Αικ. Παπανικολάου: Η αιτιολογία της άρσης απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας
Στο ζήτημα της αιτιολογίας των άρσεων του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας εστιάζει η δικηγόρος Αικατερίνα Παπανικολάου, μέλος στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών.
- 03 Δεκεμβρίου 2022 07:40
Στο σχέδιο νόμου περί διαδικασίας άρσης του απορρήτου που οδεύει ήδη προς ψήφιση ενώπιον του Κοινοβουλίου επιχειρείται καταρχάς, η επικαιροποίηση του υφιστάμενου κανονιστικού πλαισίου, το οποίο χρονολογείται από το μακρινό πλέον και αποκλειστικά αναλογικό 1994.
Τα ζητήματα που ανέδειξε η παρατεταμένη θεσμική κρίση των τελευταίων μηνών, η οποία πάντως εξακολουθεί να δοκιμάζει τις αντοχές του πολιτικού συστήματος υπό τησχεδόν ομόθυμη κριτική των νομομαθών του πεδίου, υπήρξε ο επιταχυντής μιας εξέλιξης που είχε αναμφισβήτητα αργήσει πολύ και άπτεται ευθέως της προστασίας του δικαιώματος στο νέο ψηφιακό κόσμο.
Αντί άλλων σημειακών επισημάνσεων επί των προτεινόμενων ρυθμίσεων, στις λίγες σκέψεις που ακολουθούν, θα εστιάσουμε στο ζήτημα της αιτιολογίας των άρσεων για λόγους εθνικής ασφάλειας. Η διατήρηση της ήδη ισχύουσας προνομιακής εξαιρετικότητας και η επιβολή του περιοριστικού μέτρου, χωρίς μνεία των λόγων που καθιστούν αναπότρεπτη την κάμψη του απολύτως απαραβίαστου – κατά τον συνταγματικό κανόνα – χαρακτήρα του δικαιώματος, εξακολουθεί να αποτελεί δικαιοκρατική ρωγμή.
Είναι γεγονός ότι η αιτιολογία ως ταυτοτικό στοιχείο και ποιοτικό μέτρο του κράτους δικαίου συναιρεί όλα τα επιμέρους χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν το αξιακό σύστημα του δημοκρατικού φιλελευθερισμού. Αυτό σημαίνει ότι η απουσία ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας επί του σώματος της εισαγγελικής διάταξης καταργεί τις καταστατικές εγγυήσεις που επιτρέπουν την in concreto αποτύπωση του τρόπου εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας.
Είναι κοινός τόπος ότι η αρμόδια κατά το Σύνταγμα εισαγγελική αρχή σταθμίζοντας μεταξύ του συλλογικού εννόμου αγαθού της εθνικής ασφάλειας και του επικοινωνιακού απορρήτου ως ατομικού δικαιώματος, ενίοτε καλείται να ισορροπήσει επί οριακών σημείων. Ο συλλογισμός αυτός ωστόσο, δε θα αποτυπώνεται ούτε υπό το προτεινόμενο σχέδιο νόμου, στο σώμα της εισαγγελικής διάταξης, με αποτέλεσμα τελικώς η αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών που καθιστούν επιβεβλημένη τη λήψη του επαχθούς μέτρου να παραμένει κρυπτικά απούσα.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ενώ καταρχάς, αναγνωρίζει απερίφραστα στα ζητήματα εθνικής ασφάλειας, ευρεία διακριτική ευχέρεια υπέρ των εθνικών έννομων τάξεων, εντούτοις παραμένει ανυποχώρητο ως προς την ανάγκη πρόβλεψης επαρκών διαδικαστικών εγγυήσεων. Εδώ συγκαταλέγεται και η υποχρέωση αξιολόγησης του περιοριστικού μέτρου από ανεξάρτητη ή δικαστική αρχή. Προκειμένου ωστόσο, η ανεξάρτητη ή δικαστική αρχή να διενεργήσει κατά τρόπο απροσχημάτιστο τον έλεγχό της, προϋποτίθεται αυτονοήτως η δυνατότητα πρόσβασής τους στο περιεχόμενο της αιτιολογίας. Όσο δε διασφαλίζονται οι προϋποθέσεις ενός τέτοιου ελέγχου, ευλόγως καταλείπεται πεδίο ιδιαιτέρως ευνοϊκό για δικαστική επικύρωση αυθαίρετων – έως και καταχρηστικών – αιτημάτων, τα οποία καθόλου δεν αποκλείεται να υποβάλλονται από τα καθ’ ύλην αρμόδια όργανα της εκτελεστικής εξουσίας.
Σε μια προσπάθεια μετριασμού του ελλείματος, το εν εξελίξει σχέδιο νόμου προβλέπει ότι στο αίτημα της επισπεύδουσας υπηρεσίας περιλαμβάνεται υποχρεωτικά μνεία τόσο των λόγων που στοιχειοθετούν κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, όσο και της αναγκαιότητας που υπαγορεύει την επίμαχη άρση. Η επιλογή αυτή ωστόσο, του νομοθέτη μετακυλύει πρακτικά την υποχρέωση επίκλησης στοιχείων που συγκροτούν αιτιακά την ανάγκη άρσης του απορρήτου από την κατά το Σύνταγμα υπόχρεη δικαστική αρχή στην αιτούσα διοικητική υπηρεσία. Πρόκειται όμως, για κατανομή που δεν εναρμονίζεται με τη συνταγματική τάξη, κατά την οποία η υποχρέωση αυτή εναπόκειται στη δικαστική αρχή. Και τούτο διότι, η υποχρέωση αιτιολογίας κατ’ εξοχήν, προϋποθέτει εξειδικευμένη νομική κρίση, στο πλαίσιο της οποίας σταθμίζονται με όρους αναλογικότητας, η αναγκαιότητα, η καταλληλότητα και η προσφορότητα του μέτρου. Ακόμη λοιπόν και αν τα προαναφερόμενα στοιχεία περιλαμβάνονται στο φάκελο υποβολής του αιτήματος, αυτό δε θα έπρεπε να λειτουργεί απαλλακτικά ως προς την υποχρέωση συγκεκριμένης αιτιολόγησης της εισαγγελικής κρίσης που τελικώς αποφαίνεται επί του περιορισμού.
Πολλώ δε μάλλον που η στρεβλή πρακτική, όπως επικράτησε στις τρέχουσες υποθέσεις παρακολουθήσεων σε βάρος πολιτικού – ευρωβουλευτή και δημοσιογράφου, απέκλεισε την πρόσβαση στα στοιχεία του φακέλου τόσο για την ΑΔΑΕ ως συνταγματικά κατοχυρωμένης ανεξάρτητης αρχής, όσο και για τις κοινοβουλευτικές επιτροπές. Στην πράξη, είναι εμφανές πάντως ότι η πείσμονα αποσιώπηση των στοιχείων της αιτιολογίας ισοδυναμεί με αναίρεση κάθε έννοιας λογοδοσίας, ενώ στεγανοποιεί ένα από τα πλέον κρίσιμα πεδία άσκησης της κρατικής κυριαρχίας.
Ευκταία συνεπώς, ενόψει της επικείμενης νομοθέτησης η εγρήγορση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας προκειμένου να αποτραπεί η διατήρηση μιας παράλειψης που θα λειτουργεί πάντα ως ο καλύτερος αγωγός διακινδύνευσης του δικαιώματος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι «στα χρόνια τα δικά μας, τα σακάτικα», η ψήφιση της διάταξης ως προτείνεται σήμερα, θα συμβάλλει καθοριστικά στην εμβάθυνση μιας παθογένειας που έχει ήδη σωρεύσει σημαντικά αδιέξοδα στην εγχώρια ιστορία των θεσμών.
*Η Δρ. Αικατερίνα Παπανικολάου είναι δικηγόρος, μέλος στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών. Ήταν ομιλήτρια στο συνέδριο «Υποκλοπές και Απόρρητο: Θεσμικό Πλαίσιο και Προτάσεις Πολιτικής» που διοργάνωσε την Πέμπτη (1/12) το Eteron – Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή.
Είναι αυτονόητο ότι οι απόψεις που διατυπώνονται στο παρόν κείμενο απηχούν προσωπικές επιστημονικές θέσεις της γράφουσας.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις