Παντελής Μπουκάλας: Τραγουδώντας την σκλαβιά και την επανάσταση
Ο Παντελής Μπουκάλας μιλάει στο NEWS 24/7 για τον ωκεανό της δημοτικής ποίησης, τα κλέφτικα τραγούδια, και τους καπεταναίους του ‘21.
- 15 Μαρτίου 2021 07:08
Πώς ζούσαν οι Γραικοί στα χρόνια της σκλαβιάς; Τι μας λένε τα κλέφτικα τραγούδια για την επαναστατημένη Ελλάδα; Ποιοι τα διέσωσαν και ποιοι τα νόθευσαν; Γιατί η εκκλησία καταριόταν τα δημοτικά; Ο Παντελής Μπουκάλας ποιητής, συγγραφέας και δημοσιογράφος, έχει μελετήσει σε βάθος τη Δημοτική Ποίηση και μιλάει στο NEWS 24/7 για τις αλήθειες και τους μύθους.
Τώρα που έρχεται η επέτειος για τα 200 χρόνια της επανάστασης του 1821, αναμένοντας τα ταρατατζούμ της «Εθνικής Επιτροπής», ο καθένας από μας ανασύρει μνήμες. Όσο πιο πίσω στο παρελθόν πάει το μυαλό, άλλο τόσο περίεργες είναι και οι αναμνήσεις, με φουστανέλες, τον Παπαφλέσσα-Παπαμιχαήλ της μικρής οθόνης, να εμπλέκονται με θεατρικά στο σχολείο, πανηγυρικούς από τους Γυμνασιάρχες-Λυκειάρχες, κλαρίνα, τσάμικα και καλαματιανά
Η ηγεσία μιας άλλης «επανάστασης» στα λόγια, στρατιωτικής δικτατορίας στην πραγματικότητα, είχε ξαμοληθεί στα χωριά, εγκαινιάζοντας ανύπαρκτα έργα με το μυστρί του ο Πατακός, χορεύοντας τσάμικα με τους φαντάρους ο Παπαδόπουλος, ενώ λίγη ώρα πριν μαθητές, προσκοπάκια και λοιποί, αναβίωναν, ας πούμε τη μάχη της Γραβιάς. Αν δει κανείς τα επίκαιρα των 150 ετών, της επετείου που εορτάστηκε καταμεσής της χούντας θα καταλάβει. Και στα αυτιά του θα ηχήσουν τα κλαρίνα και τα απαραίτητα δημοτικά.
Ποια δημοτικά, όμως; Όχι, βέβαια όλα. Αν ήξερε η χούντα την ελευθεροστομία και το πνεύμα των ραγιάδων, των Γραικών που κάποτε ονειρεύτηκαν ότι μπορούσαν να ζήσουν χωρίς αφέντες, μπορεί και να το έριχνε στην κλασική μουσική.
Η δημοτική ποίηση δεν είναι, βέβαια, αυτή που μάθαμε εμείς μεγαλώνοντας στις πόλεις, έστω κι αν κάποια γιαγιά πρόλαβε να μας σιγοτραγουδήσει ένα από τα αγαπημένα της. Στη δική μου, τη λατρεμένη Αρετή που’ χε και ωραία φωνή, της άρεσε η Περβολαριά και τραγουδούσε σχεδόν δακρύζοντας «περβολαριά μου σε ηγάπησα, μες την καρδιά μου σε ζωγράφισα». Σε ηγάπησα, ναι…
Τα τραγούδια που γεννήθηκαν μέσα από την ίδια ζωή των Ρωμιών, περίγραψαν έρωτες, διηγήθηκαν παραμύθια, μίλησαν για τον θάνατο, τη γυναίκα, τον άντρα, βίωσαν την σκλαβιά, αφουγκράστηκαν την επανάσταση.
Ο Παντελής Μπουκάλας, που όπως λέει ο ίδιος «κολύμπησε από νωρίς στον ωκεανό» της δημοτικής ποίησης και θα μας βοηθήσει σήμερα σε μια προσπάθεια κατανόησης μιας παράδοσης, που μας ενώνει με το παρελθόν μας.
Συγγραφέας, ποιητής, δοκιμιογράφος, αρθρογράφος εδώ και χρόνια στην Καθημερινή, ο Παντελής έχει γράψει ήδη τρία βιβλία για τα δημοτικά και ετοιμάζει το τέταρτο σε δυο τόμους, βασισμένο στην διδακτορική του διατριβή. Τώρα στα … γεράματα, βλέπετε, αποφάσισε να γίνει και φιλόλογος παίρνοντας το πτυχίο του από τη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Κύπρου.
Πού να φανταζόμουν, μειράκιον της δημοσιογραφίας το 1986, σε ποιον άνθρωπο πήγαιναν τα χειρόγραφά μου για να διορθώσει τις ελληνικούρες και τις ασυνταξίες μου, ώστε να δημοσιευτούν στις αθλητικές σελίδες της «Πρώτης»; Τον θυμάμαι να καπνίζει αρειμανίως, να γράφει ακόμη περισσότερο και να μιλάει για … ποδόσφαιρο!
Δεν είναι μύθος, αλλά αλήθεια. Οι διορθωτές των εφημερίδων, ήταν πάντα οι πιο μορφωμένοι άνθρωποι που κυκλοφορούσαν στα Γραφεία τους. Ο Παντελής Μπουκάλας έχει και ένα άλλο χαρακτηριστικό: Η γραφή του είναι μοναδική και αξεπέραστη. Όσοι τον διαβάζουν τακτικά, καταλαβαίνουν.
Το πέλαγος της δημοτικής ποίησης
Ένας άριστος μαθητής που οι καθηγητές του στο Γυμνάσιο τον έπεισαν ότι έπρεπε να γίνει γιατρός, έγραψε όμως άσχημα στην … έκθεση (ακόμη το φέρει βαρέως) και έτσι μπήκε στην οδοντιατρική. Την τελείωσε από πείσμα και προς χάριν της μητέρας του, η οποία δεν πρόλαβε να τον δει πτυχιούχο, αλλά προφανώς δεν επρόκειτο ποτέ να εξασκήσει το επάγγελμα, αφού είχε γεννηθεί για να γράφει, να διαβάζει και πάλι να γράφει.
«Μόνο στον στρατό, έβγαζα τα δόντια των φαντάρων και τους έκανε ενέσεις καφεΐνης για να συνέλθουν από τα βραδινά μεθύσια…»
Η ενασχόληση με τη δημοτική ποίηση πως προέκυψε;
«Από μικρός μου άρεσε να πηγαίνω σε πανηγύρι, είχα ακούσματα, με ενδιέφερε και η γλώσσα τους. Όταν αποφάσισα να τα μελετήσω και να τα καταγράψω συνειδητοποίησα ότι δεν είναι εύκολο. Μπήκα σε ένα τεράστιο πέλαγος και αποφάσισα να κολυμπήσω. Φυσικά έπρεπε να μελετήσω όσους είχαν ασχοληθεί προγενέστερα με τη δημοτική ποίηση, όπως ο Νίκος Πολίτης και ο Γιώργος Ιωάννου αλλά και τους νεότερους σαν τον Αλέξη Πολίτη και τους υπόλοιπους συγγραφείς, μελετητές που ασχολήθηκαν με την δημοτική παράδοση. Με τον καιρό, είτε έβρισκα, είτε μου’ ρχονταν και τοπικές συλλογές, από διάφορα μέρη της Ελλάδας, ανακαλύπτοντας σχεδόν χαμένους θησαυρούς, που δεν συμπεριλαμβάνονταν στην επίσημη βιβλιογραφία με τα καταγεγραμμένα τραγούδια. Μάθαινα κιόλας πράγματα που μου διέφευγαν…
Όπως;
«Ότι η τουρκοκρατία σε άλλες περιοχές της Ελλάδας δεν κράτησε 400 αλλά 500 χρόνια, σε άλλες δεν πήγε καν, ωστόσο το μίσος για τους Φράγκους μπορεί να ήταν και μεγαλύτερο, ενδεχομένως και λόγω του σχίσματος μεταξύ ορθόδοξων και καθολικών. Παρουσιάζοντας και το τραγούδι όπου πέφτουν κατάρες στον Άγιο Γεώργιο, γιατί δεν αντέχεται άλλο η σκλαβιά, με έβαλε στο μάτι ο «Στόχος» κι έγινα … εθνομηδενιστής, λες κι έγραψα εγώ τους στίχους»
Είναι ένα συνεχές ταξίδι, δηλαδή.
«Με ανεξάντλητους σταθμούς. Η διατριβή που λέγαμε, ή αν προτιμάς το δίτομο τέταρτο σχετικό βιβλίο, έχει σαν θέμα τον έρωτα των γυναικών ή των ανδρών με τους αλλόφυλους. Τούρκους, Αρβανίτες, Φράγκους, ακόμη και μαύρους, όπως λέει ένα τραγούδι από την Κρήτη. Όταν ρώτησα, μάλιστα, αν εννοούσαν κάτι άλλο, μου διευκρίνισαν ότι αφορούσε … μαύρο, μαύρο. Αν κάτσεις και σκεφτείς, ωστόσο, πόσα χρόνια έμειναν οι Σαρακηνοί στην Κρήτη δεν θα εκπλαγείς. Συνειδητοποίησα, ωστόσο, και κάτι άλλο ότι έπρεπε να μελετήσω τις παροιμίες και τις παραδόσεις των σύνοικων και των περίοικων λαών»
Ακόμη πιο δύσκολο;
«Και συναρπαστικό, ωστόσο. Να μελετήσω δηλαδή πομάκικα, εβραϊκά και αρβανίτικα τραγούδια. Ευτυχώς στην Αλβανία υπάρχει συγκεντρωμένο υλικό και εκεί ανακαλύπτει κανείς τον θαυμασμό με τον οποίο περιγράφονται τα κατορθώματα των Ελλήνων στην επανάσταση του 21. Οι Αλβανοί, μάλιστα, κι αυτό είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό ίσως, έχουν σώσει αντίστοιχα τραγούδια και για τον πόλεμο του 40, την αντίσταση στην κατοχή κλπ, αναφερόμενοι πάλι στον ηρωισμό των Ελλήνων. Με όλη αυτή τη διαδικασία βρήκα παντού φίλους, έχω πάει σε πολλά μέρη, για μια εκδήλωση, για μια ομιλία, που συνήθως κατέληγε σε γλέντι όπως συνήθως γίνεται. Αφορμή για ένα ποτήρι δηλαδή, για χορό, άσχετα αν όπως λέω και είναι αλήθεια, χορεύω πολύ άσχημα. Προτιμώ να γράφω βιβλία…»
Σε αυτή τη χαοτική καταγραφή, πως προσδιορίζεται το χρονικό πλαίσιο. Πότε ξεκίνησε και πότε σταμάτησε, αν σταμάτησε, η δημοτική ποίηση;
«Πρώτα, θα πρέπει να πάμε κάπου στο 1000 μ.Χ, όπου ξεκινάνε τα πρώτα τραγούδια για τα κατορθώματα των Ακριτών. Χοντρικά θα μιλήσουμε για μια χιλιετία, αφού το τέλος επέρχεται μετά την επανάσταση του 1821 και την σταδιακή συγκέντρωση των πληθυσμών στα αστικά κέντρα. Φυσικά, όλα γίνονται προφορικά, δεν υπάρχει καταγραφή των τραγουδιών, ούτε ξέρουμε τους δημιουργούς. Δεν τέθηκε ποτέ θέμα πνευματικών δικαιωμάτων, ένα τραγούδι μπορεί να είχε πάμπολλες παραλλαγές, ανάλογα με το μέρος. Το μύθο με το γιοφύρι της Άρτας, δηλαδή, τον συναντάμε παντού και όχι μόνο στην Ελλάδα. Όλοι οι λαοί είχαν τέτοια τραγούδια. Όλοι εκτός των Τούρκων, οι τραγουδιστάδες των οποίων ήταν γνωστοί και συγκεκριμένοι. Σε όλα τα υπόλοιπα Βαλκάνια κυριάρχησε η ανώνυμη δημοτική ποίηση, που άλλαζε από χωριό σε χωριό, έμπαιναν άλλα δίστιχα, ανάλογα το γεγονός, ανάλογα τη διάθεση του δημιουργού. Το ίδιο τραγούδι που σε μια περιοχή είναι χαρούμενο, σε μια άλλη μπορεί να’ ναι μοιρολόι. Αμερικανοί και Άγγλοι μελετητές, πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, κατέγραψαν (σε μπομπίνες ήχου, μάλιστα) έκπληκτοι στην Σερβία, τραγουδιστές που μπορούσαν να απαγγείλουν 200 στίχους χωρίς να σταματήσουν. Αοιδοί, ή μήπως ραψωδοί;»
Τυφλοί τραγουδιστές, οι γυναίκες σε περίοπτη θέση
Ποιοι ήταν συνήθως οι τραγουδιστές;
«Στα δικά μας τα μέρη ήταν συνήθως τυφλοί. Για να μην είναι υποχρεωμένοι να ζητιανεύουν απομνημόνευαν τους στίχους των τραγουδιών και έτσι κατάφερναν να ζουν με αξιοπρέπεια. Όπως έλεγε και ο Κολοκοτρώνης, τα τραγούδια «τα λένε οι τυφλοί με τις λύρες». Οι καπεταναίοι, άλλωστε, είχαν τις δικές τους κομπανίες και στα γλέντια, τις έβαζαν να παίζουν.
Με τι όργανα;
«Σίγουρα όχι κλαρίνα. Αυτά τα φέραμε πολύ αργότερα και τα αφομοιώσαμε πλήρως με την παράδοσή μας, σε σημείο να ξεχνάμε ότι τα τραγούδια παίζονταν στον ζουρνά. Όπως έχει πει, μάλιστα, ο άριστος δεξιοτέχνης Μάνος Αχαλινωτόπουλος, οι Έλληνες αφομοίωσαν το κλαρίνο, αφού πρώτα το έπαιξαν όπως ο ζουρνάς, ένα πολύ δύσκολο όργανο, παρεμπιπτόντως. Κι οι περισσότεροι από τους οργανοπαίκτες ήταν τσιγγάνοι. Σταδιακά, λοιπόν, όλη αυτή η ιστορία σταμάτησε μετά την επανάσταση του 21, με την δημιουργία του σύγχρονου αστικού κράτους. Υπήρξαν, βέβαια, αναλαμπές όπως τα ληστρικά τραγούδια, που διαδέχθηκαν τα κλέφτικα, μόνο που για αντί για τους κλέφτες, μιλούσαν για τους ληστές. Ή τον θρύλο της Μαρίας Πενταγιώτισσας τις πρώτης Ελληνίδας, που μπήκε στην εκκλησία χωρίς μαντίλα…»
Παίζει ξεχωριστό ρόλο στο δημοτικό τραγούδι η γυναίκα; Περισσότερο ελεύθερη, με δική της γνώμη και πρωτοβουλίες;
«Ναι και ειδικά στα Δωδεκάνησα όπου τις βλέπουμε αποφασισμένες ακόμη και να προστατεύσουν τον παράνομο έρωτά τους. Εμφανίζονται οι ξενιτεμένοι κερατάδες, τα μούλικα, τα χάδια που αποζητά η γυναίκα, ενώ ο άντρας της λείπει. Κι ο άλλος, ο ξενιτεμένος, που μαγεύτηκε στα ξένα και πήρε κόρη μάγισσας, απλά γνώρισε μιαν άλλη γυναίκα και την παντρεύτηκε, όπως συνέβη πολλές φορές στην πραγματικότητα. Βλέπουμε κι εκείνες που προτιμούσαν να πεθάνουν, από το να τουρκέψουν, αλλά και τις άλλες που πήγαιναν οικειοθελώς στον πασά ή τον βοεβόδα. Δεν ήταν όλοι επαναστατημένοι, ή δεν επαναστάτησαν όλοι μαζί, αν προτιμάς. Υπάρχουν και τραγούδια που αποκαλύπτουν ιστορικές προδοσίες, όπως εκείνη του καλόγερου στο μοναστήρι της Αιμυαλούς στη Δημητσάνα, που έδωσε στους Τούρκους τον αδερφό του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Γιάννο ή Ζορμπά.
Το γεγονός συνέβη στα αλήθεια το 1806 και εκείνη η ομάδα των κλεφτών ζήτησε από τον καλόγερο να τους κρύψει για ένα βράδυ
Καλόγερος εκλάδευε στης Αιμυαλούς τ’ αμπέλια
κι οι κλέφτες τον αγνάντευαν από ψηλή ραχούλα
από μακριά τον χαιρετάν κι από κοντά του λένε
Ψωμί κρασί καλόγερε να φάν τα παλικάρια
Κοπιάστε απάνου στο ληνό να κάμετε λημέρι
Τήρα καλά καλόγερε να μη μας μαρτυρήσεις
σου κόβει ο Γιώργης τα μαλλιά κι ο Γιάννης το κεφάλι
Και κείνος πείσμα το ‘βάλε, πολύ του ‘κακοφάνει
τους άφησε και ξένοιασαν και πάει στη Δημητσάνα…
Αυτά λέει μια από τις παραλλαγές του και συνεχίζει να διηγείται πως ο καλόγερος έδωσε τα παλικάρια στους Τούρκους, που το επόμενο το πρωί έζωσαν το Ληνό και σκότωσαν, εν τέλει τον Ζορμπά και τους συντρόφους του. Γενικά με τους καλόγερους, οι κλέφτες δεν τα πήγαιναν τόσο καλά, κι αυτό έχει αποτυπωθεί σε μια σειρά από τραγούδια».
Θα μπορούσε κανείς να προσδιορίσει το περιεχόμενο των δημοτικών;
«Είναι ευρύτατο. Έρωτας, αγάπη, προδοσία, θάνατος, ξενιτιά, φόνος, αποκοτιές, όσα ζούσαν οι άνθρωποι στην καθημερινή ζωή τους. Ο Κλωντ Φωριέλ στην πρώτη μετάφραση των δημοτικών, υποστήριξε ότι αν υπήρχε μια πλήρης συλλογή, θα μιλούσαμε για μια ιδανική ιστοριογραφία και καταγραφή των εθίμων των κατοίκων της. Μαθαίνουμε πολλά πάντως για το πώς σκέφτονταν οι Έλληνες, ή μάλλον οι Γραικοί και οι Ρωμιοί, όπως ονομαζόμαστε μέχρι να ξεκινήσει η επανάσταση».
Πρώτα διάσωση, και μετά νόθευση
Από τα κλέφτικα τραγούδια τι μαθαίνουμε;
«Όχι μια εκτεταμένη ιστορία, αλλά συγκεκριμένα ηρωικά κατορθώματα κλεφτών. Μάχες με τους Τούρκους, μαρτυρικούς θανάτους, αποτρόπαιες πράξεις του κατακτητή, όπως αυτή στο τραγούδι του Χρόνη, τον οποίο ο δερβέναγας ρωτά τι κάνουν τα παιδιά του, ενώ μέσα στον τορβά έχει τα κεφάλια τους. Τον προκαλεί, μάλιστα, να λύσει το δισάκι για να βρει δυο μήλα κόκκινα, δυο πατρινιά λεμόνια. Όταν ο Χρόνης βλέπει τα κεφάλια των γιών του, αφιονίζεται και πέφτει με το σπαθί του σε ολόκληρο το τούρκικο ασκέρι, θερίζοντας δώδεκα Αρβανίτες και δυο μπουλουκμπασήδες. Ο αποκεφαλισμός εχθρών, συγγενών είναι ένα συχνό θέμα που συναντάμε στα κλέφτικα
Η αλήθεια είναι ότι αυτά τα τραγούδια προσπάθησαν να τα νοθεύσουν. Οφείλουμε πάρα πολλά στους ξένους, που ανέλαβαν να τα πρωτομεταφράσουν και κυρίως στον Γάλλο λόγιο Κλωντ Φωριέλ, που τη διετία 1824-25, μετέφερε στα γαλλικά και επανέφερε μάλιστα το ελληνικό ζήτημα στην επικαιρότητα. Σε μια πολύ κρίσιμη εποχή…»
Λόγω των εμφυλίων πολέμων;
«Ακριβώς. Η επανάσταση είχε σχεδόν ξεχαστεί, οι Ρουμελιώτες είχαν κατέβει στην Πελοπόννησο και χυνόταν αίμα. Ξέφτιζε σιγά-σιγά η ελληνική υπόθεση στο εξωτερικό, καθώς δίναμε την εικόνα ότι σφαζόμασταν μεταξύ μας. Κι έτσι ήταν. Ο Φωριέλ, πρόσφερε τεράστιες υπηρεσίες, μεταφράζοντας αυτά τα απλά τραγούδια των επαναστατημένων Ελλήνων. Παρομοιάζοντας τα, ακόμη και με την Ιλιάδα, ήθελε να στείλει ένα μήνυμα, ότι αυτοί οι άνθρωποι που είχαν σηκώσει κεφάλι δεν έτυχε απλά να ζουν στην ίδια χώρα, αλλά ήταν άξιοι επίγονοι των αρχαίων Ελλήνων, που πάντοτε θαύμαζε η ευρωπαϊκή διανόηση. Και να φανταστεί κανείς ότι ο Φωριέλ δεν είχε έρθει πτέ στην Ελλάδα. Τις πρώτες συλλογές τις προμηθεύτηκε από τον Αδαμάντιο Κοραή. Αμέσως μετά έγιναν μεταφράσεις στα γερμανικά από τον Γκέτε και τον Βίλχεμ Μίλερ, στα αγγλικά από τον Π.Μ.Λ Τζος και τον Τσαρλς Μπρίνσλεϋ Σέρινταν, στα ρωσικά από τον Ν.Ι Γκνιέτις και γνώρισε ο κόσμος ένα λαό και μια αυθεντική ποίηση που εξιστορούσε την ίδια του τη ζωή, τα βάσανα, τους πόθους και τους εφιάλτες του. Πιο πολύ, όμως, έμειναν αυτά τα τραγούδια στην αρχική τους μορφή, χωρίς την επέμβαση που ακολούθησε από τους μετέπειτα λόγιους μελετητές…»
Οι οποίοι τι έκαναν;
«Αλλοίωσαν πολλά απ’ αυτά. Άλλαζαν λέξεις, τις αντικαθιστούσαν με λόγιες, ευπρέπιζαν ότι δεν τους άρεσε, ότι δεν ταίριαζε με την «εθνική τους συνείδηση». Ειδικά τα κλέφτικα, υπέστησαν σωρεία αλλαγών, αφού ήταν τα πλέον ελεύθερα στο πνεύμα. Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος πρωταγωνίστησε σε ένα τέτοιο ρόλο.
Αποκορύφωμα ήταν ότι το περίφημο «Μάνα δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω» που για πολλά χρόνια είχε θεωρηθεί αυθεντικό κλέφτικο τραγούδι, αποτελούσε όμως παραποίηση από τον λόγιο ποιητή Παύλο Λάμπρο ενός άλλου τραγουδιού που έλεγε τα εξής:
«Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γίνει νοικοκύρης,
για ν’ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες.
ωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν».
«Μάνα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
και να ’μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους.
Φέρε μου τ’ αλαφρό σπαθί και το βαριό τουφέκι,
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια».
Όταν λέει σκλάβος των Τούρκων, κοπέλι στους γερόντους, υπονοεί προφανώς τους προεστούς. Είχαν περάσει όμως τα χρόνια κι έπρεπε το έθνος να μαθαίνει ότι ο αγώνας ήταν πανεθνικός, δίπλα στους κλέφτες, τους καπεταναίους ήταν όλοι μαζί, στο πλευρό τους. Εκκλησία, κοτζαμπάσηδες και όσοι έβλεπαν με μισό μάτι πρώτα την κλεφτουριά και μετά τους επαναστατημένους. Να φανταστείς πάντως ότι η διασκευή από τον Λάμπρο, καίτοι την είχε αποκαλύψει από νωρίς μελετώντας την διεξοδικά ο Νίκος Πολίτης, πέρασε διαχρονικά σαν αυθεντικό δημοτικό τραγούδι, πείθοντας κι αυτόν ακόμη τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Ο Αλεξανδρινός δεν μπορούσε να πιστέψει ότι δεν ήταν παρά ένα παραποιημένο κλέφτικο…».
Η εκκλησία δεν αγκάλιασε τη δημοτική ποίηση;
«Κάθε άλλο. Την απεχθανόταν. Τα μοιρολόγια τα αποκήρυσσε, τους ζουρνάδες και τις λύρες τα θεωρούσε όργανα του διαβόλου, γενικώς θεωρούσε ότι τα τραγούδια και οι χοροί οδηγούσαν σε ανεπίτρεπτες ηδονές, όχι συμβατές με την ευλάβεια που έπρεπε να επιδεικνύει ένας πιστός Χριστιανός. Ο Κοσμάς ο Αιτωλός έχει ρίξει ατέλειωτες κατάρες, όπως να μείνουν άτεκνοι, ή να πεθάνει νέος ο άνδρας, όσους συμμετείχαν σε πανηγύρια, η καλούσαν σε γάμους και βαφτίσια
Ευτυχώς δεν συμμορφώνονταν όλοι οι πιστοί, αλλά και αρκετοί παπάδες, που έπαιρναν μέρος στα γλέντια, χορεύοντας και τραγουδώντας…»
Το ανατριχιαστικό τραγούδι του Διάκου
Η βωμολοχία είναι μέρος της δημοτικής ποίησης;
«Όσο ισχύει και στην καθημερινότητά μας, ναι ήταν. Δεν ντρέπεται να βωμολοχήσει ο ανώνυμος δημιουργός. Να πει κερατά τον … κερατά. Μου έκανε μάλιστα εντύπωση ότι κάποιες λέξεις, όπως το «πούστικο» χρησιμοποιείται για να δώσει άλλου είδους σημασία. O πούστης ήταν πούστης, πάντως. Στην αρχή δεν υπήρχε πρόβλημα. Μετά τον 19ο αιώνα, εμφανίστηκε ο καθωσπρεπισμός και εφευρέθηκαν μάλιστα οι τελίτσες, όπου υπήρχε βωμολοχία. Έψαχνες να βρεις τη λέξη. Όλοι βωμολοχούσαν, ωστόσο. Ο Καραϊσκάκης έμεινε στην ιστορία για τα δίστιχα που έβγαζε απαντώντας στους Τούρκους. Πως αυτόν τον άνθρωπο να τον βάλεις να μη βρίζει; Δε γίνεται. Κι είναι μια τεράστια μορφή ο γιος της καλογριάς, γιατί ενώ δεν πίστευε στην επανάσταση, συνειδητοποιήθηκε σιγά-σιγά, ότι έπρεπε να παλέψει για μια άλλη, πιο μεγάλη πατρίδα, από ένα αρματολίκι»
Δεν την ξέρουμε τόσο καλά την ιστορία μας…
«Σίγουρα δεν την μαθαίνουμε όπως θα έπρεπε. Γνωρίζουμε, ας πούμε, ότι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος αναγνωρίστηκε σαν ήρωας της επανάστασης μόλις το 1872; Μέχρι τότε δεν συμπεριλαμβανόταν στους αγωνιστές του ’21, γιατί τα είχε βάλει με τους κοτζαμπάσηδες, τους πολιτικούς, κυρίως τον Κωλέττη, γιατί δολοφονήθηκε από τον Γκούρα κλπ. Μέχρι και ότι ήταν Μουσουλμάνος (!) είχε κατηγορηθεί, στην προσπάθεια συκοφάντησής του…»
Είναι και οι εθνικοί μύθοι που μας παρασέρνουν καμιά φορά. Άλλα φανταζόμαστε για τους ήρωες, άλλα συνέβησαν στην πραγματικότητα. Πόσο μας βοηθάνε τα δημοτικά τραγούδια, τα κλέφτικα να τους κατανοήσουμε, ή να μάθουμε τα ιστορικά γεγονότα
«Αν τα μελετήσουμε με προσοχή, σίγουρα θα πάρουμε σημαντική βοήθεια. Το ότι οι επαναστατημένοι δεν έλεγαν ακόμη Έλληνες και προτιμούσαν το Γραικός, το διαβάζουμε στο τραγούδι του Διάκου, που φωνάζει «εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε ν΄ αποθάνω»…
Είπε ο Διάκος, όμως, «για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει»;
«Αυτό μας το μετέφερε αργότερα, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Θα μπορούσε να το πει, ωστόσο. Στο τραγούδι του Διάκου, όμως, τον βλέπουμε σχεδόν ζωντανό μπροστά μας, να στρίβει το μουστάκι του όταν ο Ομέρ Βρυώνης του ζητάει να γίνει Τούρκος και να του απαντάει περιφρονητικά. Μια εικόνα φοβερή από μια απλή κίνηση, καθημερινή, όπως το στρίψιμο στο μουστάκι, που σίγουρα θα έκανε και ο Διάκος
Είναι ένα καταπληκτικό τραγούδι. Βλέπουμε κατ’ αρχήν τα πουλιά, που εμφανίζονται πολλάκις στα κλέφτικα, αλλά και μαθαίνουμε ότι στην Αλαμάνα, ο Αθανάσιος Διάκος τα έβαλε με στρατό 18.000! Δεν είναι ψέμα, αλλά πραγματικότητα
Παίρνουνε τ’ αλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
«Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθητε,
σταθήτε αντρεία σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθήτε».
Ψιλή βροχούλα νέπιασε κ’ ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσια νέκαμαν τα τρία αράδα αράδα.
Έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκοχτώ λεβέντες.
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι’ ανάψαν τα τουφέκια,
κι’ ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει,
’ξήντα ταμπούρια χάλασε κ’ εφτά μπουλουκμπασίδες.
Και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ’ τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν,
χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.
Η περιγραφή είναι συγκλονιστική, αλλά αντικατοπτρίζει και το αληθινό γεγονός για το τι ακριβώς συνέβη στη μάχη της Αλαμάνας, όπου λίγοι Έλληνες προσπάθησαν να σταματήσουν το ασκέρι του Ομέρ Βρυώνη. Ο ανώνυμος ποιητής που δοξολογεί περισσότερο, παρά μοιρολογεί, τον Διάκο δεν κάνει καμιά αναφορά σε Λεωνίδα και Θερμοπύλες, όπως θα έμοιαζε λογικό, λόγω και της γεωγραφικής σύμπτωσης των δυο μαχών. Γενικά στα κλέφτικα τραγούδια δεν συναντάμε τέτοιες αναφορές. Υπάρχουν σε εκείνα του Παναγιώτη Τσομπανάκου, που συνόδευε στα βουνά της Πελοποννήσου τους πολεμιστές και είχε λάβει μια σχετική μόρφωση στα νιάτα του»
Ο Κολοκοτρώνης εμψυχώνει τους άνδρες του
Έφτιαχναν οι καπεταναίοι κλέφτικα τραγούδια;
«Οι περισσότεροι, όπως είπαμε, είχαν την κομπανία τους και έπαιζαν. Ένα κλέφτικο τραγούδι, έφτιαξε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Όπως έχει ο ίδιος διηγηθεί, στην προεπαναστατική περίοδο, για να απελευθερώσει αρκετούς φυλακισμένους που μετέφεραν οι Τούρκοι, έπρεπε να εμψυχώσει τους άνδρες του, καθώς έπρεπε να τα βάλλουν με στρατό δυο χιλιάδων. Ο μετέπειτα αρχιστράτηγος δανείστηκε τα λόγια από ένα παλιότερο τραγούδι και σκάρωσε αυτό:
Της νύχτας οι αρματολοί και της αυγής οι κλέφτες
ολονυχτίς κουρσεύανε και τες αυγές κοιμόνται.
Κοιμόνται στα δασιά κλαριά και στους παχιούς τούς ίσκιους.
Είχαν αρνιά και ψήνανε, κριάρια σουβλισμένα,
είχαν κι ένα γλυκό κρασί, που πίν’ν τα παλικάρια.
Κι ένας τον άλλον έλεγαν, κι ένας τον άλλον λέει:
Καλά τρώμε και πίνουμε και λιανοτραγουδάμε,
δεν κάνουμε κι ένα καλό, καλό για την ψυχήν μας;
ο κόσμος φκιάνουν εκκλησιές, φκιάνουν και μοναστήρια-,
να πάμε να φυλάξουμε στης Τρίχας το γεφύρι
που θα περάσει ο βόιβοντας με τους αλυσωμένους•
να κόψουμε τους άλυσους να βγουν οι σκλαβωμένοι,
να βγει της χήρας το παιδί, π’ άλλο παιδί δεν έχει,
κι αυτό το ’χει μονάκριβο στον κόσμο ξακουσμένο
Η μάχη στέφθηκε με επιτυχία, αφού οι κλέφτες σκότωσαν 87 Τούρκους και είχαν μόλις μια απώλεια, ένα πρωτοξάδελφο του Κολοκοτρώνη. Τραγούδια έφτιαξε και ο Μακρυγιάννης. Οι υπόλοιποι, όχι. Εμπιστεύονταν τις κομπανίες τους».
Γιατί η Χούντα θέλησε να οικειοποιηθεί τόσο πολύ το δημοτικό τραγούδι;
«Δεν είναι μόνο δικό της γνώρισμα. Ξεκίνησε όλο αυτό από την δικτατορία του Μεταξά, ταυτόχρονα με την καπηλεία του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Οι ημιμαθείς συνταγματάρχες πίστευαν ότι θα έρχονταν κοντά στο λαό χορεύοντας τσάμικα και καλαματιανά…»
Είναι αλήθεια ότι ο Διονύσιος Σολωμός αγάπησε την δημοτική ποίηση;
«Σε αυτόν χρωστάμε ένα μεγάλο μέρος της διάσωσής τους. Αυτός έδωσε εντολή στους μαθητές του, να βγουν στο δρόμο, να μαζέψουν όσα περισσότερα τραγούδια μπορούσαν. Ο Ανδρέας Λασκαράτος που είχε δάσκαλο τον Ανδρέα Κάλβο, τον οποίο θεωρούσε όμως και υπέρμετρα αυστηρό, επισκεπτόταν συχνά τον Σολωμό. Έκανε ένα σωρό ταξίδια ο Κεφαλλονίτης, πήγε σε όλη την Ελλάδα, όλοι οι λόγιοι τον παρότρυναν να μην ασχολείται με αυτά τα παρακατιανά τραγούδια. Δεν φαντάζεσαι την έκπληξή μου όταν πριν από μερικά χρόνια ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Γιάννης Παπακώστας, μου παρέδωσε μια χειρόγραφη συλλογή με δεκάδες λαϊκά τραγούδια, που είχε συγκεντρώσει ο Λασκαράτος μέχρι το 1840! Ένας αδημοσίευτος, άγνωστος θησαυρός που εκδόθηκε σε βιβλίο…»
Ποια είναι η γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών;
«Η ζωντανή, η πηγαία, αυτή που χρησιμοποιούσαν μεταξύ τους οι άνθρωποι, να συνεννοηθούν. Όχι με λόγιες παρεμβάσεις, αλλά διάφορες λέξεις που δανειζόντουσαν από Τούρκους και Βενετσιάνους.
Σε κάθε περιοχή, φυσικά, υπήρχαν τα τοπικά ιδιώματα. Γι αυτό και στο σπίτι μου υπάρχουν ένα σωρό λεξικά, κυπριακά, ποντιακά κλπ, γιατί αλλιώς δεν θα’ βγαινε και άκρη»
Πόσο πλούσια η φτωχή είναι τελικά αυτή η γλώσσα;
«Όσο δεν φανταζόμαστε. Μερικοί νομίζουν, ή δολίως πιστεύουν, ότι το λεξιλόγιο είναι περιορισμένο. Στο πρώτο μου βιβλίο («Όταν το ρήμα γίνεται όνομα») θέλησα να καταγράψω πόσες διαφορετικές ονομασίες έχουν χρησιμοποιήσει οι ανώνυμοι ποιητές για την «αγαπημένη». Δεν είναι μία και δυο, αλλά περίπου εκατόν πενήντα…».
Τα 3 βιβλία του Παντελή Μπουκάλα για τα δημοτικά τραγούδια που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Άγρα
ΟΤΑΝ ΤΟ ΡΗΜΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΟΝΟΜΑ
Η «Αγαπώ» και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών
ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Ο πόθος και ο φόνος στη Δημοτική Ποίηση
ΚΟΚΚΙΝ’ ΑΧΕΙΛΙ ΕΦΙΛΗΣΑ
Το ταξίδι του φιλιού και ο έρωτας σαν υπερβολή-Πιάνω γραφή να γράψω… Δοκίμια για το Δημοτικό Τραγούδι
Επίσης έχει επιμεληθεί και γράψει το επίμετρο του βιβλίου «Κλέφτικα τραγούδια, μεταφρασμένα σε πέντε γλώσσες (1823-1843) με εισαγωγή του Αλέξη Πολίτη» Έκδοση από το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις