Άγριες Μέλισσες: Όταν ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος συνάντησε τον Λιαντίνη: Η συγκλονιστική μαρτυρία
Όπως εξομολογείται ο ηθοποιός, το 1998, στα 13 του χρόνια το έσκασε από το σπίτι του στην Πάτρα και πήγε στη Θεολογική Σχολή της Αθήνας, θέλοντας να βρει απαντήσεις σε ερωτήματα που τον προβλημάτιζαν. Εκεί "τον τσάκωσε" ο καθηγητής Λιαντίνης.
- 05 Νοεμβρίου 2019 10:54
Μια συγκλονιστική ιστορία δημοσίευσε ο Δημήτρης Αλικάκος στην ιστοσελίδα που διατηρεί στο Facebook για τον καθηγητή φιλολογίας, Δημήτρη Λιαντίνη, ο οποίος εξαφανίστηκε μυστηριωδώς τον Ιούνιο του 1998, με τη σορό του να εντοπίζεται επτά χρόνια μετά κοντά στην κορυφή Προφήτη Ηλία στον Ταύγετο. Ο γνωστός ηθοποιός Δημήτρης Γκοτσόπουλος, ο οποίος έγινε ευρύτερα γνωστός για την ερμηνεία του ως Λάμπρος στην επιτυχημένη σειρά του ANT1 «Άγριες Μέλισσες» είχε σε ηλικία μόλις 13 ετών μια απρόσμενη συνάντηση με τον καθηγητή Λιαντίνη, η οποία του άλλαξε τη ζωή και τον «μπόλιασε» δύναμη».
Ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος αποκάλυψε τη συνάντησή του αυτή σε ένα σημείωμα που εκδόθηκε στο βιογραφικό βιβλίο «Λιαντίνης – Έζησα έρημος και ισχυρός». Όπως εξομολογείται ο ηθοποιός, το 1998, στα 13 του χρόνια το έσκασε από το σπίτι του στην Πάτρα θέλοντας να βρει απαντήσεις σε ερωτήματα που τον προβλημάτιζαν έντονα την περίοδο εκείνη. Σκεφτόταν να ασχοληθεί με τη θεολογία και σκέφτηκε ότι αν πάει στη Θεολογική Σχολή της Αθήνας, ίσως βρει αυτό που αναζητούσε. Με 4,5 χιλιάδες δραχμές στην τσέπη επιβιβάστηκε στο ΚΤΕΛ, έφτασε στον Κηφισό και από ‘κει πήρε ένα ταξί για να πάει στη Σχολή. Εκεί συνάντησε τυχαία τον Δημήτρη Λιαντίνη, με τον οποίο είχαν μια κουβέντα που έμελλε να χαραχτεί μέσα του.
Ακολουθεί η συγκινητική μαρτυρία του Δημήτρη Γκοτσόπολου:
«Στις 23 Αυγούστου 2011, επικοινώνησε μαζί μου ένα παλικάρι. Μου συστήθηκε ως ηθοποιός και ζήτησε να “πιούμε έναν καφέ”. Δέχθηκα, αλλά η συνάντηση άργησε επτά μήνες. Εξαφανίστηκε. Επικοινώνησε εκ νέου στα μέσα Μαρτίου, και τελικά συναντηθήκαμε στις 25 του ίδιου μήνα.
Σε αυτή τη συνάντηση, μου διηγήθηκε μια ιστορία. Όταν τελείωσε τη διήγηση, μου είπε ότι μπορώ να φιλοξενήσω τη μαρτυρία του, αλλά χωρίς το όνομά του. Γέλασα. Καλό μου παιδί, του είπα, για να πιστέψω πρώτος απ’ όλους εγώ την ιστορία σου, πρέπει να κάτσεις να τη γράψεις και στο τέλος να την υπογράψεις. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει για να με πείσεις ότι το έζησες όλο αυτό. Αρνήθηκε. “Είναι το μυστικό μου”, αντέτεινε. Τότε κράτα το, του είπα.
Στις 17 Ιανουαρίου του 2013, έλαβα το παρακάτω κείμενο. Υπογεγραμμένο.
“Όλα ξεκίνησαν λίγες ημέρες πριν τη Λαμπρή του 1998. Περίπου μία εβδομάδα πριν κλείσουν τα σχολεία για διακοπές. Τότε ο πατέρας μου, μου ανακοίνωσε ότι πήρε δουλειά στον Κάλανο -χωριό μία ώρα έξω από την Πάτρα- να βάψει ένα εκκλησάκι (ήταν ελαιοχρωματιστής, αλλά είχαμε και γίδια) και ότι εγώ και τις δύο εβδομάδες των διακοπών θα έπρεπε να τον βοηθάω από το πρωί μέχρι το βράδυ. Τότε ήμουν 13 ετών και πήγαινα στην Α΄ τάξη του Γυμνασίου, στη γενέτειρά μου την Πάτρα.
Αρκετά αντιδραστικός εκείνη την περίοδο, χωρίς κανένας να μπορεί να καταλάβει τις όποιες ανάγκες και τις αναζητήσεις μου, έπειτα από έναν έντονο καβγά και μερικές άγριες ξυλιές του πατέρα μου, και μέσα σε όλη αυτήν τη συναισθηματική φόρτιση και τη στενοχώρια, αποφάσισα να το σκάσω κρυφά από το σπίτι και να πάω στην Αθήνα αυθημερόν.
Κύριος λόγος ήταν να ρωτήσω για ένα και μόνο πράγμα: εάν τελικά μπορώ και αξίζει να γίνω θεολόγος. Για να μιλήσω με κάποιον ειδικό θεολόγο ή καθηγητή πανεπιστημιακό που θεωρούσα ότι είναι ικανός να με διαφωτίσει σχετικά με το τι είναι Θεός και που είναι αυτός, εάν υπάρχει, ποια είναι η θέση του σχετικά με εμάς και ένα σωρό άλλα θεολογικής φύσεως ζητήματα, σχεδόν παιδικά, τόσο αντιφατικά και τόσο μπερδεμένα από τους δασκάλους και τους παπάδες στο κατηχητικό… Αυτές ήταν οι αναζητήσεις και οι προβληματισμοί μου εκείνη την εποχή.
Αξίζει να αναφέρω ότι λίγο καιρό πριν, στο σχολείο, στην έκθεση με τίτλο το επάγγελμα που θα ακολουθήσω όταν αποφοιτήσω από το Λύκειο, είχα εκτεθεί καθότι η φιλόλογος μη πιστεύοντας ότι αυτή την έκθεση θα μπορούσε να την έγραφε ένας τόσο ζωηρός χαρακτήρας, τη διάβασε μπροστά στην υπόλοιπη τάξη πράγμα που με έφερε σε αρκετά δύσκολη θέση καθώς οι συμμαθητές μου, όπως ήταν φυσικό, αποδοκίμασαν το (αλάνι-πρόεδρο) της τάξης που ήθελε να γίνει και θεολόγος, άκρως αντιφατικό με τον τότε χαρακτήρα μου.
Έτσι λοιπόν -πρέπει να ήταν ημέρα Παρασκευή- όταν πήρα ό,τι χρήματα μου είχαν περισσέψει από τα κάλαντα των Χριστουγέννων περίπου 4,5 χιλ. δραχμές και αντί για το σχολείο κατέβηκα στα ΚΤΕΛ να πάρω το πρώτο λεωφορείο με προορισμό την Αθήνα. Προορισμός μου ήταν το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και συγκεκριμένα το τμήμα της Θεολογίας.
Για την ύπαρξη του Καποδιστριακού γνώριζα ήδη από την Ε’ δημοτικού (συζητήσεις με δασκάλους). Το μόνο που είχα φροντίσει, πριν ταξιδέψω για Αθήνα, ήταν να βρω και να σημειώσω τη διεύθυνση. Ήταν η δεύτερη φορά που πήγαινα στην Αθήνα, η πρώτη ήταν στην Δ’ δημοτικού με εκείνη τη μοναδική βόλτα στην Ακρόπολη, την Πεντέλη και το Αρχαιολογικό Μουσείο.
Με το που φτάνω στον Κηφισό, 10.30 περίπου, μπήκα σ’ ένα ταξί και πήγα στην Ακρόπολη. Το ένιωσα σαν ανάγκη για να σκεφτώ, αλλά και γιατί θυμόμουνα πόσο είχα εντυπωσιαστεί από την πρώτη μου επίσκεψη πριν 3 χρόνια. Κάθισα, δε θυμάμαι πόσο, μα θυμάμαι μια αξέχαστη μοναχική ανάβαση μέσα στον ενθουσιασμό και το φόβο ταυτόχρονα.
Αφού όλα ηρέμησαν και άρχισα να βαριέμαι, κατέβηκα κάτω να πάρω ταξί για να με πάει στο Καποδιστριακό. Θυμάμαι το πόσο έντονα παρακολουθούσα το ταξίμετρο και αγχωνόμουνα αν θα με βγάλουν τα χρήματα για να επιστρέψω το απόγευμα στο σπίτι. Πραγματικά είχα πολύ άγχος. Μετά από αρκετή ώρα φτάσαμε έξω από το πανεπιστήμιο και δυστυχώς τα χρήματα που μου είχανε μείνει, αφότου πλήρωσα και τον ταξιτζή, ήταν σχεδόν όσα χρειαζόμουν για να επιστρέψω στην Πάτρα.
Θυμάμαι ακόμα το άγχος να προσπαθώ να μάθω προς τα πού πέφτει η θεολογική σχολή σε όλο αυτό το μεγάλο αριθμό κτιρίων που αντίκρισα μπροστά μου. Ο πρώτος άνθρωπος που ρώτησα μου είπε «όλο ευθεία μπροστά», αν θυμάμαι καλά. Ο δεύτερος, ή ο τρίτος, χαμογέλασε απορημένος και το πρώτο πράγμα που με ρώτησε ήταν τι ψάχνω ακριβώς. Αφού του απάντησα μονολεκτικά, με ρώτησε αν έχω έρθει με κάποιον ή είμαι μόνος μου.
Κατάλαβα ότι με συμπάθησε από το χαμόγελό του και από το γεγονός ότι κάθισε στα δυο γόνατα για να μου μιλήσει όταν με ρώτησε το όνομά μου. Του είπα ότι με λένε Δημήτρη και μου είπε ότι είμαστε συνονόματοι.
Με ρώτησε γιατί ακριβώς θέλω να πάω στη θεολογική και τότε του εξήγησα ότι σκέφτομαι να σπουδάσω θεολόγος αλλά δεν ξέρω αν είμαι σίγουρος, δεν ξέρω τι μέλλον έχει και αν η χριστιανική θρησκεία φάσκει και αντιφάσκει και διάφορα άλλα παιδικά… μπερδεμένες σκέψεις που με βασάνιζαν τότε, όπως για παράδειγμα αν οι παπάδες που σκοτώνανε το 1821 πηγαίνανε στην κόλαση… Τότε μου είπε πως η γραμματεία της σχολής είχε κλείσει και ότι δεν θα έβρισκα κανέναν αν πήγαινα. Το δεύτερο πράγμα που με ρώτησε ήταν αν οι γονείς μου ξέρουν ότι είχα πάει εκεί μόνος και έπειτα που μένω. Στην απάντησή μου ξαφνιάστηκε.
“Από Πάτρα; Δε φοβήθηκες ωρέ να ‘ρθεις μοναχός;”
Πρέπει να είπε κάτι σχετικό με “καταυλακιώτης” γιατί θυμάμαι ότι δεν είχα ξανακούσει αυτή τη λέξη. Έπειτα με ρώτησε εάν ήθελα να πάμε να πιούμε μια πορτοκαλάδα στο κυλικείο. Και πήγαμε.
Δεν θυμάμαι αν μου το είπε ή αν το φαντάστηκα ότι αυτός ήταν καθηγητής της θεολογικής σχολής και μπορούσα να τον ρωτήσω ό,τι ήθελα. Πάντως κάτι τέτοιο μου είπε γι αυτό και τον ακολούθησα. Όταν καθίσαμε με ρώτησε τι τάξη πάω, τι δουλειά κάνουν οι γονείς μου και κάπου εκεί μου ανέφερε ότι και αυτός είναι από ένα χωριό της Σπάρτης.
Συζητήσαμε το λόγο που θέλω να γίνω θεολόγος για αρκετή ώρα. Το τι απάντησα δεν μπορώ να το θυμάμαι ακριβώς, πάντως ό,τι και να του έλεγα μου έκανε εντύπωση το πόσο προσεχτικά με άκουγε. Του μιλούσα για αρκετή ώρα. Μέχρι που δεν είχα να πω κάτι άλλο και τότε μίλησε αυτός. Και τότε μου είπε ότι είμαι έξυπνος και δυνατός, γι’ αυτό να τον ακούσω σαν άντρας και όχι σαν παιδί δεκατριάχρονο, γιατί επρόκειτο να μου έλεγε ένα μεγάλο μυστικό που είναι για τους μεγάλους αλλά και τους γενναίους.
Μου είπε πως “το μυαλό των ανθρώπων δεν μπορεί να συλλάβει την πραγματική ουσία του Θεού όσο και να ψάξει. Είναι σαν να προσπαθούμε να χωρέσουμε όλη τη θάλασσα μέσα σε μια λακκούβα από χώμα. Είναι αδύνατον να χωρέσει. Είναι σαν να προσπαθήσεις να κοιτάξεις τον ήλιο με γυμνά μάτια. Το μόνο που μπορείς να διακρίνεις είναι το φως του, οι ακτίδες του και τα σημάδια του. Αν θέλεις να βρεις τον Θεό πρέπει πρώτα να μάθεις να βλέπεις τα σημάδια που σου αφήνει και αυτά τα σημάδια είναι διάσπαρτα μέσα στη φύση. Εκεί να ψάχνεις τον Θεό, μέσα στη φύση και μέσα στα μάτια των ανθρώπων και αυτός κάποια στιγμή θα σου μιλήσει”. Αυτά θυμάμαι περίπου.
Όλες αυτές οι προτάσεις έμειναν χαραγμένες στο μυαλό μου. Θυμάμαι, μέσα σε όλα αυτά που μου έλεγε, χρησιμοποίησε τη λέξη “απύθμενα”, λέξη που χρειάστηκε να μου την εξηγήσει καθώς δεν τη γνώριζα.
Ήταν ενθουσιασμένος και χαρούμενος, μου το είπε, μου είπε επίσης να μη φοβάμαι τίποτα και να συνεχίσω να αναζητάω την αλήθεια, να διαβάζω και να μαθαίνω. Κουνούσε τα χέρια του πολύ έντονα, είναι ό,τι θυμάμαι περισσότερο από τη φιγούρα αυτού του ανθρώπου.
Έπειτα μου ζήτησε να με πάει πίσω για να πάρω το λεωφορείο, σχεδόν το απαίτησε. Έτσι και έγινε. Μπήκαμε μέσα στο αυτοκίνητό του, ένα λευκό αυτοκίνητο και με πήγε στον Κηφισό. Στο δρόμο συνέχιζε να με ρωτάει για το χωριό μου και εγώ να του λέω διάφορα… για τα καλοκαίρια που μαζεύουμε ρίγανη στο Χελμό και για τα γίδια του παππού μου και το έθιμο της κουλούρας.
Τον θυμάμαι να γελάει με έντονο τρόπο και εμένα να μη νιώθω κανένα φόβο απέναντί του. Συγκεκριμένα, θυμάμαι να κατεβάζει το παράθυρο για να ανάψει ένα τσιγάρο μέσα στο αυτοκίνητο και τότε του έκανα παρατήρηση… και ξέσπασε σε γέλια. Τρανταχτά γέλια. Σαν παιδί έκανε.
Σε κάποια στιγμή γυρνάει και μου λέει: “Όποιον δρόμο κι αν τραβήξεις, ό,τι δουλειά κι αν κάνεις στη ζωή σου, μην ξεχάσεις ποτέ το χωριό σου, από πού ξεκίνησες, τις ρίζες σου. Αυτές θα σου δίνουνε δύναμη όπως ακριβώς τα δέντρα παίρνουν δύναμη από το χώμα και τις ρίζες τους. Εκεί θα βρίσκεις τις απαντήσεις που ζητάς, αρκεί να τις ζητάς”.
Όταν φτάσαμε στα ΚΤΕΛ, πήγαμε στα εκδοτήρια και μου αγόρασε αυτός το εισιτήριο της επιστροφής καθώς και κάτι για να πιώ. Δε με άφησε να πληρώσω για τίποτα. Με πήγε μέχρι το λεωφορείο, έσκυψε, μου έπιασε και τα δύο χέρια και μου είπε:
“Δημητράκη μου, να πας στο καλό και να μη φοβάσαι τίποτα”.
Ύστερα μου έπιασε τρυφερά το κεφάλι και μου το φίλησε. Μετά μπήκα στο λεωφορείο. Τότε κάτι πήγε και είπε στον οδηγό -δεν άκουσα τι- υποθέτω να με προσέχει. Το θυμάμαι καλά αυτό, γιατί ο οδηγός με παρακολουθούσε συνεχώς από τον καθρέπτη του λεωφορείου μέχρι να φτάσουμε στην Πάτρα.
Όλα όσα σας περιέγραψα έγιναν το 1998. Από τότε δεν τον ξαναείδα, μα η φιγούρα του και η φωνή του είχαν χαραχτεί έντονα στο μυαλό μου. Δεν ήξερα ούτε ποιος ήτανε ούτε τι έκανε. Για χρόνια τον είχα στο μυαλό μου σαν έναν καθηγητή της θεολογίας. Αυτό και τίποτα άλλο. Σχεδόν η μορφή του είχε αρχίσει να γίνεται ακαθόριστη περνώντας τα χρόνια, μέχρι που το καλοκαίρι του 2005, μετά ακριβώς από την εξεταστική μου, βρίσκομαι στο νησί της Ιθάκης για δουλειά. Είμαι 20 χρονών και δουλεύω στο εστιατόριο Καλυψώ. Εκεί γνώρισα ένα φιλόλογο που τα καλοκαίρια δούλευε στο νησί του σαν σερβιτόρος. Ένα βράδυ καθώς συζητούσαμε μετά τη δουλειά περί ανέμων και υδάτων, πράγμα το οποίο συνηθίζαμε, χρησιμοποίησα τη λέξη “απύθμενα”. Με κοίταξε περίεργα και με αφορμή αυτό του είπα την ιστορία της λέξης. Δηλαδή πώς την έμαθα.
Όσο κι αν ακούγεται απίστευτο, εκείνη τη στιγμή άρχισε και αυτός να μου μιλάει για έναν καθηγητή που τον είχε στον Πανεπιστήμιο, είχε χαθεί για χρόνια, και εκείνες τις ημέρες τον βρήκαν στον Ταΰγετο…
Στην αρχή δεν έδωσα σημασία μέχρι που άρχισε να μου διηγείται λεπτομέρειες. Τότε έκανα μία τρελή σκέψη, μα την απέρριψα κατευθείαν. Είναι αδύνατον, είπα. Όμως μετά από 2-3 μέρες είδα τη φωτογραφία του! Ο φίλος μου ο φιλόλογος είχε το βιβλίο Γκέμμα και “ο καθηγητής θεολογίας” ήταν φωτογραφία στο πίσω μέρος του βιβλίου! Τον αναγνώρισα αμέσως, ήμουν σίγουρος πια. Το θέμα παιζόταν στα κανάλια και έβλεπα το πρόσωπό του, δεν είχα καμία αμφιβολία. Σε ποιον όμως να έλεγα και τι… Είπα αυτό θα είναι το δικό μου μυστικό.
Η αλήθεια είναι κ. Αλικάκο ότι θυμάμαι την ιστορία και σχεδόν βουρκώνω. Τι να σας εξηγήσω και από πού να το πιάσω. Η γνωριμία μου με αυτόν τον άνθρωπο από τότε έχει στιγματίσει και έχει καθορίσει τη ζωή μου. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, μα κυρίως γιατί ένιωσα για πρώτη φορά από έναν άγνωστο άνθρωπο την πιο ισχυρή επιβεβαίωση που θα μπορούσε ποτέ να νιώσει ένα παιδί σ’ αυτήν την ηλικία, πράγμα που με βοήθησε τότε να πατήσω… αν καταλαβαίνετε τι εννοώ…
Στη συνέχεια αγόρασα όλα τα βιβλία του. Αυτά μου ανοίξανε και μου έδειξαν άλλους κόσμους. Ο ίδιος, μέσα από το έργο του, μου μιλάει κάθε φορά που το μελετάω, όπως μου μίλησε τότε εκείνη την ημέρα στην Αθήνα.
Σας βεβαιώνω ότι αν ασχολούμαι με το θέατρο και τον πολιτισμό το οφείλω σε αυτόν. Σας βεβαιώνω ότι αν ασχολούμαι με τη φιλοσοφία επίσης το οφείλω σε αυτόν.
Ο πατέρας μου πέθανε πριν 3 χρόνια από ανακοπή καρδιάς σε ηλικία 57 ετών. Αν στάθηκα στα πόδια μου και στήριξα την οικογένεια μου, τη μάνα μου και τις 4 αδερφές μου, το οφείλω σε μία αίσθηση μη φόβου που είχε μπολιαστεί μέσα μου από τότε.
Αν οι 2 μικρότερες μου αδερφές σπουδάζουν στο πανεπιστήμιο παιδαγωγική και κοινωνική επιστήμη είναι γιατί η συμβουλή μου ήταν εμπνευσμένη από έναν άνθρωπο που το μόνο που ήθελε είναι να τον φωνάζουνε δάσκαλο.
Με εκτίμηση
Δημήτρης Γκοτσόπουλος“»