Ελληνοτουρκική κρίση: Γιατί απομακρύνεται το πολεμικό σενάριο από τους σχεδιασμούς της Αθήνας

Ελληνοτουρκική κρίση: Γιατί απομακρύνεται το πολεμικό σενάριο από τους σχεδιασμούς της Αθήνας
Φρεγάτες στο Αιγαίο Eurokinissi

Ο πολιτικός επιστήμονας Παναγιώτης Κουργιώτης αναλύει για λογαριασμό των αναγνωστών του News 24/7 τη νέα, οξυμένη φάση στην οποία βρίσκονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και ανιχνεύει τις δυνατότητες των δύο πλευρών.

Η νέα όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων κάνει την αναζήτηση τεκμηριωμένων επιστημονικών απαντήσεων σχεδόν επιτακτική. Το News24/7 έδωσε το λόγο στον Παναγιώτη Κουργιώτη, Δρ στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας ο οποίος αναλύει τη στάση της Τουρκίας, παραθέτει τις ελληνικές δυνατότητες για συμφέρουσα απεμπλοκή και σχολιάζει την πολιτική συμμαχιών της χώρας.

Το πρώτο ερώτημα που έρχεται στο μυαλό είναι το εξής: Η Τουρκία μπλοφάρει για να τσεκάρει τα ελληνικά αντανακλαστικά (διπλωματικά και στρατιωτικά) ή θέλει να φτάσει μέχρι τέλος και να διενεργήσει έρευνες; Η ελληνική πλευρά στο ενδεχόμενο διενέργειας ερευνών μπορεί να αποφύγει τη σύγκρουση;

Η απάντηση είναι ΝΑΙ και στα δύο υπό-ερωτήματα. Θεωρώ βέβαιη την επανάληψη του σεναρίου της Κυπριακής ΑΟΖ όπου έγιναν επανειλημμένα έρευνες από τα τουρκικά σκάφη στα επίμαχα οικόπεδα, ελλείψει μιας ισχυρής αποτρεπτικής απάντησης από πλευράς Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και δυναμικών παρεμβάσεων/κυρώσεων από πλευράς ευρωπαίων εταίρων ή ΗΠΑ. Η Άγκυρα ουσιαστικά δοκίμαζε τα ελληνικά αντανακλαστικά από τον καιρό ακόμα που πραγματοποιούσε έρευνες στην Κυπριακή ΑΟΖ. Τώρα προχωράει δυτικότερα δεσμεύοντας με NAVTEX το 2018 και σήμερα όλο και μεγαλύτερα κομμάτια της Ελληνικής ΑΟΖ, στην ανακήρυξη/οριοθέτηση της οποίας ωστόσο ακόμα δεν έχει προχωρήσει.

Μια τέτοια κίνηση θα έπρεπε να έχει λάβει χώρα ήδη κατά τα προηγούμενα χρόνια, όμως ακόμα και αν τελεσφορούσαν οι επαφές με Λευκωσία και Κάιρο, θα παρέμενε ο σκόπελος της συμφωνίας/οριοθέτησης ΑΟΖ με την Τουρκία. Η Ελλάδα προφανώς διαθέτει σημαντικότερη αποτρεπτική ισχύ από την Κυπριακή Δημοκρατία, όμως και πάλι θεωρώ ότι αργήσαμε/κωλυσιεργήσαμε πολύ σε διπλωματικό επίπεδο με αποτέλεσμα να φαίνεται πως η Άγκυρα ορίζει το πλαίσιο και τους όρους της όποιας ελληνικής κίνησης ή της ενδεχόμενης ελληνοτουρκικής διαπραγμάτευσης.

Στο ενδεχόμενο διενέργειας ερευνών, θα συνόψιζα το δίλημμα της Αθήνας ως εξής: από τη μία οι ελληνικές κυβερνήσεις(και η Κύπρος) επένδυαν τόσο καιρό σε μια φρασεολογία περί υδρογονανθράκων η οποία θα γυρνούσε μπούμερανγκ αν δε μπορέσουν να υπερασπιστούν το κυριαρχικό τους δικαίωμα και αντ’ αυτού έβρισκε πρώτη τους υδρογονάνθρακες η Τουρκία – από την άλλη το πολιτικό κόστος μιας στρατιωτικής εμπλοκής για ένα κομμάτι στις νοτιοανατολικές εσχατιές της – ακήρυχτης ακόμα – Ελληνικής ΑΟΖ νομίζω πως εκ προοιμίου απομακρύνει το πολεμικό σενάριο από τους σχεδιασμούς της Αθήνας.

Η πολιτική κατάσταση στην Τουρκία δείχνει να ανατρέπεται, η κυριαρχία του Ερντογάν αμφισβητείται, ο Εκρέμ Ιμάμογλου φαντάζει πλέον ως αντίπαλο δέος. Τι ρόλο παίζουν τα γεγονότα αυτά στην κλιμάκωση των τουρκικών ενεργειών στην Ανατολική Μεσόγειο;

Θεωρώ πολύ νωρίς να πούμε πως η πολιτική κατάσταση στην Τουρκία ανατρέπεται. Μπορεί να είχαμε την ήττα του Ερντογάν στις τελευταίες δημοτικές εκλογές (και μάλιστα και στις επαναληπτικές της Κων/πολης) όμως πρέπει να περιμένουμε μέχρι τις γενικές εκλογές του 2023 όπου θα κριθεί από τον τουρκικό λαό για για όλα τα τελευταία μέτωπα που άνοιξε σε Συρία, Λιβύη, Ανατολική Μεσόγειο, θεωρώ πάντως όχι στο Αιγαίο.

Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μιλάμε για μία προσωπικότητα και ένα κόμμα που έχει αφήσει το δικό του αποτύπωμα και τη δική του ιδεολογική κληρονομιά στην τουρκική πολιτική ζωή από το 2002 και αυτό φαίνεται σχεδόν σε όλες τις εκλογές από τότε έως σήμερα. Ο Εκρέμ Ιμάμογλου φαντάζει ως ένας ιδανικός υποψήφιος για το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ωστόσο παραμένει μια “άγνωστη ποσότητα” κυρίως στο πως θα φερόταν σε θέματα υψηλής πολιτικής, καθώς και σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά. Όλα αυτά είναι θέματα που ξεπερνούν κατά πολύ την θητεία του ως δημάρχου, ακόμα και αν η διπλή του νίκη στον δήμο της Κων/πολης θα αποτελέσει το σπουδαιότερο πολιτικό του κεφάλαιο.

Θεωρώ πως οποιοσδήποτε άλλο κυβερνητικός συνασπισμός που δε θα περιλάμβανε τους Γκρίζους Λύκους του Μπαχτσελί θα ήταν καλύτερος για τα ελληνοτουρκικά, από την άλλη όμως δε φαίνεται να υπάρχει κάποια πολιτική δύναμη στην τουρκική σκηνή που να μπορούσε να υιοθετήσει μια πιο πασιφιστική ατζέντα, με την εξαίρεση – ενός ούτως ή άλλως στριμωγμένου – Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών. Ο Ιμάμογλου σε μια ενδεχόμενη νίκη του, που δύσκολα θα ήταν αυτοδύναμη, θα κριθεί πρωτίστως για τις συμμαχίες του, όπως κρίνεται για αυτές ο Ερντογάν την τελευταία 5ετία.

Τέλος, εν αντιθέσει με τις δεκαετίες ’80 και ’90, τα ελληνοτουρκικά πρέπει να τοποθετούνται στο πλαίσιο της ευρύτερης μεταμόρφωσης της Τουρκίας σε περιφερειακή δύναμη της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, μιας γεωπολιτικής διαδικασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη από την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003 κι επιταχύνθηκε μετά τις ευκαιρίες που δημιούργησε η Αραβική Άνοιξη το 2011 κι έως σήμερα. Όσο δύσκολα στήθηκε η μεταμόρφωση αυτή και υποστηρίχθηκε από τους ισλαμιστές και τους ακραίους εθνικιστές, εξίσου δύσκολο μου φαίνεται να ξηλωθεί αναίμακτα σε περίπτωση ήττας του παρόντος κυβερνητικού συνασπισμού κι επαναπροσδιορισμού της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.

Λέγονται πολλά για έναν ενδεχόμενο ελληνοτουρκικό διάλογο ή και μία κοινή προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης. Πως πρέπει να προσεγγίσει το ζήτημα η ελληνική εξωτερική πολιτική κατά τη γνώμη σας;

Το καλύτερο θα ήταν η προσφυγή στην Χάγη, ωστόσο η Τουρκία εκμεταλλεύτηκε την ελληνική διστακτικότητα ή καθυστέρηση στο εν λόγω θέμα και αντιπροτείνει δια της προβολής ισχύος και της δημιουργίας ενδεχόμενων τετελεσμένων, όπως επιχειρείται τώρα (βλ. το “δικαίωμα” της να διεξάγει έρευνες στην Κυπριακή και σε μικρά κομμάτια της ακήρυχτης Ελληνικής ΑΟΖ) τον απευθείας διάλογο.

Επιπλέον, έχουν αλλάξει και οι γεωπολιτικές συγκυρίες. Αρχές της δεκαετίας του 2000, ενόψει και των τότε ενταξιακών διαπραγματεύσεων στην Ε.Ε. τα δεδομένα ήταν πιθανώς πιο ευνοϊκά για την ελληνική διπλωματία να ασκήσει πίεση για προσφυγή στην Χάγη. Είμαι σίγουρος πως η Τουρκία γνωρίζει το δίλημμα που αντιμετωπίζει η Αθήνα (όπως το συνόψισα στο Ερώτημα 1) και θα πιέσει προς τα εκεί. Η Ελλάδα θα αναζητήσει μια save face λύση με τη βοήθεια ενδεχομένως της Γερμανίας που δείχνει να είναι παρούσα κι επιδιώκει ρόλο από την έναρξη της σημερινής κρίσης.

Το θέμα των συμμαχιών της χώρας επίσης σχολιάζεται ποικιλοτρόπως. Εχουμε πράγματι στιβαρές συμμαχίες, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση ή χρειάζεται εντατικοποίηση της δουλειάς στο συγκεκριμένο τομέα και σε ποια κατεύθυνση;

Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως με τη στενή (νομική και διεθνολογική) έννοια του όρου η Ελλάδα δε συμμετέχει σε κάποια άλλη συμμαχία πλην του ΝΑΤΟ στην οποία φυσικά συμμετέχει και η Τουρκία! Όπως πολύ σωστά επισημαίνουν κάποιοι έμπειροι αναλυτές, όπως ο κος Σωτήρης Ρούσσος, η υπογραφή του EastMed ή τα κοινά στρατιωτικά γυμνάσια με το Ισραήλ ή την Αίγυπτο και οι περιοδείες του κύριου Δένδια στα Εμιράτα ή τη Σαουδική Αραβία, αλλά και ο εναγκαλισμός του Χαλίφα Χάφταρ δε μπορούν να συνιστούν συμμαχίες μιας και α) δεν οδήγησαν στη σύναψη στρατιωτικών συμφώνων (όπως π.χ. η Βαλκανική Συμμαχία παλιότερων εποχών) και β) δεν απορρέουν απαραίτητα από κοινή αντίληψη περί απειλών, αφού κάθε μέρος ορίζει την εθνική του ασφάλεια με γνώμονα την δική του ατζέντα. Εκτός και αν η Αθήνα με πρόσχημα την περικύκλωση της Τουρκίας είναι διατεθειμένη να εμπλακεί σε περιφερειακούς ανταγωνισμούς που ξεπερνούν κατά πολύ τις προτεραιότητές της.

Η πρόσφατη αποστολή των Ελλήνων χειριστών μαζί με μέρος των ελληνικών PATRIOT στη Σαουδική Αραβία έλαβε χώρα στη σκιά των αντιδράσεων της Αθήνας μετά την υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου και αποτελεί ένα καλό παράδειγμα των κινδύνων που εγκυμονούν για την ελληνική πλευρά. Σκεφτείτε μόνο το ενδεχόμενο κάποιου νεκρού Έλληνα αξιωματικού κατόπιν πετυχημένης επίθεσης των Χούθι της Υεμένης που συχνά πυκνά χτυπούν στόχους στο σαουδαραβικό εδαφος.

Ο Πάνος Κουργιώτης είναι Δρ. Πολιτικής Επιστήμης – Αραβολόγος στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα