Τα πρόσωπα της Επανάστασης: Ιωάννης Καποδίστριας
Γεννημένος στην Κέρκυρα, αριστοκρατικής καταγωγής, ο Καποδίστριας διακρίθηκε ως υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας. Προσωπικότητα με διεθνή αναγνώριση, εκλέχτηκε πρώτος Κυβερνήτης του ελληνικού κράτους και επιχείρησε τη δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους με ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας. Αντιμετώπισε όμως σφοδρή αντιπολίτευση που κατέληξε στη δολοφονία του το 1831.
- 05 Μαΐου 2021 14:49
Ο Ιωάννης Καποδίστριας αποτελεί μία από τις κεντρικότερες μορφές της νεότερης ελληνικής ιστορίας συνδέοντας άρρηκτα τον βίο του με την ίδρυση του ελληνικού κράτους, του οποίου υπήρξε ο πρώτος Κυβερνήτης. Υπήρξε πολιτικός, διπλωμάτης και λόγιος συμμετέχοντας αποφασιστικά στην διαμόρφωση των όρων αναγέννησης του ελληνισμού από όλα τα παραπάνω πεδία δραστηριοποίησής του.
Γεννήθηκε στη Βενετοκρατούμενη Κέρκυρα το 1776 και ανατράφηκε σε αριστοκρατικό περιβάλλον. Γονείς του ήταν ο κόμης Αντώνιος-Μαρία Καποδίστριας και η επίσης αριστοκρατικής καταγωγής Αδαμαντίνη Γονέμη. Ο πατέρας του Αντωνομαρίας υπήρξε νομικός και πολιτικός, εκφραστής της πιο συντηρητικής μερίδας των ευγενών της Κέρκυρας. Μεγαλωμένος σε αυτό το οικογενειακό περιβάλλον, ο Ιωάννης Καποδίστριας έτυχε υψηλής παιδείας και καλλιέργειας ενώ μεταξύ των ετών 1794-1797 σπούδασε Ιατρική στην Πάδοβα της Ιταλίας.
Επιστρέφοντας στη γενέτειρά του άσκησε το ιατρικό επάγγελμα και δύο χρόνια αργότερα, το 1799 διορίστηκε διοικητής του στρατιωτικού Οθωμανικού νοσοκομείου. Είχε προηγουμένως συντελεστεί η εγκατάσταση ρωσοτουρκικών στρατευμάτων στο νησί. Στην ίδια περίπου περίοδο (1802) πρωτοστάτησε στην ίδρυση του «Εθνικού Ιατρικού Συλλόγου» Κέρκυρας, ενώ δραστηριοποιήθηκε έντονα και σε άλλες φιλολογικές συσσωματώσεις που είχαν ως στόχο την διενέργεια επιστημονικών συζητήσεων και την πνευματική καλλιέργεια των μελών τους.
Η ίδρυση της Επτανήσου Πολιτείας υπό ρωσική και οθωμανική κυριαρχία κατά το 1800, υπήρξε το ιστορικό ορόσημο για την πολιτική δραστηριοποίηση του Ι. Καποδίστρια. Το καλοκαίρι του 1801, απεσταλμένος του ηγεμόνα της Επτανήσου Πολιτείας Σπυρίδωνα Θεοτόκη, μετέβη στην Κεφαλλονιά, που την περίοδο αυτή πλήττονταν από εμφύλιες συγκρούσεις και αναταραχές, για να εφαρμόσει το Σύνταγμα και την νομιμότητα της Πολιτείας.
Η αποστολή του Καποδίστρια έτυχε αποδοχής και ο νεαρός τότε Καποδίστριας κατόρθωσε να επιβάλει την τάξη και μια νέα διοίκηση. Λίγα χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο του 1803, διορίστηκε ομόφωνα Γραμματέας της Επικρατείας επί των Εξωτερικών, των Ναυτικών και του Εμπορίου από την Γερουσία της Επτανήσου Πολιτείας. Κατά τη διετία 1804-1806, διετέλεσε Επιθεωρητής της Εκπαιδεύσεως, επιτελώντας σημαντικό έργο για την εκπαιδευτική λειτουργία, όπως η ίδρυση σχολείων στοιχειώδους εκπαίδευσης σε όλα τα Επτάνησα, και η οργάνωση δημόσιων βιβλιοθηκών.
Τον Ιούνιο του 1807, διορίστηκε έκτακτος επίτροπος στη Λευκάδα και συντονιστής των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην περιοχή. Ας σημειωθεί ότι η περιοχή πολιορκούνταν την περίοδο αυτή από τα στρατιωτικά σώματα του Αλή Τεπελενλή Πασά των Ιωαννίνων ο οποίος επεδίωκε να διευρύνει τα όρια της κυριαρχίας του. Ασκώντας αυτά τα στρατιωτικά καθήκοντα, ο Καποδίστριας ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τους επαγγελματίες των όπλων, μεταξύ των οποίων με τον Μάρκο Μπότσαρη και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Στα 1809, κατόπιν πρόσκλησης του τσάρου Αλέξανδρου Α΄, ο Ιωάννης Καποδίστριας μετέβη στην Ρωσία για να υπηρετήσει στο ρωσικό υπουργείο εξωτερικών. Η συνεργασία του με τους Ρώσους αξιωματούχους είχε ήδη ξεκινήσει από το 1803 στην Κέρκυρα, όπου ως Γραμματέας Επικρατείας, συνεργαζόταν στενά με τον Ρώσο πληρεξούσιο κόμη Γεώργιο Μοντσενίγο στη διαμόρφωση νέου Συντάγματος, ενώ το 1804 ο Καποδίστριας είχε τιμηθεί με τον βαθμό του κολλεγιακού συμβούλου του Τσάρου.
Η σταδιοδρομία του Καποδίστρια στο ρωσικό υπουργείο εξωτερικών συνέπεσε με την εποχή που η Ρωσία βρισκόταν στο απόγειο της ισχύος της, ως μια παγκόσμια Αυτοκρατορία με πρωτεύοντα ρόλο στην ευρωπαϊκή και διεθνή διπλωματική σκηνή. Η συνθήκη αυτή σύντομα έφερε τον Καποδίστρια στην αιχμή της ευρωπαϊκής διπλωματίας, με ορόσημα την συμμετοχή του ως επικεφαλής στην πρώτη ρωσική διπλωματική αποστολή στην Ελβετία για την διαμόρφωση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και την σύνταξη νέου ελβετικού συντάγματος, τις αρμοδιότητές του ως διπλωματικού συμβούλου του Τσάρου Αλέξανδρου Α΄ κατά το Συνέδριο της Βιέννης, την ανάληψη της ευθύνης των τελικών διαπραγματεύσεων εκ μέρους της Ρωσίας για την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων κ.ά.
Το κύρος του Καποδίστρια μεταξύ των διπλωματικών κύκλων και η ανάληψη διαπραγματεύσεων τόσο κομβικών για την ρωσική πολιτική και διπλωματία, τον οδήγησαν στα 1816 στην θέση του Β΄ Υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας μαζί με τον Κ. Β. Νέσσελροντ, θέση που διατήρησε ουσιαστικά έως το 1822 έως την απόσυρσή του στην Ελβετία λόγω διαφωνιών του με τον τσάρο Αλέξανδρο Α΄ για το ελληνικό ζήτημα.
Η υψηλή θέση που κατείχε ο Καποδίστριας στην ρωσική αυτοκρατορία όπως ήταν φυσικό αναζωπύρωσε τους πόθους του Γένους για την απελευθέρωση υπό την κηδεμονία της Ρωσίας. Στα 1817 και στο πλαίσιο των μυστικών επαφών της Φιλικής Εταιρείας, ο Ιθακήσιος Φιλικός Νικόλαος Γαλάτης επισκέφθηκε τον Καποδίστρια στην Πετρούπολη. Εκεί του αποκάλυψε το επαναστατικό σχέδιο και του προσέφερε την αρχηγία της Εταιρείας. Ο Καποδίστριας αντέδρασε έντονα και αρνήθηκε την αρχηγία συνιστώντας στον Γαλάτη να φύγει από την Ρωσία. Ο τσάρος, επιδοκιμάζοντας τους χειρισμούς Καποδίστρια, προχώρησε ένα βήμα παραπάνω διατάζοντας την σύλληψη του Γαλάτη, ο οποίος ύστερα από παρέμβαση του Καποδίστρια αφέθηκε ελεύθερος. Ο Καποδίστριας κατά την περίοδο αυτή επεδείκνυε έντονο σκεπτικισμό απέναντι στα επαναστατικά σχέδια θεωρώντας ότι το Γένος ήταν ανέτοιμο προς ξεσηκωμό εξαιτίας της έλλειψης παιδείας και πολιτισμού αλλά και λόγω του γενικότερου διπλωματικού status quo. Στα 1822 μετέβη στην Γενεύη όπου θα διέμενε για πέντε περίπου χρόνια,- πραγματοποιώντας στο μεσοδιάστημα ταξίδια στο Παρίσι- έως την έλευσή του στην Ελλάδα, τον Ιανουάριο του 1828 για να αναλάβει τα καθήκοντα του πρώτου Κυβερνήτη του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Η εκλογή του σε πρώτο Κυβερνήτη (επταετούς θητείας), συντελέστηκε με την Γ΄ Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας και ειδικότερα με το ψήφισμα ΣΤ΄ της 3 Απριλίου 1827. Προηγουμένως ο ίδιος είχε μεταβεί στην Πετρούπολη για να παραιτηθεί και τυπικά από την υπηρεσία του στο Ρωσικό υπουργείο εξωτερικών, αρνούμενος μάλιστα την απονομή ετήσιας σύνταξης από τον νέο τσάρο Νικόλαο. Η έλευση Καποδίστρια στην καθημαγμένη από τις πολεμικές επιχειρήσεις και από τις εμφύλιες συγκρούσεις Ελλάδα κατά τον Ιανουάριο 1828, συνοδεύτηκε από ένα γενικευμένο σχέδιο αναδιοργάνωσης της διοίκησης, εξασφάλισης των ευρύτερων δυνατόν συνόρων του κράτους μέσω και της διπλωματικής οδού, ανάπτυξης ισχυρής εκτελεστικής εξουσίας και επίτευξης εσωτερικής ειρήνης και ασφάλειας με την αποδυνάμωση των παλαιών φατριών της Οθωμανικής περιόδου.
Στην κατεύθυνση άμβλυνσης των εσωτερικών συγκρούσεων κι ελέγχου των φατριών, ο Καποδίστριας συγκρότησε ένα ανώτερο συμβουλευτικό σώμα, το «Πανελλήνιο» όπου επεδίωξε την συμμετοχή και συνεργασία εκπροσώπων από όλες τις ηγετικές ομάδες. Η αρχική πολιτική αποδοχή του Καποδίστρια από τις παραδοσιακές δυνάμεις διαδέχθηκε από ισχυρή συσπείρωση αντιπολιτευτικών δυνάμεων εναντίον του, με κύριες κατηγορίες τον συγκεντρωτισμό των εξουσιών στο πρόσωπό του και σε μέλη της οικογενείας του (τα αδέρφια του Βιάρος και Αυγουστίνος είχαν αναλάβει κατ’ εντολή του διοικητικές θέσεις πολιτικού και στρατιωτικού χαρακτήρα) και τον αποκλεισμό των τοπικών ηγετικών ομάδων από τις θέσεις εξουσίας.
Η Ύδρα, παραδοσιακό ναυτικό κέντρο κατά την διάρκεια του Αγώνα, σύντομα μετατράπηκε σε προπύργιο των αντιπάλων του Καποδίστρια. Οι Υδραίοι πλοιοκτήτες αξίωναν από την διακυβέρνηση Καποδίστρια την άμεση αποζημίωση των πλοίων που είχαν θέσει στην υπηρεσία της Επανάστασης απειλώντας μάλιστα τον Κυβερνήτη με ναυτικούς αποκλεισμούς (όπως επιχειρήθηκε στον ναύσταθμο Πόρου) και άλλες δυναμικές ενέργειες. Ανάλογη ανταρσία είχε ξεσπάσει ήδη από το 1830 σε ένα άλλο παραδοσιακό κέντρο του Αγώνα, την Μάνη, από την εκεί ισχυρότερη οικογένεια των Μαυρομιχαλέων. Ειδικότερα, η ανταρσία είχε τεθεί υπό την ηγεσία του Τζανή Μαυρομιχάλη, αδελφού του Πετρόμπεη. Ο Τζανής συνελήφθη και φυλακίστηκε στο Ναύπλιο ενώ το αίτημά του να επιστρέψει στην Μάνη δεν έγινε αποδεκτό και παρά την απόπειρα δραπέτευσής του συνελήφθη εκ νέου. Σε αυτό το βεβαρυμμένο κλίμα και θεωρώντας τον Καποδίστρια υπαίτιο της κακομεταχείρισης του Τζανή Μαυρομιχάλη, οι Κωνσταντίνος και Γεώργιος Μαυρομιχάλης, αδελφός και γιος του Πετρόμπεη αντίστοιχα, προέβησαν στην δολοφονία του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια στις 27 Σεπτεμβρίου 1831, ως πράξη αντεκδίκησης, η οποία ωστόσο εδραζόταν στην άρδην μεταβολή των παραδοσιακών σχέσεων, ιεραρχιών και κέντρων εξουσίας που επέφερε η πολιτική Καποδίστρια στις ηγετικές φατρίες της περιόδου της Οθωμανικής κυριαρχίας.
* Ο Στάθης Παυλόπουλος είναι υπ. Διδάκτωρας του Τμήματος Ππολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.