Κλειδί βιωσιμότητας μια νέα φαρμακευτική πολιτική
Διαβάζεται σε 6'Πυκνώνουν οι αναφορές ειδικών για την ανάγκη μεταρρυθμίσεων. Είναι κοινός τόπος, άλλωστε, ότι το ΕΣΥ οφείλει πλέον να περάσει σε “ρότα” βιωσιμότητας, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται και να καλύπτει τις εξελισσόμενες ανάγκες υγείας των ασθενών, αλλά και να διασφαλίζει τη ορθή διαχείριση των δημόσιων πόρων.
- 27 Δεκεμβρίου 2024 11:50
Μεγάλο στοίχημα για μια βιώσιμη κοινωνία είναι η διασφάλιση της πρόσβασης σε καινοτόμες τεχνολογίες σε ευρύ φάσμα πληθυσμού, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για τον κλάδο της υγείας, όπου βέβαια, λόγω των δημοσιονομικών δυσκολιών τα τελευταία χρόνια, με τη 10ετή κρίση, υπήρξαν δυσκολίες ειδικά για ασθενείς με χρόνια νοσήματα. Είναι ενδεικτικό ότι πρόσβαση σε καινοτόμες θεραπείες που εγκρίνονται στην Ευρώπη, υπάρχει για μόλις 2 στα 10 καινοτόμα φάρμακα για τους Έλληνες ασθενείς. Παράλληλα, ένας στους 10 Έλληνες δεν λαμβάνει αναγκαία ιατρική περίθαλψη επειδή αδυνατεί να καλύψει το σχετικό κόστος, σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ Health at a Glance Europe 2024 για τις δαπάνες υγείας στην Ευρώπη.
Στο φόντο αυτής της εικόνας, πυκνώνουν οι αναφορές ειδικών για την ανάγκη μεταρρυθμίσεων. Είναι κοινός τόπος, άλλωστε, ότι το ΕΣΥ οφείλει πλέον να περάσει σε “ρότα” βιωσιμότητας, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται και να καλύπτει τις εξελισσόμενες ανάγκες υγείας των ασθενών, αλλά και να διασφαλίζει τη ορθή διαχείριση των δημόσιων πόρων.
Είναι επιτακτική, συνεπώς, η ανάγκη για προτάσεις και λύσεις, ικανές να οδηγήσουν σε ένα σύγχρονο και αποδοτικό σύστημα υγείας, με κοινωνική ισότητα, κλινική αποτελεσματικότητα και οικονομική βιωσιμότητα. Στις λύσεις αυτές συγκαταλέγονται βήματα όπως η αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης ώστε να εναρμονιστεί με τους μέσους όρους χρηματοδότησης της ΕΕ, οι διαπραγματεύσεις εισόδου νέων φαρμάκων στο σύστημα υγείας, η υιοθέτηση μηχανισμών ολοκληρωμένης υγειονομικής φροντίδας, ο ψηφιακός μετασχηματισμός του συστήματος υγείας με τη δημιουργία εθνικών μητρώων και η διασύνδεση των ηλεκτρονικών συνταγών με τις διαγνωστικές εξετάσεις.
Συγκεκριμένα, η ανάγκη επιτάχυνσης του ψηφιακού μετασχηματισμού της υγείας ήταν μεταξύ των βασικών θεματικών που απασχόλησαν τις εργασίες του Πανελληνίου Συνεδρίου 2024 για τα Οικονομικά και τις Πολιτικές της Υγείας που διεξήχθη αυτές τις ημέρες (3-5 Δεκεμβρίου 2024), όπου ο κ. Αντώνης Καρόκης, Διευθυντής Εξωτερικών Υποθέσεων της MSD Ελλάδος αναφερόμενος στην ανάγκη επένδυσης από πλευράς της Κυβέρνησης στον ψηφιακό μετασχηματισμό, υπογράμμισε: «Ήρθε η ώρα να δούμε μια εθνική στρατηγική για την αξιοποίηση και τον έλεγχο της ποιότητας των ψηφιακών δεδομένων. Πρέπει να διαμορφωθεί από τώρα ένα πλαίσιο βελτίωσης της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών».
Η καινοτομία ανάγκη, όχι πολυτέλεια
Είναι σημαντικό να καταστεί σαφές ότι όπως τόνισε και ο κ. Σάββας Χαραλαμπίδης, Αντιπρόεδρος του Pharma Innovation Forum (PIF) που εκπροσωπεί την καινοτόμο φαρμακοβιομηχανία: «Η καινοτομία δεν είναι πολυτέλεια αλλά αναγκαιότητα για τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας. Είναι κρίσιμο να προχωρήσουμε άμεσα σε μία φαρμακευτική πολιτική που θα ευνοεί την πρόσβαση όλων των ασθενών στις θεραπείες που χρειάζονται, χωρίς εξαιρέσεις και καθυστερήσεις. Με δεδομένο ότι οι διαθέσιμοι πόροι δεν θα είναι ποτέ αρκετοί, θα πρέπει με ευθύνη όλοι οι φορείς να συμβάλλουν για να στηριχθεί το σύστημα υγείας».
Στρεβλώσεις με τις οποίες έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι χιλιάδες πολίτες όπως το clawback, το σύστημα τιμολόγησης, ο μηχανισμός αξιολόγησης τεχνολογιών υγείας [ΗΤΑ] και διαπραγμάτευσης. Επιπλέον, το κανάλι του Ινστιτούτου Φαρμακευτικής Έρευνας και Τεχνολογίας [ΙΦΕΤ] αλλά και η έλλειψη καθοδήγησης της συνταγογράφησης, καθιστούν δυσλειτουργίες που επηρεάζουν την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Η “νάρκη” του clawback
Από την πλευρά του ο αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Υγείας του τμήματος Πολιτικής Υγείας στο London School of Economics (LSE), αναπληρωτής διευθυντής του τομέα Υγείας του LSE και διευθυντής του τμήματος Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας Πάνος Καναβός, αναφέρθηκε εκτενώς στο clawback, που ως μηχανισμός ανάκτησης δαπανών, φαίνεται να έχει άκρως πληθωριστικό ρόλο αυξάνοντας διαρκώς το κόστος για τις φαρμακευτικές εταιρείες και οδηγώντας σε περικοπές ή περιορισμούς στις επενδύσεις και την παραγωγή. Παράλληλα, ενισχύει την εξάρτηση από τα εισαγόμενα φάρμακα ενώ επιβαρύνει το σύστημα υγείας μακροπρόθεσμα, αφού δεν αντιμετωπίζει τα διαρθρωτικά προβλήματα που προκαλούν την υπέρβαση δαπανών. Για να μειωθεί αυτός ο πληθωριστικός ρόλος, απαιτούνται διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και ουσιαστική ενίσχυση του ορθολογικού ελέγχου δαπανών.
Εξορθολογισμός
Πάντως, ορθολογική χρήση του φαρμάκου καθώς και η συγκράτηση της φαρμακευτικής δαπάνης, είναι δυο στόχοι που δεν έχουν μέχρι στιγμής επιτευχθεί, παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες όλων των πλευρών. Ο πρώτος στόχος, αφορά στην σωστή, ασφαλή και αποτελεσματική χορήγηση των φαρμάκων, σύμφωνα με επιστημονικά τεκμηριωμένες οδηγίες. Απώτερος σκοπός είναι η βελτίωση της υγείας των ασθενών και η εξοικονόμηση πόρων για το σύστημα υγείας, προάγοντας παράλληλα τη βιώσιμη πρόσβαση σε φαρμακευτικές θεραπείες. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο κ. Καναβός επί του θέματος: «Κερασάκι στην τούρτα για το 2024 στάθηκε η μη συμπερίληψη του κλινικού οφέλους στην επιτροπή διαπραγμάτευσης».
Η συγκράτηση της φαρμακευτικής δαπάνης από την άλλη αποτελεί μια διαρκή πρόκληση, λόγω κυρίως της αυξημένης ζήτησης και της αναγκαίας ένταξης καινοτόμων θεραπειών. Εργαλεία όπως το clawback, το rebate και οι αυστηρότερες διαδικασίες αποζημίωσης εφαρμόζονται για τον έλεγχο των δαπανών. Ωστόσο, ο δρόμος των διαρθρωτικών αλλαγών για βιώσιμη χρηματοδότηση, με ισορροπία μεταξύ κόστους και πρόσβασης των ασθενών σε θεραπείες, φαίνεται ακόμα μακρύς.
Σημειώνεται ότι οι ι επιστροφές που ζητήθηκαν από τις φαρμακευτικές εταιρείες, οι οποίες αφορούν στα νοσοκομειακά φάρμακα και το πρώτο εξάμηνο του 2023, αγγίζουν το 83% επί του συνολικού τζίρου του νοσοκομειακού φαρμάκου. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της χώρας μας, είναι πως οι εν λόγω επιστροφές εξαρτώνται από την προέλευση χορήγησης του φαρμάκου (νοσοκομείο ή φαρμακείο ΕΟΠΥΥ), ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της Ευρωζώνης που έχει σημειώσει μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης από το 2008.
Παρακολουθώντας σε αριθμούς την εξέλιξη της φαρμακευτικής δαπάνης, βλέπει κανείς πως το 2012 βρισκόταν συνολικά στα 4,5 δισ. ευρώ, με τους ασθενείς να καταβάλουν ως επιστροφή 336 εκατ. ευρώ και τις φαρμακευτικές εταιρείες 270 εκατ. ευρώ. Το 2019 το συνολικό κόστος ανήλθε στα 5 δισ. ευρώ με τους ασθενείς να δίνουν 636 εκατ. ευρώ ως επιστροφές και την φαρμακοβιομηχανία 1,2 δισ. ευρώ, ενώ για το 2024 εκτιμάται ότι το ποσό θα εκτιναχθεί στα 7,8 δισ. με τις επιστροφές να επιβαρύνουν κατά 780 εκατ. ευρώ τους ασθενείς και την φαρμακοβιομηχανία κατά 3,8 δισ.