Προσφυγικό: Η δεκαετία που (δεν) άλλαξε τον Έλληνα
Το προσφυγικό σημάδεψε και σημαδεύει ανεξίτηλα την δεκαετία που φτάνει στο τέλος της. Οι ιστορίες των ξεριζωμένων που ήρθαν στον τόπο μας, οι ομοιότητες με τον Έλληνα του '22 και του '60, αλλά και ο μύθος των γεννήσεων και της πληθυσμιακής αλλοίωσης.
- 19 Δεκεμβρίου 2019 12:16
Δέκα χρόνια προσφυγικής κρίσης στην Ελλάδα. Εκατό χρόνια από τον πιο πικρό ελληνικό δρόμο της προσφυγιάς. Παράλληλες ιστορίες, παράλληλες ζωές που τέμνονται από την ίδια μοίρα.
“Ήταν ανήμερα του Σταυρού θυμάμαι, 14 Σεπτεμβρίου. Εγώ ήμουν 12 χρονών, παιδάκι. Υπήρχε μεγάλη ανησυχία στους μεγάλους εκείνη τη μέρα. Περνούσαν οι στρατιώτες αλλά δεν μας είπαν να φύγουμε κι εμείς από εκεί. Ήμασταν κλεισμένοι στα σπίτια. Ξαφνικά, μπήκαν Τούρκοι στρατιώτες μέσα. Ο πατέρας κρύφτηκε στο πατάρι του σπιτιού. Ήμασταν συνολικά έξι αδέρφια, πέντε κορίτσια κι ένα αγόρι. Η μια μου αδερφή κοίταξε ψηλά. Εκείνοι κατάλαβαν, βρήκαν τον πατέρα και τον πήραν. Από τότε δεν τον ξανάδαμε ποτέ.
Με τα αδέρφια μου, τη γιαγιά, τη θεία μου και τα δυο ξαδέρφια μου φύγαμε όλοι μαζί για την παραλία. Ούτε νερό είχαμε, ούτε φαγητό. Τούρκοι πήγαιναν να μας δώσουν νερό μα οι φαντάροι τους χτυπούσαν. Χάσαμε τον αδερφό μας μέσα στον κόσμο.
Πηγαίνοντας προς την παραλία ένας καβαλάρης καταδίωκε τη θεία να την απομονώσει. Για να σωθεί εκείνη άφησε το μωρό σε μια γυναίκα και χώθηκε μέσα στο νερό. Σώθηκε, αλλά το μωρό δεν ξέρουμε τι απέγινε. Η γιαγιά μας έλεγε να φύγουμε να σωθούμε. Δεν ξέρω τι θάνατο βρήκε η γιαγιά μου. Φτάσαμε στην προκυμαία ματωμένοι. Στρατιώτες τραβούσαν τα σκουλαρίκια και τα χρυσαφικά από τις γυναίκες. Άλλα κορίτσια ήταν μουτζουρωμένα, ντυμένα με κουρέλια, για να φαίνονται ηλικιωμένες, με κακουχίες. Για να μην τα πειράξουνε.
Πολλοί έπεφταν στη θάλασσα αλλά τα συμμαχικά καράβια δεν τους άφηναν να ανέβουν. Κακήν κακώς μπήκαμε στο καράβι. Φτάσαμε στην Πάρο. Εκεί οι άνθρωποι ήταν καλοί. Δουλέψαμε στα χωράφια, παράπονο δεν είχαμε.
Ο αδερφός μου μας είπε να έρθουμε στην Αθήνα. Και ήρθαμε. Εδώ βρήκαμε την απανθρωπιά. Μπροστά από τη Βουλή είχαν βάλει σκηνές. Εκεί μείναμε δύο βδομάδες. Ο αδερφός μου κοιμόταν λίγο την ημέρα για να μας προσέχει τη νύχτα.
Από εκεί πήγαμε στην Καισαριανή για να φτιάξουμε παράγκες, (σαν τα σημερινά hotspot). Στήσανε παραπήγματα που μπήκαν οι πρόσφυγες, από Μικρά Ασία και Αρμενία. Για 15 παράγκες υπήρχε μία τουαλέτα. Σιγά σιγά χτίζαμε τα δωμάτιά μας. Τα κορίτσια δουλέψαμε σε βιοτεχνίες, σε εργοστάσιο που έφτιαχνε χαλιά.
Στεναχωριέμαι που δεν μπόρεσα να πάω πίσω στα Βουρλά. Να δω το σπίτι, το αμπέλι με τις σταφίδες, το αλώνι, τα σύκα μας. Μια μέρα ο αδερφός μου κατάφερε να πάει. Γνώρισε τους Τούρκους που ζούσαν εκεί. Τους κάλεσε να έρθουν να μας δουν στην Ελλάδα και ήρθαν. Όταν τους είδα έκανα να φύγω. Μου είπαν πως είμαστε αδέρφια και μου πρόσφεραν λίγο χώμα. Ήταν χώμα από τα Βουρλά. Δεν είχαμε να χωρίσουμε τίποτα μαζί τους. Ήταν άνθρωποι καλοί”.
Η παραπάνω αφήγηση είναι από τα απομνημονεύματα της γιαγιάς Φιλιώς. Εκδιωγμένη από τη Μικρασία, μαζί με την οικογένειά της, ξένη σε μια νέα πατρίδα, εκατό χρόνια πριν, ένοιωσε στο πετσί της το δράμα της προσφυγιάς.
Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι η ιστορία της προσφυγιάς. Και το ανάποδο. Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι η ιστορία εκείνων που έχουν βιώσει από πρώτο χέρι το πώς είναι να χάνεις -μέσα σε μία μέρα- οικογένεια, πατρίδα, σπίτι. Είτε είσαι Σύρος, είτε είσαι Αφγανός, είτε είσαι Έλληνας. Είτε ζεις στα camps που στήνονταν κάποτε μπροστά από την ελληνική Βουλή, είτε προσπαθείς να αντέξεις στη Μόρια.
Όλοι είναι ίδιοι απέναντι στη συμφορά
Το News 24/7 ανοίγει τον φάκελο του προσφυγικού ζητήματος, το οποίο σημάδεψε ανεξίτηλα τη δεκαετία που κλείνει. Χιλιάδες ναυαγοί ονείρων, με μόνη πυξίδα τους τα όνειρά τους, έφτασαν σε ένα σταυροδρόμι των ηπείρων. Άνθρωποι που βρέθηκαν από τη μία στιγμή στην άλλη φτωχοί, αντιμέτωποι με τρομερές κακουχίες, τρέχοντας για να σωθούν από τον θάνατο. Τα ταξίδια τους, είναι ταξίδια επιβίωσης για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Φτάνοντας στην Ευρώπη, αυτό που συναντούν συνήθως είναι μία ατελείωτη γραφειοκρατία, αλλά και κάποιους, που πάντα θα τους βλέπουν σαν εχθρούς ή σαν “κατακτητές”.
Άλλοι έφυγαν, άλλοι έρχονται, άλλοι ζητούν να φύγουν αλλά θα μείνουν για πάντα εδώ, θέλοντας και μη. Εμείς, ανιχνεύουμε την προσφυγική κρίση μιλώντας πρώτα με εκείνους που ήρθαν, αγάπησαν τον τόπο και ήδη εντάχθηκαν σε αυτόν.
Και διερευνούμε αν και κατά πόσο τελικά έχει αλλάξει ο Έλληνας μέσα σε αυτά τα χρόνια, ως προς την αντιμετώπιση ενός θέματος που τον φέρνει απέναντι στο ίδιο το είδωλό του.
Ο Α. που έφυγε από το Μπαγκλαντέζ 14 ετών
“Με λένε Α, κατάγομαι από το Μπαγκλαντέζ και είμαι 24 ετών. Μένω στην Ελλάδα εδώ και 10 χρόνια, όπου έφτασα μετά από ένα μεγάλο και δύσκολο ταξίδι από την χώρα μου, με τα πόδια, όταν ήμουν 14 ετών.
Το ταξίδι μου ξεκίνησε στα τέλη του 2008 και έφτασα εδώ αρχές 2009. Ο εμφύλιος πόλεμος στη χώρα μου με ώθησε στην προσφυγιά. Αποφάσισα να φύγω και να κινηθώ προς την Ευρώπη, δεν είχα αποφασίσει από την αρχή να έρθω στην Ελλάδα, ήθελα απλώς να φύγω.
Ξεκίνησα έχοντας μία βίζα. Πρώτος μου προορισμός το Ντουμπάι, όπου έμεινα μία εβδομάδα και μετά πέρασα στην Περσία με αεροπλάνο. Από εκεί κίνησα προς την Τουρκία. Ήταν μία πάρα πολύ δύσκολη διαδρομή. Χρησιμοποίησα ως μεταφορικό μέσο άλογο, ωτοστόπ, φορτηγό, πόδια.. Τότε ήταν χειμώνας, σκέψου είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου χιόνι στην Περσία. Το κρύο ήταν απερίγραπτο.
Με τους συνοδοιπόρους μου περάσαμε βουνά με χιόνια, πεδιάδες, κοιμόμασταν όπου βρίσκαμε , κάναμε στάσεις για να ξεκουραστούμε οπουδήποτε, ακόμα και σε σπιτάκια που μένουν τα ζώα.
Είδα με τα μάτια μου τρία άτομα να πεθαίνουν από το κρύο. Σε κάποιους από την ομάδα τους κόπηκαν τα δάχτυλα ή τα πόδια από το έντονο ψύχος. Δεν γνώριζαν πόσο χαμηλές θερμοκρασίες θα αντιμετωπίζαμε και δεν ήταν όλοι προετοιμασμένοι με εξοπλισμό όπως μπουφάν, γάντια και τα ρέστα.
Εγώ ήμουν μόνο 14 χρονών και άντεχα περισσότερο από τους υπόλοιπους στις αντίξοες συνθήκες.
Στην Τουρκία μας συλλάβανε. Βρισκόμασταν στα σύνορα, είχαμε συνεννοηθεί με έναν οδηγό φορτηγού να φορτώσει εμένα και άλλα 71 άτομα μέσα στο όχημα, κρύβοντάς μας με έναν μουσαμά, για να μας μεταφέρει. Άθλιες συνθήκες. Κάποια στιγμή ένα παιδί από τους 72 ανθρώπους μέσα στο φορτηγό δεν άντεξε και κατά τη διάρκεια της διαδρομής, έπρεπε να κάνει την ανάγκη του. Ούρησε μέσα σε ένα πλαστικό μπουκάλι και έκανε το λάθος, όσο το φορτηγό ήταν εν κινήσει, να πετάξει το μπουκάλι στο δρόμο. Για κακή μας τύχη πίσω από το φορτηγό βρισκόταν όχημα με αστυνομικούς που το είδαν και μας σταμάτησαν για έλεγχο.
Μας συνέλαβαν και τους 72 και μας μετέφεραν σε αστυνομικό τμήμα της Τουρκίας. 72 άτομα μέσα σε 3 κελιά.
18 μέρες έμεινα εκεί. Μας έβαλαν σε πολύ μικρά κελιά. Σκέψου δεν μας άφηναν να κάνουμε ούτε μπάνιο, ούτε τουαλέτα να πάμε. Καταλαβαίνεις λοιπόν σε τι συνθήκες ζούσαμε εκείνες τις ημέρες. Στο κελί που με έβαλαν συνυπήρχα με άλλα 28 άτομα. Αναγκαστικά ο ύπνος χωριζόταν σε βάρδιες. Οι μισοί κοιμόντουσαν και οι άλλοι μισοί ήταν όρθιοι και περιμένανε 8 ώρες για να έρθει η σειρά τους. Έτσι πέρναγαν οι ώρες μας εκεί.
Στη συνέχεια με μετέφεραν σε ένα κέντρο κράτησης επίσης στην Τουρκία. Σ’ αυτό έκατσα ένα μήνα συνολικά. Όλες αυτές τις ημέρες δεν είχα μιλήσει καθόλου με τους γονείς μου που είχαν μείνει πίσω στην πατρίδα μου, στο Μπαγκλαντέζ. Με νόμιζαν για νεκρό. Στο κέντρο λοιπόν, όπως είναι φυσικό, όταν βρήκα θυροτηλέφωνο τους πήρα αμέσως να τους ακούσω, να τους πω πως ζω, να πάρω λίγο κουράγιο.
Αγόρασα κάρτα με τα ελάχιστα λεφτά που μου είχαν απομείνει και τους κάλεσα. Πολλά κλάματα. Θυμάμαι, πήρα τηλέφωνο, το σήκωσε ο πατέρας μου και του λέω “Πατέρα μου”. Δεν απάντησε τίποτα, είχε ξεσπάσει σε λυγμούς. Δεν μπορούσε να μιλήσει, ούτε και εγώ μπορούσα. Ένα ολόκληρο λεπτό σκέψου κλαίγαμε, ήταν απίστευτο.
Η μητέρα μου όλες τις ημέρες που έλειπα και δεν λάμβανε νέα μου, είχε σταματήσει να τρώει από τη στεναχώρια της. Έκλαιγε κυριολεκτικά όλη τη μέρα. Με τα πολλά με αφήσανε ελεύθερο μετά από ένα μήνα. Το ίδιο κιόλας βράδυ που βγήκα και κυκλοφόρησα στην Τουρκία με προσέγγισαν διακινητές που υποσχέθηκαν να μεταφέρουν στην Ελλάδα εμένα και άλλα έξι άτομα. Με κάλεσαν και στο σπίτι τους για να μείνω μέχρι να φύγουμε. Τι να έκανα, δεν είχα πού να μείνω, δεν είχα τρόπο να ταξιδέψω. 5 χιλιάρικα ήθελαν.
Τα χρήματα τα ζήτησα από τον πατέρα μου, ο οποίος με κόπο τα βρήκε και μου υποσχέθηκε να μου τα στείλει”.
Φτάνοντας στην Ελλάδα
“Μας πήγε στον Έβρο. Περπατήσαμε, περπατήσαμε πάρα πολλές ώρες, ούτε που θυμάμαι πόσες. Είχε απίστευτο κρύο. Μας άφησε σε ένα δάσος, χιόνιζε πάρα πολύ. Φορούσαμε σακούλες σκουπιδιών για να προστατευτούμε. Από εκεί μας πήρε ένας τύπος που μας μετέφερε στη Θεσσαλονίκη, όπου αλλάξαμε πάλι όχημα.
Αυτή τη φορά μας έβαλαν σε ένα μικρό αμάξι, χωρέσαμε δέκα άτομα μέσα. Δεν μπορούσες να ανασάνεις από τη δυσοσμία και το στριμωξίδι. Ως αρκετά μικρόσωμος χώρεσα με άλλους δύο στο πορτ μπαγκάζ. Ήμουν τόσο εξαντλημένος, τόσο ταλαιπωρημένος που δεν άντεξα και έκανα εμετό από την κούραση. Οκτώ ολόκληρες ώρες κράτησε η διαδρομή.
Φτάσαμε με τα πολλά στην Αθήνα. Ο διακινητής μας ήταν Έλληνας. Μας μετέφερε σε ένα μικρό υπόγειο στο κέντρο της πρωτεύουσας και μας κλείδωσε. Εκεί μέσα είδα πολλούς ανθρώπους από διάφορες χώρες. Οι τύποι που είχαν τα κλειδιά δεν άφηναν κανέναν να φύγει εάν δεν πλήρωνε τα χρήματα για τη μεταφορά. Όπως καταλαβαίνεις, δεν ήταν εύκολο για όλους να βρούνε με τη μία πέντε χιλιάδες ευρώ, οπότε κάποιοι αναγκαστικά μείνανε εκεί πολλές μέρες.
Στο υπόγειο αυτό μας βασάνιζαν. Δεν μας τάιζαν και έκοβαν μέχρι και το νερό σε όσους καθυστερούσαν πολύ με την πληρωμή. Είδα ανθρώπους να λιμοκτονούν, να τους χτυπάνε, να τους καίνε παντού στο σώμα με σίδερο για τα ρούχα προκειμένου να τους εκφοβίσουν. Μας συμπεριφέρονταν λες και ήμασταν ζώα. Άλλο να το ακούς και άλλο να το ζεις αυτό. Ευτυχώς δεν έμεινα για πολύ εκεί καθώς μου έστειλαν γρήγορα χρήματα οι δικοί μου”.
Ελευθερία, σαν παράδεισος
“Μου φάνηκε σαν παράδεισος όταν βγήκα και ήμουν επιτέλους ελεύθερος στην. Έβλεπα γυναίκες δίχως μπούρκες, κόσμο, κίνηση, μπορούσα να περπατήσω και να πάω όπου θέλω. Το συναίσθημα της ελευθερίας, έπειτα από όλα όσα είχα περάσει, ήταν απερίγραπτο.
Αρχικά έμεινα σε έναν φίλο του πατέρα μου μέχρι να βρω δουλειά για να τα βγάζω πέρα. Πλέον νοικιάζω σπίτι και ζω μόνος μου.
Επόμενη δυσκολία για την ενσωμάτωσή μου ήταν τα χαρτιά. Έκανα αίτηση για άσυλο, περίμενα επτά ολόκληρα χρόνια μέχρι να μου δώσουν έγκριση για να μπορώ να δουλεύω και να ταξιδεύω στη χώρα μου νόμιμα.
Πήγα στο ανοιχτό σχολείο μεταναστών στον Πειραιά, όπου με βοήθησαν να ενσωματωθώ και να μάθω καλά τη γλώσσα. Εκεί ήρθα σε επαφή και με το θέατρο. Η δασκάλα μου το πρότεινε να μπω στην ομάδα. Στο σχολείο γνώρισα και άλλα παιδιά, πρόσφυγες. Ήταν σαν παιχνίδι. Όποια παράσταση ανεβάζουμε ή ταινία μικρού μήκους, έχει ως θεματολογία το προσφυγικό. Σκέφτηκα, «ευκαιρία, θα μοιραστώ με τον κόσμο το πρόβλημά μου για να μάθει, να καταλάβει γιατί ερχόμαστε στην Ελλάδα, γιατί δεν έχουμε άλλη επιλογή».
Ήταν δύσκολο στην αρχή, είχα και άγχος, αλλά με το πρώτο χειροκρότημα ένιωσα ευτυχισμένος. Σε κάθε παράσταση ξεχνάω όλες τις έγνοιες και τα προβλήματά μου. Και ζω μέσα από τα μάτια του κόσμου.
Δεν θέλω να φύγω από την Ελλάδα, μου αρέσει εδώ, έχω το σπίτι, τη δουλειά, τους φίλους μου. Θέλω το μέλλον μου εδώ. Εννοείται μου λείπει η οικογένειά μου. Πήγα το καλοκαίρι που πέρασε να τους επισκεφθώ. Δεν το γνώριζαν, ήταν έκπληξη. Δεν με αναγνώρισαν στην αρχή, είχαν να με δουν από τότε που ήμουν 14 ετών! Σκέψου να αφήνεις το παιδί σου 14 και να αντικρίζεις έναν άντρα 24″.
“Πιστεύεις στον Θεό;”
“Κοίταξε να δεις, είμαι Μουσουλμάνος, πιστεύω στον Θεό, αλλά άποψή μου είναι πως το όλο θέμα της θρησκείας είναι καθαρά ανθρώπινη κατασκευή. Έχω κάποιες αρχές που τις θεωρώ θρησκεία. Αρχές όπως το να μην λέω ψέματα, να μην εκμεταλλεύομαι τους ανθρώπους, να μην κάνω κακό σε άλλους. Έχω την ανάγκη να αισθάνομαι ότι υπάρχει μία δύναμη ψηλά, η οποία μας επιβλέπει . Κάτι τέτοιο μου δίνει κουράγιο να συνεχίζω, να μην τα παρατάω”.
“Ποια χώρα θεωρείς πλέον πατρίδα σου;”
“Στην καρδιά μου η Ελλάδα έχει τη θέση της δεύτερης πατρίδας για μένα. Πάντα πρώτη είναι εκεί που βρίσκεται η οικογένεια. Πατρίδα μου είναι το Μπαγκλαντέζ. Πατρίδα μου είναι όπου βρίσκεται η μαμά, ο μπαμπάς, ο αδερφός, η αδερφή, η γιαγιά, ο παππούς…”.
Chalil Alizada: Ένας σκηνοθέτης που έχει τον Άτλαντα πάνω του
“Άτλας”. Η λέξη που αναγράφεται στο μπουφάν του Χαλίλ είναι και η ζωή του.
Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ιράν, Τουρκία, Ελλάδα. Στην Ελλάδα ζει 12 χρόνια πλέον. Από το Αφγανιστάν όπου και γεννήθηκε, έφυγε το 2000 μαζί με την οικογένειά του, εκδιωγμένοι από τον πόλεμο που μόλις ξεκινούσε. Ένας πόλεμος που στην πραγματικότητα δεν τελείωσε ποτέ, όπως μας λέει ο 33χρονος σήμερα Χαλίλ, ακόμη κι αν οι περισσότεροι δεν το γνωρίζουν. Ή το αγνοούν εκουσίως. Το ταξίδι του είναι πραγματικά μια προσωπική Οδύσσεια, μια περιπέτεια που τον έκανε να αγαπήσει το ομηρικό έπος και να το σκηνοθετήσει, πολλά χρόνια μετά, για τη θεατρική ομάδα της Κάριτας Hellas.
“Ξεκίνησα από την πόλη Γαζνί το 2000, όταν μπήκαν οι Αμερικάνοι στη χώρα. Περάσαμε από Ιράν, Πακιστάν, Τουρκία. Οι Ταλιμπάν εκδίωξαν πολλές φυλές, η οικογένειά μου είχε προβλήματα και πριν τον πόλεμο του 2000″.
Εκείνο που τον έκανε να συνεχίσει τα ταξίδια του, ήταν η ανάγκη για να σπουδάσει.
“Αρχικά πήγαμε στο Πακιστάν. Εγώ και ο μεγάλος μου αδερφός φύγαμε και πήγαμε στη Τεχεράνη. Εκείνος έφυγε για τη Σουηδία και εγώ το 2006 κατάφερα τελικά και έφτασα στην Ελλάδα. Δυστυχώς στο Ιράν δεν παρέχουν δικαιώματα για τους πρόσφυγες ως προς την εκπαίδευση ειδικά, ενώ δύσκολα παίρνεις και άδεια παραμονής. Εκεί δεν μπορούσα να τελειώσω το σχολείο”.
“Στην Ελλάδα έφτασα στα 20 μου. Ένα χρόνο προσπαθούσα να περάσω από την Τουρκία ανεπιτυχώς, πολλές φορές μας γύριζαν πίσω. Τελικά βρέθηκα στη Μυτιλήνη”.
“Εκείνη την εποχή ερχόταν η πρώτη “προσφυγική γραμμή” που ήταν Αφγανοί. Οι Αφγανοί τότε είχαμε το στάτους του πρόσφυγα, τώρα εξετάζεται κάθε περίπτωση εξατομικευμένα, όμως ο κόσμος πρέπει να ξέρει πως η κατάσταση στη χώρα δεν έχει βελτιωθεί. Το 2018 σκοτώθηκαν 60.000 άνθρωποι, οι Ταλιμπάν είναι ενεργοί και ακόμη έχουμε εμπόλεμη ζώνη”.
“Από τη Μυτιλήνη κλείσαμε εισιτήρια και ήρθαμε στην Αθήνα μόνοι μας, όσοι είχαμε γνωριστεί στο ταξίδι από Τουρκία. Τον πρώτο καιρό έμενα σε φίλους, πέντε-έξι μαζί σε ένα σπίτι.
Μετά βρήκα έναν ξάδερφο της μητέρας μου, με φιλοξένησε και παράλληλα βρήκα δουλειά πηγαίνοντας και στο σχολείο. Έκανα επίσης μαθήματα ελληνικών και έτσι μπόρεσα να μπω στο κλίμα. Σημαντικό είναι ότι εντάχθηκα σε μια θεατρική ομάδα στα Εξάρχεια, στο Nosotros”.
Η δουλειά, το θέατρο, ο πολιτισμός και η γλώσσα, ήταν τα “κλειδιά” για την ένταξη του Χαλίλ. Στοιχεία στα οποία θα έπρεπε να βασίζεται κάθε εύρυθμο κράτος για τη μεταναστευτική του πολιτική.
“Βρήκα τη θεατρική ομάδα STATION ATHENS όπου είμαι δέκα χρόνια. Δουλεύουμε παραστάσεις, ανάμεσά τους είναι και οι Πέρσες που ανέβηκαν στο Φεστιβάλ Αθηνών”.
Μετά τα σεμινάρια υποκριτικής, προέκυψε για τον Χαλίλ και η θεατρική ομάδα της Κάριτας Hellas.
“Στη θεατρική ομάδα της Κάριτας Hellas συμμετέχω τα τελευταία 2,5 χρόνια. Από το 2017 ξεκινήσαμε με 20 παιδιά. Από αυτά έμειναν 10, άλλοι έφυγαν λόγω επανένωσης και σήμερα έρχονται νέα άτομα με ενθουσιασμό για την τέχνη. Στο παρελθόν δεν είχαν καμία επαφή με την τέχνη όμως τώρα τους ανοίγεται ένας νέος δρόμος”.
Για τον Χαλίλ, αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για την ένταξη των ανθρώπων στη νέα για αυτούς, κοινωνία.
“Θεωρώ πως αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για την ένταξη των ανθρώπων, η εκμάθηση της γλώσσας και του πολιτισμού του τόπου όπου μεταναστεύεις. Αυτό είναι το σκεπτικό και της ομάδας του Discover Athens με την οποία κάναμε εξορμήσεις στην πόλη για να μάθουν οι μετέχοντες τον πολιτισμό της”.
Στη συνέχεια τον ρωτάμε πώς βλέπει την προσφυγική κρίση στη χώρα τα τελευταία χρόνια, όντας ένας άνθρωπος που περιμένει να πολιτογραφηθεί Έλληνας.
“Το προσφυγικό είναι στην κορυφή της ατζέντας στην Ελλάδα αλλά η διαχείρισή του δυστυχώς είναι δαιδαλώδης. Υπάρχουν πάρα πολλές οργανώσεις χωρίς η καθεμιά να έχει ξεκάθαρο στόχο και συντονισμό. Για μένα το πιο βασικό όμως πέραν της στέγασης, είναι η εκπαίδευση. Και για τα παιδιά και για τους ενήλικες. Είναι σημαντικό όλοι να μαθαίνουν τη γλώσσα. Στα camp κάνουν ένα πρόγραμμα τριών μηνών για εκμάθηση της γλώσσας και μετά τέλος. Τι να προλάβουν να μάθουν σε τρεις ή έξι μήνες; Όλη η ουσία είναι στην εκπαίδευση γιατί αν ξέρεις τη γλώσσα, δεν υπάρχουν και παρεξηγήσεις. Εγώ είχα την τύχη να μάθω τη γλώσσα γρήγορα, και να ενταχθώ. Έχω φίλους Έλληνες, κολλητούς, που με αποδέχτηκαν για αυτό που είμαι. Στην αρχή επειδή δεν μπορούσα να επικοινωνήσω ίσως να υπήρχαν παρεξηγήσεις αλλά δεν ένοιωσα εχθρικότητα. Είχα αισθανθεί από τη γλώσσα του σώματος κάποιες αντιδράσεις, αλλά αυτά υπάρχουν σε όλες τις χώρες του πλανήτη. Παντού υπάρχουν καλοί και κακοί”.
Κατά τη γνώμη του, υπάρχει ρατσισμός στην Ελλάδα; Και αν ναι, σε τι οφείλεται.
“Οι αντιδραστικές φωνές δεν έχουν να κάνουν με την καταγωγή, έχουν να κάνουν με την έλλειψη πληροφόρησης. Αν μιλάς στη γλώσσα του άλλου, μπορείς να του εξηγήσεις, να του απαντήσεις. Φυσικά, δε γίνεται να απαντάς σε όλους όσους φωνάζουν. Στην Ελλάδα έχω περάσει τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου. Έχω καλούς ανθρώπους δίπλα μου και δεν έχω δει κακία. Αν δεν κάνεις κακό σε κάποιον, δεν θα σου κάνει κανείς κακό. Κάποιοι λίγοι φωνάζουν πράγματι, αλλά είναι μειοψηφία. Δυστυχώς υπάρχουν πόλεμοι και η μετανάστευση θα συνεχιστεί. Αναγκαστικά οι μετεγκαταστάσεις θα γίνουν, τα παιδιά πρέπει να βρουν στέγη, να πάνε σχολείο, δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Κάποιοι φωνάζουν ξέρετε, αλλά όταν πάνε και βλέπουν ποιοι είναι αυτοί που πραγματικά ζουν στα camps, τότε οι περισσότεροι σταματούν. Δε μιλάω για όσους κάνουν επιθέσεις σε μια δομή και κλείνουν δρόμους, μιλάω για τους άλλους που αρχικά έχουν κακή γνώμη, αρνητική. Πάνε, βλέπουν τους ανθρώπους και αλλάζουν γνώμη. Έχω δει ανθρώπους στην αρχή να εναντιώνονται και μετά να πηγαίνουν τρόφιμα και ρούχα”.
Έλληνας είσαι αν σπουδάσεις εδώ
“Ένα παιδί που θα πάει στην Ελλάδα σχολείο, είναι ελληνόπουλο, τέλος. Εδώ εκπαιδεύεται, εδώ μαθαίνει τη γλώσσα και τον πολιτισμό της χώρας. Αυτή είναι και η απάντηση σε όσους κάνουν λόγο για αλλοίωση του πολιτισμού. Αυτά είναι αστεία πράγματα. Έλληνας είναι αυτός που λαμβάνει μόρφωση εδώ. Το παιδί εκεί που μεγαλώνει, εκεί δένεται. Οι γονείς που αφήνουν τη χώρα τους λόγω του πολέμου και δεν είχαν εκεί παιδεία, δεν είναι από πουθενά. Δεν έχουν πατρίδα. Ένα παιδί που θα πάει λύκειο εδώ και μετά πανεπιστήμιο, αυτό το παιδί θα οδηγήσει τους γονείς του σε κάτι καλό μετά, όχι το αντίθετο”.
Τέλος, τον ρωτάμε τι θα άλλαζε στη νέα του πατρίδα.
“Στην Ελλάδα θα άλλαζα τη γραφειοκρατία. Πολλές φορές κάνω πλάκα και γελάνε, τους λέω πως η ελληνική γραφειοκρατία θυμίζει την αντίστοιχη στο Αφγανιστάν. Επίσης, θα έθετα το ζήτημα του να υπάρχει περισσότερη κοινωνιολογία στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Τα ζητήματα του ρατσισμού και της αποδοχής, της μετανάστευσης, της κοινωνικής ένταξης, να υπάρχουν περισσότερο”.
Μια προσφυγοπούλα που μαγειρεύει για αστέγους
Η Mahboubeh Tavakoli ήρθε στην Ελλάδα από το Ιράν μαζί με τον άνδρα της, για να μπορέσει να ζήσει ως ελεύθερη γυναίκα. Δεν είχε τίποτα μαζί της παρά μόνο την τέχνη της μαγειρικής που της δίδαξε η μητέρα της. Σήμερα, στα 34 της χρόνια εργάζεται ως μαγείρισσα και στον ελεύθερό της χρόνο φτιάχνει φαγητό και το μοιράζει σε αστέγους. Όπως και ο Χαλίλ, έχει ενταχθεί στη χώρα μας εν μέσω προσφυγικής και οικονομικής κρίσης.
Πριν από τέσσερα χρόνια, μαζί με τον σύζυγό της ήταν κι εκείνοι άστεγοι. Ζούσαν στην πλατεία Βικτώριας και μέλη της ΜΚΟ “Κλίμακα” τους παρείχαν τρόφιμα και επιδέσμους για τις πληγές τους. Παράλληλα με την εξέταση της αίτησης ασύλου και την έγκρισή του, βρήκαν στέγη από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.
“Έφυγα από το Ιράν πριν πέντε χρόνια. Ως γυναίκα ένοιωθα έλλειψη ασφάλειας, δεν είχα τη δυνατότητα να εκφραστώ ελεύθερα κάτι που δεν μπορούσα να δεχθώ. Έτσι με τον σύζυγό αποφασίσαμε να μεταναστεύσουμε. Περάσαμε από την Τουρκία και φτάσαμε στη Μυτιλήνη μέχρι να βρεθούμε στην Αθήνα το 2015. Οι άνθρωποι από την Κλίμακα μας οργάνωσαν πάρα πολύ στην αρχή για να ολοκληρώσουμε τη διαδικασία ασύλου. Στη συνέχεια, ήρθα σε επαφή με το δίκτυο μεταναστριών “Μέλισσα” όπου και έλαβα θεραπεία για ένα διάστημα. Την ίδια ώρα, έμαθα για τη θεατρική ομάδα της Κάριτας Hellas στην οποία εντάχθηκα και συνεχίζω με αυτές τις δύο οργανώσεις”.
Η μαγειρική ως τρόπος ένταξης
“Η μαγειρική είναι η τέχνη που έμαθα από τη μητέρα μου και προσπαθώ να την εξελίξω. Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ παρουσίασε τη μαγειρική μου στη Μέλισσα και ξεκίνησα να εργάζομαι ως μαγείρισσα στο δίκτυο μεταναστριών. Αυτή την περίοδο εργάζομαι και για το HOME Project που προσφέρει στέγαση και εργασία σε παιδιά και νέους πρόσφυγες. Παράλληλα, στον ελεύθερό μου χρόνο ετοιμάζω γεύματα για άστεγους και κάνουμε τη διανομή μαζί με φίλους που μας είχαν βοηθήσει από όταν ήμασταν εμείς χωρίς στέγη στη πλατεία Βικτώριας”.
Για τη νέα πατρίδα της η Mahboubeh μας λέει: “Η Ελλάδα είναι μια πλούσια χώρα ως προς την πολιτιστική κληρονομιά της που πέρασε μια μεγάλη οικονομική κρίση. Ο κόσμος εδώ πρέπει να εκτιμήσει τώρα περισσότερο αυτή την πολιτιστική κληρονομιά που κουβαλάει, όλο αυτό τον φιλοσοφικό πλούτο”.
Έχει βιώσει ρατσισμό στην Ελλάδα; Και αν ναι, σε τι τον αποδίδει;
“Προσωπικά δεν έχω βιώσει ρατσισμό στην Ελλάδα. Ρατσισμός υπάρχει, αλλά οι ρατσιστές είναι παντού, σε όλο τον πλανήτη. Η διαφορά είναι ότι στη χώρα μου δεν δίνουν άσυλο στους πρόσφυγες. Η αντιμεταναστευτική πολιτική δηλαδή είναι συστημική. Σε κακοποιεί το ίδιο το σύστημα. Στην Ελλάδα αν είσαι πρόσφυγας ή μετανάστης και σέβεσαι τους εδώ νόμους και είσαι σωστός στη συμπεριφορά σου, δεν θα σου φερθούν επιθετικά. Στην Ελλάδα μπορώ να μιλάω ελεύθερα, να εκφράζομαι ελεύθερα, να είμαι ο εαυτός μου, δε χρειάζεται να κρύβομαι πίσω από ένα μαντήλι. Στο Ιράν ένοιωθα πως ήμουν αντικείμενο, ότι ήμουν εκτεθειμένη στο να θυματοποιηθώ ανά πάσα ώρα και στιγμή, πράγμα που δε συμβαίνει εδώ”.
Όπως και για τον Χαλίλ, έτσι και για τη Mahboubeh, το “κλειδί” της ένταξης και της αποδοχής, είναι η επικοινωνία και η εκπαίδευση.
“Δεν υπάρχει σωστή πληροφόρηση σχετικά με το προφίλ των ανθρώπων που έρχονται εδώ και ως αποτέλεσμα, δεν υπάρχει κατανόηση ανάμεσα στις δύο πλευρές. Αν η μία πλευρά ήξερε καλύτερα την άλλη, δεν θα προέκυπταν διαφωνίες και αντιδράσεις. Όταν έλαβα άσυλο στη χώρα δεν ήξερα ελληνικά, αλλά προσπάθησα με τη δουλειά μου και με τη συμπεριφορά μου να δείξω τι άνθρωπος είμαι. Με την ανθρωπιά θέλω να επικοινωνώ και να βοηθώ όσο μπορώ. Από την άλλη, υπάρχουν πολλοί πρόσφυγες που δεν έχουν εκπαίδευση και ως εκ τούτου δεν έχουν και τους δέοντες τρόπους για να παρουσιάσουν τον εαυτό τους όπως θα έπρεπε. Χωρίς εκπαίδευση δεν γίνεται να υπάρξει και ένταξη στη νέα χώρα, είναι προαπαιτούμενο. Εγώ προσπαθώ κάθε μέρα να μαθαίνω περισσότερα για τον τόπο που ζω τώρα και σχετικά με τη δουλειά μου. Και φυσικά, θα ήθελα να ασχοληθώ πιο εντατικά και με το θέατρο”.
Πόσο μεγάλο ρόλο έχει παίξει ο θρησκευτικός φανατισμός στη χώρα της ως προς την περιθωριοποίηση των γυναικών τελικά; Είναι ζήτημα θρησκείας ή ερμηνείας της;
“Ο θρησκευτικός φανατισμός δεν έχει να κάνει με τη θρησκεία καθεαυτή αλλά με το πώς τη χρησιμοποιούν τα πολιτικά συστήματα. Στη χώρα μου υπάρχει μεγάλη υποκρισία. Συντηρικοποιούνται τα πάντα γύρω από το σεξ στο όνομα της θρησκείας αλλά στο τέλος τα θύματα είναι πάντα οι γυναίκες. Οι γυναίκες υφίστανται σεξουαλική κακοποίηση όσο κάποιοι παίζουν απλά με τις λέξεις”.
Βύρωνας Κοτζαμάνης: Ελάχιστοι από όσους περνούν έχουν μείνει στη χώρα
Ο Βύρωνας Κοτζαμάνης, καθηγητής Δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας, πραγματοποιεί για πολλά χρόνια έρευνες που αφορούν μεταξύ άλλων το μεταναστευτικό και την συμβολή προσφύγων και μεταναστών στον πληθυσμό που κατοικεί την Ελλάδα.
Όπως εξηγεί στο News 24/7: “Η χώρα μας, ειδικά από το 2010 και μετά, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί χώρα εισόδου. Εκείνοι που φεύγουν είναι περισσότεροι από εκείνους που έρχονται. Με βάση τα στοιχεία, οι αλλοδαποί που μπήκαν και έμειναν για αρκετό διάστημα στη χώρα δεν υπερβαίνουν τις 500.000. Συνολικά από το 2009, πέρασαν με τον τρόπο που χαρακτηρίζουμε “παράτυπο” από την Ελλάδα, σχεδόν 2 εκατομμύρια άνθρωποι. Από αυτούς όμως, ελάχιστοι έμειναν. Σήμερα, μόλις 150.000 εξ’ αυτών βρίσκονται στη χώρα, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που είναι στην αναμονή για το άσυλο”.
Όπως λέει ο κύριος Κοτζαμάνης, η προσφυγική και μεταναστευτική κρίση που έγινε ιδιαίτερα αισθητή στα μέσα της δεκαετίας, είχε ήδη δώσει σημάδια από πριν το 2010. “Ήδη από το 2009 όταν ορισμένες από τις χώρες προέλευσης ήταν ήδη σε κρίση, έφταναν πληθυσμοί στην Ελλάδα, απλώς ήταν μικρότερα τα νούμερα σε σχέση με το 2015. Συνεπώς αυτό που λέμε προσφυγικό δεν ξεκίνησε το 2015, ξεκίνησε νωρίτερα. Ανάμεσα στα χρόνια αλλάζει απλώς η ένταση. Πολλοί ήρθαν αλλά λίγοι έμειναν”, λέει ο καθηγητής.
Την δεκαετία που μας πέρασε, κύριες χώρες προέλευσης να είναι οι χώρες που βρίσκονται ή βρέθηκαν σε κρίση, δηλαδή η Συρία, το Αφγανιστάν, το Ιράν, το Ιράκ, το Πακιστάν. Η διαφορά που εντοπίζει ο κ. Κοτζαμάνης είναι πως “εκείνοι που μετανάστευαν τη δεκαετία του 1990 και του 2000 στην Ελλάδα, μετά την κατάρρευση της σοβιετικής ένωσης, είχαν στόχο να μείνουν, να δουλέψουν και να ζήσουν εδώ. Δεν ήρθαν βλέποντας τη χώρα ως ενδιάμεσο σταθμό, όπως το μεταναστευτικό ρεύμα της δεκαετίας που διανύσαμε”.
Ο μύθος των γεννήσεων και της πληθυσμιακής αλλοίωσης
Ένα από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται από ακραίους εθνικιστικούς κύκλους, είναι ο κίνδυνος αλλοίωσης του πληθυσμού της χώρας λόγω της αύξησης των μεταναστών αλλά και του γεγονότος πως αναπαράγονται περισσότερο απ’ ότι οι Έλληνες πολίτες. Τα στοιχεία όμως, καταρρίπτουν αυτό το μύθευμα.
Για κάθε επτά γεννήσεις παιδιών που γίνονται στην Ελλάδα, μόλις μια αντιστοιχεί σε αλλοδαπή μητέρα
Ο καθηγητής Δημογραφίας, αναφέρει πως για κάθε επτά γεννήσεις παιδιών που γίνονται στην Ελλάδα, μόλις μια αντιστοιχεί σε αλλοδαπή μητέρα. Φυσικά σε αυτόν τον αριθμό δεν συμπεριλαμβάνονται μόνο πρόσφυγες και μετανάστες που ήρθαν ζητώντας άσυλο την τελευταία δεκαετία, αλλά όλοι όσοι δεν έχουν ελληνική υπηκοότητα και ήρθαν από οποιαδήποτε χώρα τις περασμένες δεκαετίες.
“Ο μύθος περί τεσσάρων, πέντε, έξι παιδιών ανά μετανάστη δεν ισχύει. Από το 2009 μέχρι σήμερα δεν υπάρχει καμία αυξητική τάση. Οι ελληνίδες γεννούν κατά μέσο όρο 1.5 παιδιά, ενώ οι μετανάστριες 2. Το ποσοστό των γεννήσεων από μετανάστες ανεβαίνει ή κατεβαίνει όμως ο μέσος όρος είναι το 14-15%. Για παράδειγμα το 2009, οι γεννήσεις από μετανάστες ήταν στο 18% των συνολικών γεννήσεων που έγιναν στην Ελλάδα, ενώ το 2017 ήταν 13%”, λέει ο Βύρωνας Κοτζαμάνης.
Αυτή τη στιγμή, πάντα σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των ελληνικών αρχών που συγκεντρώνει και ερευνά ο καθηγητής Δημογραφίας, ο αριθμός των ελλήνων υπηκόων είναι 9.700.000, ενώ των μεταναστών 1.100.000 (ποσοστό 10.18%). “Συγκριτικά με τις χώρες της Βορείου και Κεντρικής Ευρώπης, είμαστε περίπου στην ίδια αναλογία μεταναστών. Ωστόσο αυτές οι χώρες όμως είχαν και πολιτική απόδοσης υπηκοότητας σε όσους έμεναν μόνιμα εκεί, με αποτέλεσμα περισσότεροι μετανάστες να πολιτογραφούνται ως ντόπιοι. Η χώρα μας μέχρι το 2011 ήταν πολύ φειδωλή στην απόδοση υπηκοότητας. Ελάχιστοι κατάφερναν να πάρουν, παρά το γεγονός πως έμεναν και δούλευαν μόνιμα εδώ. Αυτό άλλαξε μόλις από το 2012 και έπειτα”.
Όπως σημειώνει επίσης ο κ. Κοτζαμάνης: “Από αυτούς που ήταν ήδη εγκατεστημένοι στη Ελλάδα πριν την κρίση της τελευταίας δεκαετίας, ένα μέρος τους έφυγε. Όταν λέμε ότι έχουν φύγει προς το εξωτερικό 500.000 κάτοικοι λόγω της κρίσης, δεν μιλάμε μόνο για Έλληνες. Συμπεριλαμβάνεται και πληθυσμός μεταναστών”.
Η πολιτισμική διαφορά του Έλληνα με τον Σουηδό την δεκαετία του 1960
Αναφορικά με την αλλοίωση του πληθυσμού, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας θέτει ένα ερώτημα: “Ο αγρότης της δεκαετίας του 1960 που έφευγε από ένα καπνοχώρι της Δράμας, το οποίο δεν είχε φως και πήγαινε στη Σουηδία να εργαστεί, είχε μικρή ή μεγάλη πολιτισμική διαφορά με τους Σουηδούς; Τεράστια είναι η απάντηση. Σήμερα, αυτοί που έρχονται έχουν μεγαλύτερη ή μικρότερη πολιτισμική διαφορά με τους Έλληνες απ’ όση είχαν οι τότε μετανάστες που έφευγαν από εδώ;
Η μόνη διαφορά που μπορούμε να εντοπίσουμε στην πραγματικότητα, είναι πως ο Έλληνας που πήγαινε στην Σουηδία, πήγαινε με τη λογική να μείνει και να εγκατασταθεί. Οι περισσότεροι που περνούν από την χώρα μας σήμερα, βλέπουν την Ελλάδα σαν σταθμό μετάβασης προς την Ευρώπη. Οι πολιτικές ενσωμάτωσης που δεν εφαρμόζονται στην Ελλάδα θα μπορούσε κανείς να πει πως θα είχαν έναν παραπάνω βαθμό δυσκολίας. Ωστόσο δεν υπάρχει καμία πολιτική ένταξης”.
Έχοντας ερευνήσει πάντως το δημογραφικό, ο Βύρωνας Κοτζαμάνης καταθέτει την άποψή του για το κατά πόσο μπορούν μετανάστες και πρόσφυγες να συμβάλλουν στην επίλυση του υπάρχοντος προβλήματος υπογεννητικότητας.
“Οι αλλοδαποί δεν μπορούν να λύσουν το δημογραφικό πρόβλημα που έχουμε σαν χώρα. Εκείνο στο οποίο μπορούν να συμβάλλουν είναι το πρόβλημα της μείωσης εργατικού δυναμικού καθώς οι περισσότεροι είναι νέοι σε ηλικία. Μπορούν δηλαδή να αυξήσουν τον πληθυσμό των ανθρώπων ηλικίας 20-64 χρονών που κατοικούν στη χώρα και δυνητικά μπορούν να εργαστούν. Εμείς βέβαια, για την ώρα, δεν έχουμε τέτοιο πρόβλημα, αφού η ανεργία βρίσκεται στο 18%”.
Κλείνοντας, ο καθηγητής Δημογραφίας υπογραμμίζει την σημασία της σωστής ενημέρωσης από τα ΜΜΕ για τα δεδομένα, στην οποία άλλωστε στάθηκαν και οι πρόσφυγες που μας μίλησαν.
“Τα ΜΜΕ θα πρέπει να δίνουν μεγάλη προσοχή στο τι μεταδίδουν. Μπορεί κάποιος να φαντάζεται ότι βρίσκονται στην Ελλάδα 3 εκατομμύρια πρόσφυγες. Η πραγματικότητα και τα στοιχεία όμως είναι συγκεκριμένα. Από εκεί και πέρα, ο καθένας μπορεί να φαντάζεται ό,τι θέλει. Ξέρετε, πλέον κάνουμε το τεστ DNA. Πιστεύετε πως αν τα 9.700.000 Έλληνες κάνουν το τεστ θα έβρισκαν ότι κατάγονται από τον Περικλή; Κατά τη γνώμη μου όχι. Θα είχαμε πάρα πολλές εκπλήξεις και ανάμεσά τους πολλούς από αυτούς που μιλούν για καθαρότητα φυλής”.
Αντί επιλόγου
Προς επίρρωση των παραπάνω έρχονται τα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία που παρουσιάζει η πρόσφατη μελέτη “Αντιλήψεις περί εθνικής ταυτότητας, μετανάστευσης και προσφύγων στην Ελλάδα” (Tim Dixon, Stephen Hawkins, Míriam Juan-Torres, Arisa Kimaram) της “More in Common”
Μεταξύ άλλων διαβάζουμε τα εξής:
-Η Ελλάδα διαφέρει από άλλες ευρωπαϊκές χώρες καθώς προσεγγίζει με μεγαλύτερη ενσυναίσθηση την έννοια του μετανάστη και του πρόσφυγα- οι Έλληνες όμως γνωρίζουν επίσης ότι η Ελλάδα λόγω περιορισμένων πόρων δεν μπορεί να τους φροντίσει όλους. Αυτό σημαίνει ότι τα αισθήματα της ενσυναίσθησης και της αλληλεγγύης δεν οδηγούν πάντα στη στήριξη των “ανοιχτών” πολιτικών μετανάστευσης. Οι Έλληνες δεν εμπιστεύονται την ικανότητα των θεσμών να αντεπεξέλθουν επαρκώς στην ανάγκη παροχής βοήθειας στη χώρα τους. Επιπλέον, ανησυχούν ιδιαίτερα για την πιθανή ένταξη των μεταναστών και προσφύγων, και αυτό συχνά σχετίζεται με την κριτική του τρόπου με τον οποίο διαχειρίζεται η χώρα τις πολιτικές ένταξης.
-Oι ταλαιπωρίες που υπέστησαν οι Έλληνες την προηγούμενη δεκαετία τούς έκαναν να έχουν μεγαλύτερη αίσθηση συμπόνιας για αυτούς που υποφέρουν, εξοπλίζοντάς τους με μεγαλύτερη ευαισθησία προς τους πρόσφυγες και μετανάστες.
-Oι συμμετέχοντες εξέφρασαν ότι η Ελλάδα δεν έχει πολλά περιθώρια να κάνει ελιγμούς για να βοηθήσει περισσότερους ανθρώπους λόγω της έλλειψης υποδομών, της περιορισμένης δυνατότητας της χώρας και, σε κάποιο βαθμό, της αποτυχίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης να παράσχει αρκετή στήριξη.
-Oι Έλληνες, πολύ περισσότερο από άλλους λαούς, τείνουν να κάνουν διάκριση μεταξύ ανθρώπων και πολιτικών. Η πλειονότητα των Ελλήνων έχει αρνητικές αντιλήψεις για τη μετανάστευση, αλλά μόνο ένας στους πέντε διατηρεί «κρύα» στάση απέναντι στους ίδιους τους μετανάστες. Επομένως φαίνεται ότι υπάρχει μία ενστικτώδης αντίσταση στην «ετεροποίηση» των μεταναστών και των προσφύγων.
-Ένας παράγοντας που επηρεάζει τις στάσεις των Ελλήνων περί μεταναστών και προσφύγων είναι μια γενικά θετική εικόνα της ελληνικής εμπειρίας σε σχέση με την ένταξη των Αλβανών προσφύγων στην ελληνική κοινωνία τη δεκαετία του ’90 (παρά το γεγονός ότι πολλοί Αλβανοί βίωσαν εχθρότητα όταν έφτασαν στη χώρα για πρώτη φορά). Αυτή η εμπειρία φαίνεται ότι έχει προσφέρει στους Έλληνες περισσότερη αυτοπεποίθηση προκειμένου να μπορέσουν με επιτυχία να ενσωματώσουν νεοεισερχόμενους παρά τις προκλήσεις που οι ίδιοι αντιμετωπίζουν.
Μια κρίση ανθρωπιστική
Αν υπάρχει λοιπόν ένα συμπέρασμα που μπορεί να βγάλει κανείς από την εμπειρία δέκα ετών προσφυγικής κρίσης αλλά και τη -ριζωμένη στο DNA μας- ιστορία ελληνικής προσφυγιάς, είναι πως δεν μπορούμε να μιλάμε για “μεταναστευτικό πρόβλημα”, αλλά μονάχα για ανθρωπιστικό που αναδύθηκε σε μια ταλαιπωρημένη χώρα από την οικονομική ύφεση.
Οι ζωές των ανθρώπων δένονται από το ίδιο νήμα και την ίδια αγωνία: Να σώσουν ο,τι σώζεται μέσα στον όλεθρο και πρωτίστως, να σώσουν το μέλλον τους. Δηλαδή, τα παιδιά τους.
Έτσι εξηγούνται οι καραβιές οικογενειών που βγαίνουν στα ελληνικά νερά.
Έτσι εξηγούνται οι ασυνόδευτοι ανήλικοι.
Έτσι εξηγείται και ο αγώνας για ένα καλύτερο αύριο που δεν θα καμφθεί από κανένα φράχτη, διαχρονικά.
Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι οι ακραίες ρατσιστικές φωνές στην Ελλάδα, είναι μειοψηφικές.
Μέσα από τα λεγόμενα του Βύρωνα Κοτζαμάνη, αλλά και των προσφύγων που μας μίλησαν, προκύπτει πως αφενός η όλη ρητορική περί “αλλοίωσης του πληθυσμού” είναι ένα μύθευμα, και αφετέρου πως, αν υπάρχει ένα συνεκτικό στοιχείο για την επόμενη μέρα, αυτό είναι η κοινή παιδεία και η επικοινωνία.
Όλοι οι πρόσφυγες που είχαμε τη χαρά να μας μιλήσουν, παραδέχονται πως κατάφεραν να ενταχθούν μέσα από την εκπαίδευση. Είτε μέσα από το σχολείο μεταναστών στον Πειραιά, είτε μέσα από χώρους τέχνης, είτε μέσα από θεατρικές ομάδες και αυτοοργανωμένες δομές. Το θέατρο τους έκανε κοινωνούς της νέας τους “πατρίδας”, μαζί με την ιστορική κουλτούρα της “νέας γης”, και την εκμάθηση ελληνικών.
Η επαφή με τον μέσο Έλληνα στη γλώσσα του, έκαμψε τις αμφίπλευρες αντιστάσεις, κάτι που συνέβη σταδιακά και για τον Έλληνα ξεριζωμένο στην Αμερική, τον Καναδά, τη Γερμανία ή την Αυστραλία.
Ο πολιτισμός είναι ο παράγοντας εκείνος που ενώνει τους λαούς και γκρεμίζει τις όποιες προκαταλήψεις, καθώς και η ένταξη στο ίδιο σύστημα εκπαίδευσης, το οποίο από τη δική του μεριά, οφείλει να μην έχει παρωπίδες και στεγανά. Να εξελίσσεται και να μπορεί να αγκαλιάσει τον “ξένο”.
Όλοι συνηγορούν πως αν υπήρχε καλύτερη επικοινωνία και ενημέρωση, τα πράγματα θα ήταν αλλιώς. Καλύτερη επικοινωνία και από τη δική τους μεριά, από τη μεριά των συστημικών Media, αλλά φυσικά και από την πλευρά των κυβερνήσεων.
Και εκεί είναι όλο το διακύβευμα αν θέλουμε να προχωρήσουμε παραπέρα. Να δούμε το πώς η Ελλάδα αλλά και η ΕΕ, προτίθενται να τροποποιήσουν τον τρόπο που επικοινωνούν το προσφυγικό, ή εν τέλει εκουσίως, επιλέγουν να διαιωνίζουν τις γενικεύσεις.
Ο σεβασμός των ανθρώπινων δικαιωμάτων οφείλει να είναι δεδομένος, όπως και δεδομένες θα έπρεπε να είναι και οι κυρώσεις που ποτέ δεν εφαρμόστηκαν για τους αρνητές των μετεγκαταστάσεων και της υποδοχής προσφύγων. Και μεγαλύτερο ανθρώπινο δικαίωμα από την ισότιμη πρόσβαση στη μόρφωση για όλους, άρα και τη διασφάλιση της αγαστής συνεννόησης με αυτούς τους ανθρώπους, δεν υπάρχει. Είτε μένουν, είτε φεύγουν.
Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε ένα πρόβλημα ηθικό, ανθρωπιστικό και εν κατακλείδι δομικό, που θα μπορούσε να αποτελέσει μια ουσιαστική λύση και για το δημογραφικό ζήτημα της Ευρώπης.
Όσο για τους οπαδούς της “καθαρότητας” της όποιας φυλής; Καλό είναι να εξετάσουν το ίδιο το αίμα τους και επιτέλους, να μάθουν την ιστορία της χώρας στην οποία ζουν (και για την οποία υποτίθεται πως αγωνίζονται).
Η γνώση μαζί με προοδευτικότερους συστημικούς χειρισμούς θα μπορούσαν να διαλύσουν τις όποιες εθνικιστικές παθογένειες που ακόμη δυστυχώς, ανιχνεύονται στην ελληνική κοινωνία. Αυτές που κάποτε κυνηγούσαν “τουρκόσπορους”, αργότερα Αλβανούς και τώρα στρέφουν τα βέλη σε Σύρους, Αφγανούς και κάθε λογής κατατρεγμένους.