Τα πρόσωπα της Επανάστασης: Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης (1792-1828), μία από τις πιο εμβληματικές μορφές στην οργάνωση της Επανάστασης του 1821, ήταν πρίγκηπας, στρατιωτικός και Γενικός Έφορος (αρχηγός) της Φιλικής Εταιρείας. Από ισχυρή φαναριώτικη οικογένεια, αξιωματικός του ρωσικού στρατού, κήρυξε πρώτος την Επανάσταση στις παραδουνάβιες ηγεμονίες στις 24 Φεβρουαρίου 1821.
- 27 Μαρτίου 2021 14:28
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1792 και ήταν γιος του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Κωνσταντίνου Υψηλάντη και της Ελισάβετ Βακαρέσκου-Υψηλάντη. Η οικογένεια Υψηλάντη ήταν Φαναριώτικης καταγωγής, με μακρότατη παράδοση και ιστορία στην περιοχή. Ο Α. Υψηλάντης ανατράφηκε σε αριστοκρατικό περιβάλλον, γεγονός που σε κάποιες ιστορικές πηγές, ιδίως του 19ου αιώνα (βλ. Ιωάννης Φιλήμων Φιλική Εταιρία, 1834), έχει αποτυπωθεί με τρόπο επικριτικό και ως ανασχετικός παράγοντας για την οξύνοιά του. Από νεαρή ηλικία ακολούθησε στρατιωτική σταδιοδρομία και κατετάγη στον ρωσικό στρατό. Έλαβε μέρος στους Ναπολεόντειους Πολέμους, ενώ στην Μάχη της Δρέσδης (1813) ακρωτηριάστηκε το δεξί του χέρι.
Μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία, (16ος κατά χρονολογική σειρά) κι έφερε το συνωμοτικό ψευδώνυμο «Καλός» και τα στοιχεία του αλφαβήτου Α.Ρ. για τις ανάγκες μυστικής αλληλογραφίας της οργάνωσης. Ύστερα από την άρνηση του Ιωάννη Καποδίστρια για ανάληψη της ηγεσίας της Εταιρείας, ο Εμμανουήλ Ξάνθος στράφηκε στον Αλέξανδρο Υψηλάντη ο οποίος αποδέχθηκε την πρόταση.
Ο Α. Υψηλάντης θεωρούνταν πρόσωπο διεθνούς κύρους και ότι έχαιρε της εκτίμησης του τσάρου της Ρωσίας Αλέξανδρου Α΄ και άλλων Ρώσων αξιωματούχων, τουλάχιστον προεπαναστατικά.
Το έγγραφο ανάληψης της αρχηγίας υπογράφηκε στις 12 Απριλίου 1820 στην Πετρούπολη, δίνοντας τέλος στις αγωνιώδεις προσπάθειες ανεύρεσης Αρχής από τους συνωμότες Φιλικούς. Η αρχηγία Α. Υψηλάντη έδωσε αποφασιστική ώθηση στα επαναστατικά σχέδια ο ίδιος, σε σύντομο χρόνο, και έχοντας εξασφαλίσει διετή αναρρωτική άδεια από τον ρωσικό στρατό, προχώρησε σε μια σειρά από αλλαγές στα οργανωτικά και οικονομικά της Εταιρείας, με το βλέμμα στραμμένο στην εξέγερση. Ενδεικτικά σε αυτές τις ενέργειες εντάσσονται η τροποποίηση του κανονισμού και η επέκταση της δράσης των τοπικών Εφορειών και η κατάρτιση πολεμικών σχεδίων. Αναφορικά με τις πολεμικές προετοιμασίες, προέκρινε την ανάπτυξη επαφών και συνεργασίας με τους Σέρβους επαναστάτες και άλλους βαλκανικούς λαούς -επηρεασμένος πιθανότατα και από την πολιτική σκέψη του Ρήγα Φεραίου- ενώ, αρχικά τουλάχιστον, υιοθέτησε το σχέδιο έναρξης της Επανάστασης από την Μάνη. Μάλιστα είχε αποφασίσει να κατέλθει στην Πελοπόννησο και να ηγηθεί ο ίδιος του επαναστατικού κινήματος. Από τον Ιούνιο έως το φθινόπωρο του 1820, συνοδευόμενος από άλλους Φιλικούς, όπως ο εξάδερφός του Ιωάννης Μάνος και ο ιατρός Πέτρος Ηπίτης, μετέβη σε πολλές περιοχές της Ρωσίας, πραγματοποιώντας συναντήσεις με επιφανείς Φιλικούς και προσπαθώντας να κινητοποιήσει και να εξασφαλίσει την ευρύτερη δυνατή οικονομική, επιχειρησιακή και ηθική στήριξη της επικείμενης Επανάστασης.
Παρά τον αρχικό σχεδιασμό για έναρξη της Επανάστασης από την Πελοπόννησο, ο Υψηλάντης, πιθανότατα ύστερα και από προηγούμενη παρακίνηση του Ιωάννη Καποδίστρια, διέβη τον ποταμό Προύθο και προχώρησε στην κήρυξη της Επανάστασης στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας (σημερινή Ρουμανία) στις 24 Φεβρουαρίου 1821. Την ημερομηνία αυτή υπογράφεται από τον ίδιο η γνωστή επαναστατική προκήρυξη «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος». Ανάλογες προκηρύξεις είχαν διακινηθεί την προηγούμενη και τις επόμενες ημέρες προς τους Έλληνες και τον λαό της Μολδοβλαχίας, οι οποίοι καλούνταν να συνδράμουν το επαναστατικό κίνημα. Ο Α. Υψηλάντης, επικουρούμενος από τα αδέρφια του Γεώργιο και Νικόλαο, συμμετείχε στις πολεμικές επιχειρήσεις της Μολδοβλαχίας έως την Μάχη του Δραγατσανίου (Ιούνιος 1821), όπου τα στρατεύματά του αποδεκατίστηκαν από τις οθωμανικές δυνάμεις πρωτίστως εκείνα του Ιερού Λόχου που ο ίδιος είχε συγκροτήσει. Κατόπιν, με δεδομένη την διάλυση και λιποταξία μέρους των δυνάμεών του, αλλά και την υπαναχώρηση των ένοπλων σωμάτων υπό τον Τούντορ Βλαδιμηρέσκου, ο ίδιος και τα αδέρφια του Νικόλαος και Γεώργιος υποχώρησαν προς τα σύνορα της Αυστρίας. Εκεί, στο διακηρυγμένα εχθρικό προς τον ξεσηκωμό του ελληνικού Γένους, πολιτικό πλαίσιο της διακυβέρνησης Μέττερνιχ, συνελήφθησαν από τις αυστριακές αρχές και οδηγήθηκαν στην φυλακή.
Ο Α. Υψηλάντης παρέμεινε φυλακισμένος έως τον Νοέμβριο 1827, ενώ αποφυλακίστηκε ύστερα από παρέμβαση του τσάρου της Ρωσίας, μετά και τις επίμονες πιέσεις της μητέρας του Υψηλάντη Ελισάβετ προς τον ίδιο τον τσάρο και τον Ιωάννη Καποδίστρια.
Τα προβλήματα υγείας και οι κακουχίες της φυλακής οδήγησαν τελικώς τον Α. Υψηλάντη στον θάνατο στις 31 Ιανουαρίου 1828. Τάφηκε στο νεκροταφείο Αγίου Μάρκου της Βιέννης ενώ στα 1903 τα οστά του μεταφέρθηκαν στο κάστρο Υψηλάντη-Σίνα στην περιοχή Rappoltenkirchen της Αυστρίας από απογόνους της οικογένειας. Τα οστά του κατά το 1964, με αφορμή τον εορτασμό των 150 ετών από την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, μεταφέρθηκαν στην Αθήνα και ενσφραγίστηκαν στο Ταφικό Μνημείο Αλέξανδρου Υψηλάντη στο Πεδίον του Άρεως. Επιθυμία του Α. Υψηλάντη ήταν η καρδιά του να αποσπαστεί από το νεκρό σώμα του, να ταριχευθεί και να αποσταλεί στην Ελλάδα, πράγμα που συνέβη, κατά το 1843, από τον αδερφό του Γεώργιο Υψηλάντη. Το λείψανο, αρχικώς παρέμεινε στον Ιερό Ναό Αγίας Ειρήνης -τότε Μητροπολιτικό ναό της πρωτεύουσας- και κατόπιν, με πρωτοβουλία της συζύγου του Γεωργίου Υψηλάντη, πρώτης προέδρου του Αμαλιείου Ορφανοτροφείου, μεταφέρθηκε στον Ιερό Ναό Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχάηλ & Γαβριήλ, ιδιοκτησίας του ορφανοτροφείου. Στον συγκεκριμένο ναό παραμένει έως σήμερα φυλασσόμενη σε λήκυθο, ενώ στον ίδιο χώρο φυλάσσεται και η καρδία του αδερφού του, Δημητρίου Υψηλάντη.
ΠΗΓΕΣ
- Βασίλης Παναγιωτόπουλος, «Η Φιλική Εταιρεία. Οργανωτικές προϋποθέσεις της Εθνικής Επανάστασης», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού (1770-2000), τομ. 3, εφ. Τα Νέα-Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σελ. 9-32.
- Εμμανουήλ Πρωτοψάλτης, Η Φιλική Εταιρεία. Αναμνηστικόν τεύχος επί τη 150ετηρίδι, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 1964, σελ. 65-71.
- Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρίας, Τυπογραφείο Θ. Κονταξή & Ν. Λουλάκη, Ναύπλιο 1834, σελ.268-279.
- Ρωξάνη Αργυροπούλου, «Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης υπό το φως μιας ανέκδοτης αλληλογραφίας», Νέα Εστία, τ.χ. 1755, Απρίλιος 2003, σελ. 706-708.
- Λήμμα «Υψηλάντης Αλέξανδρος», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τομ. ΚΓ΄, Πυρσός 1933, σελ. 761-762.
* H ύλη προέρχεται από το Ερευνητικό Πρόγραμμα «Τόποι μνήμης για την Ελληνική Επανάσταση, 19ος -20ος αιώνας» που εκπονήθηκε από το Κέντρο Έρευνας Νεότερης Ιστορίας (ΚΕΝΙ) του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου σε συνεργασία με το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία.
**Ο Στάθης Παυλόπουλος είναι υποψήφιος διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Παντειο Πανεπιστήμιο.