Ημερίδα του Ινστιτούτου ΕΝΑ “Ευρωεκλογές 2024: Το μέλλον της Ευρώπης & οι προκλήσεις για την Ελλάδα”
Διαβάζεται σε 9'Τι συζητήθηκε στην ημερίδα του Ινστιτούτου ΕΝΑ “Ευρωεκλογές 2024: Το μέλλον της Ευρώπης & οι προκλήσεις για την Ελλάδα”.
- 07 Ιουνίου 2024 18:30
Με αφορμή τις ευρωεκλογές και τη συζήτηση που αναπτύσσεται για το μέλλον του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, αλλά και τη θέση της Ελλάδας στο πλαίσιο αυτό, το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ διοργάνωσε την Τετάρτη 5 Ιουνίου 2024 ημερίδα με θέμα «Ευρωεκλογές 2024: Το μέλλον της Ευρώπης & οι προκλήσεις για την Ελλάδα».
Στο πρώτο θεματικό τραπέζι με θέμα «Η Ευρώπη στρατιωτικοποιείται: Ο γεωπολιτικός ρόλος της ΕΕ και η ελληνική εξωτερική πολιτική σε ένα μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον» συμμετείχαν ο Γιάννης Γούναρης, δικηγόρος, LLM London School of Economics, διδάκτωρ Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο Βαγγέλης Καλπαδάκης, διπλωματικός σύμβουλος του πρώην Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και η Μαριλένα Κοππά, καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και μέλος του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου το ΕΝΑ. Το τραπέζι συντόνισε ο Κώστας Αργυρός, δημοσιογράφος, αρχισυντάκτης διεθνών θεμάτων στην εφημερίδα Αυγή.
Έμφαση δόθηκε στο γεγονός ότι το διεθνές περιβάλλον αλλάζει, καθώς μεταβαίνουμε σε έναν πολυπολικό κόσμο με συνθήκες αταξίας και γεωοικονομικού κατακερματισμού και με έντονους κλυδωνισμούς στο πολυμερές παγκόσμιο σύστημα. Ο Γ. Γούναρης υπογράμμισε ότι «το δυστύχημα για την Ευρώπη είναι ότι, αντί να γίνει η ίδια ένας στρατηγικά αυτόνομος πόλος του πολυκεντρικού διεθνούς συστήματος, επέλεξε –ή αποδέχτηκε– τον υποβιβασμό της σε απλή συνιστώσα του ευρωατλαντικού υποσυστήματος». Την ίδια στιγμή, όπως τόνισε ο ομιλητής, φαίνεται ότι η στρατιωτικοποίηση της Ευρώπης είναι η επιλογή των ευρωπαϊκών ηγεσιών.
Ταυτόχρονα, κατά τη συζήτηση, τονίστηκε ότι οι γεωπολιτικές εντάσεις ενισχύουν τις δυνάμεις της Ακροδεξιάς. Στο πλαίσιο αυτό, η Μ. Κοππά επέκρινε την Ευρωπαϊκή Ένωση για αδιαφορία απέναντι στα Δ. Βαλκάνια και ταυτόχρονα άσκησε κριτική στην ελληνική κυβέρνηση για την απουσία βαλκανικής πολιτικής και οράματος για την περιοχή αλλά και για τη μη προώθηση του ρόλου της Ελλάδας ως γέφυρας συνεννόησης, διαμεσολάβησης και ειρήνης μεταξύ Βρυξελλών και των χωρών της περιοχής. Όσον αφορά την ασκούμενη κυβερνητική εξωτερική πολιτική στην Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, η εισηγήτρια υποστήριξε ότι η αντιμετώπιση των θεμάτων αυτών θα σήμαινε σύγκρουση με την ακροδεξιά πτέρυγα του κυβερνώντος κόμματος, εξού και η πολιτική που ακολουθείται είναι διεκπεραιωτική. Στο πλαίσιο αυτό, η κ. Κοππά έκανε λόγο για «υπονόμευση της Συμφωνίας των Πρεσπών και με ελληνική ευθύνη», η οποία οδήγησε στην πρόσφατη κρίση.
Ο Β. Καλπαδάκης υπογράμμισε, στη δική του εισήγηση, ότι μια ενεργητική ευρωπαϊκή πολιτική για την ειρήνη και τη σταθερότητα, στη βάση του διεθνούς δικαίου, είναι πιο αναγκαία από ποτέ. Όπως εξήγησε, ο ρόλος που καλείται να διαδραματίσει η Ελλάδα ως ευρωπαϊκός πυλώνας ειρήνης και σταθερότητας είναι εξαιρετικά σημαντικός σε αυτό το πλαίσιο: Δεν πρέπει να κινηθεί σε λογική «προκεχωρημένου φυλακίου της Δύσης» που επικεντρώνεται στην αναβάθμιση του στρατιωτικού του ρόλου, αλλά επιβάλλεται να καθορίσει μια στρατηγική για τους στόχους που έχει σε σχέση με τους γείτονές της και για την αναβάθμιση του ρόλου της στην Ευρώπη και στον κόσμο με όρους ήπιας δύναμης.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, υπογραμμίστηκε, τέλος, ότι είναι αναγκαία η επανανοηματοδότηση της έννοιας της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας, η οποία θα πρέπει να ξεφύγει από μια προσέγγιση αποκλειστικά με όρους άμυνας και ασφάλειας και να επεκταθεί στη διαμόρφωση των απαιτούμενων συνθηκών για την αντιμετώπιση των ανισοτήτων, την επίτευξη ενεργειακής και τεχνολογικής αυτονομίας, την ενίσχυση της βιομηχανικής παραγωγής και την υγιή, βιώσιμη και ανθεκτική οικονομική ανάπτυξη.
«Οι Ευρωεκλογές, η απειλή της Ακροδεξιάς για τη δημοκρατία στην Ευρώπη και η αναγκαία στρατηγική των προοδευτικών δυνάμεων» ήταν το θέμα του δεύτερου θεματικού τραπεζιού με τη συμμετοχή των Διονύση Δημητρακόπουλου, καθηγητή του Τμήματος Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου, μέλους του Σημείου για τη Μελέτη & την Αντιμετώπιση της Ακροδεξιάς, διδάσκοντα του Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, και Μαρίας Ψαρά, ανταποκρίτριας στις Βρυξέλλες της Εφημερίδας των Συντακτών και του Star Channel. Τη συζήτηση συντόνισε ο Κώστας Ελευθερίου, επίκουρος καθηγητής στο ΔΠΘ και συντονιστής του Κύκλου Πολιτικής Ανάλυσης του ΕΝΑ.
Κατά τη συζήτηση υπογραμμίστηκε ότι, ανεξαρτήτως από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και τους συσχετισμούς που θα διαμορφωθούν στο νέο Ευρωκοινοβούλιο, η ατζέντα της ΕΕ έχει μετατοπιστεί εδώ και χρόνια προς τα δεξιά. Η Ακροδεξιά έχει «κανονικοποιηθεί» και επηρεάζει σημαντικά το περιεχόμενο των ασκούμενων πολιτικών, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη μεταναστευτική πολιτική.
Η Μ. Ψαρά στην εισήγησή της τόνισε ότι, παρότι οι δημοσκοπήσεις προβλέπουν άνοδο για τα εθνικιστικά και ευρωσκεπτικιστικά δεξιά κόμματα της Ευρωβουλής, οι δημοκρατικές δυνάμεις αναμένεται να διατηρήσουν το προβάδισμα, ενώ παραμένουν οι διαφορές μεταξύ των δυνάμεων τις Ακροδεξιάς, οι οποίες προσπαθούν να τις λύσουν. Ωστόσο, προβληματισμό εξέφρασε η δημοσιογράφος για την έγκαιρη λήψη αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο (βλ. αντιμετώπιση κλιματικής κρίσης και Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, την οποία δεν αναγνωρίζουν ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις) και για «συμφωνίες-τέρατα», στις οποίες πιθανόν να συμμετάσχει και η Ακροδεξιά.
Ο Δ. Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος διευκρίνισε εισαγωγικά ότι δεν υπάρχει μία ενιαία Ακροδεξιά στην Ευρώπη, αλλά ακροδεξιές δυνάμεις, σε διάφορες χώρες, με πολύ διαφορετικά επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης, πολιτικής ιστορίας, αλλά και εσωτερικών αντιθέσεων. Παράλληλα, έκανε λόγο για προσπάθεια προσεταιρισμού της «καλής» Ακροδεξιάς (Μελόνι) από τους ηγετικούς κύκλους της Ευρώπης και εργαλειοποίησής της απέναντι στην «κακή» Ακροδεξιά (Λε Πεν). Ταυτόχρονα, όπως επισήμανε ο εισηγητής, πέρα από τη διαφαινόμενη ενίσχυση ακροδεξιών κομμάτων και σε εθνικό επίπεδο, έπειτα από το ευρωπαϊκό, διαγράφεται και μια σαφής τάση συντηρητικής μετατόπισης προοδευτικών κομμάτων, όπως μαρτυρούν, για παράδειγμα, φαινόμενα «συντηρητικής Αριστεράς» (βλ. το νέο κόμμα της Ζ. Βάγκενκνεχτ στη Γερμανία).
O Δ. Δημητρακόπουλος αναφέρθηκε, με τη σειρά του, στις τρεις στρατηγικές αντιμετώπισης του φαινομένου της Ακροδεξιάς σύμφωνα με τη βιβλιογραφία: α) την απομόνωση, β) τη σύγκρουση και γ) τη συμπερίληψη. Για τη συμπερίληψη (συνεργασία, αντιγραφή θέσεων της Ακροδεξιάς) τόνισε ότι σε αρκετές περιπτώσεις νομιμοποιεί στα μάτια των πολιτών τα κόμματα αυτά, ενώ η αντιγραφή της ακροδεξιά ατζέντας από προοδευτικά κόμματα και συνδικάτα δεν αποδίδει, διότι διώχνει παραδοσιακούς ψηφοφόρους τους. Ο κ. Δημητρακόπουλος χαρακτήρισε, τέλος, κρίσιμη την έμφαση στα οικονομικά θέματα (ανασφάλεια εργασίας, οικονομική ανάπτυξη, προστασία του κράτους πρόνοιας), τονίζοντας ότι οι προοδευτικές δυνάμεις, για να αντιμετωπίσουν επιτυχώς την Ακροδεξιά, πρέπει να αποκτήσουν εκ νέου την ιδιοκτησία των αντίστοιχων θεμάτων, όπως η ισότητα.
«Ευρωπαϊκή και ελληνική οικονομία: συγκλίσεις και αποκλίσεις» ήταν το θέμα του τρίτου πάνελ της εκδήλωσης. Συμμετείχαν ο Γιώργος Ιωαννίδης, ερευνητής Γ’, Κέντρο Προγραμματισμού & Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), η Λούκα Κατσέλη, oμότιμη καθηγήτρια ΕΚΠΑ, πρ. υπουργός Oικονομίας και ο Παντελής Κωστής, επίκουρος καθηγητής οικονομικής ανάπτυξης στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ. Συντόνισε ο Aντώνης Παπαγιαννίδης, δικηγόρος, δημοσιογράφος.
Στη συζήτηση επισημάνθηκε ότι η ελληνική οικονομία παρουσιάζει μία στασιμότητα ενώ, ακολουθώντας την ίδια συνταγή έπειτα από την κρίση και βασιζόμενη στο υπάρχον παραγωγικό μοντέλο, παραμένει εξαιρετικά ευάλωτη. Ταυτόχρονα, σημειώθηκε ότι η Ελλάδα έχει καταλήξει να συμπεριλαμβάνεται στην ομάδα των φτωχών χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, όπως δείχνει σειρά δεικτών, ενώ καταγράφεται μονιμοποίηση και παγίωση της απόκλισης σε σχέση με την ΕΕ.
Η Λ. Κατσέλη τόνισε ότι έχουμε μάθει ελάχιστα από την κρίση που βιώσαμε, κάνοντας λόγο για πολύ μεγάλη πιθανότητα να έχουμε μία νέα χρηματοπιστωτική κρίση μέσα στα επόμενα χρόνια. Τόνισε ότι το διεθνές περιβάλλον έχει αλλάξει και θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη τις αλλαγές αυτές όταν διαμορφώνουμε πολιτική. Δεδομένης της παρουσίας των κερδοσκόπων της αγοράς, μία χώρα γίνεται πάρα πολύ ευάλωτη στις ορέξεις των αγορών, κάτι που, όπως είπε, ισχύει για την Ελλάδα. Αυξάνεται η κατανάλωση, αυξάνονται τα εισοδήματα, αλλά αυτή η πορεία δεν είναι βιώσιμη. Δεν μπορούμε να οργανωθούμε για την ανάπτυξή μας και δεν υπάρχει σχετική βούληση. Δεν μπορέσαμε να κερδίσουμε το στοίχημα της αποτελεσματικής διαμόρφωσης της οικονομίας. Κάλεσε, ακόμη, για τη διαμόρφωση μίας ατζέντας που να εγγυάται την ανθρώπινη ασφάλεια και τη μη φτωχοποίηση μεγάλου κομματιού της κοινωνίας μας, σημειώνοντας ότι η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη είναι αποτέλεσμα φτωχοποίησης μεγάλης μερίδας Ευρωπαίων πολιτών.
Ο Γ. Ιωαννίδης αποτιμώντας τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ και στη ζώνη του ευρώ ανέφερε ότι η ΕΕ/ΟΝΕ διαμορφώνει την δυνατότητα μιας επιλεκτικής σύγκλισης λόγων και πρακτικών (πολιτικών), όχι όμως αποτελεσμάτων, τα οποία εξαρτώνται από την εσωτερική πολιτική οικονομία και ιεραρχήσεις κάθε κράτους-μέλους. Στην πραγματικότητα έχουμε μια μορφή τελετουργικής συμμόρφωσης προς το ευρωπαϊκό πλαίσιο: ακολουθούμε τον τύπο/μορφή αλλά το τελικό περιεχόμενο και τα αποτελέσματα προσδιορίζονται από την εσωτερική πολιτική οικονομία. Πρόσθεσε ότι στην Ελλάδα υπάρχει τεράστιο πεδίο βελτίωσης, δεδομένου του ευρωπαϊκού πλαισίου, αρκεί «να μην επιχαίρουμε για μια ασθενική ανάπτυξη με τεράστιες στρεβλώσεις στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών και αυξανόμενη ανισότητα στην διανομή του εισοδήματος ή/και «να μην πιστέψουμε ότι η ουσιαστική αλλαγή των πραγμάτων προϋποθέτει μια “σοσιαλιστική” ΟΝΕ».
Ο Π. Κωστής τόνισε ότι χρειάζονταιολιστικέςπροσεγγίσεις για την ελληνική οικονομία αντί της υφιστάμενης μονοδιάστατης προσέγγισης. Και έθεσε τέσσερις άξονες, στο πλαίσιο αυτό: α) δυναμική ανάπτυξη, β) συμπεριληπτική μεγέθυνση (ίσες ευκαιρίες για όλους, κοινωνική δικαιοσύνη), γ) κοινωνικές συμπεριφορές που προωθούν ή θέτουν εμπόδια στην ανάπτυξη και τη μεγέθυνση (θεσμοί, πολιτισμικά χαρακτηριστικά), δ) βιώσιμη ανάπτυξη (περιβάλλον, κοινωνία, πολιτισμικό υπόβαθρο). Και υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, το ζήτημα των χαμηλών μισθών που σε συνδυασμό με τις πληθωριστικές πιέσεις οδηγεί σε μείωση της αγοραστικής δυνατότητας των Ελλήνων. Συνέχισε, λέγοντας ότι ως ελληνική οικονομία παράγουμε μονοδιάστατα, με τη συμμετοχή λίγων, μόνο, κλάδων. «Η οικονομία δεν έχει μάθει να διαφοροποιεί τον κίνδυνό της, οπότε εάν πληγεί ένας τομέας επέρχεται μεγάλη καθίζηση» ανέφερε. Και πρόσθεσε ότι μετά το 2020 η οικονομία της χώρας σημείωσε μία μεγάλη ανάκαμψη, ωστόσο δεν χαρακτηρίζεται επιτυχημένη.
Συμπερασματικά, κοινός παρονομαστής των εισηγήσεων ήταν το παραγωγικό έλλειμμα της ελληνικής οικονομίας και ο αναγκαίος παραγωγικός μετασχηματισμός για τη χώρα. Και υπογραμμίστηκε ότι είναι μονόδρομος η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, με τη διαμόρφωση ενός σχεδίου που θα προωθήσει τις αναγκαίες αλλαγές να αποτελεί ένα μεγάλο στοίχημα για τις αριστερές και ευρύτερες προοδευτικές δυνάμεις.
Τα συμπεράσματα της ημερίδας παρέθεσαν ο Βαγγέλης Βιτζηλαίος, συντονιστής του Κύκλου Διεθνών & Ευρωπαϊκών Αναλύσεων του ΕΝΑ και η Ευγενία Φωτονιάτα, συντονίστρια του Κύκλου Οικονομικής & Κοινωνικής Ανάλυσης του ΕΝΑ.
Το βίντεο με τα θεματικά τραπέζια της ημερίδας: