Ευρωεκλογές 2024: Η συζήτηση που δεν έγινε
Διαβάζεται σε 7'Η Φιλίππα Χατζησταύρου και ο Θεοφάνης Κοτσώνης γράφουν, σε άρθρο τους στο NEWS 24/7, για το ποια είναι και πώς πρέπει να διαμορφωθεί από εδώ και πέρα η θέση της Ελλάδας στην ΕΕ, συζήτηση η οποία δεν έλαβε χώρα σε κανένα πάνελ.
- 08 Ιουνίου 2024 13:00
Μάλλον οι περισσότεροι συμφωνούν ότι η σχέση της Ελλάδας με την ΕΕ – ασχέτως των διαφωνιών στο πως μπορούμε να την αποτιμήσουμε μέχρι τώρα – είναι μια κεντρομόλος σχέση. Για κάποιους η αποτυχία επιδραστικών φυγόκεντρων τάσεων είναι απόδειξη της επιτυχίας του εγχειρήματος, για άλλους είναι η απόδειξη της εξάρτησης της Ελλάδας από την ΕΕ. Απέχοντας μόνο κάποιες ώρες από τις κάλπες των ευρωεκλογών, γρήγορα διαπιστώνει κανείς ότι η συζήτηση για το ποια είναι και πώς πρέπει να διαμορφωθεί από εδώ και πέρα η θέση της Ελλάδας στην ΕΕ εν μέσω εξελισσόμενων εμπόλεμων επιχειρήσεων δεν έλαβε χώρα σε κανένα πάνελ.
Αν γινόταν αυτή η συζήτηση θα οδηγούσε τα ελληνικά πολιτικά κόμματα να μιλήσουν με σαφήνεια για το ποια πρέπει να είναι η ευρωπαϊκή πολιτική της Ελλάδας και οι στρατηγικές τομεακές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πολύ-κρισιακό διεθνές περιβάλλον. Αντ’ αυτού, οι περισσότεροι υποψήφιοι, ως επί το πλείστον πανελίστες, αρκέστηκαν στα γνωστά στοιχεία γλώσσας (elements de language, EDL) όπως χρησιμοποιούνται στον τομέα των πωλήσεων, της εμπορικής, διαφημιστικής και πολιτικής επικοινωνίας, εστιάζοντας κατά κύριο λόγο σε εγχώρια ζητήματα πολιτικής.
Στο εγχώριο ελληνικό επίπεδο κυριάρχησε ο κατακερματισμός των τοποθετήσεων όλων των κομμάτων που βρίσκονται αριστερότερα του κυβερνητικού, μέσω της αντίθεσης με τον άλλο (positioning by opposition). Οι επικοινωνιακές στρατηγικές τους έψαχναν να καταδείξουν τη διαφορετικότητα των εκάστοτε θέσεων τους. Μολαταύτα, ρίχνοντας μια ματιά στις θέσεις των αντίστοιχων πολιτικών ευρωομάδων τους βλέπουμε μια όλως διαφορετική εικόνα. Η συγκριτική παράθεση των προγραμματικών θέσεων των δύο ευρωπαϊκών πολιτικών ομάδων, «Σοσιαλιστές & Δημοκράτες» (PES) (το ΠΑΣΟΚ είναι μέλος και ο Σύριζα παρατηρητής) και «Ευρωπαϊκή Αριστερά» (EL) (ο Σύριζα είναι μέλος, υποθέτουμε ότι η Νέα Αριστερά και το ΜέΡΑ25 είναι δυνητικά μέλη επίσης), ενόψει των ευρωεκλογών 2024 παρουσιάζει ενδιαφέρον.
Μέσα από την σύγκριση αυτή εντοπίζονται σημαντικές συγκλίσεις μεταξύ των δύο ευρωομάδων σε μια σειρά από ζητήματα όπως: τον παρεμβατικό έλεγχο της ακρίβειας των τιμών, την επιβολή έκτακτης φορολογίας προς ειδικά συμφέροντα (βλ. υπέρ – πλούσιοι, πολυεθνικοί κολοσσοί, τράπεζες κλπ.) για χρηματοδότηση δημοσίων επενδύσεων, την εφαρμογή της ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, την αποκατάσταση του ρόλου των συνδικάτων και των συλλογικών συμβάσεων, τη δημιουργία ασφαλών διαδρομών διέλευσης των μεταναστευτικών ροών και κοινωνικής ενσωμάτωσης των ανθρώπων, στην απόρριψη των επεκτατικών σχεδιασμών που γίνονται κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου (βλ. πολέμους σε Γάζα, Ουκρανία), την αντιμετώπιση της ανόδου της ακροδεξιάς και την διασφάλιση των σύγχρονων δικαιωμάτων όλων των κοινωνικών ομάδων (βλ. πίνακας 1).
Ασχέτως του αν οι παραπάνω θέσεις των ευρωομάδων είναι περισσότερο ή λιγότερο διαγγελματικές, το ερώτημα είναι αυτά τα τέσσερα ελληνικά κόμματα (ΠΑΣΟΚ, Σύριζα, Νέα Αριστερά, Μέρα25) δε ξέρουν τις επίσημες θέσεις των ευρωομάδων, τις ξέρουν αλλά τις θεωρούν προσχηματικές ή τις αγνοούν ηθελημένα; Οι απαντήσεις δε θα είναι ίδιες για όλους. Μια τέτοια ανάλυση θα χρειαζόταν περισσότερο χρόνο και χώρο. Το σίγουρο όμως είναι ότι και τα τέσσερα υπό εξέταση ελληνικά κόμματα απευθυνόντουσαν στη Νέα Δημοκρατία, νομιμοποιώντας περαιτέρω τη ηγεμονική θέση της όχι μόνο στο πλέγμα εξουσίας αλλά και στο πεδίο των ιδεών. Έχουμε την εντύπωση ότι αν κάποια από αυτά τα κομβικά σημεία σύγκλισης παρουσιάζονταν στο δημόσιο διάλογο, αυτό παραδόξως θα μπορούσε να συμβάλλει σε κάποια μερική απομείωση ροής μερίδας αναποφάσιστων προς το συντηρητικό-νεοφιλελεύθερο τόξο. Ξέρουμε τις αντιρρήσεις που ήδη εμφανίζονται στον αναγνώστη που διαβάζει το κείμενο (και που και εμείς τις συμμεριζόμαστε σε μεγάλο βαθμό), όμως αν επιμένουμε σε αυτή την παρατήρηση είναι γιατί θεωρούμε ότι οι κοινωνικές δομές έχουν σημασία και επηρεάζουν τους ατομικούς δρώντες όσο λαμπεροί και αν είναι…
Προφανώς η συγκριτική παρατήρηση αποκαλύπτει και ενδιαφέρουσες αποκλίσεις σε μια σειρά από καίριους τομείς πολιτικής όπως για παράδειγμα στις στρατιωτικές δαπάνες, στους όρους συνεργασίας της Ε.Ε. με το ΝΑΤΟ, στην αρχιτεκτονική της μεταναστευτικής διακυβέρνησης, στο ρόλο της αγοράς και τους τρόπους προστασίας δημόσιων αγαθών, στο μείγμα δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, στην αρχιτεκτονική της δημοσιονομικής διακυβέρνησης, στα εργαλεία ανάπτυξης και αναδιανομής ή στην διαχείριση του χρέους (βλ. Πίνακας 1).
Εδώ προκύπτει το ερώτημα γιατί δεν είδαμε κάποιες από αυτές τις διαφοροποιήσεις κάπως να παρεισφρέουν στο παιχνίδι των εντυπώσεων; Προφανώς θα ανάγκαζε τους τρεις ελληνικούς κομματικούς σχηματισμούς εξ αριστερών (Σύριζα, Νέα Αριστερά, Μέρα25) να επιδείξουν ομοθυμία, αλλά εδώ υπάρχει και μια άλλη ενδιαφέρουσα παράμετρος που έχει να κάνει με το γεγονός ότι η καταγραφή των αποκλίσεων μεταξύ Ευρωπαϊκής Αριστεράς και Σοσιαλιστών & Δημοκρατών αποκαλύπτει την πολύ πιο ριζοσπαστικά φιλοευρωπαϊκή με όρους ομοσπονδιοποίησης θέση της πρώτης σε σχέση με τους δεύτερους! Στην πραγματικότητα, η μαξιμαλιστική προσέγγιση των Ευρωπαίων Αριστερών επιτρέπει πιο φιλόδοξες ιδέες και στόχους σε σχέση με τους πιο φειδωλά ρεφορμιστές Σοσιαλδημοκράτες.
Αυτή η εμπειρική παρατήρηση κόντρα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι ζήτημα τόσο για τους θιασώτες του λεγόμενου «προοδευτικού κέντρου» που κινούνται γύρω από το ΠΑΣΟΚ και τον Σύριζα και που θεωρούν εαυτούς τους πλέον ευρωομοσπονδιστές αλλά και για τα άλλα κομμάτια της αριστεράς που επιζητούν θέση στην Ευρωβουλή και θέλουν να προβάλλουν ένα προφίλ μεγαλύτερης ριζοσπαστικής αμφισβήτησης (Μέρα25) ή να ανακτήσουν τη χαμένη τους αξιοπιστία στο κοινωνικό σώμα όντας πρώην μνημονιακά (Νέα Αριστερά).
Γιατί όμως δεν ακούσαμε τίποτα αξιοσημείωτο για την αναδιάρθρωση του χρέους ή για την ανάγκη προώθησης νέων χρηματοδοτικών εργαλείων με κοινωνικό πρόσημο – ζητήματα που βρίσκουμε στις θέσεις της Ευρωπαϊκής Αριστεράς και ρυθμίζονται στο ευρωπαϊκό επίπεδο -, ενώ με περισσή ευκολία ειπώθηκε ότι το χρέος και τα νομισματικά/χρηματοδοτικά εργαλεία δεν είναι σημαντικά ζητήματα στην παρούσα φάση ή ότι η Ελλάδα έχει την καλύτερη δυνατή ρύθμιση του δημόσιου χρέους της; Αντίστοιχα, γιατί δεν ακούσαμε μέρος των παρεμβατικών και προστατευτικών πολιτικών προτάσεων των Σοσιαλδημοκρατών;
Όλα αυτά έχουν σημασία γιατί ενώ η ΕΕ βρίσκεται σε δεινή θέση στον παγκόσμιο χάρτη των οικονομικών ανταγωνισμών και τελεί σε θεσμική και ρυθμιστική παρακμή. Απόδειξη αυτού είναι ότι οι ακροδεξιές δυνάμεις πέρα από επιμέρους ιδεολογικές ή στρατηγικές διαφορές που μπορεί να έχουν μεταξύ τους, εξευρωπαΐζονται και γίνονται επαγγελματίες της ευρωπαϊκής πολιτικής προωθώντας άλλα μοντέλα ευρωπαϊκής διακυβέρνησης. Ο Εθνικός Συναγερμός της Λεπέν για παράδειγμα προωθεί την ιδέα ενός μοντέλου «θετικής οικολογίας για τα ευρωπαϊκά έθνη»… Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ σε εννέα κράτη μέλη από τα 27 της ΕΕ, η ακροδεξιά πέρασε το όριο του 20% κατά τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές και η επανεκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ παραμένει ένα πολύ πιθανό σενάριο.
Η συζήτηση που δεν έγινε δείχνει ότι, παρ’όλες τις κορώνες περί του φασιστικού κινδύνου στην Ευρώπη, μάλλον η ελληνική πληθυντική αριστερά δεν λαμβάνει υπόψη και τόσο σοβαρά τη δύναμη όχλησης μιας συντηρητικής συμμαχίας μεταξύ των ακροδεξιών δυνάμεων (Ταυτότητα & Δημοκρατία (ID) και Ευρωπαίοι Συντηρητικοί Μεταρρυθμιστές (ECR)) και μέρους της ευρωπαϊκής δεξιάς, δηλαδή του Ευρωπαϊκού Λαϊκού κόμματος (EPP).
Μια τέτοια εξέλιξη θα εξαρτηθεί από τη στάση της λίστας Όρμπαν και γενικότερα από τον αριθμό ευρωβουλευτών που θα ανήκουν στην σκληρή πτέρυγα του ΕΛΚ, όπως και από το αν και ποια τακτική συσπείρωσης θα ακολουθήσουν οι ακροδεξιές δυνάμεις με επικεφαλής τον Εθνικό Συναγερμό της Γαλλίας. Σε κάθε περίπτωση, η δύναμη όχλησης που μια τέτοια συντηρητική συμμαχία μπορεί να σωρεύσει, θα της επιτρέπει να ροκανίζει με κάθε ευκαιρία την παραδοσιακή συμμαχία ΕΛΚ-Σ&Δ-Φιλελεύθεροι συρρικνώνοντας όλο και περισσότερο κάθε δυνατότητα πολιτικού αντίλογου.
* Η Φιλίππα Χατζησταύρου είναι επίκουρη Καθηγήτρια ΠΕΔΔ ΕΚΠΑ και ο Θεοφάνης Κοτσώνης, Πολιτικός Επιστήμονας και Αναλυτής