Τα πρόσωπα της Επανάστασης: Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Από τις επιφανέστερες μορφές της Ελληνικής Επανάστασης, ο αρχιστράτηγος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, γνωστός με το προσωνύμιο «Γέρος του Μοριά», πρωταγωνίστησε σε καίριες μάχες του Αγώνα.
- 03 Απριλίου 2021 09:26
Μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, μετείχε στις πολιτικές εξελίξεις ως υποστηρικτής του Καποδίστρια και μέλος του ρωσικού κόμματος. Κατηγορήθηκε για συνωμοσία από την Αντιβασιλεία και δικάστηκε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Όταν πέθανε το 1843, είχε ήδη εξασφαλίσει την υστεροφημία του.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στο Ραμοβούνι της Μεσσηνίας στις 3 Απριλίου 1770 και ήταν γιος του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη και της Ζαμπίας, κόρης του Καπετάν Κωστάκη, προεστού από την Αλωνίσταινα Αρκαδίας. Στα παιδικά του χρόνια επηρεάστηκε από τη συμμετοχή του πατέρα του στην ένοπλη εξέγερση των Ελλήνων που υποκινήθηκε από την Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας και τις διώξεις που υπέστησαν οι Έλληνες της Πελοποννήσου από τους Αλβανούς. Το 1780 ο πατέρας του σκοτώθηκε στη Μάνη σε συγκρούσεις με οθωμανικές δυνάμεις και ο Θεόδωρος μαζί με τη μητέρα και τα αδέρφια του κατέφυγαν στην Αλωνίσταινα. Αργότερα ακολούθησε τον θείο του Αναγνώστη στον Άκοβο της Μεγαλόπολης, όπου από το 1785 δρούσε ως ενεργό μέλος ένοπλης ομάδας για να αναδειχθεί γρήγορα σε ηγετική φυσιογνωμία των κλεφτών της ευρύτερης περιοχής.
Η καταδίωξη των κλεφτών από τις οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις από το 1805, εξανάγκασε τον Κολοκοτρώνη να περάσει το 1806 στην υπό ρωσική κυριαρχία Ζάκυνθο. Με την έλευση των Γάλλων στα Επτάνησα, μετακινήθηκε στο Βόρειο Αιγαίο όπου μετείχε σε επιδρομές εναντίον τουρκικών πλοίων. Επιστρέφοντας στα Επτάνησα, εντάχθηκε στο Ελληνικό Ελαφρύ Πεζικό του αγγλικού στρατού και πολέμησε εναντίον των Γάλλων μέχρι το 1816.
Τον Δεκέμβριο 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία στο ναό του Αγ. Γεωργίου της Ζακύνθου.
Μετά από την επιστολή που του απηύθυνε ο Αλ. Υψηλάντης, ο Κολοκοτρώνης μετέβη στη Μάνη από όπου ξεκίνησε την οργάνωση της Επανάστασης. Στις 23 Μαρτίου 1821, επικεφαλής 2000 ανδρών, μαζί με τον Νικηταρά και τον Παπαφλέσσα και υπό την ηγεσία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, κατέλαβε την Καλαμάτα. Το κύρος του Κολοκοτρώνη είχε αρχίσει να διαφαίνεται στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, ενώ οι νίκες και οι στρατηγικές του ικανότητες συνέβαλαν στην εδραίωση της Επανάστασης στην Πελοπόννησο την πρώτη χρονιά του Αγώνα. Η πρώτη μεγάλη νίκη ήταν η άλωση της Τριπολιτσάς στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, ύστερα από εξάμηνη πολιορκία, η οποία υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξη των επιχειρήσεων, μολονότι είχαν αρχίσει να διαφαίνονται οι αντιπαλότητες μεταξύ στρατιωτικών και προκρίτων.
Μετά την πτώση της Τριπολιτσάς και των Φρουρίων Μονεμβασιάς και Νεοκάστρου, αποφασίστηκε η επανάληψη της πολιορκίας της Πάτρας∙ η αρχηγία δόθηκε στον Κολοκοτρώνη. Η αντιπαράθεση με τις ισχυρές οικογένειες των προκρίτων της Αχαΐας οδήγησε ωστόσο στη διάλυση της πολιορκίας. Με τη συντριβή του Δράμαλη στα Δερβενάκια ο Κολοκοτρώνης πέτυχε μια σημαντική νίκη και έφτασε στο απόγειο της δόξας του (26-28 Ιουλίου 1821). Οι οπλαρχηγοί στην Κόρινθο τον εξέλεξαν αρχιστράτηγο, απόφαση που επικύρωσε η Πελοποννησιακή Γερουσία. Στις 27 Μαΐου 1823 ο Κολοκοτρώνης τοποθετήθηκε αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού. Παρά όμως τις στρατιωτικές επιτυχίες των επαναστατών, είχαν ξεκινήσει οι εμφύλιες συγκρούσεις. Ο Κολοκοτρώνης βρέθηκε στο στρατόπεδο των ηττημένων των εμφυλίων και μάλιστα έχασε τον γιό του Πάνο σε μάχη έξω από την Τρίπολη (13 Νοεμβρίου 1824). Ο ίδιος τέθηκε σε περιορισμό αρχικά στο Ναύπλιο και στη συνέχεια υπό κράτηση στην Ύδρα. Ωστόσο, μετά τις στρατιωτικές επιτυχίες του τουρκοαιγυπτιακού στρατού που είχε εισβάλει στην Πελοπόννησο υπό τον Ιμπραήμ με στόχο να καταστείλει την Επανάσταση, η κυβέρνηση αποφάσισε να απελευθερώσει τους ηττημένους και να τους χορηγήσει αμνηστία.
Το Εκτελεστικό ανέθεσε την αρχηγία των ελληνικών δυνάμεων στον Κολοκοτρώνη και τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Ο Κολοκοτρώνης συγκρότησε σώμα 6000 ανδρών τοποθετώντας σε καίριες θέσεις τον Δημήτριο Υψηλάντη και τον Μακρυγιάννη. Η κυριαρχία όμως των Αιγύπτιων στην Πελοπόννησο ήταν πραγματικότητα το φθινόπωρο του 1825, ενώ αυξανόταν συνεχώς ο αριθμός των «προσκυνημένων». Ελάχιστες περιοχές παρέμεναν ελεύθερες, όμως ο Κολοκοτρώνης συνέχιζε τις μάχες και εμψύχωνε τον πληθυσμό, με σκοπό να μην εξαπλωθεί το «προσκύνημα». Ο Κολοκοτρώνης ήταν εξάλλου μεταξύ εκείνων που υπέγραψαν τη λεγόμενη «πράξη υποταγής» που έθετε την Ελλάδα «υπό την μοναδικήν υπεράσπισιν της Μεγάλης Βρεττανίας» (24 Ιουλίου 1825).
Με δική του πρόταση, η συνέλευση της Τροιζήνας ψήφισε τον ορισμό του Ιωάννη Καποδίστρια ως πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας (1827).
Στήριξε τον Καποδίστρια στα χρόνια της διακυβέρνησής του και μετά τη δολοφονία του (1831) μετείχε στην τριμελή Διοικητική Επιτροπή, μαζί με τον Ιωάννη Κωλέττη και τον Αυγουστίνο Καποδίστρια. Την εκλογή και την άφιξη του Όθωνα την αποδέχτηκε, όμως διαφώνησε με την πολιτική της Αντιβασιλείας, η οποία ήταν άλλωστε καχύποπτη απέναντί του και απέναντι στο ρωσικό κόμμα του οποίου αποτελούσε ηγετική φυσιογνωμία. Ο Κολοκοτρώνης κατηγορήθηκε για συνωμοσία εναντίον της Αντιβασιλείας και μαζί με άλλους καποδιστριακούς δικάστηκε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Στις 25 Μαΐου 1834 καταδικάστηκε μαζί με τον Δημήτριο Πλαπούτα σε θάνατο, όμως, μετά την ενηλικίωση του, ο Όθωνας απένειμε χάρη στον Κολοκοτρώνη, ο οποίος ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα του συμβούλου της Επικρατείας. Ο Κολοκοτρώνης πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην Αθήνα και το 1836 υπαγόρευσε τα απομνημονεύματά του στον Γ. Τερτσέτη∙ κυκλοφόρησαν το 1846 με τον τίτλο «Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836». Απεβίωσε στις 3 Φεβρουαρίου 1843 σε ηλικία 73 ετών. Το 1930 τα οστά του διακομίστηκαν στο Στήλη Αρχιερέων και Προκρίτων στην Τρίπολη.
*Η Κυριακή Παπαθανασοπούλου είναι διδάκτορας Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.