Ο Μαντσίνι και ο Βιάλι και ένα “φάντασμα” που έπρεπε να ηττηθεί
Το ίδιο φάντασμα στοίχειωνε τους Ρομπέρτο Μαντσίνι και Τζανλούκα Βιάλι, επί 29 χρόνια. Το εξαφάνισαν το βράδυ που η Ιταλία έγινε πρωταθλήτρια Ευρώπης, στο ποδόσφαιρο. Στο μεσοδιάστημα, ο Μαντσίνι εμπιστεύτηκε τους φίλους του και ο Βιάλι απέκτησε έναν 'ανεπιθύμητο συνοδοιπόρο': τον καρκίνο.
- 12 Ιουλίου 2021 11:43
Από το βράδυ της Κυριακής 11/7 η Ευρώπη έχει νέα πρωταθλήτρια, στο ποδόσφαιρο. Είναι η Ιταλία που εξέλιξε το ‘it’s coming home’ των Άγγλων σε ‘it’s coming Rome’, στη διαδικασία των πέναλτι του τελικού. Οι ‘ατζούρι’ ολοκλήρωσαν την πλήρη επαναφορά από τη χειρότερη στιγμή της ιστορίας τους (τον αποκλεισμό από το 2018 World Cup, για πρώτη φορά, σε 60 χρόνια) με τη δεύτερη εμφάνιση τους στην κορυφή της ποδοσφαιρικής Ευρώπης (η πρώτη ήταν το 1968). Και όλο αυτό το comeback το έκαναν χωρίς να υποστούν ήττα. Ναι, για τρία χρόνια ήταν αήττητοι.
Αν έχει ένα όνομα όλη αυτή η διαδρομή, αυτό είναι Ρομπέρτο Μαντσίνι. Την Κυριακή 11/7 κατάφερε να εξαφανίσει ένα ‘φάντασμα’ που στοίχειωνε τον ίδιο, αλλά και τον φίλο του, Τζανλούκα Βιάλι επί 29 χρόνια. Ήταν αυτό του Wembley. Ελάτε μαζί μας και θα τα δούμε όλα.
O Μαντσίνι γεννήθηκε στις 27/11 του 1964 στη θάλασσα (σε περιοχή της Ανκόνα), αλλά μεγάλωσε στα βουνά (του Σαλέρμο, στην Καμπάνια -νοτιοδυτικά της Ιταλίας). Εκεί έγινε και παπαδοπαίδι. Ώσπου τον κέρδισε το ποδόσφαιρο. Από έφηβος ήταν “ο δημιουργικός, τεχνικά χαρισματικός επιθετικός”. Μετά έγινε η φωτογραφία δίπλα στην έννοια που είχε το ‘δεκάρι’ στην εποχή του. Αφορούσε παίκτες που μπορούσαν να δουν γήπεδο, να δημιουργήσουν, να περνούν ακριβείς πάσες και να τελειώνουν. Δηλαδή, είχαν τεχνική, αντίληψη, έλεγχο -κοντολογίς, όλο το ‘πακέτο’. Ήταν καλός στον αέρα, όπως και με την μπάλα στα πόδια.
Όλα αυτά τον έκαναν ‘τον νεαρότερο σε ηλικία παίκτη’ που πάτησε ποτέ το πόδι του σε αγώνα της Serie A, πριν ‘κλείσει’ τα 17.
Είχε ομολογήσει πως δεν περνούσε εύκολα (“μου έλειπαν οι δικοί μου, ήμουν δυστυχισμένος”), εν τούτοις από την στιγμή που είχε πάει στην Μπολόνια (1981), αποφάσισε να κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε -εφόσον τον είχε εμπιστευτεί ο προπονητής του, Tarcisio Burgnich. Συνέχισε να τον εμπιστεύεται για άλλα 29 ματς της σεζόν, με το wonderkid να σκοράρει 9 γκολ και να τελειώνει τη χρονιά ως κορυφαίος σκόρερ της παρέας του. Την επόμενη χρονιά τον αγόρασε η Σαμπντόρια για 9.323.958 σημερινά ευρώ και τέσσερις παίκτες -που έστειλε στην Μπολόνια.
Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας πέρασε 15 σεζόν στη Γένοβα, αριθμός ρεκόρ για παίκτες του επιπέδου του. Βοήθησε ότι ήταν από τις πιο επιτυχημένες αγωνιστικές περιόδους στην ιστορία του συλλόγου. Στην αρχή “μπλεκόμουν συνέχεια σε προβλήματα με τους Τρέβορ Φράνσις και Λίαν Μπρέιντι”, οι οποίοι είχαν πάει στην Σαμπντόρια την περίοδο που πήγε κι εκείνος. Ο Φράνσις είχε αποκαλύψει ότι “μια μέρα είχαμε μια διαφωνία, εν ώρα προπόνησης που συνεχίστηκε και στα αποδυτήρια. Μπήκαν στη μέση άλλοι, για να μας χωρίσουν. Την επομένη, ήταν σαν να μην έγινε ποτέ τίποτα. Συνεχίσαμε να παίζουμε μαζί, για άλλα τρία χρόνια”.
Δυο χρόνια αργότερα (1984) εμφανίστηκε στην ομάδα ο -τότε 20χρονος- Gianluca Vialli, παιδικός φίλος του Μαντσίνι, ο οποίος είχε ‘κλείσει’ τη σεζόν 1983-84 ως πρώτος σκόρερ του club. Ο Βιάλι είχε αφηγηθεί την πρώτη ισχυρή ανάμνηση που είχε από εκείνη την περίοδο. “Θυμάμαι πως μετά το πρώτο φιλικό προετοιμασίας, όπως μπήκα στα αποδυτήρια είδα τον Ρόμπι και τον Τρέβορ να τσακώνονται. Δηλαδή, να προσπαθεί ο ένας να χτυπήσει τον άλλον. Προφανώς είχαν τσακωθεί κατά τη διάρκεια του αγώνα. Είχα σοκαριστεί. Την ίδια ώρα, ήξερα πως αυτά συμβαίνουν παντού. Και όταν υπάρχει διαφωνία, καλό είναι να λύνεται αμέσως. Επίσης, είχα σκεφτεί ότι οι κακές τους σχέσεις θα είναι η ευκαιρία μου να βρω τη θέση μου στην ομάδα”.
Τη βρήκε. Βοήθησε και ότι οι Μαντσίνι και Βιάλι γνωρίζονταν από όταν ήταν παιδιά. Για την ακρίβεια, ήταν φίλοι. Όταν βρέθηκαν ως ενήλικες, εκτοξεύθηκε η καριέρα και των δύο. Για αρχή, πήραν το Coppa Italia. Ήταν το πρώτο των τεσσάρων που πανηγύρισαν παρέα, όπως γίνονταν γνωστοί τοις πάσι ως ‘I Gemelli del Gol’ (οι δίδυμοι των γκολ).
“Ο Ρομπέρτο ήταν πιο ώριμος από εμένα. Κάποιες φορές τον έπειθα και πηγαίναμε σε περίεργα μέρη. Μη φανταστείτε κάτι το τρελό. Πηγαίναμε σε clubs, αλλά στην Ιταλία δεν υπάρχει η κουλτούρα να πίνεις αλκοόλ μέχρι να χάσεις τις αισθήσεις σου. Κάπνιζα λίγο και πάντα καλοδεχόμουν το σεξ”.
Ως ‘δίδυμοι των γκολ’ πήραν και το Κυπελλούχων (European Cup Winners’ Cup) του 1990, περνώντας τους Ντόρτμουντ, Γκρασχόπερ, Μονακό και Άντερλεχτ. Το 1991 πήραν και το πρωτάθλημα Ιταλίας, με τον Βιάλι στο Νο1 του πίνακα των σκόρερ και τον Μαντσίνι στο Νο2. Μπορείτε να πείτε πως οι δυο τους σταμάτησαν το κρεσέντο της Νάπολι του Μαραντόνα. Ο συμπαίκτης του θρύλου, Τζανφράνκο Τζόλα (εκ των καλύτερων επιθετικών στην ιστορία της Ιταλίας) είχε πει για τον Μαντσίνι ότι “ήταν πολύ ευφυής παίκτης, πέρα από ταλαντούχος. Στο μεταξύ μας παιχνίδι είχε σκοράρει ένα από τα καλύτερα γκολ που είδα ποτέ στη ζωή μου. Πάντα ήταν ανταγωνιστικός. Και για αυτό πάντα τον μισούσα και τον σεβόμουν ταυτόχρονα -όπως και τον Βιάλι. Ομολογώ ότι ήθελα πολλές φορές να τον κλοτσήσω ενώ παίζαμε”.
Προ του stop στη Νάπολι, το ‘δίδυμο των γκολ’ είχε ζήσει απώλεια που θα κουβαλούσε έως την Κυριακή 11/7.
Το 1992 η Σαμπντόρια βρέθηκε στο παιχνίδι που θα ολοκληρωνόταν με την απονομή τροπαίου στο νέο πρωταθλητή Ευρώπης. Ο τελικός εκείνου του UEFA Champions League διεξήχθη στο Wembley, το παλιό, το ‘ορθόδοξο’. Ο αρχηγός των Ιταλών ήταν ο Μαντσίνι. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη στιγμή της καριέρας του. Όλα κρίθηκαν στην παράταση, από την εκτέλεση φάουλ του Ρόναλντ Κούμαν. Η Μπαρτσελόνα κατέκτησε κατ’ αυτόν τον τρόπο για πρώτη φορά τον τίτλο.
Ο Μαντσίνι και ο Βιάλι έζησαν ένα ‘τραύμα’ που δεν έκλεισε ποτέ. Για τον Μαντσίνι επιδεινώθηκε, όταν σταμάτησε να λαμβάνει προσκλητήρια από την εθνική. Και σταμάτησε καθώς ο Αρίγκο Σάκι προτιμούσε το 4-4-2 και παρουσία των Ντελ Πιέρο, Μπάτζιο, Σινιόρι, Τότι και Τζόλα δεν ήταν πολύ εύκολο να βρει θέση στην ενδεκάδα. Δεν παρέλειψε να εκφράζει την αγανάκτηση/οργή/στενοχώρια του και για αυτό δεν ξανακλήθηκε, μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994. Με το σύλλογο του, συνέχισε την πορεία του προς το θρίαμβο.
Μετά την απώλεια του UEFA Champions League ο Βιάλι έφυγε για τη Γιουβέντους. Ο Μαντσίνι έμεινε εκεί όπου ήταν και συνέχισε να ηγείται του σκοραρίσματος και να κρατά ψηλά τη Σαμπντόρια. Όταν οι διοικούντες αποφάσισαν να αντικαταστήσουν τον Βουγιαντίν Μπόσκοφ στον πάγκο, ήταν μεταξύ αυτών που επέλεξαν τον αντικαταστάτη. Ήταν ο Σβεν Γκόραν-Έρικσον, ο οποίος αργότερα ομολόγησε πως “ο Ρομπέρτο ήταν λαμπρός ποδοσφαιριστής. Εκ των καλύτερων που είχα ποτέ. Η τεχνική του ήταν φανταστική. Υπήρξε άτυχος σε ό,τι αφορά την εθνική, καθώς ‘έπεσε’ πάνω στον Ρομπέρτο Μπάτζιο, ο οποίος προτιμήθηκε. Εντός γηπέδου, είχε δυνατό ταμπεραμέντο. Αν έβλεπε πως οι συμπαίκτες του έκαναν κάτι λάθος, γινόταν έξαλλος. Ποτέ δεν ξεσπούσε στους αντιπάλους. Μόνο στους συμπαίκτες του”.
Ενίοτε ξεσπούσε και στους διαιτητές. Είχε χαρακτηρίσει άχρηστο έναν (Μπόσκι), καθώς όπως είχε πει “παραπονούμαστε για τη βία στο ποδόσφαιρο, εν τούτοις οι οπαδοί θα έπρεπε να σκεφτούν σοβαρά να δέρνουν τους διαιτητές, αντί να χτυπιούνται μεταξύ τους”.
Σταδιακά άρχισε η πτώση της Σαμπντόρια -μολονότι ο Μαντσίνι ήταν πάντα συνεπής. Ο εκνευρισμός του εκδηλωνόταν κυρίως, στην ‘πλάτη’ του Χουάν Σεμπάστιαν Βερόν. “Δεν είναι εύκολος άνθρωπος. Πάντα είχε περίπλοκη προσωπικότητα. Τώρα μπορώ να πω ότι είναι φίλος μου και πως με βοήθησε πολύ με την καριέρα μου. Τότε περνούσα δύσκολα. Σε ένα ματς με την Πιατσέντσα, εκτέλεσα τραγικά ένα κόρνερ. Μου είχε πει ευγενικά ‘την επόμενη φορά στείλε την μπάλα πιο ψηλά’. Δεν ξέρω γιατί, αλλά έγινα έξαλλος και τον προσέβαλα.
“Όταν επέστρεψα στα αποδυτήρια, με περίμενε. Ήθελε να μου ρίξει γροθιά. Είχε βγάλει την μπλούζα του και ήταν έτοιμος για μάχη, σαν κικ μπόξερ. Ευτυχώς κάποιοι συμπαίκτες μας, δεν τον άφησαν να με χτυπήσει”.
Κατά την έξοδο του Έρικσον από την Σαμπντόρια για τη Λάτσιο, πήρε τον Μαντσίνι μαζί του (έμεινε από το 1997 έως το 2001). Είχε παίξει σε 550 ματς, είχε πάρει τον τίτλο στη Serie A, τέσσερα κύπελλα και ένα Κυπελλούχων. Έγινε και 36 φορές διεθνής, ως μέλος των ‘ατζούρι’ στο UEFA Euro 1988 και το 1990 FIFA World Cup. Και τις δυο φορές οι γείτονες έφτασαν έως τους ‘4’.
Ο Έρικσον είχε ενημερώσει πως από τη Λάτσιο ο Μαντσίνι προετοιμαζόταν για να γίνει προπονητής. “Μια εποχή είχαμε πρόβλημα με το κεντρικό μέσο. Ήλθε στο γραφείο μου και μου πρότεινε να παίξει εκείνος εκεί. Στα 17 παιχνίδια που έγινε αυτό, δεν χάσαμε μια φορά και στο τέλος πήραμε το πρωτάθλημα”.
Το 1984 είχε δημοσιεύσει την έρευνα που είχε κάνει, με τίτλο “The Zonal Marking System”, ως μαθητής του Εθνικού Κέντρου Ποδοσφαίρου της Ιταλίας -όπου έχουν φοιτήσει κάποιοι εκ των καλύτερων Ιταλών κόουτς. Το 2001 δημοσίευσε και το ‘Il Trequartista”, που ήταν αφιερωμένο στην εξέταση του ρόλου του επιθετικού μέσου. Παρ’ όλα αυτά, δεν είχε εξασφαλίσει δίπλωμα προπονητή. Έτσι, όταν η Φιορεντίνα του πρότεινε τη θέση, χρειάστηκε ειδική άδεια από την ομοσπονδία. Δόθηκε στις 4/3 του 2001.
Τα οικονομικά προβλήματα της ομάδας του ήταν τόσα που κάποιες φορές ήταν προπονητής και παίκτης. Πολλές έκανε όλες τις δουλειές και δεχόταν απειλές κατά της ζωής του (επειδή πούλησε τους καλύτερους παίκτες -για να σωθεί ο οργανισμός), ενώ δεν είχε πάρει σεντ. Πήρε το Coppa Italia και μετά παραιτήθηκε. Τέσσερις μήνες μετά (Μάιος του 2002) τον προσέλαβε η Λάτσιο και άρχισε το ταξίδι του, ως προπονητή. Την αγγλική λίγκα είχε την ευκαιρία να την αποκωδικοποιήσει πλήρως, από το 2009 έως το 2013 ως τεχνικός της Μάντσεστερ Σίτι (παρεμπιπτόντως, πήρε τον τίτλο του πρωταθλητή το 2012 και το FA Cup του 2011).
Τους ‘ατζούρι’ τους ανέλαβε το Μάιο του 2018, μετά την αδυναμία πρόκρισης στο 2018 FIFA World Cup. Ήταν η πρώτη φορά, σε 60 χρόνια, που οι Ιταλοί δεν θα εμφανίζονταν σε Παγκόσμιο Κύπελλο. Υποσχέθηκε πως θα φέρει την αλλαγή, όπως υπέγραφε συμβόλαιο διετούς διάρκειας. Θα είχε αυτόματη επέκταση, αν η Ιταλία προκρινόταν στο Euro 2020. Aυτό και έγινε και το βράδυ της Κυριακής 11/7 ήλθε το πλήρωμα του χρόνου για να επουλώσει την ‘πληγή’ που είχε ανοιχτή από το 1992.
Πήρε τους Ιταλούς στη χειρότερη τους φάση και τους έκανε πρωταθλητές Ευρώπης, ως αήττητους στο έδαφος όπου είχε χάσει το μόνο τρόπαιο που του λείπει.
Όταν ο Μαντσίνι δέχθηκε να γίνει ο ομοσπονδιακός κόουτς της Ιταλίας, προφανώς και κάλεσε τον φίλο του, Τζανλούκα Βιάλι να συνεργαστούν -του πρότεινε τη θέση του αρχηγού αποστολής. Εκείνος όμως, έδινε τον πιο σημαντικό αγώνα: αυτόν για τη ζωή του. Το 2017 είχε διαγνωστεί με καρκίνο στο πάγκρεας. Το 2018 αποκάλυψε στα media την ασθένεια του και ότι ήταν σε ύφεση -μετά τη σειρά θεραπειών που είχε κάνει. Μια εβδομάδα μετά, ο καρκίνος επέστρεψε. Στις 13/4 του 2020 πήρε το all clear από τους γιατρούς. “Παρ’ όλα αυτά, δεν ξεφορτώθηκα το φόβο που είχα πως θα επιστρέψει το πρόβλημα. Δεν μπορώ να τα βάλω με τον καρκίνο. Δεν θα κέρδιζα ποτέ. Είναι πιο δυνατός αντίπαλος από εμένα”, ενημέρωσε ο 56χρονος στις 8 Ιουνίου, μέσω της RAI.
“Ο καρκίνος είναι ένας ανεπιθύμητος συνοδοιπόρος της ζωής μου. Είναι κάτι που δεν μπορώ να αλλάξω. Μπήκε στο τρένο μαζί μου και ταξιδεύουμε μαζί. Δεν θα το βάλω ποτέ κάτω. Θα συνεχίζω να ελπίζω πως μια μέρα θα κουραστεί και θα με αφήσει στην ησυχία μου για χρόνια, γιατί υπάρχουν πράγματα που θέλω να κάνω σε αυτήν τη ζωή”.
Όπως είπε, κατάλαβε πως υπάρχουν άνθρωποι που μπορεί να τον βλέπουν να είναι καλά και να ελπίζουν πως κι εκείνοι θα καταφέρουν να είναι καλά -ίσως γιατί υπήρξα ποδοσφαιριστής, ένας δυνατός άνδρας. Αλλά είμαι και ευαίσθητος. Όπως είμαι και ευάλωτος. Όπως όλοι μας. Είμαι εδώ με όλα τα λάθη και όλες τις φοβίες μου, αλλά και με τη διάθεση να κάνω κάτι σημαντικό”.
Το τελετουργικό της… εγκατάλειψης Βιάλι
Πριν το πρώτο ματς της Ιταλίας για το Euro 2020, με την Τουρκία ο οδηγός του λεωφορείου που μετέφερε την αποστολή των ‘ατζούρι’ στο γήπεδο για το ματς με την Τουρκία, αναχώρησε πριν επιβιβαστεί σε αυτό ο Βιάλι, ο οποίος έτρεξε να προλάβει και τελικά επιβιβάστηκε λίγα μέτρα πιο μακριά. Μετά το 3-0, οι Ιταλοί ξεχνούσαν πριν κάθε αγώνα τον αρχηγό αποστολής, όπως αποκάλυψε η Corriere dello Sport.
Πίσω στο coaching staff, ο έτερος φίλος και πρώην συνεργάτης που κάλεσε ο Μαντσίνι για να τον βοηθήσει με την εθνική, ήταν ο Ατίλιο Λομπάρντο -υπήρξαν συνεργάτες στη Μάντσεστερ Σίτι-, ενώ το τιμ συμπληρώνουν οι Αλμπερίκο Εβάνι και Φάουστο Σαλσάνο.
Ο Εβάνι έγινε ουκ ολίγα άρθρα σε αγγλικά sites, χάριν της εμφάνισης του. Παρ’ όλα αυτά, ασχολείται με το σπορ τέσσερις δεκαετίες (είναι 58), έδωσε 393 ματς με τη Μίλαν και είχε ρόλο στον τρόπο που ο Αρίγκο Σάκι είχε οδηγήσει την ομάδα σε τρία πρωταθλήματα και δυο ευρωπαϊκά κύπελλα -ως συμπαίκτης των Μαλντίνι, Μπαρέζι, φαν Μπάστεν, Γκούλιτ, Ράικαρντ κλπ.
Το 1993 πήγε στη Σαμπντόρια όπου βρέθηκε με τον Μαντσίνι. Είχε πάει με τους ‘ατζούρι’ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994 και έκανε ό,τι δεν κατάφερε ο Μπάτζιο (ευστόχησε σε εκτέλεση πέναλτι). Αποσύρθηκε το 1995 και αμέσως έγινε προπονητής -στην ακαδημία της Μίλαν. Το 2018 τον κάλεσε ο Μαντσίνι, μαζί με έναν άλλον πρώην γνωστό από τη Σαμπντόρια. Βλέπετε, εκεί ήταν και ο Σαλσάνο από το 1993 έως το 1998.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις