωνα, η οδός Σταδίου δεν ήταν παρά μια βαθιά ρεματιά. Από το Λυκαβηττό ξεκινούσε ο Βοϊδοπνίχτης, που χωριζόταν στα δύο. Ένα μέρος του περνούσε από την οδό Δημοκρίτου και ένα άλλο από την οδό Ακαδημίας με κατεύθυνση προς το Αρσάκειο.
Μία από αυτές τις γέφυρες της εποχής βρισκόταν και στο ύψος τού Αρσακείου, το οποίο δεν είχε ακόμα τελειώσει, όμως κάποιες τάξεις είχαν μεταφερθεί στο ολοκληρωμένο τμήμα τού κτηρίου. Οι περισσότερες μαθήτριες τού Αρσακείου κατοικούσαν στην περιοχή τής παλαιάς Αθήνας, (Πλάκα – Μοναστηράκι – Ψυρρή) και λιγότερες στη Νεάπολη, τη νέα φοιτητική συνοικία που είχε αρχίσει να δημιουργείται πίσω από το Πανεπιστήμιο. Για να φτάσουν στο σχολείο τους λοιπόν χρησιμοποιούσαν αυτό το γεφυράκι, όπως έκαναν και οι περισσότεροι Αθηναίοι για να πάνε στις δουλειές τους.
Μία ισχυρή διαταραχή που ήρθε από τη δυτική Ελλάδα και συνοδευόταν από μέτωπα κακοκαιρίας χτύπησε πρώτα τον Πειραιά με πολύ θυελλώδεις νοτιάδες, όπου δένδρα ξεριζώθηκαν, όλος ο δημοτικός φωτισμός της πόλης καταστράφηκε, αλλά και το λιμάνι κτυπήθηκε ιδιαίτερα. Εκείνο το βράδυ στον Πειραιά ένα γαλλικό ατμόπλοιο παρασύρθηκε και βγήκε στην ακτή, ενώ ένα άλλο ελληνικό το «Λουδοβίκος» βυθίσθηκε. Άλλα δύο πλοία που ήταν φορτωμένα με 15.000 κιλά σιτάρι το καθένα βυθίστηκαν και το σιτάρι επέπλεε στην επιφάνεια της θάλασσας καλύπτοντας όλη την θάλασσα εντός του λιμανιού.
Ήταν βράδυ 14 προς 15 Οκτωβρίου ( 27 Οκτωβρίου αναγράφεται με το νέο ημερολόγιο στην παραπάνω reanalysis) όταν πέραν των λοιπών καταστροφών η μία από τις τρεις κολώνες που έστεκαν χωριστά από τις υπόλοιπες στο ναό του Ολυμπίου Διός, στο κέντρο της πόλης, κατέπεσε. Το συμβάν αυτό θεωρήθηκε τόσο σημαδιακό από τους Αθηναίους, ώστε επί πολλές δεκαετίες αργότερα, όταν ήθελαν να προσδιορίσουν την εποχή εκείνη, έλεγαν χαρακτηριστικά: «τον καιρό της κολώνας». Τις τρομακτικές καταστροφές που έφερε το ακραίο καιρικό φαινόμενο περιγράφει στο ημερολόγιό του ο Φινλανδός ακαδημαϊκός Wilhelm Lagus: «Έτριζαν τα πάντα, ακόμα και στο διαμέρισμά μας, που ήταν εσωτερικό. Ο άερας έπαιρνε τις καμινάδες, τα παράθυρα γίνονταν θρύψαλα και η φοβερή καταιγίδα μαινόταν όλα τη νύχτα με όλη της τη δύναμη».
Μαζί του έπεσαν και δύο στύλοι του Ερεχθείου. Όπως ιστορεί ο Γεώργιος Τσοκόπουλος, όλος ο αθηναϊκός λαός μετέβη στο Ολυμπιείο και έκλαψε για το δυσάρεστο γεγονός. Μάλιστα τις επόμενες μέρες ενέσκυψε ένα δίλημμα, αν δηλαδή θα έπρεπε να αποκατασταθεί ο πεσμένος στύλος του Ολυμπιείου. Η βασίλισσα Αμαλία ρώτησε την Αρχαιολογική Υπηρεσία τι ήταν καλύτερο να γίνει, όμως οι αρχαιολόγοι Πιττάκης και Ραγκαβής θεώρησαν πως θα ήταν προτιμότερο να μην ανεγερθεί κι έτσι η βασίλισσα δεν επέμεινε.
Με αυτό τον οιωνό συνδέθηκε η γέννηση, την ίδια εκείνη ημέρα, του Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου στο επί της οδού Ακαδημίας σπίτι του αγωνιστή της Επανάστασης Ρήγα Παλαμίδη, και μάλιστα στο ίδιο δωμάτιο όπου τέσσερα χρόνια νωρίτερα (1848) είχε αφήσει την τελευταία του πνοή ο περίφημος αρχηγός των Μανιατών Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Η ακρίβεια της ημερομηνίας γέννησης του Καμπούρογλου αμφισβητήθηκε από ορισμένους, ο ίδιος όμως ουδέποτε διανοήθηκε να συζητήσει το ενδεχόμενο να είχε γεννηθεί κάποια άλλη ημέρα· τόσο πολύ πίστευε στο «δεσμό» της γέννησης του με την πτώση της κολώνας.
Όπως σχολίαζε με εύθυμη διάθεση στα «Απομνημονεύματα μιας μακράς ζωής» «Αφού τα πάντα εκινήθησαν την ημέρα εκείνη, εκκινήθη φαίνεται και η ημέρα της γεννήσεως μου, είμαι δε από τους ολίγους ανθρώπους, ως εκ τούτου, που δεν ημπορούν, και αν θελήσουν, να κρύψουν τα χρόνια των.» Ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης, επιστήθιος φίλος του Καμπούρογλου, με την ευκαιρία των ογδοηκοστών γενεθλίων του τελευταίου, είχε αποστείλει στο περιοδικό «Νέα Εστία» (τεύχος 141, 1/11/1932) τον ακόλουθο στίχο:
«Τη μέρα που γεννήθηκες / γκρεμίστηκε η κολώνα.
Στη θέση της στυλώθηκες / θα φτάσεις τον αιώνα!»
Όσο για τον ίδιο τον Καμπούρογλου, όπως δήλωνε στα «Απομνημονεύματα» του: «Το βέβαιον εν τούτοις είναι ότι ενώ τόσοι και τόσοι επεσκέφθησαν και επισκέπτονται την «πεσμένη κολώνα» αυτή μόνον εις εμένα κάτι ψιθυρίζει μυστικά. Δι’ αυτό και πολύ συχνά την επισκέπτομαι.».
Η πτώση της κολόνας εκείνης εκτός του γεγονότος της λύπης που προξένησε η ίδια η καταστροφή ενός αρχαίου μνημείου, προκαλούσε και φόβο καθώς υπήρχε μια πρόληψη, προφητεία θα λέγαμε που όλοι οι Αθηναίοι της εποχής τότε πίστευαν. Λέγανε πως κάποτε ένας Μοναχός (Καλόγερος) έμενε για χρόνια πάνω στις κολώνες (στυλίτης). Αυτός είχε διαδώσει πως μεγάλο κακό θα έβρισκε την πόλη εάν γκρεμιζόταν κάποτε μια από τις κολόνες εκείνες! Μιμούμενος, λοιπόν, τον βίο του Αγίου Συμεών του Στυλίτη, ο εναερίτης ασκητής «δεν κατέβηκε ούτε μία φορά επί είκοσι ολόκληρα χρόνια», όπως πληροφορήθηκε το 1786 η Αγγλίδα συγγραφέας Elizabeth Craven! Λεγόταν ότι ανεβοκατέβαζε μονάχα ένα καλαθάκι δεμένο με σχοινί δύο φορές την ημέρα, μέσα στο οποίο οι ευλαβείς Χριστιανοί εναπόθεταν όσα τρόφιμα προαιρούνταν. Με αυτά τα λιγοστά αγαθά ο ασκητής κατάφερνε να επιβιώνει. Ο Γάλλος ταξιδιώτης Louis Jacques Lacour αναφέρει ότι ο ερημίτης είχε ζήσει για δεκαοκτώ χρόνια στο επιστύλιο του πέμπτου και του έκτου από τους κίονες του ανατολικού μετώπου. Σύμφωνα με τον Lacour, ο ασκητής χρησιμοποιούσε μια ανεμόσκαλα από την οποία του έστελναν τις προμήθειες της εβδομάδας, δίχως ο ίδιος να έχει χρειαστεί να κατέβει για έξι συνεχόμενα χρόνια. Υπήρξαν αρκετοί στυλίτες, που διαδέχονταν ο ένας τον άλλον μέχρι το τέλος των οθωμανικών χρόνων και δεν ήταν μόνο Χριστιανοί αλλά και μουσουλμάνοι.
Όταν λοιπόν είδαν την επόμενη ημέρα την πεσμένη κολόνα, οι Αθηναίοι τα «χρειάστηκαν». Έφεραν ιερείς στο σημείο της πεσμένης κολόνας και έγιναν παρακλήσεις.
Όταν πέρασαν δύο μόλις χρόνια και έφτασε το καλοκαίρι του 1854, που μαζί με την Γαλλική κατοχή του Πειραιά, έφτασαν και τα πρώτα θύματα της χολέρας, όλοι θυμήθηκαν την προφητεία της πεσμένης κολόνας! Το κακό που θαρχόταν από την πεσμένη κολόνα, ήρθε γεμάτο δύναμη και ορμή. Κι αφού τα χρόνια πέρασαν και οι Γάλλοι έφυγαν από τον Πειραιά, κι αφού η χολέρα πήρε όσους μπορούσε να αρπάξει, έγραψε το Βαλαωρίτης το 1874.
«Ακατανόητος, θυμός, οργή Θεού, Κατάρα
Νάρχονται πάντα ανέλπιστες βροντές, σεισμοί, αντάρα,
και να μας ρίχνουν κατά γης, το ΄να σιμά απ΄ τ΄ άλλο,
ότι έχουμε ψηλό, θεόρατο, μεγάλο»
Πριν όμως από όλα αυτά τα κακά που αποδόθηκαν στην πεσμένη κολόνα, να πούμε ότι τον επόμενο χρόνο της πτώσης της, δηλαδή το 1853 είχε προηγηθεί συζήτηση την Ελληνική Βουλή (Συνεδρίαση της 13 Ιανουαρίου 1853), όπου μετά από σφοδρές διαφωνίες, είχε εγκριθεί κονδύλιο ύψους 5.000 δραχμών προς την Αρχαιολογική υπηρεσία, με σκοπό την ανέγερση της στήλης του Ολυμπίου Διός. Κάποιοι εκ των Βουλευτών ισχυρίζονταν πως η στήλη έπρεπε να μένει πεσμένη για να παρέχει μεγαλύτερο θαυμασμό από την αρχιτεκτονική της κατασκευή, καθώς ευρισκόμενη στο έδαφος, ήταν καλύτερα για παρατήρηση!!
Τότε μάλιστα κάποιος είπε μέσα στην αίθουσα του Κοινοβουλίου «Τότε ω σοφοί Άνδρες Αθηναίοι, πρέπει να εδαφίσουμε και τον Παρθενώνα, για να θαυμάσουμε εκ του σύνεγγυς τα προγονικά έργα»
Γεγονός είναι ότι ο μαρμάρινος στύλος μένει ξαπλωμένος μέχρι σήμερα, ίσως για να «μπορούμε κι εμείς οι σημερινοί Έλληνες να παρατηρούμε καλύτερα αυτήν την αρχαία κατασκευή !!!