Το ‘βαθύ λαρύγγι’ του Watergate: Ο άνθρωπος που έριξε τον Νίξον

Το ‘βαθύ λαρύγγι’ του Watergate: Ο άνθρωπος που έριξε τον Νίξον

Ο τρόπος με τον οποίον διαχειρίζεται ο Donald Trump την προεδρία των ΗΠΑ θυμίζει κάτι από Richard M. Nixon, εξ ου και οι παραγωγοί του Hollywood επενδύουν σε σχετικές κινηματογραφικές ταινίες. Η τελευταία έχει τίτλο "Mark Felt: The Man Who Brought Down the White House" και αυτή είναι η ιστορία του.

Ο William Mark Felt υπήρξε η πιο γνωστή ανώνυμη πηγή στην ιστορία της Αμερικής και μόλις σου πω το κωδικό όνομα που είχε, θα συμφωνήσεις: ήταν το “Βαθύ Λαρύγγι”, με τη βασική συμβουλή των πληροφοριών που έδινε να είναι το “ακολουθήστε το χρήμα”. Πέθανε το Δεκέμβριο του 2008, σε ηλικία 95 χρόνων, αφού είχε συμβάλει τα μέγιστα στο να αποκαλυφθεί το μεγαλύτερο πολιτικό σκάνδαλο στην ιστορία της Αμερικής, το οποίο “έριξε” την κυβέρνηση  Richard M. Nixon (βλ. o πρώτος Πλανητάρχης που παραιτήθηκε). Για περισσότερες από 3 δεκαετίες, η ταυτότητα του παρέμενε μυστική. Την αποκάλυψε ο ίδιος, μέσω του Vanity Fair, το 2005.

To 2017 η ιστορία του πέρασε στη μεγάλη οθόνη, με τον Peter Landesman, πρώην ερευνητικό δημοσιογράφο και ανταποκριτή πολέμων, ο οποίος έγραψε το σενάριο προ δεκαετίας, να το βγάζει από το συρτάρι, μετά την απόλυση του FBI director, James Comey από τον Donald Trump -αφού προηγουμένως είχε αποκαλύψει συζητήσεις του με τον Πρόεδρο. “ Ένιωσα πως οι υποθέσεις είναι απαράλλακτες. Σκέφτηκα πως ο Comey ήταν σαν τον Felt και προσπάθησε να προφυλάξει το FBI, από τη χειραγώγηση του Trump, με τον τρόπο που προσπαθούσε να το προφυλάξει ο Felt από τον Nixon” δήλωσε ο Landesman. Δείτε το trailer.

Ο Felt ήταν το Νο3 του FBI, την εποχή του J. Edgar Hoover. Είχε κατηγορηθεί και καταδικαστεί για την παραβίαση πολιτικών δικαιωμάτων ανθρώπων που πιστεύεται πως συνδέονταν με την Weather Underground (αμερικανική αριστερή ριζοσπαστική οργάνωση). Ήταν αυτός που έδινε εντολές για εφόδους πρακτόρων του FBI στα σπίτια και έρευνες, ώστε να προλάβουν επόμενες βομβιστικές ενέργειες -όπως έλεγε. Καταδικάστηκε να πληρώσει πρόστιμο. Του το χάρισε ο Πρόεδρος Ronald Reagan.



O Felt με τον Hoover και τη γυναίκα του, Audrey (Credit: Amaly Stock Photo).

Ο Hoover πέθανε -στον ύπνο του- στις 2/5/1972, ημέρα που η επί πέντε δεκαετίες συνεργάτης του άρχισε να καταστρέφει τους φακέλους που είχε φτιάξει, με έρευνες για ανθρώπους που ήθελε να κρατά στο χέρι. Θεωρητικά αυτοί οι φάκελοι δεν υπήρξαν ποτέ. Στην πραγματικότητα, όταν η Helen Gandy (η συνεργάτης) παραπέμφθηκε (1975), ο Felt κατέθεσε στο δικαστήριο ότι “ δεν υπάρχουν ντοσιέ ή μυστικοί φάκελοι. Υπήρχαν φάκελοι γενικού περιεχομένου και ναι, χάσαμε κάποιους. Δεν βλέπω ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα”.

Πίσω στο 1972,  ο Nixon έβαλε τον L. Patrick Gray III -άνθρωπο που δεν είχε προτέρα εμπειρία από το συγκεκριμένο πεδίο-, να καλύψει το κενό του Hoover. Από το Νοέμβριο του 1972 έως τον Γενάρη του 1973 ο Gray ήταν στο νοσοκομείο και ο Felt στο τιμόνι του FBI. Όπως ετοιμαζόταν να παραδώσει το τιμόνι στον Gray και τσέκαρε στοιχεία όλων των υποθέσεων που είχαν προκύψει εκείνο το δίμηνο, έπεσε πάνω σε κάποια πράγματα που δεν μπορούσε να καταλάβει.

 

Συγκλονισμένος από την πολιτική εμπλοκή στο FBI που τότε διεκδικούσε με όσα μέσα διέθετε την ανεξαρτησία του και οι απειλές του Προέδρου τον έκαναν όχι μόνο να αρνηθεί τη συγκάλυψη του Watergate, αλλά να γίνει αυτός που θα ενημέρωνε το λαό για την αλήθεια. Μια στάση εδώ για να πούμε τα απαραίτητα, ώστε να μην υπάρχουν κενά στην ιστορία.

Το Watergate ήταν το όνομα ξενοδοχείου, στην Washington DC, όπου είχε τα κεντρικά γραφεία η Εθνική Επιτροπή Δημοκρατικών, το 1972. Στις 17 Ιουλίου εκείνου του έτους, ο Frank Willis, φύλακας του κτιρίου παρατήρησε πως υπήρχε κολλητική ταινία που κάλυπτε τα μάνταλα σε πόρτες από το γκαράζ έως εκείνες των γραφείων στον 6ο όροφο τη Democratic National Committee -ώστε να μην κλείνουν. Τις έβγαλε, αλλά όταν επέστρεψε στους χώρους μια ώρα αργότερα, βρήκε νέες ταινίες στις κλειδαριές. Τηλεφώνησε στην αστυνομία που πρόλαβε επί τω έργω πέντε άνδρες να κλέβουν έγγραφα και να τοποθετούν κοριούς στα τηλέφωνα. Συνελήφθησαν, τους ασκήθηκε δίωξη δυο μήνες μετά και τον Γενάρη του 1973 καταδικάστηκαν. Αυτή ήταν η αρχή του τέλους για τον Nixon. Kαι ναι, η υπόθεση αυτή έγινε ταινία το 1976, με τίτλο “All the President’s Men”, με πρωταγωνιστές τους Robert Redford και Dustin Hoffman.

Αποδείχθηκε πως αυτοί οι πέντε άνδρες (Virgilio González, Bernard Barker, James McCord, Eugenio Martínez και Frank Sturgis), οι οποίοι πέρασαν στην ιστορία ως “υδραυλικοί του Λευκού Οίκου” εκτελούσαν εντολές στενών συνεργατών του Πλανητάρχη. Στόχος τους ήταν να σταματήσουν τις διαρροές απόρρητων εγγράφων, όπως των Pentagon Papers για τα οποία σας γράψαμε, με αφορμή την κυκλοφορία της κινηματογραφικής ταινίας “The Post” .

Πώς όμως, προέκυψε το “υδραυλικοί”: Ανήμερα των Ευχαριστιών, το 1972, ο David Young -δικηγόρος, επιχειρηματίας και ακαδημαϊκός που ήταν ειδικός συνεργάτης του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας, επί Nixon- έφτασε σπίτι του, αφότου είχε συγκροτήσει την Ειδική Ερευνητική Μονάδα, όταν η γιαγιά του τον ρώτησε “τι κάνεις στο Λευκό Οίκο” και απάντησε “βοηθώ τον πρόεδρο να σταματήσει διαρροές”, με τη γιαγιά του να λέει “α, δηλαδή είσαι υδραυλικός”!

Την Πέμπτη 27 Ιανουαρίου του 1972, ο G. Gordon Liddy, οικονομικός σύμβουλος της Επιτροπής για την Επανεκλογή του Προέδρου και ο John Ehrlichman, σύμβουλος και βοηθός του Προέδρου Εσωτερικών Σχέσεων της Κυβέρνησης Nixon, παρουσίασαν πρόγραμμα που είχε ως στόχο το τέλος των διαρροών. Την ενέκριναν οι υπεύθυνοι της εκστρατείας, όρισαν ως υπεύθυνους τους E. Howard Hunt και James McCord (αμφότεροι πρώην πράκτορες της CIA) και πέρασαν στο παρασύνθημα. Όπως δήλωσε αργότερα ο σύμβουλος του Λευκού Οίκου, John Dean “αυτή ήταν η αρχή του χειρότερου πολιτικού σκανδάλου του 20ου αιώνα και του τέλους της προεδρίας του Nixon”.



Oι “Υδραυλικοί”

Στο πλάνο είχε περίοπτη θέση η διάρρηξη των γραφείων του Δημοκρατικού Κόμματος, για να φωτογραφίσουν τα έγγραφα της καμπάνιας τους και να “παγιδεύσουν” τα τηλέφωνα. Ανέθεσαν τις διαρρήξεις στους “υδραυλικούς”. Η πρώτη έγινε στις 28 του Μάη, όταν τοποθετήθηκαν κοριοί σε δυο τηλέφωνα -των ιθυνόντων της καμπάνιας. Το αποτέλεσμα ήταν θαυμαστό, όχι όμως αρκετό για τους ιθύνοντες νόες, που σχεδίασαν νέα έφοδο στις 17/7, με τα αποτελέσματα που διαβάσατε παραπάνω.

Πάνω στους συλληφθέντες βρήκαν 2.300 δολάρια σε ρευστό -με νομίσματα 100 δολαρίων που είχαν συγκεκριμένη σειρά σειριακών αριθμών και αργότερα συνδέθηκαν με χρήματα της προεκλογικής εκστρατείας του Nixon, καθώς ήταν μεταξύ αυτών που του είχε δωρίσει σπόνσορας του-, μηχάνημα με το οποίο είχαν συνδεθεί στη συχνότητα της αστυνομίας, 40 ρολά φιλμ, 2 κάμερες και δακρυγόνα όπλα, στο μέγεθος στυλό. Καταδικάστηκαν στις 15/6, μαζί με τους Hunt (το όνομα του υπήρχε σε σημειωματάρια που είχαν μαζί τους οι Barker και Martinez) και Liddy για συνωμοσία, κλοπή και παραβίαση ομοσπονδιακών νόμων για υποκλοπή. Όλοι οι κατηγορούμενοι είχαν δηλώσει ένοχοι.

Η αρχική αντίδραση ήταν η άρνηση

Μετά τις συλλήψεις των Hunt και Liddy προέκυψε μια γενικότερη ανησυχία στην κυβέρνηση, καθώς αμφότεροι είχαν ασχοληθεί και με άλλες μυστικές δραστηριότητες του Λευκού Οίκου (παρέα με τους “υδραυλικούς”). Τα “κεφάλια” της ιστορίας κατ’ αρχάς κατέστρεψαν τα όποια έγγραφα ή ντοκουμέντα (καταθέσεις χρημάτων κλπ) που συνέδεαν τον Nixon μαζί τους. Μετά, παρουσιάστηκε προϊόν υποκλοπής στο οποίο ο Πλανητάρχης ακουγόταν να λέει “ποιος μαλάκας διέταξε αυτήν τη διάρρηξη;” και αποδείκνυε ότι δεν είχε γνώση επί όσων συνέβησαν στα γραφεία των Δημοκρατικών… πριν συμβούν. Δεν κατάφεραν να εξαφανίσουν τα στοιχεία που αποδείκνυαν πως ο Nixon διέταξε τον HD Haldeman (υπεύθυνο προσωπικού) να μπλοκάρει την έρευνα του FBΙ, για τη διάρρηξη. Αυτά βγήκαν στην επιφάνεια, αφότου εκείνος ορκίστηκε πως ουδείς εκ των μελών της κυβέρνησης είχε ανάμειξη.

Και εδώ μπαίνει στην ιστορία (ξανά) η Washington Post

Άρθρα που επικαλούνταν “ανώνυμη πηγή” και υπέγραφαν οι Bob Woodward και Carl Bernstein στη συγκεκριμένη εφημερίδα, αποκάλυψαν πληροφορίες που αφορούσαν τη διάρρηξη και τις προσπάθειες που έγιναν για συγκάλυψη. Τα στοιχεία ήταν τέτοια που ενεργοποιήθηκε ο μηχανισμός του Υπουργείου Δικαιοσύνης, του FBI και της CIA. Οι ρεπόρτερ είχαν εξασφαλίσει και συνέντευξη από την Judy Hoback Miller, η οποία κρατούσε τα βιβλία του Nixon και αποκάλυψε πληροφορίες για κακή διαχείριση πόρων, αλλά και για αρχεία που είχαν καταστραφεί. Η ανώνυμη πηγή της Post συνέχισε να δίνει ακράδαντα στοιχεία και απέκτησε το κωδικό όνομα “Deep Throat”.

(από αριστερά στα δεξιά): Οι Carl Bernstein, Katharine Graham (πρώτη γυναίκα ιδιοκτήτρια εφημερίδας) και Bob Woodward.

Αρχικά, ο Λευκός Οίκος έκανε λόγο για ανυπόστατα δημοσιεύματα. Είχαν κοντά τους και διάφορα μέσα, όπως τη Washington Star-News, τη Chicago Tribune και τη Philadelphia Inquirer και τους Los Angeles Times. Μόνο που η Post συνέχισε να δίνει αδιάσειστα στοιχεία, όπως για παράδειγμα αυτό που συνέδεε τον υπεύθυνο προσωπικού του Nixon, με πληρωμές από μυστικά κονδύλια, ενώ παράλληλα άρχισαν να προκύπτουν ανάλογα δημοσιεύματα στους New York Times και το Times Magazine. Ναι, τους φρόντισε και αυτούς το “Βαθύ λαρύγγι”.

Μετά την καταδίκη των “υδραυλικών” και την αποκάλυψη πως είχαν εμπλοκή και σε ληστεία που αφορούσε τα Pentagon Papers (τα ψέματα της αμερικανικής κυβέρνησης, σε σχέση με τον πόλεμο στο Βιετνάμ), τα media άλλαξαν άρδην τακτική. Το 40% των Αμερικανών δήλωσε, σε δημοψήφισμα, πως δεν εμπιστεύεται πια την κυβέρνηση, που επιτέθηκε με μεγαλύτερη δύναμη στους δημοσιογράφους. Οι τελευταίοι συνέχισαν να αποκαλύπτουν ανάμειξη του Nixon με ουκ ολίγες παράνομες δραστηριότητες.

Ο Πλανητάρχης ζήτησε την παραίτηση των Haldeman και  Ehrlichman, όταν πια επιβεβαιώθηκε με όλα τα μέσα η εμπλοκή τους στο Watergate, αλλά και αυτή του Γενικού Εισαγγελέα, του συμβούλου του Λευκού Οίκου και άλλων αξιωματούχων που είχαν εμπλακεί στην απόπειρα συγκάλυψης. Οι καταδικασμένοι άρχισαν να μιλούν από τη φυλακή, τα στοιχεία έγιναν εκατοντάδες (για ληστείες, ξέπλυμα χρημάτων, δωροδοκίες για σιωπή κλπ), με την απομαγνητοφώνηση των ηχογραφημένων συνομιλιών, αυξήθηκαν οι συλλήψεις και έγιναν ξεκάθαρες οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνταν από τον Nixon -που έδωσε και από μόνος του ηχογραφημένες συνομιλίες, οι οποίες όπως διαπιστώθηκε το 2003, είχαν υποστεί μοντάζ.

 

Στις 6 Φεβρουαρίου του 1974 το Κογκρέσο ενέκρινε την έρευνα για τις κατηγορίες εναντίον του Προέδρου και στις 27/7 με ψήφους 27-11 ο Nixon κατηγορήθηκε επίσημα, για παρακώλυση της δικαιοσύνης. Στις 29/7 προστέθηκε η κατάχρηση εξουσίας και στις 30/7 η ασέβεια προς το Κογκρέσο. Ο Πρόεδρος επέμενε πως δεν πρόκειται να παραιτηθεί.

Στις 5 Αυγούστου ο Λευκός Οίκος αποκάλυψε κασέτα με ηχογραφημένη συνομιλία που έως τότε ήταν άγνωστη. Μιλούσε ο Πλανητάρχης με τον Haldeman, στο Οβάλ γραφείο για το πώς θα σταματήσουν το FBI από τη συνέχιση της έρευνας για τη διάρρηξη στο Watergate. Αναγνώρισαν πως αν δεν γίνει αυτό, υπάρχει τεράστιο ρίσκο να αποκαλυφθεί η θέση τους στο σκάνδαλο. Αυτή η κασέτα ονομάστηκε “smoking gun”, καθώς περιέλαβε και στοιχεία για το πώς τα χρήματα έφυγαν από το ταμείο του κόμματος, με κατεύθυνση τις τσέπες των “υδραυλικών”. Εκείνη την ημέρα το Κογκρέσο είχε αποφασίσει πια την αποπομπή του Nixon, ο οποίος παραιτήθηκε μέσω τηλεοπτικού μηνύματος, στις 8/8 του 1974.

Ξεκίνησε την ομιλία, διάρκειας 22 λεπτών, με το “ είναι η 37η φορά που απευθύνομαι σε εσάς, από αυτό το γραφείο, όπου έχουν ληφθεί πολλές αποφάσεις από εκείνες που άλλαξαν την ιστορία του έθνους μας. Κάθε φορά που σας μίλησα, το έκανα για να σας μεταφέρω θέματα που απασχολούν την αποτελεσματικότητα του έθνους. Σε όλες τις αποφάσεις που πήρα στο δημόσιο βίο μου, πάντα προσπαθούσα να κάνω ό,τι είναι καλύτερο για το έθνος. Κατά τη διάρκεια της δύσκολης και μακράς περιόδου του Watergate, ένιωσα πως ήταν υποχρέωση μου να αντέξω και να κάνω ό,τι χρειάζεται ώστε να ολοκληρώσω τη θητεία μου, αυτή που εσείς μου δώσατε”.

Κατέληξε στο “ δεν ήμουν ποτέ της παραίτησης. Το να φύγω από το γραφείο πριν ολοκληρώσω τη θητεία μου, προκαλεί αποτροπή σε κάθε ένστικτο του σώματος μου. Ως πρόεδρος πρέπει να βάλω πρώτο το συμφέρον της Αμερικής. Η Αμερική χρειάζεται έναν πρόεδρο πλήρους απασχόλησης και Κογκρέσο πλήρους απασχόλησης, ειδικά αυτήν την στιγμή με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε εντός και εκτός συνόρων. Το να συνεχίσω να μάχομαι τους μήνες που ακολουθούν για την προσωπική μου αθώωση, θα απορροφήσει πλήρως το χρόνο και την προσοχή μου από την Προεδρία και το Κογκρέσο, σε περίοδο που όλη μας η προσοχή πρέπει να επικεντρωθεί σε πολύ σημαντικότερα θέματα ειρήνης εκτός συνόρων και ευημερίας, χωρίς πληθωρισμό, εντός. Κατά συνέπεια, παραιτούμαι από την Προεδρία, με ισχύ από αύριο το μεσημέρι. Ο Αντιπρόεδρος Ford θα ορκιστεί εκείνη την ώρα, σε αυτό το γραφείο”.

 

Τριάντα τρία χρόνια αργότερα, με άρθρο του στο Vanity Fair, το “βαθύ λαρύγγι” αποκαλύφθηκε. Νωρίτερα, είχε καταθέσει σε δικαστήριο πως… δεν ήταν αυτός ο τύπος. Εξήγησε πως την εποχή του σκανδάλου είχε συναντηθεί πολλάκις, κρυφά, με τον Woodward, σε υπόγειο πάρκινγκ. Τον είχε προειδοποιήσει και ότι το FBI προσπαθούσε να ανακαλύψει πού βρίσκει (εκείνος και άλλοι δημοσιογράφοι -παρεμπιπτόντως, είχαν “παγιδευθεί” τα τηλέφωνα πέντε εκπροσώπων του Τύπου, όπως αποδείχθηκε αργότερα) τις πληροφορίες για ευρύτερο δίκτυο εγκλημάτων, το οποίο προσπαθούσε να καλύψει το Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών. Ο Felt παραιτήθηκε στις 22/6 του 1973. Νωρίτερα, είχε δώσει στοιχεία για το Watergate και σε άλλα μέσα. 

Ο Woodward δεν είχε συστήσει καν τον Felt στον άμεσο συνεργάτη του, Carl Bernstein, μέχρι το 2005, όταν η κόρη του πληροφοριοδότη τον έπεισε να ομολογήσει την ταυτότητα του. Οι τρεις τους είχαν συναντηθεί ένα απόγευμα, για δυο ώρες, στη Santa Rosa, όπου έμενε ο Felt αφότου βγήκε σε σύνταξη. Σε αυτήν τη συνάντηση είχε παραδεχθεί ότι ο ρόλος του, στην πτώση του Nixon, ήταν διττός. Ήταν μυστικός πληροφοριοδότης που κρατούσε ζωντανή την ιστορία στα media και ως μέλος του Federal Bureau of Investigation έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του, προκειμένου να μην καταφέρει ο Nixon να επηρεάσει την έρευνα του FBI. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως χωρίς τον Felt δεν θα υπήρχε Watergate.

Ο τρόπος που χειρίστηκε η Washinton Post το θέμα, οδήγησε στις περισσότερες αιτήσεις που δέχθηκαν ποτέ σχολές δημοσιογραφίας, το 1974.

H κόρη του (Joan), η οποία τον έπεισε να αποκαλυφθεί, ομολόγησε στο Time πως ” η ταινία με έκανε να δω τον πατέρα μου υπό ένα διαφορετικό πρίσμα. Με ένα νέο, πιο συναισθηματικό τρόπο. Τον εκτίμησα περισσότερο, για όλη την πίεση που είχε και τη δύναμη να ανταποκριθεί σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση“.

Στα 73 της κατάλαβε ακριβώς το ρόλο που είχε ο πατέρας της στο Watergate. Είχε κάποιες υπόνοιες, όταν τον έβλεπε να απορρίπτει αιτήματα δημοσιογράφων για συνεντεύξεις και είχε δεχθεί μόλις μια επίσκεψη από ρεπόρτερ: αυτή του Bob Woodward. Ο Landesman εξήγησε πως “το Watergate δεν είναι υπόθεση δυο ρεπόρτερ, αλλά η ιστορία ενός συστήματος. Και όταν το σύστημα καταρρέει, κάποιος πρέπει να δημιουργήσει νέο μηχανισμό”. Κατέληξε δε, στο ότι ” ο Felt δεν άφησε πίσω την καριέρα του, αλλά στην ουσία ρίσκαρε τη ζωή του“, με τους… αντιρρησίες να επιμένουν ακόμα και σήμερα πως ” στόχος του ήταν η προαγωγή“.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα