Το τέλος της βαλκανικής “αθωότητας” και οι βαλκανικές αναγνώσεις του 1821

Το τέλος της βαλκανικής “αθωότητας” και οι βαλκανικές αναγνώσεις του 1821
shutterstock

Στο άκουσμα της φράσης «βαλκανική διάσταση της ελληνικής επανάστασης», έρχεται στους περισσότερους Έλληνες συνειρμικά στον νου ο Ρήγας και η παμβαλκανική του επαναστατική ιδέα.

Οι πιο διαβασμένοι γνωρίζουν, μέσα από το έργο του Νικολάι Τόντοροφ αλλά και Ελλήνων ιστορικών όπως ο Σπύρος Λουκάτος ή ο Στέφανος Παπαγεωργίου, για τους Βαλκάνιους που πολέμησαν και διακρίθηκαν στα επαναστατικά στρατεύματα, τον Χατζηχρήστο Βούλγαρη, τον Βάσο Μαυροβουνιώτη ή τους εκατοντάδες Βαλκάνιους μαχητές που εντάχθηκαν στα στρατεύματα του Υψηλάντη στις Ηγεμονίες ή πολέμησαν στην Νότια Ελλάδα. Γνωρίζουν επίσης και για τον Θεόδωρο Βλαδιμηρέσκου, τον Ρουμάνο οπλαρχηγό που διαφώνησε με τον Υψηλάντη και «πρόδωσε» την επανάσταση στις Ηγεμονίες. Παρότι το τελευταίο αυτό στοιχείο μαρτυρεί αντιθέσεις, η γενική εντύπωση που οι περισσότεροι διατηρούμε είναι αυτή της φιλίας και συνεργασίας των ομόθρησκων βαλκανικών λαών στον αγώνα τους κατά των Οθωμανών, μια «συνέχεια» δηλαδή κατά την επανάσταση του 1821 της παμβαλκανικής ιδέας του Ρήγα που συγκινεί και εμπνέει πάντοτε τους δημοκρατικούς πολίτες. Η συμμετοχή των Βαλκάνιων «φιλελλήνων» σε μια επανάσταση με μεγάλη γεωγραφική εμβέλεια και σημασία ικανοποιεί, παράλληλα, συνειδητά ή όχι, την εθνική μας φιλοτιμία.

Τα πράγματα ωστόσο φαίνονται αρκετά διαφορετικά όταν πλησιάσουμε με μεγαλύτερη προσοχή και κριτική διάθεση τα ιστορικά τεκμήρια, ελληνικά και βαλκανικά. Το Σχέδιον Γενικόν της Φιλικής Εταιρείας (1820), το βασικό και πιο ώριμο σχέδιο της επανάστασης προέβλεπε πράγματι μια σειρά από συντονισμένες ενέργειες που, ξεκινώντας από την Σερβία, θα εκτείνονταν σε ολόκληρη τη Βαλκανική και την Ανατολική Μεσόγειο. Έχοντας αυτό το σχέδιο, η Φιλική Εταιρεία ήταν υποχρεωμένη να επικαλεστεί την ιδέα του Ρήγα, ανασημασιοδοτώντας την με ρομαντικούς όρους ως ιδέα ένος κοινού και αλληλέγγυου αγώνα των Βαλκάνιων Χριστιανών εναντίον του Μουσουλμάνου καταπιεστή τους. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, το κείμενο του σχεδίου, το οποίο συντάχθηκε προφανώς με λογική πολεμικής στρατηγικής και όχι επί τη βάσει ιδεολογικών κριτηρίων ομοφροσύνης και συνοχής, μαρτυρεί την ανάπτυξη ενός ελληνικού εθνοκεντρισμού που χαρακτηρίζεται από την πρόθεση της Εταιρείας να χρησιμοποιήσει τους άλλους Βαλκάνιους για τα ελληνικά συμφέροντα, συνοδευόμενη από τον φόβο της ανάπτυξης αντιθέσεων μεταξύ των Βαλκανίων συμμάχων. Η παρακάτω αποστροφή του Σχεδίου είναι ιδιαίτερα εύγλωττη: «Λέγομεν όμως, ότι συμφερώτερον εις την Ελλάδα είναι το ν’ αρχίσουν οι Σέρβοι, δια να ορμήση εκείσε ο εχθρός∙ επειδή, άν ημείς αρχίσωμεν οι Πελοποννήσιοι, το βάρος της εχθρικής φάλαγγος θέλει επιπέσει εις ημάς∙ οι δε Σέρβοι αρχινώντες μετά ταύτα, ίσως διόλου δεν απαντήσουν εχθρόν, και εκ τούτου έπεται να προχωρήσουν, όσον δεν συμφέρει, εις την Ελλάδα και Θράκην. Λοιπόν ο πόλεμος να εκραγή από Σερβίας, δια να κατορθώσουν οι Έλληνες τους σκοπούς των ευκολώτερα∙ ή τέλος πάντων συγχρόνως με την Ελλάδα» (έμφαση Α.Λ.).

Αν ο εθνοκεντρισμός και οι ανησυχίες των Φιλικών μαρτυρούν τις ιδεολογικές μετατοπίσεις που έχουν συντελεστεί από την εποχή του Ρήγα, η ίδια η πορεία της βαλκανικής, ως προς τον σχεδιασμό της, επανάστασης του 1821 οδήγησε εμφατικά στο τέλος της βαλκανικής «αθωότητας» και την πρώτη πρακτική ματαίωση του δημοκρατικού παμβαλκανικού επαναστατικού οράματος του Βελεστινλή.

Άγαλμα του Ρήγα Φερραίου shutterstock

Οι Σέρβοι υπό τον Μίλος Ομπρένοβιτς δεν εισάκουσαν τις ελληνικές εκκλήσεις και δεν εισέβαλαν στη Βουλγαρία ξεσηκώνοντάς την, ούτε οι Μαυροβούνιοι επιτέθηκαν στους Αλβανούς της Σκόδρας, όπως προέβλεπε το Σχέδιον. Ο Σέρβος αρχηγός αρνήθηκε κάθε βοήθεια στους επαναστατημένους των Ηγεμονιών επιδεικνύοντας την νομιμοφροσύνη του στον σουλτάνο. Φοβούμενος μάλιστα ότι μια επαναστατική κινητοποίηση θα αμφισβητούσε την εξουσία του, κινητοποίησε το δίκτυό του και διέταξε τον κλήρο να καταδικάσει την επανάσταση εμποδίζοντας κάθε λαϊκή υποστήριξη σε αυτήν. Την στάση του, στάση δυσπιστίας και υποβόσκωντος ανταγωνισμού έναντι του Υψηλάντη και της Φιλικής Εταιρείας, την συμμερίζονταν και τα ηγετικά στελέχη του καθεστώτος του, τα οποία βρίσκονταν την εποχή εκείνη σε διαπραγματεύσεις με την Πύλη για το καθεστώς της Σερβίας και την αναγνώριση του Μίλος ως κληρονομικού ηγεμόνα. Το διπλό – ελληνικό και ρουμανικό – επαναστατικό κίνημα στις Ηγεμονίες, καταδικασμένο από την Ρωσία, κατεστάλη εύκολα από τους Οθωμανούς και ο ηγέτης της ρουμανικής εξέγερσης Βλαδιμηρέσκου συνελήφθη από τους συμμάχους του της Φιλικής Εταιρείας και βρήκε τραγικό θάνατο. Ανεξάρτητα ωστόσο από τον βαθμό εμπλοκής τους στην επαναστατική συνομωσία, οι Ορθόδοξοι πολλών περιοχών των Βαλκανίων υπέστησαν τα αντίποινα των Οθωμανών. Και είναι αυτή η οθωμανική αντίδραση που, κοντά στον βαλκανικό του σχεδιασμό και την συμμετοχή μαχητών κάθε προέλευσης, προσέδωσε στο 1821 μια ακόμη εντονότερη βαλκανική διάσταση. Τα αιματηρά αντιποινα, οι κατασχέσεις και η τρομοκρατία που εξαπέλυσαν οι Οθωμανοί έγιναν ιδιαίτερα αισθητά στη Βουλγαρία και τα κεντρικά Βαλκάνια. Οι Σέρβοι αντιπρόσωποι στην Πύλη παρέμειναν όμηροι για πέντε σχεδόν χρόνια. Οι Αλβανοί πασάδες κινητοποιήθηκαν απρόθυμα για την καταστολή της επανάστασης τη στιγμή που Αρβανίτες Χριστιανοί πολεμούσαν στα επαναστατικά στρατεύματα. Οι Ρουμάνοι αγρότες υπέστησαν διώξεις με την καταστολή του κινήματός τους, μόνο και μόνο για να δούν την εγχώρια ρουμανική αριστοκρατία να αντικαθιστά τους Φαναριώτες οσποδάρους.

Ο βαλκανικός σχεδιασμός, αλλά και η «βαλκανική» αποτυχία και καταστολή της Επανάστασης, άφησαν σημαντικά τεκμήρια σε όλες τις γλώσσες των Βαλκανίων, πάνω στα οποία βασίστηκαν οι βαλκανικές ιστοριογραφικές προσλήψεις του πρώτου επαναστατικού κινήματος των μη-μουσουλμάνων της αυτοκρατορίας που στόχευε στην πλήρη κατάλυση της οθωμανικής εξουσίας και που, παρά την αποτυχία του στον Βορρά, άντεξε στην Νότια Ελλάδα και οδήγησε στην ίδρυση του πρώτου ανεξάρτητου κράτους στα Βαλκάνια.

Οι πρώτες αναγνώσεις του 1821 στην ιστορική γραμματεία των βαλκανικών λαών φέρουν το αποτύπωμα των αποτυχιών της βαλκανικής συνεννόησης. Αυτό ωστόσο συμβαίνει λιγότερο λόγω μιας θετικιστικής ιστοριογραφικής κουλτούρας που σέβεται τα τεκμήρια, και περισσότερο επειδή αυτό που ενδιαφέρει τους Βαλκάνιους εθνικιστές ιστορικούς του 19ου αιώνα είναι το να εμπεδώσουν το κύρος και την «θετική εικόνα» των νεαρών τους εθνικών κρατών έναντι των γειτόνων τους και ενώπιον της «πολιτισμένης Ευρώπης». Κατ’ ουσίαν, οι μαρτυρίες περί διαβαλκανικών ανταγωνισμών στα πλαίσια του 1821 ήταν σε αρμονική σχέση με τις τάσεις της νεαρής ρομαντικής εθνικιστικής ιστοριογραφίας του 19ου αιώνα. Σε αυτό το πλαίσιο διαμορφώνονται τα κυρίαρχα «εθνικά σχήματα πρόσληψης» του 1821. Η ρουμανική ιστοριογραφία παρουσιάζει το 1821 ως έναν «αντιφαναριωτικό αγώνα» και όχι ως αντιοθωμανική εξέγερση. Το σερβικό εθνικό σχήμα προβάλλει την «δικαιολογημένη δυσπιστία και επιφυλακτικότητα» του Μίλος έναντι των ελληνικών φιλοδοξιών για ηγεμονία στην Βαλκανική. Εξέχον παράδειγμα είναι η ιστορία που έγραψε ο γιατρός του Μίλος Ομπρένοβιτς στα μέσα του 19ου αιώνα, στην οποία οι Έλληνες παρουσιάζονται ως ένας λαός που ποτέ δεν θα μπορούσε να ζήσει με τους Σέρβους, τους περιφρονεί για τον αγροτικό τους τρόπο ζωής, δεν τους βοήθησε όταν εκείνοι εξεγέρθηκαν και προσπάθησε το 1821 απλά να τους χρησιμοποιήσει προς ίδιον όφελος. Για την νεαρή βουλγαρική ιστοριογραφία, το εθνικό σχήμα πρόσληψης ήταν αυτό της «εθνικής οικειοποίησης». Το 1821 ήταν για τους Βουλγάρους του 19ου αιώνα «η δική μας Ζαβέρα», λέξη τουρκικής μάλλον προέλευσης που παρετυμολογήθηκε ως βουλγαρικός νεολογισμός, με την σημασία «για την πίστη» (za vera). Στο μεσοπόλεμο, το σχήμα ενισχύθηκε και από «βουλγαροποιήσεις» ηρώων της επανάστασης όπως του Μάρκο Μπόζαρ από το Βόντεν (ο Μάρκος Μπότσαρης) ή του Σάββα Μπίμπαση από το Σλίβεν (ο Πάτμιος οπλαρχηγός Σάββας Καμινάρης Φωκιανός). Στην αλβανική ιστοριογραφία εναλλάσσονται το σχήμα της οικειοποίησης με εκείνο του «εμφύλιου αλβανικού αγώνα», στον οποίο μουσουλμάνοι και χριστιανοί Αλβανοί αλληλοεξοντώθηκαν για λογαριασμό τρίτων. Τέλος, η νεαρή τουρκική ρεπουμπλικανική ιστοριογραφία αντιμετώπισε στον μεσοπόλεμο με «αμήχανη σιωπή» την εξέγερση των Ελλήνων εναντίον μιας αυτοκρατορίας από την οποία ήταν αποφασισμένη να τηρήσει αποστάσεις.

Χωρίς να αμφισβητούν πάντοτε τα «εθνικά σχήματα» πρόσληψης, από τα τέλη του 19ου αιώνα αναπτύχθηκαν οι προσεγγίσεις που είχαν ως στόχο την καλλιέργεια «φιλικών» σχέσεων μεταξύ των βαλκανικών κρατών. Η προτεραιότητα της «ιστορικής διπλωματίας» είχε θετική επίδραση κατά το ότι αποδέσμευσε τη συζήτηση από τον εθνοκεντρισμό του οικείου έθνους, διόρθωσε ενίοτε καταφανείς στρεβλώσεις (όπως στην ρουμανική περίπτωση), οδήγησε ωστόσο σε άλλες περιπτώσεις (κυρίαρχα στην σερβική) σε αποσιωπήσεις και «εξωραϊσμούς» των ανταγωνιστικών τάσεων και αντιθέσεων που αποδεσμεύτηκαν και εκφράστηκαν το 1821.

Την σημαντικότερη, τέλος, ανανέωση στις προσλήψεις του 1821 στον 20ό αιώνα έφερε η μαρξιστική προσέγγιση, η οποία έθεσε ουσιαστικά ζητήματα φιλοσοφικο-ιστορικής ερμηνείας των βαλκανικών επαναστάσεων. Οι Βαλκάνιοι μαρξιστές συνδύασαν την εφαρμογή του ιστορικού υλισμού και της θεωρίας της προοδευτικής κατά στάδια εξέλιξης των κοινωνιών – ερμηνεύοντας συνήθως το 1821 ως «αστική επανάσταση» -, με την διεθνιστική προδιάθεση που καλλιεργήθηκε στην σοσιαλιστική παράδοση του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού μέσα από την ιδέα της Βαλκανικής Ομοσπονδίας. Η ανανεωτική τους επίδραση έμεινε ωστόσο ημιτελής, καθώς οι ανάγκες νομιμοποίησης πολιτικών και επιστημονικών θεσμών με αναφορά στο έθνος, έστω και «σοσιαλιστικό», υπέσκαψαν τις δυνατότητες υπέρβασης των στρεβλώσεων της «ιστορικής διπλωματίας» και του εθνοκεντρισμού και αναίρεσαν την όποια κριτική διάσταση του κρατικού, από ένα σημείο και έπειτα, βαλκανικού μαρξισμού. Στο υπο έκδοση συλλογικό έργο: Α. Λυμπεράτος (επιμ.), Βαλκανικές αναγνώσεις του 1821, εκδόσεις «Μέλισσα», 2021, καρπό σχετικού ερευνητικού προγράμματος του Κέντρου Έρευνας Νεότερης Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, ο αναγνώστης θα βρεί λεπτομερή ανάλυση των παραπάνω προσλήψεων. Η διερεύνησή τους έχει μείζονα αξία όχι για να σκεφθούμε, απλά και γενικευτικά, πώς οι «ξένοι» γειτονικοί λαοί αντιμετωπίζουν τους «Έλληνες», αλλά για να σκεφθούμε υπό ποιους όρους συγκροτούνται οι αναπαραστάσεις του 1821 στην βαλκανική ιστοριογραφία και να διερωτηθούμε ποια η σημασία τους για τις γειτονικές κοινωνίες και τις διαβαλκανικές σχέσεις ή για το πώς οι βαλκανικές «αναγνώσεις» του 1821 επικοινωνούν, διαφέρουν ή ομοιάζουν με τις αντίστοιχες ελληνικές.

  • Ο Ανδρέας Λυμπεράτος είναι Επίκουρος Καθηγητής Νεότερης Βαλκανικής Ιστορίας, στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα