Εκλογές ΗΠΑ: Οι δύο πόλεμοι και ο ελέφαντας στο δωμάτιο
Διαβάζεται σε 8'Ο Δημήτρης Τσαρούχας, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, αναλύει στο NEWS 24/7 τον φάκελο «εξωτερική πολιτική» των ΗΠΑ ενόψει των εκλογών της 5ης Νοέμβρη.
- 31 Οκτωβρίου 2024 06:07
Η εξωτερική πολιτική δεν αποτελεί μέρος της προεδρικής εκστρατείας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ούτε ο Τραμπ ούτε η Χάρις έχουν συζητήσει τον ρόλο των ΗΠΑ στο παγκόσμιο σύστημα και διστάζουν να αναφέρουν το θέμα στις συχνές συγκεντρώσεις που πραγματοποιούν.
Για τη χώρα που υπερηφανεύεται ότι αποτελεί την μεγαλύτερη πηγή έμπνευσης για όλους τους άλλους λαούς, η απουσία εξωτερικής πολιτικής είναι εκπληκτική. Μεταξύ άλλων, δεν επιτρέπει να φανούν τα πολύ μεγάλα διακυβεύματα που παίζονται σήμερα στις εξωτερικές υποθέσεις της χώρας.
Το διεθνές πλαίσιο των προεδρικών εκλογών του 2024 δύσκολα θα μπορούσε να είναι πιο περίπλοκο, και δυνάμει πιο επικίνδυνο. Δεν μοιάζει με τίποτα από όσα αντιμετώπισαν οι Αμερικανοί σε προηγούμενες εκλογές από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και εντεύθεν, καθώς ο ρόλος των ΗΠΑ στη διεθνή τάξη υφίσταται αυξανόμενη πίεση από σειρά χωρών που εκπροσωπούνται τρόπον τινά από τη συμμαχία των BRICS. Επιπλέον, οι επιπτώσεις των εκλογών θα είναι πολύ σημαντικές, ίσως και δραματικές, ανάλογα με την τελική έκβαση των αποτελεσμάτων.
Οι πιο προφανείς και άμεσες προκλήσεις σχετίζονται με τους δύο πολέμους που διεξάγονται αυτή τη στιγμή, στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή.
Ξεκινώντας με τη σύγκρουση στην ευρύτερη γειτονιά μας, η αδυναμία των Ηνωμένων Πολιτειών να υπαγορεύσουν όρους στους εμπόλεμους, ή ακόμα και να αναγκάσουν το χέρι της ισραηλινής κυβέρνησης να ικανοποιήσει το αίτημα του Λευκού Οίκου για κατάπαυση του πυρός, δεικνύει την περιορισμένη πλέον ικανότητά τους να διαμορφώσουν αποτελέσματα επί του πεδίου με βάση τις δικές τους επιθυμίες και προτεραιότητες. Η έλλειψη επιρροής στην κυβέρνηση του Νετανιάχου γίνεται έντονα αισθητή και στο μέτωπο του Λιβάνου, αλλά και στη στάση που έχει υιοθετήσει το Ισραήλ όχι μόνο έναντι των τρομοκρατών, αλλά ακόμη και κατά των Ηνωμένων Εθνών.
Η Ουάσιγκτον είναι επίσημα δεσμευμένη σε μια εταιρική σχέση με το Ισραήλ δίχως όρους και προϋποθέσεις, ανεξάρτητη δηλαδή από τις πολιτικές επιλογές του τελευταίου. Η ασύμμετρη φύση αυτής της σχέσης (στρατιωτικά το Ισραήλ μπόρεσε να χειραφετηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις ΗΠΑ, αλλά εξακολουθεί να εξαρτάται από την πολιτική του υποστήριξη), που επεκτάθηκε και ενισχύθηκε από την κυβέρνηση Μπάιντεν παρά τις επιμέρους διαφορές, αμφισβητείται όλο και περισσότερο από τους Δημοκρατικούς ψηφοφόρους, αλλά είναι απίθανο να επηρεάσει τη στάση της Χάρις εφόσον εκείνη εκλεγεί.
Όσο για τον Τραμπ, ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή, όπως και πολλά άλλα, προσεγγίζεται μέσα από το πρίσμα μιας συναλλαγής, όπου έννοιες όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα και το διεθνές δίκαιο έχουν ελάχιστο, έως καθόλου χώρο, και όπου μια «καλή συμφωνία για όλους», αόριστα οριοθετημένη, αποτελεί πάντα το κατεξοχήν ζητούμενο.
Στην Ουκρανία και τις σχέσεις με τη Ρωσία, η έντονη αντίθεση μεταξύ των δύο υποψηφίων αντανακλά το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ των ψηφοφόρων των δύο στρατοπέδων: οι Ρεπουμπλικάνοι παίρνουν το σύνθημά τους από τον Τραμπ και είναι συντριπτικά «υπέρ της ειρήνης», ανεξάρτητα από το ακριβές περιεχόμενο αυτής και τις παραχωρήσεις που θα απαιτήσει, ενώ οι Δημοκρατικοί παραμένουν προσηλωμένοι στην υποστήριξη της Ουκρανίας σε συντονισμό με τους συμμάχους τους στο ΝΑΤΟ, αλλά χωρίς άμεση εμπλοκή με τη Ρωσία.
Η διατλαντική συμμαχία δεν είναι πλέον το πρωταρχικό μέσο δέσμευσης των Ρεπουμπλικανών με την Ευρώπη: προτιμώνται οι διμερείς συμφωνίες με κράτη της ΕΕ επειδή η εξωτερική πολιτική, όπως και οι περισσότεροι τομείς πολιτικής, προσεγγίζεται μέσα από το πρίσμα μιας συναλλακτικής ανταλλαγής. Αυτό εξηγεί την οργή του Τραμπ για τις χαμηλές αμυντικές δαπάνες από ορισμένα μέλη του ΝΑΤΟ κατά την πρώτη του θητεία και τους μύδρους που εξαπολύει κατά των Ευρωπαίων, ευκαιρίας δοθείσης. Ο Τραμπ αντιπροσωπεύει μια εκδοχή της εξωτερικής πολιτικής χωρίς ιδεολογία σε μια εποχή που η ιδεολογία έχει επιστρέψει. Και αυτή η αντίφαση δεν μπορεί να παρακαμφθεί.
Ωστόσο, ο ελέφαντας στο δωμάτιο ήταν και είναι η Κίνα, και εδώ η απόκλιση μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών μειώνεται σημαντικά. Όπως η ΕΣΣΔ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, έτσι και η Κίνα σήμερα είναι το ισχυρό κράτος που οι Αμερικανοί όλων των πεποιθήσεων μπορούν να αναγνωρίσουν ως αντίπαλο, ακόμη και εχθρό, ειδικά εάν το σενάριο του Ψυχρού Πολέμου 2.0 οδηγήσει σε μια θερμή σύγκρουση για την Ταϊβάν, στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, ή αλλού.
Η προσέγγιση των Ρεπουμπλικανών είναι πιο απόλυτη και ο αναμενόμενος δασμολογικός πόλεμος του Τραμπ εναντίον της Κίνας θα επιβραδύνει την ανάπτυξη τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για την παγκόσμια οικονομία. Ακόμα, μια κυβέρνηση Trump 2.0 θα σημάνει την απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα (που επετεύχθη όταν Ουάσιγκτον και Πεκίνο διαπραγματεύτηκαν το περιεχόμενο της από κοινού) και ένα κλιμακούμενο μπαράζ επιθέσεων κατά του Πεκίνου (ο Τραμπ εξακολουθεί να αναφέρεται στον COVID-19 ως ο «ιός της Κίνας»).
Μια κυβέρνηση Χάρις φαίνεται πολύ πιο ανοιχτή στον διάλογο με το Πεκίνο για την αντιμετώπιση προκλήσεων όπως η κλιματική αλλαγή ή η καταπολέμηση της διακίνησης ναρκωτικών, και οι δασμοί που θα επιβάλει κατά τι λιγότερο απότομοι, αλλά δεν θα αποκλίνει πολύ από τη γραμμή Τραμπ. Εξάλλου υπό την ηγεσία και των δύο τελευταίων προέδρων, η πολιτική των ΗΠΑ έναντι της Κίνας έχει μεταβληθεί ριζικά.
Αυτό που αποτελούσε κοινό θέσφατο έως πρόσφατα ήταν η διάκριση μεταξύ των οικονομικών σχέσεων (που θεωρούνταν θετικές στο σύνολό τους, με τις εμπορικές σχέσεις να ωφελούν τους καταναλωτές των ΗΠΑ παρά την απώλεια θέσεων εργασίας στη βιομηχανία) και των πολιτικών (όπου το κομμουνιστικό καθεστώς και η μονοκομματική κυβέρνηση επέτρεπαν τον παραλληλισμό με τη Σοβιετική Ένωση και εκλαμβάνονταν ως απειλή για τον αποκαλούμενο αμερικανικό τρόπο ζωής).
Αυτή η μάλλον περίπλοκη θεώρηση της Κίνας έχει πλέον αντικατασταθεί από μια ολική αντιπαράθεση, όπου η τεχνολογική πρόοδος και η οικονομική υπερδύναμη της Κίνας ερμηνεύονται με γεωπολιτικούς, στρατηγικούς όρους ως υπονόμευση των αμερικανικών συμφερόντων στην Ασία και σε όλο τον κόσμο, αλλά και ως ζωτική απειλή για την ευμάρεια των Αμερικανών. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια σχεδόν υπαρξιακή απειλή, και μια σύγκρουση αποτελεί περισσότερο θέμα χρόνου.
Η προσέγγιση του Μπάιντεν ήταν να εμβαθύνει και να επεκτείνει τις κυρώσεις σε κινεζικές εταιρείες και άτομα των οποίων η χρήση πολιτικής τεχνολογίας θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από τον στρατό της χώρας. Αυτή η προσέγγιση, ανεξάρτητα από τον επόμενο ένοικο του Λευκού Οίκου, θα συνεχιστεί και η Ευρώπη θα κληθεί να κρατήσει μια πιο ξεκάθαρη στάση ως προς τις σχέσεις της με την Κίνα.
Ενώ τα δύο στρατόπεδα συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό σε ό,τι αφορά την Κίνα, η προοπτική τους για τον ρόλο της Αμερικής στον κόσμο δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική.
Η προσέγγιση του Tραμπ και το δόγμα America First είναι μια έμπνευση για την ακροδεξιά και τους αυταρχικούς ηγέτες σε όλο τον κόσμο, που προσαρμόζουν τη συνθηματολογία τους ανάλογα, αλλά κάνει το κατεστημένο των ΗΠΑ να ανησυχεί για το τι θα μπορούσε να σημαίνει μια νέα θητεία Τραμπ για τη θέση και τις συμμαχίες αλλά και την ικανότητα της χώρας να εμπλέκεται στις διεθνείς εξελίξεις με την εγκυρότητα και σοβαρότητα που κάποτε θεωρούσε εξασφαλισμένη.
Η Χάρις, υπό την έννοια αυτή, είναι μια ασφαλής και μετρήσιμη επιλογή: αφοσιωμένη στο ΝΑΤΟ και πρόθυμη να προβάλει την αμερικανική ισχύ όταν αυτή θεωρείται «απαραίτητη», η Αντιπρόεδρος θεωρείται μέρος της μακράς μεταπολεμικής παράδοσης ηγετών των οποίων η απροθυμία να εμπλακούν σε πολεμικές αναμετρήσεις ισοσκελίζονταν μόνο από την εξίσου έντονη αποφασιστικότητά τους να διατηρήσουν την αμερικανική ηγεμονία με κάθε κόστος. Η λογική και οι ενέργειες του Τραμπ υπονομεύουν αυτή τη λογική στον πυρήνα της.
* Ο Δημήτρης Τσαρούχας είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και στο Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Virginia Tech, και Επισκέπτης Καθηγητής στο Πρόγραμμα Σπουδών Ασφαλείας του Πανεπιστημίου Georgetown