Ο Χάρρυ Κλυνν και η απόδραση από το γκέτο
Του είπαν πως δεν μπορεί να ονειρεύεται. Τους έδειξε πώς γίνεται! Η ζωή του Χάρρυ Κλυνν, όπως τη διηγήθηκε ο ίδιος: τα δέκα χρόνια στις ΗΠΑ, η συνεργασία με τον Woody Allen, η σκηνή που δημιούργησε, οι ατάκες για τους Έλληνες και τη FYROM που είναι επίκαιρες.
- 22 Μαΐου 2018 07:22
Ο Βασίλης Τριανταφυλλίδης δεν είχε δικαίωμα στα όνειρα, όταν μεγάλωνε στο γκέτο της Καλαμαριάς. Για αυτό και έκανε τα μεγαλύτερα. Υλοποίησε τα περισσότερα, δούλεψε δίπλα στον Woody Allen, ήταν μεταξύ των δημιουργούν μιας σκηνής στην Αμερική και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, ήμασταν πια έτοιμοι να κατανοήσουν το χρυσάφι που είχαμε στα χέρια μας, αλλά το αγνοούσαμε, γιατί δεν μπορούσαμε να το κατανοήσουμε. Αυτή είναι η ιστορία του Χάρρυ Κλυνν, όπως τη διηγήθηκε σε κάποιες από τις συνεντεύξεις του.
Το “Χάρρυ Κλυνν” είναι το παρατσούκλι της Καλαμαριάς “το παρατσούκλι της γειτονιάς μου. Γεννήθηκα στην Καλαμαριά, στις 7/5 του 1940. Το 1950, σε καλοκαιρινό κινηματογράφο, στο Θερμαϊκό, σκαρφαλωμένος στο στύλο της ΔΕΗ. Έρολ Φλιν. Οι πρώτες εντυπώσεις και το θαύμα της ξιφομαχίας. Ο Βασίλης Τριανταφυλλίδης παίζει το ρόλο του Έρολ Φλιν στο Σκάμα του δημοτικού, στην Καλαμαριά. Και παραδόξως το Φλιν γίνεται Κλιν. Και επειδή έπρεπε να βρούμε κάποιο άλλο όνομα να ταιριάζει σε μονοσύλλαβο επίθετο, βάλαμε Χάρι Κλιν. Έτσι βγήκε”.
Μεγάλωσα στο γκέτο της Καλαμαριάς -λέω γκέτο γιατί υπήρχε ένα χοντρό κρύσταλλο που μας χώριζε από τη Θεσσαλονίκη
Δεν είχε την παραμικρή διάθεση να ασχοληθεί με το θέαμα. “Ήθελα μόνο να επιβιώσω, να μπορώ να ζήσω. Δεν είχα καν διάθεση να διακριθώ. Αυτό ήταν πολυτέλεια για ένα παιδί που έμενε στο γκέτο της Καλαμαριάς, στο προσφυγικό γκέτο. Και το λέω γκέτο, γιατί υπήρχε ένα χοντρό κρύσταλλο που μας χώριζε από τη Θεσσαλονίκη.
Εμείς στην Καλαμαριά, τα τσαμούρια, που σημαίνει οι λασπωμένοι άνθρωποι, δεν είχαμε όνειρα. Δεν είχαμε δικαιώματα επιλογών. Έπρεπε να επιβιώσουμε. Είμαι 54 χρόνων και δουλεύω 49 χρόνια. Θα έπρεπε να ‘χα πάρει προ καιρού σύνταξη. Εκεί λοιπόν, στο γκέτο της Καλαμαριάς αρχίζει ο μεγάλος αγώνας για την επιβίωση. Κουλούρια, φιστίκια, νερό, μικρός έμπορος, ψαράς, ελαιοχρωματιστής, παιδί για θελήματα και πολλά όνειρα. Καλπάζουσα φαντασία και αγάπη για τη γλώσσα. Τους ποιητές. Η παρέα μου ήταν οι ποιητές της Θεσσαλονίκης, της καλής Θεσσαλονίκης. Και κάποιοι στίχοι παιδικοί που δημοσιεύονται στην εφημερίδα “Μακεδονία”. Σατιρικοί, πολλοί από αυτούς. Όπως το “η τύχη μας ευνόησε και εμάς και τα όνειρα μας γίνανε κιμάς. Τα κάναμε κεφτέδες και τα φάγαμε και τώρα πεινασμένοι καρτερούμε, πάλι καινούργια όνειρα να δούμε”. Το είχε γράψει το 1954.
Πέρασε στην ιατρική. Δεν πήγε ποτέ
Στην Καλαμαριά γνωρίστηκε με ποιητές, ζωγράφους και τους καθοδηγητές της Αριστεράς. “Με τον Γιώργο τον Ζαρζαβατζή -σημαίνει μανάβης. Καθαρός κομμουνιστής, με το κλειστό πουκάμισο και τα λαμπερά μάτια. Ο πατέρας μου, ο μπαρμπά Νίκος. Ο καθοδηγητής μου. Καμία σχέση με τους σημερινούς κομμουνιστές -τουλάχιστον τους Έλληνες. Εκεί ο αγώνας επιβίωσης αρχίζει να γίνεται όνειρο, όταν έδωσα εξετάσεις για το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, για να γίνω γιατρός. Μετά σκέφτηκα πιο ανθρωπιστικά και είπα “δεν βαριέσαι; Ένας γιατρός λιγότερος (γελάει)”. Δεν είχε δώσει βιολογία. Πέρασε 8ος. “Δεν πήγα ποτέ. Πήγα στο Λουξεμβούργο, αυτό στο Καρνάγιο. Τα καράβια. Η ατμόσφαιρα ήταν κατράμι, η θάλασσα μύριζε φύκι και τα παιδιά σκαρφαλωμένα, να βλέπουν το μεγάλο ήρωα της εποχής, τον Γιώργο Οικονομίδη, σε μια βραδιά ταλέντων”.
Τα δώρα ήταν πολλά. “Μια χρυσή λίρα, ένα κοστούμι, μια πετρογκάζ και κάποιο χρηματικό έπαθλο, από τον καφέ “Παπαγάλος”. Και τα ταλέντα, τα ατάλαντα να περνούν μπροστά από τον Οικονομίδη και ο Βασίλης Τριανταφυλλίδης αναρωτιόταν, ταυτόχρονα με άλλους, δικούς του φίλους που ήταν σκαρφαλωμένοι πάνω στο καράβι”.
Του έλεγαν “γιατί δεν πας να πάρεις τα λεφτά;”, κάποιος τον έσπρωξε (“δεν ξέρω ποιος ήταν”), αλλά τα λεφτά τα πήρε. “Και τη λίρα και τη πετρογκάζ”. Ανέβηκε στη σκηνή και έκανε ένα διάλογο με τον Οικονομίδη. Μετά δέχθηκε ένα τηλεγράφημα. Διάβασε “έλα γρήγορα στο γραφείο μου, Πατησίων 10”. Μπήκε στο τρένο. “Κλασική διαδρομή, Λιανοκλάδι, Ομόνοια και εγώ χαμένος. Ξενοδοχείο “Η Ελλάς”. 1958. Οκτώβρης. Και εγώ πεινασμένος. Μετά, η πρώτη εμφάνιση μου στο “Άλσος” και αδυναμία να βγω στη σκηνή”. Βγήκε. Με τον Γιώργο Οικονομίδη. “Και έτσι ξεκίνησα”.
Με αυτόν τον τρόπο ισορροπώ τη ψυχή μου, όσα δεν είχα από παιδί
Η μετάβαση από τη λύπη στη χαρά γινόταν τόσο φυσικά που αυτό το ταξίδι στη ζωή του έγινε καθηλωτικό. “Δεν ξέρω αν το κάνω καλά. Προσπαθώ όμως, πάντα να ακροβατώ” είχε διευκρινίσει, “με αυτό τον τρόπο ισορροπώ τη ψυχή μου, τα όνειρα μου και τις ελπίδες μου. Αυτά που δεν είχα από παιδί. Τα παιχνίδια μου, που μου έλειψαν”.
Ήθελε να κάνει σάτιρα. Ο κόσμος δεν την καταλάβαινε
Μετά τις εμφανίσεις στο θέατρο “Άλσος” έγιναν και οι πρώτες εμφανίσεις στον ελληνικό κινηματογράφο. H πρώτη ταινία μικρού μήκους, με τίτλο “Η σύγχυση”. “Ήταν ο Δημήτρης Γαλάτης μαζί με τον Κολλάτο που είχαν πρωτοβγεί και έκαναν εντύπωση. Εγώ έπαιξα πρωταγωνιστικό ρόλο. Για αυτό από τότε μου αρέσει να παίζω σε ταινίες μικρού μήκους”.
Μετά βασίλεψε το καμπαρέ, η εποχή της τζαζ, του στριπτίζ “και του κωμικού της πίστας”. Εκεί έκανε τα πρώτα βήματα, με το μικρόφωνο στα χέρια του “μακριά από τη σκιά του Οικονομίδη, να επικοινωνώ με τον κόσμο. Να κάνω τους πρώτους διαλόγους”. Είχε προβλήματα. Αλλιώς την εννοούσε εκείνος την επικοινωνία, αλλιώς την αντιλαμβανόταν ο κόσμος. Χρόνια μετά εξηγούσε πως “πάντα πίστευα πως η έννοια της σάτιρας, ταυτίζεται με τη διαχρονικότητα των προβλημάτων. Στην Ελλάδα έχουμε πολλά προβλήματα, τα οποία δυστυχώς κρατούν πολύ καιρό. Έρχεται από την εποχή του Διόνυσου και περιπλανιέται στη σύγχρονη εποχή, όπου προσπαθεί να βρει ένα βήμα. Είτε είναι το θέατρο, είτε η τηλεόραση, είτε η παρέα, είτε το καφενείο, ώστε να μπορέσει να επικοινωνήσει. Να πει πράγματα”.
Πίσω στο ξεκίνημα του “με στενοχωρούσε η ηθογραφία που υπήρχε. Ήθελα μέσα μου από παιδί να ασχολούμαι με σάτιρα. Όχι με το αστείο, αυτό καθ’ αυτό. Ήθελα να ‘χω επιθετικά στοιχεία. Να μιλώ με τον κόσμο, να περνώ μηνύματα”. Η εποχή όμως, δεν το σήκωνε. Και αυτός ήταν ο λόγος που έφυγε από την Ελλάδα. Είχε κάνει την ταινία “Τα 201 καναρίνια”, τα οποία ωστόσο έκαναν επιτυχία πολλά χρόνια αργότερα.
Το Greek boy που λάτρεψαν οι Αμερικανοί
Το 1965 αναχώρησε για τον Καναδά. “Για έναν χορό, μια εμφάνιση στο Μοντρεάλ. Ήταν ευκαιρία για εμένα, να πάω να δω τον Καναδά. Ήθελα κι όλας να φύγω. Δεν ξέρω. Υπήρχε μια τάση φυγής μέσα μου, από όταν ήμουν μικρός”.
Η μια μέρα έγιναν δέκα μέρες (τον είχε καλέσει επιχειρηματίας να δουλέψει στο μαγαζί του) και μετά ήλθε μια πρόταση από ελληνικό μαγαζί του Ντιτρόιτ. Πήγε στην Αμερική. Η συμφωνία ήταν για 15 ημέρες. Στην πρεμιέρα (“ημέρα Σάββατο, θυμάμαι”) ο τεράστιος χώρος ήταν κατάμεστος από Έλληνες. Την επομένη είχε γίνει πάλι sold out. Αλλά από Αμερικανούς. “Έντρομος είχα πάει στον επιχειρηματία για να του πω ότι δεν ξέρω αγγλικά. Μου είπε “δεν πειράζει. Εσύ θα λες αυτά που λες και εγώ θα σε πληρώνω”. Προσπάθησε να σκεφτεί πώς θα έβγαιναν οι επόμενες ημέρες, έως το τέλος της συμφωνίας. “Εμπνεύστηκα το Greek boy: τον Έλληνα που προσπαθεί να πει, με σπασμένα ελληνικά, κάποιο ανέκδοτο στην παρέα”. Ο γιος του επιχειρηματία του έκανε και κάποια μαθήματα επί της αγγλικής και άρχισε να μεταφράζει τις σκέψεις του, στα αγγλικά, χρησιμοποιώντας τις λέξεις που ήξερε. “Αυτό όχι μόνο άρεσε, αλλά έκανε πάταγο”. Το ότι παρουσίαζε στη σκηνή, όσα ζούσε, έκανε πάταγο.
Η σχολή της μιας γραμμής, “της ανελέητης σάτιρας” και η συνεργασία με τον Woody Allen
Οι προτάσεις έπεσαν βροχή. Όχι μόνο από ελληνικά, αλλά και από αμερικανικά μαγαζιά. Το Σικάγο ήταν ο σημαντικότερος σταθμός της καριέρας του, όπως έχει πει ο ίδιος. “Γνώρισα όλους τους μεγάλους ηθοποιούς, της underground σκηνής. Της περιφερειακής σκηνής” όπου ενέτασσαν όλους τους μη Αμερικανούς, οι Αμερικανοί. “Εκεί δημιουργήθηκε μια νέα σχολή: η on-liner, το αστείο της μιας γραμμής. Το πολιτικό, το κοινωνικό αστείο, η σάτιρα η σκληρή, η ανελέητη”. Γνωρίζοντας πια κάποια περισσότερα αγγλικά, δοκίμασε την τύχη του.
“Όταν δουλεύαμε στο “Mister Kelly’s” ήταν εποχή ένα κουαρτέτο, ο Kazan και δυο κωμικοί: ο Τριανταφυλλίδης και ο Woody Allen. Γράφαμε μαζί. Mάλιστα, τότε ήταν που είχε αρχίσει να γράφει το “What’s new pussycat?”, το οποίο προβλήθηκε το 1965, με πρωταγωνιστές τους Peter Sellers, Peter O’Toole, Romy Schneider και Ursula Andress, μεταξύ άλλων. “Εγώ έγραφα περισσότερο σε εφημερίδες. Ήμουν πιο πολιτικοποιημένος. Έγραψα κείμενα που άρεσαν πάρα πολύ. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, έγινα περισσότερο αποδεκτός ως γραφιάς, παρά σαν κωμικός. Αν και οι κωμικοί του περιθωρίου δεν ήμασταν αποδεκτοί, ακόμα. Βλέπετε, ήμασταν η αμφισβήτηση. Μέσα σε λίγα χρόνια, αυτοί οι άνθρωποι ήλθαν στην πρώτη γραμμή”.
Έμεινε στην Αμερική περί τα 10 χρόνια. Εκεί γνώρισε τη Χαρίκλεια, εκεί παντρεύτηκαν, εκεί απέκτησαν δυο παιδιά (“εκεί γεννήθηκε ο Νικολάκης, εκεί γεννήθηκε ο Αποστόλης”). Γύρισε το 1974, γιατί ο πατέρας του ήταν βαριά άρρωστος.
““Όταν ήλθα τρόμαξα, γιατί έπρεπε να μεταφράζω ή να παραφράζω αυτά που έκανα στην Αμερική, για να μπορώ να προσαρμοστώ στην ελληνική πραγματικότητα”. Άρχισαν οι εμφανίσεις σε μπουάτ. “Δεν πίστευα πως μπορώ να παρουσιαστώ σε κάποιο θέατρο, δεν ένιωθα ότι είχα τις βάσεις. Μου έκανε εντύπωση το γεγονός πως όλες οι μπουάτ κατέγραφαν αυτούς τους μονολόγους που έκανα στην Αμερική, μόνο που αυτή τη φορά τους έλεγα στα ελληνικά. Ήταν αυτή η σκληρή κοινωνική, πολιτική σάτιρα”.
Χρωστά πολλά στις πειρατικές κασέτες
Αυτό που γινόταν ήταν να γράφει ο κόσμος τα προγράμματα του και να τα κυκλοφορεί σε πειρατικές κασέτες που πωλούνταν στην Ομόνοια, το Μοναστηράκι, τη Θεσσαλονίκη. Έγινε γνωστός από αυτά. “Σκέφτηκα, αφού τα αγοράζει ο κόσμος, να κάνω δίσκους”. Μοιράστηκε το όραμα του με τον Γιώργο Πιτσίλα, τον πρώτο σύζυγο της Νάνα Μούσχουρη, από το “Τρίο Καντσόνε”. Πήγαν μαζί στην Columbia που δέχθηκε να κυκλοφορήσει, δοκιμαστικά, 100 δίσκους. Σύντομα έγιναν 100.000. “Ο δίσκος “Για δέσιμο” ήταν μια πολύ μεγάλη επιτυχία”. Ακολούθησαν άλλοι 14 δίσκοι και μετά το θέατρο.
Οι χαρακτήρες μέσα από τους οποίους πέρασε την πολιτική σάτιρα, πώς δημιουργήθηκαν; Πώς τους εμπνεύστηκε; “Από ανάγκη. Το πιο σημαντικό είναι αυτό που θέλουμε να πούμε. Όχι ο τύπος που θα δημιουργήσουμε. Για παράδειγμα, δημιουργούμε έναν τύπο, τον Τραμπάκουλα ή τον Μήτσο ή τον Βασίλη… που πίνει 48 ζάχαρες, γιατί του ‘χει λείψει η ζάχαρη. Φτιάχνουμε το βιογραφικό του, με ηλικία, οικογενειακή κατάσταση, χούγια, λεφτά, δουλειά κλπ. Τι ήθελα να κάνω; Να βγάλω γελοιογραφικά το πορτρέτο του νέου Έλληνα, που να ‘χει ουσία. Να μη φτάνει ο λόγος να είναι σημαντικός. Να είναι και η προσωπικότητα σημαντική. Να είναι ισοζυγιασμένη”.
Όταν ένα θέμα δεν αξίζει, είναι χυδαίο. Όταν ένα θέμα αξίζει, δεν μπορεί να είναι χυδαίο
Τον ρώτησαν για τη λεπτή διαχωριστική γραμμή μεταξύ της σκληρής σάτιρας και της χυδαιότητας. “Όταν μιλάμε για χυδαιότητα, δεν θα περιοριστούμε στη χυδαιότητα της σάτιρας, αλλά στη χυδαιότητα του θεάματος. Η βωμολοχία είναι ιερή. Αν μιλάμε για χυδαιότητα, μιλάμε για χυδαιότητα θεάματος. Όταν ένα θέμα δεν αξίζει, είναι χυδαίο. Όταν ένα θέμα αξίζει, δεν μπορεί να είναι χυδαίο”.
Θέλησε να διευκρινίσει κάτι: “Αυτό που κάναμε στο Σικάγο ήταν να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε πως η αίσθηση του χιούμορ είναι άλλο από τη σάτιρα. Εκεί εκπαιδεύσαμε ένα σατιρικά απαίδευτο κοινό. Εδώ η σάτιρα είναι στο αίμα μας. Είμαστε ίσως, από τους λίγους λαούς στην Ευρώπη που χρησιμοποιούμε το χιούμορ, ως μέσο αντίστασης. Είναι εξαιρετικά ισχυρό μέσο αντίστασης, το στοιχείο της διατήρησης της εθνικής ταυτότητας του γέλιου μας και του άγραφου κώδικα της σάτιρας”.
Την εποχή που τα ιερά τέρατα της υποκριτικής του ελληνικού κινηματογράφου που πέρασαν από αμφισβήτηση, όπως και ο Καραγκιόζης, έκανε ένα βήμα μπροστά να τους υπερασπιστεί. “Η σάτιρα δεν αλλάζει. Οι κωμικοί αλλάζουν. Είναι αυτοί που δημιουργούν κάτω από δύσκολες και αντίξοες συνθήκες. Φαντάζεστε ιερά τέρατα, όπως οι Βασίλης Αυλωνίτης και Κώστας Χατζηχρήστος να ήταν στα χέρια Αμερικανών σκηνοθετών; Τι ρόλους θα έπαιζαν; Δεν είχαν όμως, να συναγωνιστούν ούτε τον Έβερτ, ούτε τον Σαμαρά, ούτε τον Φλωράκη, ούτε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Για αυτό μιλώ για υποκριτική συγγένεια. Την εποχή του Αυλωνίτη και του Κωνσταντάρα, αυτοί ήταν οι σταρ. Υπήρχε η μεγάλη οθόνη. Όχι η μικρή. Τώρα υπάρχει πλήθος σταρ, σε όλους τους χώρους”.
Θεωρώ τους πολιτικούς, συναδέλφους. Ναι, ο ελληνικό λαός διασκεδάζει με τους πολιτικούς του
Σε άλλη συνέντευξη είχε εξηγήσει ότι “θεωρώ τους πολιτικούς, συναδέλφους. Όταν ανταγωνίζεται κάποιος το υποκριτικό ταλέντο του άλλου και όταν από το ψεύδος προσπαθεί να δημιουργήσει το μύθο της αλήθειας, τότε υπάρχει τουλάχιστον μια ιδεολογική συγγένεια, ως προς την επικοινωνία. Ή εμείς κλέβουμε τη δουλειά τους ή εκείνοι τη δική μας”. Εξήγησε πως τα νέα παιδιά θα ‘χαν ένα πολύ πιο δύσκολο έργο. “Είναι θεμιτό να ανταγωνιστείς ένα συνάδελφο σου, τη στιγμή που έχεις κάτι να δώσεις. Φαντάζεστε όμως, ηθοποιούς που δεν έχουν κάτι να δώσουν, να σου κλέβουν τη γοητεία; Ναι, ο ελληνικό λαός διασκεδάζει με τους πολιτικούς του. Όταν τους ψηφίζει, εκδικείται ταυτόχρονα τον εαυτό του και αυτούς. Είναι μια ομαδική αυτοκτονία η ψηφοφορία. Η ημέρα των εκλογών στην Ελλάδα, είναι μια ομαδική αυτοκτονία”.
Στον αθλητισμό, οι άνθρωποι που παίρνουν χρήμα καταθέτουν μυαλό. Στην πολιτική όχι
Κατανοούσε πλήρως τι πρόσφερε ο αθλητισμός στους πολίτες αυτής της χώρας, εξ ου και οι ξέφρενοι πανηγυρισμοί: “Μας δίνει ό,τι υποσχέθηκαν οι πολίτικοι και δεν μας έδωσαν: υπερηφάνεια. Από αυτό πάσχει ο λαός. Τρώμε ήττες και εισπράττουμε καρπαζιές, σε επίπεδο πολιτικής. Στον αθλητισμό δεν κερδίζεις με τα ψέματα. Πρέπει να ιδρώσει η φανέλα”.
Ασχολήθηκε, από διοικητικό ρόλο, με το σπορ “του οποίου η μαγεία είναι πως παίζεται οπουδήποτε” και ζήτησε από τον παρουσιαστή της εκπομπής “να φανταστείτε ότι μια μέρα αυτό το σπορ θα φέρει τις επιτυχίες που φέρνει το μπάσκετ, σε εθνικό επίπεδο. Θα δείτε δυο εστίες στο Σύνταγμα”. Δεν είδαμε αυτό, είδαμε όμως, πολλά άλλα στο Euro2004. “Ο αθλητισμός είναι υγεία, είναι ορθή σκέψη, είναι αγώνας”, είχε καταλήξει, “στις ομάδες που κάνουν επιτυχίες υπάρχουν άνθρωποι που παίρνουν χρήμα και καταθέτουν μυαλό. Στην πολιτική, υπάρχουν άνθρωποι που παίρνουν χρήμα και δεν καταθέτουν μυαλό”.
Είμαι υπερήφανος που ζω σε μια χώρα, όπου ο κάθε πολίτης μπορεί να κάνει ό,τι αποφασίσει η κυβέρνηση
Αρκεί να διαβάσεις τι είχε πει για τη δημοκρατία, σε εμφάνιση του, ώστε να καταλάβεις το mentalité του: “Πρέπει να είμαστε η μοναδική αφρικανική χώρα στον κόσμο, με λευκούς κατοίκους. “Στις εκλογές που έρχονται δηλώνω υπεύθυνα πως δεν πρόκειται να ψηφίσω το κόμμα που λέει πως όταν βγει θα κάνει το μεγαλύτερο καλό. Θα ψηφίσω εκείνο που θα βγει παλικαρίσια και θα πει πως θα κάνει σε αυτήν τη χώρα το μικρότερο κακό. Κάποια στιγμή να τελειώσει αυτό το παραμύθι. Ο,τι γίνεται σε αυτήν τη χώρα γίνεται στο όνομα της δημοκρατίας. Είναι κάτι δικό μας. Φοκλόρ. Πώς λέμε ελληνική λεβεντιά, κουζίνα, φέτα; Έτσι έχουμε και την ελληνική δημοκρατία, που σημαίνει πως ο καθένας κάνει ό,τι τον φωτίσει ο Θεός.
Σου λέει “δημοκρατία έχουμε, ό,τι θέλουμε κάνουμε και τους γράφουμε τους άλλους στα α… Να μπορεί ο καθένας να λέει ελεύθερα ό,τι σκέφτεται, ακόμα και όταν δεν είναι σε θέση να σκέφτεται. Διότι στη δημοκρατία υποτίθεται πως είμαστε όλοι ίσοι. Εκτός βέβαια, από τον κύριο Σαρτζετάκη που είναι πιο ίσος από τους ίσους. Βέβαια εκείνος έχει μπερδέψει την ελληνική δημοκρατία με τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Είμαι υπερήφανος που ζω σε μια χώρα, όπου ο κάθε πολίτης μπορεί να κάνει ό,τι αποφασίσει η κυβέρνηση”.
Μεταξύ των παραδειγμάτων που είχε δώσει ήταν και το εξής: “Υπάρχει πιο ανάποδο πράγμα από τον Έλληνα; Ξοδεύει ο καρ… έναν κουβά λεφτά για να φτιάξει πάρκινγκ και μόλις το τελειώσει παρκάρει στο πεζοδρόμιο. Ανάποδος ο Έλληνας, από αρχαιοτάτους χρόνους. Από τον Αδάμ και την Εύα… γιατί και αυτοί Έλληνες πρέπει να ήταν. Δεν είχαν σπίτι να μείνουν, κυκλοφορούσαν γυμνοί, την “έβγαζαν” με ένα μήλο και είχαν την εντύπωση πως ζούσαν στον παράδεισο”.
Η σάτιρα χτυπά τη σημαδεμένη τράπουλα, αλλά και τον καρτοκλέφτη
Με αφορμή το νόμο του Παπαθεμελή, που έκλεινε τα νυχτερινά κέντρα στις 02.00 και είχε ως συνέπεια διαδηλώσεις, είχε σχολιάσει πως “αύριο μεθαύριο ίσως δούμε και άλλα πράγματα. Κάποια συνέχεια σε αυτές τις αντιδράσεις και ίσως οδηγηθούμε σε άλλα αποτελέσματα. Κάποια στιγμή, ο Έλληνας θα έπρεπε να είχε αντιδράσει. Όλοι λέμε “τα πάντα συμβαίνουν και κανείς δεν αντιδρά”. Ο Έλληνας, δια ασήμαντη αφορμή, μπορεί να αντιδράσει, για άλλα που τον ενοχλούν περισσότερο. Αυτή η χώρα δεν έχει κάτι να φοβηθεί από τους συνήθειες πολιτικούς. Περνά βέβαια, μια βαθιά αναξιοπιστία η ελληνική πολιτική”.
Έμεινε λίγο στο ξενύχτι του Έλληνα, για να πει “υπάρχουν περίοδοι που ο Έλληνας περνά εξάρσεις ξενυχτιού. Κανείς δεν αναρωτήθηκε γιατί δεν θέλει να κοιμηθεί: είναι γιατί φοβάται τους εφιάλτες”. Μέσα από τη σάτιρα που έκανε “και που πιστεύω πως δεν μπορεί να χτυπά μόνο τη σημαδεμένη τράπουλα, αλλά και τον καρτοκλέφτη, έχω την αίσθηση πως κάποιοι πολιτικοί πειράχτηκαν από όσα έλεγα”.
Kαι έλεγε για όλους. “Σατιρικός καλλιτέχνης είναι ένας άνθρωπος που είναι και δημιουργός και πρέπει να ενοχλεί. Αλίμονο αν δεν ενοχλεί. Πρέπει να έχει και εχθρούς. Θα πρέπει να φτάσουμε σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο πολιτισμού, για να μπορούμε να δεχθούμε τη φωνή και την κριτική ενός σατιρικού καλλιτέχνη. Δεν έχουμε φτάσει ακόμα εκεί οι Έλληνες. Γιατί; Τη στιγμή που βλέπουμε όλοι πως η χώρα αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα, δεν μπορώ να καταλάβω -πέρα από τη μη προσφορά των πολιτικών- τη δική μας προσφορά, για το ξεπέρασμα της κρίσης”.
Το πρόβλημα δεν είναι το ελληνοσκοπιανό, αλλά το ελληνοελληνικό
Το πάλαι ποτέ, τον είχαν ρωτήσει και για το θέμα των Σκοπίων. Πόσο τον συγκινούσε, δεδομένου ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καλαμαριά. Πόσο τον ενοχλούσε ότι μια γειτονική χώρα είχε “κλέψει” το όνομα “Μακεδονία”.
“Εμένα δεν με ενοχλεί αυτό, αλλά πως γνωρίζουμε ότι η κλοπή είχε γίνει πριν 50 χρόνια και κλείναμε τα μάτια μας, κάναμε ότι δεν γνωρίζαμε. Δεν με ενοχλεί αυτός που ψάχνει να βρει μια ταυτότητα για ένα ανύπαρκτο κράτος, για μια εθνότητα, να μπορέσει να τα κρατήσει. Ίσως να διαλέγει και λάθος δρόμο. Από την άλλη όμως, η Ευρώπη που δεν γνωρίζει ότι το όνομα “Ευρώπη” είναι ελληνικό -και αυτό είναι τραγικό-, δέχεται το πατρονάρισμα του γερμανικού μιλιταρισμού.
Αυτήν τη στιγμή ζούμε ένα νέο Ολοκαύτωμα και ας πάψει να μας συγκινεί η ταινία του Σίντλερ, όταν σφάζονται οι Παλαιστίνιοι και αιμορραγούν οι Κούρδοι, ενώ σύντομα πρόκειται να αιμορραγήσουμε και εμείς -εάν δεν αφυπνιστούμε. Αυτό δεν είναι προφητεία. Είναι σωστή εκτίμηση. Δεν μπορούμε να αφυπνιστούμε, γιατί δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την πραγματικότητα. Αυτό δείχνει πόσο ανίκανοι είμαστε να πείσουμε τους ετέρους μας για κάτι τόσο φανερό και ξεκάθαρο. Δεν δέχομαι πως υπάρχει τέτοιος παραλογισμός στην Ευρώπη”.
Μάλλον εμείς δεν τα εξηγούσαμε καλά. “Όταν γίνει κάποιος πόλεμος, που θα γίνει -δεν μπορεί να μη γίνει- τι θα λέμε; Έχουμε ένα πρόβλημα και επικεντρώνουμε τα πυρά μας στο πρόσωπο του Γκλιγκόροφ. Γιατί; Το πρόβλημα δεν είναι το ελληνοσκοπιανό, αλλά το ελληνοελληνικό. Από την άλλη, έχουμε τους Γερμανούς. Το παράδοξο είναι πως οι ηττημένοι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τιμωρούν τους ανθρώπους που αγωνίστηκαν”.