Οι 5+1 παράγοντες που θα κρίνουν το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών
Διαβάζεται σε 14'Τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν τους Αμερικανούς ψηφοφόρους, τα οποία θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό την ψήφο τους στις αμερικανικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου.
- 04 Νοεμβρίου 2024 20:54
Η κούρσα για τον επόμενο ένοικο του Λευκού Οίκου βρίσκεται στην τελική ευθεία, με τους δύο υποψήφιους των μεγάλων κομμάτων, τη Δημοκρατική Κάμαλα Χάρις και τον Ρεπουμπλικάνο Ντόναλντ Τραμπ, να καταβάλουν τις τελευταίες προσπάθειές τους να προσελκύσουν ψηφοφόρους ενόψει των εκλογών της 5ης Νοέμβρη.
Η προεκλογική περίοδος δεν ήταν συνηθισμένη. Κάθε άλλο. Προηγήθηκαν: δύο απόπειρες δολοφονίας (κατά του Τραμπ), μια απόσυρση υποψηφίου (του Μπάιντεν), δύο προεδρικά debate με διαφορετική όμως σύνθεση το καθένα, πολλές «λαμπερές» παρεμβάσεις υπέρ της μιας ή της άλλης υποψηφιότητας, και ένα οικονομικό τσουνάμι προεκλογικών δαπανών, το συνολικό ύψος των οποίων ξεπέρασε τα 3 δισ. δολάρια.
Ο θόρυβος, δε, κάλυπτε τις περισσότερες φορές κάθε περιθώριο πολιτικής αντιπαράθεσης που αναδεικνύει τις διαφορές (και τις ομοιότητες) των δύο υποψηφίων σε θέματα όπως η πρόσβαση στην υγεία, οι αμβλώσεις, το μεταναστευτικό, η φορολογία αλλά και η στάση των ΗΠΑ σε Μέση Ανατολή και Ουκρανία.
Η Κάμαλα Χάρις επικεντρώθηκε σε ζητήματα που αφορούν τα δικαιώματα των πολιτών, την ισότητα και την περιβαλλοντική πολιτική, προσεγγίζοντας ψηφοφόρους που ανησυχούν για τις κοινωνικές ανισότητες και την κλιματική αλλαγή.
Στην αντίπερα όχθη, κυριευμένος από μισαλλοδοξία, στοχοποίηση κοινωνικών μειονοτήτων και πολιτικών αντιπάλων, απαξίωση των θεσμών και αμφισβήτηση των αρχών της δημοκρατίας, ο Ντόλαντ Τραμπ υιοθέτησε μια τακτική που εστίαζε κυρίως στην οικονομική ατζέντα και σε θέματα καθημερινότητας, προσπαθώντας να κερδίσει την υποστήριξη ψηφοφόρων που ανησυχούν για την οικονομική σταθερότητα και την ασφάλεια.
Ως προς αυτό, ο Τραμπ φαίνεται να διατηρεί ένα προβάδισμα καθώς το θέμα που φαίνεται να απασχολεί περισσότερο τους Αμερικανούς είναι αυτό της οικονομίας, και ειδικότερα του πληθωρισμού και του κόστους ζωής. Όταν καλούνται, δε, να απαντήσουν στο ερώτημα ποιον προεδρικό υποψήφιο εμπιστεύονται περισσότερο για να χειριστεί την αμερικανική οικονομία, οι ψηφοφόροι δίνουν στον Τραμπ ένα προβάδισμα μόλις μίας ποσοστιαίας μονάδας (με 44% έναντι 43%).
Στον τομέα αυτό, η Χάρις μπερδεύτηκε και απώλεσε την ευκαιρία να αποκρούσει αποτελεσματικά τις επιθέσεις του Τραμπ, που συστηματικά τη συσχετίζει με τον Μπάιντεν και την (υποτιθέμενη) αποτυχία του στα ζητήματα πολιτικής που απασχολούν τους απλούς πολίτες, όπως τα προαναφερθέντα.
Ας δούμε τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν τους Αμερικανούς ψηφοφόρους, τα οποία θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό την ψήφο τους στη μια ή την άλλη πλευρά.
Οικονομία
Εάν η οικονομία είναι εύρωστη, οι ψηφοφόροι συγχωρούν άλλα πολλά. Η κατάσταση της οικονομίας επηρεάζει το καθημερινό κόστος της ζωής τους. Παρόλο που πολλά από αυτά που καθορίζουν την τύχη της οικονομίας είναι πέρα από τον έλεγχο ενός προέδρου, αποτελεί σχεδόν πάντα έναν σημαντικό παράγοντα που λαμβάνουν υπόψιν όσοι προσέρχονται στην κάλπη.
Το προηγούμενο διάστημα, οι οικονομικοί δείκτες άρχισαν να υποδηλώνουν ότι η οικονομία των ΗΠΑ μπορεί να οδεύει προς την ύφεση, ωστόσο τα πράγματα φαίνονται τώρα πιο θετικά. Δυστυχώς για την κυβέρνηση Μπάιντεν-Χάρις, οι δημοσκοπήσεις του 2024 έδειχναν ότι περισσότεροι Αμερικανοί θεωρούσαν πως η οικονομία πηγαίνει άσχημα, ακόμη και όταν αυτό δεν συνέβαινε. Άλλες έρευνες, δε, έδειχναν ότι οι απόψεις αυτές βασίζονταν συχνά σε λανθασμένες αντιλήψεις για την κατάσταση της οικονομίας, με περισσότερους από τους μισούς να πιστεύουν ότι η χώρα βρίσκεται σε ύφεση.
Το βασικό σημείο κριτικής ήταν ο πληθωρισμός μέχρι το 2021 και το 2022, ο οποίος έφτασε σε υψηλό 40 ετών. Μέχρι το περασμένο καλοκαίρι ωστόσο, βρισκόταν σε πτωτική πορεία, αλλά οι τιμές εξακολουθούν να μην είναι προσιτές. Απογοητευτικό, μάλιστα, για την κυβέρνηση Μπάιντεν μπορεί να χαρακτηριστεί το γεγονός ότι οι πολίτες έδειχναν να μην είναι αισιόδοξοι από τα μέτρα που τέθηκαν σε εφαρμογή με σκοπό την προώθηση της μακροπρόθεσμης οικονομικής ανάπτυξης.
Χωρίς να παρεκκλίνει πολύ από την οικονομική ατζέντα του Μπάιντεν, η Χάρις παρουσίασε σχέδια που υπό κανονικές συνθήκες θα βρουν απήχηση σε όλο το εκλογικό σώμα, συμπεριλαμβανομένης της διευρυμένης φορολογικής πίστωσης για τα παιδιά και των κινήτρων για την αγορά κατοικίας.
Μετανάστευση
Αν ένα ζήτημα προσδιορίζει την πολιτική ταυτότητα του Ντόναλντ Τραμπ, αυτό είναι το μεταναστευτικό, με τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ να επαναλαμβάνει συνεχώς τον ισχυρισμό του ότι η χώρα έχει χάσει τον έλεγχο των συνόρων της. Στην προεκλογική του εκστρατεία το 2016 υποσχέθηκε να χτίσει τείχος στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού και η κυβέρνησή του εφάρμοσε αμφιλεγόμενα μέτρα για την αποτροπή των διελεύσεων.
Το 2024 οι Ρεπουμπλικάνοι επιτίθονταν συστηματικά στην κυβέρνηση Μπάιντεν-Χάρις επειδή επέτρεψε σε αυτό που αποκαλούσαν «χάος» να επιστρέψει στα νότια σύνορα. Αναφέρονταν επανειλημμένα σε καρτέλ ναρκωτικών, βίαιους εγκληματίες, ακόμη και τρομοκράτες που εκμεταλλεύονται τις «αδύναμες» προσπάθειες επιβολής της νομοθεσίας, ακόμη και όταν η κυβέρνηση Μπάιντεν έλαβε εκτελεστικά μέτρα για τη μείωση του αριθμού των μεταναστών που μπορούσαν να ζητήσουν άσυλο.
Αυτή η τακτική συνεχίστηκε και όταν η Χάρις αντικατέστησε τον Μπάιντεν, καθώς οι Ρεπουμπλικάνοι την είχαν χαρακτηρίσει ως καταστροφική «τσάρο των συνόρων» ήδη από το 2021, όταν τής ανατέθηκε ο συντονισμός με τις χώρες της Κεντρικής Αμερικής για τη μείωση του αριθμού των ανθρώπων που κατευθύνονται προς τις ΗΠΑ.
Αν εκλεγεί, η Χάρις δεσμεύτηκε να επαναφέρει νομοσχέδιο το οποίο προέβλεπε κυρίως τη διευκόλυνση των διαδικασιών απέλασης και την πρόσληψη χιλιάδων συνοριοφρουρών και επιπλέον δικαστών. Επίσης, δεσμεύτηκε να κάνει περισσότερα «για να διασφαλίσουμε τα σύνορά μας, να μειώσουμε τις παράνομες αφίξεις» μεταναστών. Γι’ αυτό, η πρώην εισαγγελέας σκοπεύει να απαγορεύσει στους μετανάστες που φτάνουν παράτυπα στις ΗΠΑ τη δυνατότητα να ζητήσουν άσυλο.
Αναπαραγωγικά δικαιώματα
Από το 1980, στις προεδρικές εκστρατείες οι Ρεπουμπλικάνοι υποψήφιοι διακήρυτταν την αντίθεσή τους στις αμβλώσεις. Αυτή περιελάμβανε τον διορισμό δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο που θα αποφάσιζαν να περιορίσουν την πρόσβαση στον εν λόγω δικαίωμα των γυναικών.
Η στρατηγική αυτή πέτυχε τον στόχο της τον Ιούνιο του 2022, όταν η απόφαση του δικαστηρίου στην υπόθεση Dobbs v Jackson Women’s Health Organization ανέτρεψε την απόφαση Rose v Wade του 1973 που παρείχε συνταγματικό δικαίωμα στην άμβλωση. Μετά την υπόθεση Dobbs, έξι πολιτείες έχουν διεξάγει σχετικές ψηφοφορίες για την πρόσβαση στην άμβλωση και σε όλες τις περιπτώσεις κέρδισε η πλευρά υπέρ της άμβλωσης.
Ο Τραμπ έχει προσπαθήσει να ελαφρύνει τη θέση του -καθώς επιχειρεί να κρατά αποστάσεις από τις σκληρές κρατικές απαγορεύσεις αμβλώσεων- λέγοντας ότι οι σχετικές αποφάσεις πρέπει να ληφθούν από τις πολιτείες, ωστόσο η πλευρά της Χάρις πραγματοποιεί πιο επιθετική εκστρατεία, υπερασπιζόμενη το δικαίωμα των γυναικών.
Αν και αυτό προφανώς δεν αποτελεί προτεραιότητα για όλους, σε αυτούς που ενδιαφέρονται πολύ για την πρόσβαση στις αμβλώσεις περιλαμβάνονται κρίσιμες ομάδες ψηφοφόρων, όπως οι γυναίκες των προαστίων στις swing πολιτείες.
Υπενθυμίζεται πως, το ζήτημα των αμβλώσεων ήταν πιθανότατα το πιο σημαντικό στις ενδιάμεσες εκλογές του 2022, βοηθώντας τους Δημοκρατικούς να μετατρέψουν τους φόβους για ένα «κόκκινο κύμα» (σ.σ. το χρώμα των Ρεπουμπλικανών) σε μία από τις καλύτερες επιδόσεις για το κόμμα του νυν προέδρου εδώ και έναν αιώνα.
Εξωτερική πολιτική
Είναι μια αλήθεια που αναγνωρίζεται (σχεδόν) παγκοσμίως, ότι η εξωτερική πολιτική δεν αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα για τους ψηφοφόρους, αλλά υπάρχουν δύο εν εξελίξει πόλεμοι που διαταράσσουν το πολιτικό τοπίο των ΗΠΑ και μπορεί να επηρεάσουν τους πολίτες στην κάλπη. Οι πρόσφατες διαμαρτυρίες, μάλιστα, σε πανεπιστημιουπόλεις αναφορικά με τη σύγκρουση μεταξύ του Ισραήλ και της Χαμάς έγιναν πρωτοσέλιδο στα Αμερικανικά ΜΜΕ.
Η εκστρατεία της Χάρις εκφράζει την ανησυχία της ότι κάποιες βασικές ομάδες ψηφοφόρων θα αποδοκιμάσουν την πολιτική των Δημοκρατικών, οι οποίοι έχουν υποστηρίξει σθεναρά το Ισραήλ.
Ορισμένες δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι ο Τραμπ προηγείται μεταξύ των Αραβοαμερικανών, για παράδειγμα. Ο αραβοαμερικανικός παράγοντας θα μπορούσε να έχει ιδιαίτερη σημασία στο Μίσιγκαν, το οποίο διαθέτει το υψηλότερο ποσοστό ατόμων με καταγωγή από τη Μέση Ανατολή ή τη Βόρεια Αφρική.
Ένα άλλο ερώτημα είναι αν οι υποστηρικτές των παλαιστινιακών δικαιωμάτων θα μπορούσαν να επιλέξουν την υποψήφια του Πράσινου Κόμματος Lill Sterin ή τον ανεξάρτητο Cornel West. Η Stein συγκεντρώνει πολύ μικρό ποσοστό στις δημοσκοπήσεις -συνήθως γύρω στο 1%- και ο West αποτελεί ακόμη λιγότερο σημαντικό παράγοντα. Αλλά αυτό μπορεί να έχει σημασία σε μια αμφίρροπη αναμέτρηση.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, από την άλλη πλευρά, είχε διχάσει τους Ρεπουμπλικάνους του Κογκρέσου, με ένα πακέτο βοήθειας να καθυστερεί για μήνες λόγω της κωλυσιεργίας των Ρεπουμπλικάνων στη Βουλή. Ο πόλεμος αυτός μπορεί να μην έχει ιδιαίτερη σημασία στην προεκλογική εκστρατεία, αλλά, αν ο Τραμπ επιστρέψει στον Λευκό Οίκο, η Ουκρανία και οι σύμμαχοί της θα είναι ανήσυχοι για τη μείωση της υποστήριξης από τις ΗΠΑ.
Δημοκρατία
Το ζήτημα της δημοκρατίας έχει ξαναβρεθεί στο επίκεντρο εκλογικής αναμέτρησης μόλις το 2022, και αποτελεί πηγή ανησυχίας για τους Δημοκρατικούς και τους Ρεπουμπλικάνους, αν και με διαφορετικούς τρόπους.
Η πλειοψηφία των υποστηρικτών του Τραμπ, λανθασμένα, πιστεύει ότι ο υποψήφιός τους κέρδισε στην πραγματικότητα τις εκλογές του 2020. Αντιθέτως, πολλοί έχουν ακόμη ζωντανές μνήμες από τη χαοτική βία που έλαβε χώρα στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021.
Περίπου τρία 24ωρα πριν την 5η Νοέμβρη, οι New York Times πήραν θέση υπέρ της Κάμαλα Χάρις υποστηρίζοντας με κεντρικό άρθρο ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είναι «ανίκανος να ηγηθεί» και πως παραμένει «απειλή για τη Δημοκρατία».
To άρθρο έφερε τίτλο «Ψηφίστε για να τελειώσει η εποχή του Τραμπ» και ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Ήδη γνωρίζετε τον Ντόναλντ Τραμπ. Είναι ακατάλληλος να ηγηθεί. Παρακολουθήστε τον. Ακούστε αυτούς που τον ξέρουν καλύτερα. Προσπάθησε να ανατρέψει ένα εκλογικό αποτέλεσμα και παραμένει απειλή για την Δημοκρατία. Βοήθησε να ανατραπεί το Roe (σσ. Roe vs Wade, απόφαση υπέρ των αμβλώσεων) με φρικτές συνέπειες. Η διαφθορά και η ανομία του κ. Τραμπ ξεπερνούν τις εκλογές: Είναι ο χαρακτήρας του. Λέει ψέματα χωρίς όριο. Αν επανεκλεγεί, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα δεν θα μπορέσει να τον συγκρατήσει. Ο κ. Τραμπ θα χρησιμοποιήσει την κυβέρνηση για να κυνηγήσει τους αντιπάλους του. Θα προωθήσει μία βάρβαρη πολιτική μαζικών απελάσεων. Θα σπείρει τον όλεθρο στους φτωχούς, τη μεσαία τάξη και τους εργαζόμενους. Μία ακόμη θητεία του θα βλάψει το κλίμα, θα καταστρέψει συμμαχίες και θα ενδυναμώσει τους αυταρχικούς ηγέτες. Οι Αμερικανοί θα έπρεπε να απαιτούν περισσότερα. Ψηφίστε».
Οι swing πολιτείες, οι μαύροι και οι λατίνοι ψηφοφόροι
Τέλος, τα βλέμματα στρέφονται σε ακόμη μια εκλογική αναμέτρηση στις swing πολιτείες. Είναι αυτές που παρουσιάζουν το πιο ευμετάβλητο και ρευστό εκλογικό αποτέλεσμα, αυτές που μέχρις ότου καταμετρηθεί και η τελευταία ψήφος, είναι αμφίρροπο εάν θα βαφούν κόκκινες (Ρεπουμπλικάνοι) ή μπλε (Δημοκρατικοί).
Γενικά αποδεκτός ορισμός για το τι καθιστά μια Πολιτεία ως κρίσιμη, ρευστή, αμφίρροπη και ευμετάβλητη, δηλαδή swing, δεν υπάρχει. Πολύ γενικά, ωστόσο, μπορούμε να τις ορίσουμε έτσι αν πληρούν δύο χαρακτηριστικά:
- Μικρή διαφορά εκτιμώμενης ψήφου.
- Έντονη εναλλαγή νικητών στο πέρασμα του χρόνου.
Σε αυτήν την προεδρική κούρσα, οι κρίσιμες πολιτείες είναι η Αριζόνα, η Φλόριντα, η Τζόρτζια, το Μίσιγκαν, η Νεβάδα, η Βόρεια Καρολίνα, το Ουισκόνσιν και η Πενσυλβάνια. Στις έξι από τα οκτώ -όλες εκτός από τη Φλόριντα και τη Βόρεια Καρολίνα- ο Μπάιντεν κέρδισε τον Τραμπ το 2020, εξασφαλίζοντας προβάδισμα που του επέτρεψε να καθίσει το Οβάλ γραφείο.
Οι swing πολιτείες έχουν σημασία επειδή σχεδόν όλες -με εξαίρεση το Μέιν και τη Νεμπράσκα- χρησιμοποιούν ένα σύστημα «ο νικητής τα παίρνει όλα» για την κατανομή των ψήφων. Ακόμη δηλαδή κι αν ένας υποψήφιος κερδίσει με πολύ μικρή διαφορά -όπως έκανε ο Μπάιντεν στη Τζόρτζια το 2020- 48 από τις 50 πολιτείες θα διαθέσουν όλους τους εκλέκτορες -οι οποίοι με τη σειρά τους είναι αυτοί που θα εκλέξουν τον πρόεδρο- στον υποψήφιο που διαθέτει την πλειοψηφία.
Ως προς αυτό, λοιπόν, καθοριστική μπορεί να είναι η στάση που θα κρατήσουν οι μαύροι άνδρες και οι λατίνοι ψηφοφόροι.
Πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο πρώην πρόεδρος θα μπορούσε να καταγράψει την καλύτερη επίδοση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος μεταξύ των μαύρων ψηφοφόρων εδώ και δεκαετίες. Πιο συγκεκριμένα, μια δημοσκόπηση των New York Times/Siena College αυτόν τον μήνα έδειξε ότι λαμβάνει 15%, ενώ ορισμένες άλλες δημοσκοπήσεις (με μικρότερο δείγμα και μεγαλύτερα περιθώρια σφάλματος) έδειξαν ότι ο αριθμός αυτός είναι ακόμη υψηλότερος, με τη δύναμη του Τραμπ να βρίσκεται ιδίως στους μαύρους άνδρες.
Παραμένει, πάντως, σημαντικό ερώτημα σε τι βαθμό αυτή θα διατηρηθεί. Ορισμένες πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι τα ποσοστά του Τραμπ πέφτουν σε αυτές τις ομάδες ψηφοφόρων και ότι η Χάρις τα πηγαίνει αισθητά καλύτερα με τους μαύρους ψηφοφόρους που είναι πιο πιθανό να ψηφίσουν.
Αλλά, αν ο Τραμπ μπορέσει να αυξήσει το ποσοστό του, θα ωφελούνταν σημαντικά στη Τζόρτζια (το 33% αυτών που έχουν το δικαίωμα να ψηφίσουν είναι μαύροι), τη Βόρεια Καρολίνα (22% μαύροι) και σε άλλες τρεις swing πολιτείες που τουλάχιστον το 9% του πληθυσμού είναι μαύροι: Μίσιγκαν, Νεβάδα και Πενσυλβάνια.
Ο Τραμπ φλερτάρει, πάντως, και με ακόμη μια ιστορική επίδοση που αφορά τους λατίνους ψηφοφόρους. Έχει πλησιάσει το 40% σε ορισμένες δημοσκοπήσεις, με το καλύτερο ποσοστό των Ρεπουμπλικανών τις τελευταίες δεκαετίες να είναι το 37% του Ρόναλντ Ρίγκαν το 1984.
Οι Λατίνοι είναι λιγότεροι στις swing πολιτείες σε σχέση με τους μαύρους ψηφοφόρους, αλλά αποτελούν σχεδόν το 20% του εκλογικού σώματος στην Αριζόνα και τη Τζόρτζια.
Οι Δημοκρατικοί πιστεύουν ότι τα ρατσιστικά και υποτιμητικά σχόλια για το Πουέρτο Ρίκο και τους Λατίνους στη συγκέντρωση του Τραμπ, την Κυριακή, στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης θα μπορούσαν να τους βοηθήσουν με αυτό το δημογραφικό στοιχείο. Σημειωτέον πως, οι άνθρωποι με καταγωγή από το Πουέρτο Ρίκο αποτελούν ένα ιδιαίτερα μεγάλο τμήμα στην Πενσυλβάνια – περίπου το 4% του πληθυσμού. Ωστόσο, σε αυτό το σημείο οι εκτιμήσεις είναι πάντα αβέβαιες.