Βασίλης Τσιτσάνης: Σαν σήμερα έφυγε ο “Πατέρας” του Λαϊκού Τραγουδιού
Συνθέτης, στιχουργός, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και τραγουδιστής. Από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και γενικότερα της ελληνικής λαϊκής μουσικής του 20ου αιώνα.
- 18 Ιανουαρίου 2020 08:57
Σαν σήμερα, 18 Ιανουαρίου γεννήθηκε και πέθανε η εμβληματική μορφή της λαϊκής μουσικής.
“Για να γράψεις τέτοια μουσική πρέπει να πονέσεις, να πεινάσεις. Σήμερα όλοι τα έχουν όλα. Όλες αυτές οι ευκολίες είναι καταστρεπτικές για το μυαλό, την ψυχή, τη φαντασία. Γράφουν ένα τραγουδάκι στο πόδι, γίνεται σουξέ και την άλλη μέρα γεμίζουν οι τσέπες τους λεφτά. O τραγουδιστής δεν πρέπει να τα βλέπει όλα με κέρδος, αν θέλει να δημιουργήσει”. Β. Τσιτσάνης
Ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν συνθέτης, στιχουργός, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και τραγουδιστής, μα πάνω από όλα ήταν μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ελληνικού τραγουδιού. Όσα τραγούδησε παραμένουν αναλλοίωτα στο χρόνο, 29 χρόνια μετά το θάνατό του.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας στις 18 Ιανουαρίου 1915. Οι γονείς του ήταν Ηπειρώτες κι εκτός από τον Βασίλη είχαν άλλα τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Αργότερα, οι φίλοι του οι ρεμπέτες του κόλλησαν το παρατσούκλι «Ο Βλάχος», επειδή ήταν ο μόνος ρεμπέτης με στεριανή προέλευση.
Σύμφωνα με το SanSimera.gr, ο πατέρας του, τσαρουχάς στο επάγγελμα, είχε ένα μαντολίνο, με το οποίο έπαιζε κλέφτικα τραγούδια. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη, μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Παρότι τον συνέπαιρνε η μουσική, πρωτόπιασε όργανο στα χέρια του μετά το θάνατο του πατέρα του το 1926. Ήταν ένα μαντολίνο, που κάποιος ντόπιος οργανοποιός είχε μετατρέψει σε μπουζούκι.
Το φθινόπωρο του 1936 κατέβηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομική και προκειμένου να συμπληρώσει το εισόδημά του έπιασε δουλειά σε νυχτερινό κέντρο. Τον επόμενο χρόνο γνώρισε τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πήγε στη δισκογραφική εταιρεία «Οντεόν», όπου ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε» (1937). Η «Αρχόντισσα», από τα σπουδαιότερα τραγούδια στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, ήταν ένα από τα δεκάδες που ακολούθησαν. Την ίδια περίοδο, τραγούδια του, όπως «Να γιατί γυρνώ», «Παλάτια Χρυσοστόλιστα», «Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ» και «Γι’ αυτά τα μαύρα μάτια σου», ερμήνευσαν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Στέλιος Κερομύτης, αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης.
Αντίδραση στη δικτατορία
Βρισκόμαστε στην εποχή της δικτατορίας Μεταξά και η περίοδος επιβάλλει εμβατήρια, ενώ απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου, όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. Ο Τσιτσάνης απαντά με το μπόλιασμα του ρεμπέτικου με δυτικά μελωδικά στοιχεία κι έτσι προσεγγίζει τις ευρύτερες μάζες. Τον Μάρτιο του 1938 υπηρετεί τη στρατιωτική θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη. Παίρνει άδειες και ποτέ δεν γυρνά στην ώρα του, γεγονός που εξοργίζει τους διοικητές του. Περνά πολλές μέρες στο πειθαρχείο, όπου γράφει ένα από τα τραγούδια του, την «Αρχόντισσα». Στη Θεσσαλονίκη θα γνωρίσει και τη μελλοντική σύζυγό του, τη Ζωή Σαμαρά, με την οποία θα αποκτήσει δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα.
Τα χρόνια της Κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου ανοίγει ένα δικό του κουτούκι. Παράλληλα, γράφει ορισμένες από τις μεγάλες επιτυχίες του («Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα», «Συννεφιασμένη Κυριακή»), που θα ηχογραφήσει μετά τον πόλεμο, όταν θα ανοίξουν και πάλι τα εργοστάσια δίσκων.
Το 1946 εγκαθίσταται ξανά στην Αθήνα και αρχίζει πάλι να ηχογραφεί.
Η καταξίωση
Η δεκαετία 1945 – 1955 είναι ίσως η κορυφαία της καριέρας του καθώς γνωρίζει την πλατιά καταξίωση στη δισκογραφία και η πιο μεστή δημιουργικά γι’ αυτόν. Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές που υπηρετούν τα τραγούδια του και δένονται μαζί του : Τη Μαρίκα Νίνου, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. “Είμαστε αλάνια”, “Πήρα τη στράτα κι έρχομαι”, “Χωρίσαμε ένα δειλινό”, “Τρελός τσιγγάνος”, “Πέφτουν της βροχής οι στάλες”, “Όμορφη Θεσσαλονίκη”, “Αντιλαλούνε τα βουνά”, “Κάνε λιγάκι υπομονή”, “Φάμπρικες”, “Πέφτεις σε λάθη”, “Καβουράκια”, “Κάθε βράδυ λυπημένη”, “Ξημερώνει και βραδιάζει”, “Έλα όπως είσαι”, είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια του γι’ αυτή την περίοδο.
Συνεχής έμπνευση με γνωστά τραγούδια όπως: Ίσως αύριο (1958), “Τα λιμάνια” (1962), “Τα ξένα χέρια”(1962), “Μείνε αγάπη μου κοντά μου”(1962), “Κορίτσι μου όλα για σένα”(1967), “Απόψε στις ακρογιαλιές”(1968), “Κάποιο αλάνι”(1968), “Της Γερακίνας γιός”(1975),”Δηλητήριο στη φλέβα”(1979).
Ο ίδιος, έσπασε επίσης το ταμπού που είχαν οι ρεμπέτες και οι παλιοί λαϊκοί να μη δέχονται στο πάλκο γυναίκα τραγουδίστρια. Αυτός έβαλε πλάι του, την Γεωργακοπούλου, τη Χασκίλ, την Μπέλλου και μετά τη Μαρίκα Νίνου (που αναφέρονται και παραπάνω), με την οποία έκανε το πιο δυναμικό ντουέτο της εποχής.
Η φιλία με τον Ανδρέα Παπανδρέου
Με τον Ανδρέα Παπανδρέου τον συνέδεε βαθιά φιλία. Δύο ήταν οι αδυναμίες του: ο κουμπάρος του ο Νικόλαος Μουσχουντής, διοικητής της Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Τους θαύμαζε και τους δύο.
Ο Παπανδρέου τον επισκεπτόταν στα μαγαζιά που τραγουδούσε και χόρευε πάντα το αγαπημένο του ζεϊμπέκικο. Παρά τη σχέση τους, κρατούσε πάντα αποστάσεις από την πολιτική και μάλιστα κάποτε αρνήθηκε πρόταση από τον ίδιο να μπει στο κόμμα.
Ο Τσιτσάνης ήταν άνθρωπος καθαρός και ποτέ δεν εκμεταλλεύτηκε τις γνωριμίες του για ιδιοτελείς σκοπούς. Μάλιστα, παρά την κουμπαριά που είχε με τον αδέκαστο διοικητή της Ασφάλειας Νίκο Μουσχουντή, είχε κι ο ίδιος πέσει θύμα της λογοκρισίας.
Το τέλος του Πατριάρχη του λαϊκού τραγουδιού
Στις 18 Ιανουαρίου 1984 ο Βασίλης Τσιτσάνης συμπληρώνει το 69ο έτος της ηλικίας του. Κάποιες επιπλοκές σε εγχείρηση στους πνεύμονες είναι η αιτία για να αφήσει την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου.
Μέχρι και 24 μέρες πριν εμφανιζόταν κανονικά στο ”Χάραμα”, δουλεύοντας καινούργια τραγούδια. Τίποτα δεν προμήνυε πως την ημέρα των γενεθλίων του θα έφευγε από τη ζωή, αφήνοντας κληρονομιά στις επόμενες γενιές τα μοναδικά τραγούδια του.
Ο δημοσιογράφος Πάνος Γεραμάνης, ερευνητής-μελετητής του ρεμπέτικου και του λαϊκού μας τραγουδιού, αναφέρει χαρακτηριστικά: “Η αλήθεια που βγαίνει μέσα από πολλά στοιχεία συνεργατών, φίλων και συναδέλφων του είναι ότι ο Βασίλης Τσιτσάνης, όχι μόνον δεν οικειοποιήθηκε εμπνεύσεις κανενός, αλλά αντίθετα χάρισε τραγούδια του, εμπνεύσεις του, σε τραγουδιστές του, όπως στον Στράτο Παγιουμτζή, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και άλλους. Ήταν πάγια αυτή η τακτική του”.