Αναζητώντας τον Ιησού της Ιστορίας
Διαβάζεται σε 17'Μια επιστολή-απάντηση για το Explainer Podcast που αφορούσε την ιστορικότητα του Ιησού.
- 19 Απριλίου 2023 11:29
Με αφορμή το επεισόδιο του Explainer για την ιστορικότητα του Ιησού, ο αναγνώστης Κωνσταντίνος Παπάζογλου έστειλε την παρακάτω επιστολή που έχει τη δική του έρευνα και ερμηνεία πάνω στο ερώτημα αν ήταν ιστορικό πρόσωπο ο Ιησούς ή όχι.
Ο κ. Παπάζογλου έχει παρακολουθήσει χρόνια το debate περί ύπαρξης ή όχι του Ιησού και θέλει να καταθέσει τα δικά του στοιχεία προσφέροντας με τον δικό του τρόπο στην κουβέντα που άνοιξε το Explainer.
“Ο Ιησούς αποτελεί ένα πρόσωπο που έχει επηρεάσει όσο ίσως κανένα άλλο την ανθρωπότητα τα τελευταία 2000 χρόνια. Είτε πιστεύεις, είτε όχι, δεν μπορείς παρά να αναγνωρίσεις την επιρροή του Χριστιανισμού στον κόσμο μας, από το πιο απλό της διαίρεσης των χρονολογιών σε π.Χ και μ.Χ, έως και το ότι 2.5 δισεκατομμύρια άνθρωποι, ήτοι το 30% του πληθυσμού της γης, τον ακολουθεί, αναγνωρίζοντας τον ως Κύριο και Σωτήρα.
Προκύπτουν όμως κάποια ερωτήματα:
1. Υπήρξε ο Ιησούς ως ιστορικό πρόσωπο;
2. Αν ναι, τί ξέρουμε για εκείνον; Είναι αξιόπιστα τα Ευαγγέλια που περιγράφουν τη ζωή του;
3. Αναστήθηκε; Ποιά είναι τα στοιχεία που τεκμηριώνουν την Ανάστασή του;
4. Και τελικά αν όλα τα παραπάνω ισχύουν, γιατί δεν πιστεύουν όλοι;
Ας τα πάρουμε με τη σειρά.
1. Η ιστορική ύπαρξη του Ιησού είναι (σχεδόν) βέβαιη
Και λέμε σχεδόν γιατί σε ότι αφορά την Ιστορία δεν μπορεί να υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα. Σε αντίθεση με τις θετικές επιστήμες, όπου ένα φαινόμενο μπορεί να αποδειχθεί (πολλάκις) μέσω της τεκμηρίωσης και της επανάληψης, στην Ιστορία τα γεγονότα συμβαίνουν μία μόνο φορά και στη συνέχεια ο Ιστορικός καλείται μέσω της ανάλυσης των γεγονότων, των μαρτυριών και όσων έχουν καταγραφεί να πιστοποιήσει τι είναι το πιθανότερο να συνέβει.
Με βάση αυτήν την προσέγγιση, η Ιστορικότητα του Ιησού μπορεί πράγματι να θεωρηθεί δεδομένη, με αρκετές πληροφορίες μάλιστα για τη ζωή του να έχουν καταγραφεί σε εξωβιβλικές μαρτυρίες1 Για παράδειγμα γνωρίζουμε ότι ο Ιησούς είχε ένα τουλάχιστον αδερφό τον Ιάκωβο (όπως γράφει ο Ιουδαίος συγγραφέας Φλάβιος Ιωσηπός τον 1ο αιώνα μ.Χ), ότι ζούσε στην περιοχή της Παλαιστίνης (σύμφωνα με το συγγραφέα Λουκιανό του 2ου αιώνα μ.Χ), ότι είχε τη φήμη ότι ήταν σοφός και ηθικός άνθρωπος (σύμφωνα με επιστολή του 2ου αιώνα μ.Χ του στωικού Μαρά Βαρ Σεραπίων που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο), ότι βαπτίστηκε από τον Ιωάννη το Βαπτιστή (Φλάβιος Ιώσηπος), ότι έκανε θαύματα, ότι είχε μαθητές και ότι πέθανε κατόπιν απόφασης του Πόντιου Πιλάτου (σύμφωνα με το Ταλμούδ, την Εβραϊκή Βίβλο – Sanhendrin 49a) με σταυρικό θάνατο (σύμφωνα με το Ρωμαίο συγγραφέα Τάκιτο του 2ου αιώνα μ.Χ), ότι η διδασκαλία του εξαπλώθηκε μετά το θάνατό του (σύμφωνα με τον επίσης Ρωμαίο συγγραφέα Σουετόνιο του 2ου αιώνα μ.Χ), ότι λατρευόταν ως θεός (σύμφωνα με επιστολή του Ρωμαίου δικηγόρου Πλίνι του νεώτερου το 2ο αιώνα μ.Χ) και ότι τον αποκαλούσαν «Βασιλιά» (Μαρά Βαρ Σεραπίων).
Ας σημειωθεί ότι όλα τα παραπάνω στοιχεία, τα οποία επιβεβαιώνουν ουσιαστικά τα όσα ήδη γνωρίζουμε από τα Ευαγγέλια, προέρχονται από ιστορικές πηγές που ήταν ως επί το πλείστον εχθρικές στο Χριστιανισμό. Άρα οι συγγραφείς δεν είχαν κάποιο κίνητρο να επιβεβαιώσουν ούτε την ύπαρξη του Ιησού, ούτε ακόμα περισσότερο το περιεχόμενο των κηρυγμάτων και της ζωής του.
Αυτά ακριβώς τα στοιχεία έχουν οδηγήσει επιφανεις ακαδημαϊκούς όπως ο Γερμανός καθηγητής Ludemann (σημ: στον οποίο αναφέρθηκε ο κ. Παπαγεωργίου στο podcast) να δηλώσουν ότι θεωρούν την ύπαρξη του Ιησού και τη σταύρωσή του ως αδιαμφισβήτητα γεγονότα2, ενώ και ο (άθεος) συγγραφέας Bart Ehrman, τα βιβλία του οποίοι έχουν πουλήσει 2 εκατoμμύρια αντίτυπα αμφισβητώντας τη Θεότητα του Ιησού, παραδέχεται ότι είναι ανόητο να υποστηρίζει κάποιος ότι ο Ιησούς δεν υπήρξε, με δεδομένη την πληθώρα των ιστορικών αναφορών που υπάρχουν για εκείνον3.
Ακόμα και ο πιο γνωστός ίσως άθεος συγγραφέας της γενιά μας, ο Richard Dawkins έχει πρόσφατα παραδεχτεί ότι ο Ιησούς υπήρξε ιστορικό πρόσωπο4, ενώ και οι μεγαλύτερες μονοθεϊστικές θρησκείες, το Ισλάμ και ο Ιουδαϊσμός, αποδέχονται και αυτές με τη σειρά τους την ιστορική ύπαρξη του Ιησού.
Και αν τα στοιχεία για την Ιστορικότητα του Ιησού είναι τόσο συντριπτικά, γιατί κάποιοι ακόμα και τώρα την αμφισβητούν;
Πάντα θα υπάρχουν κάποιοι που θα αρνούνται ιστορικά και επιστημονικά στοιχεία, και θα προβάλλουν αντ’ αυτών, εναλλακτικές θεωρίες για το οτιδήποτε. Από το ότι η γη είναι επίπεδη και ότι δεν πήγαμε στο φεγγάρι, μέχρι την άρνηση του Ολοκαυτώματος. Άρα δεν θα πρέπει να μας εκπλήσει ότι και για αυτό το θέμα της Ιστορικότητας του Ιησού, υπάρχουν διαφορετικές απόψεις.
Ας κρατήσουμε όμως κάτι.
Το 2019 ο John Dickson, επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, έθεσε την πρόκληση να βρεθεί έστω και ένας τακτικός Καθηγητής της Αρχαίας Ιστορίας, της Καινής Διαθήκης ή των Κλασσικών Συγγραφέων (δηλαδή ειδικοτήτων σχετικών με το θέμα) που να διδάσκει σε οποιοδήποτε κανονικό πανεπιστήμιο, οπουδήποτε στον κόσμο, που να υποστηρίζει ότι Ιησούς δεν υπήρξε ποτέ.
Τέσσερα χρόνια μετά, η πρόκληση του καθηγητή Dickson παραμένει αναπάντητη5.
Κάτι μας λέει και αυτό.
Αν λοιπόν κατά γενική ομολογία είναι αποδεκτό ότι ο Ιησούς ως ιστορικό πρόσωπο υπήρξε, από πού μπορούμε να μάθουμε περισσότερα για τη ζωή και το έργο του; Είναι η Καινή Διαθήκη μία αξιόπιστη πηγή πληροφόρησης και ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που συνηγορούν προς αυτή την κατεύθυνση;
Συνοπτικά 4 είναι εκείνα τα στοιχεία που ενισχύουν την αξιοπιστία της Καινής Διαθήκης:
1.Τα ευαγγέλια γράφτηκαν μέσα στην πρώτη γενιά από τα γεγονότα που εξιστορούν
Ακόμα και συντηρητικοί επιστήμονες τοποθετούν τη συγγραφή των πρώτων επιστολών του Απ. Παύλου το 45-50 μ.Χ. και του Κατά Μάρκον Ευαγγελίου το 60-70 μ.Χ6. Δηλαδή μέσα στα πρώτα 15-30 χρόνια από το θάνατο του Ιησού που έλαβε χώρα το 30-33 μ.Χ, κυκλοφορούσε και γραπτώς η ιστορία της ζωής και της Ανάστασης του. Και μάλιστα αυτή η ιστορία βρήκε πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης και διάδοσης σε περιοχές όπου ήταν ακόμα εν ζωή πολλοί μάρτυρες των γεγονότων (π.χ. στην Ιερουσαλήμ), αρκετοί από τους οποίους θα είχαν κάθε λόγο να διαψεύσουν τα γεγονότα των Ευαγγελίων αν αυτά δεν ήταν ακριβή (π.χ. οι Ιουδαίοι). Με δεδομένη μάλιστα τη συγγραφή της Καινής Διαθήκης τόσο κοντά στα γεγονότα που εξιστορεί, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης A.N. Shermin-White έχει γράψει «ότι θα ήταν χωρίς προηγούμενο στην Ιστορία, αν μυθικά ή ψεύτικα στοιχεία είχαν εισχωρήσει μέσα στα Ευαγγέλια7».
2. Ο αριθμός των αρχαίων αντιγράφων της Καινής Διαθήκης είναι εντυπωσιακά μεγάλος
Υπάρχουν ~5.700 αρχαία αντίγραφα της Καινής Διαθήκης στα Ελληνικά μόνο. Αν προσθέσουμε τα αντίγραφα της Καινής Διαθήκης στη Συριακή, Λατινική, Κοπτική και Αραμαϊκή γλώσσα, τότε το σύνολο των αντιγράφων ξεπερνά τις 24.000. Ταυτόχρονα, έχει βρεθεί αρχαίος πάπυρος (εκτίθεται στην Αγγλία), με αποσπάσματα του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, ο οποίος χρονολογείται μόλις 30 χρόνια από τη συγγραφή του κειμένου. Για τη σύγκριση, το αμέσως επόμενο ιστορικό σύγγραμα για το οποίο έχουμε πληθώρα αντιγράφων είναι η Ιλιάδα του Ομήρου8 με 643 αντίγραφα (έναντι 24.000 της Καινής Διαθήκης) το πιο «πρόσφατο» εκ των οποίων χρονολογείται 500 χρόνια μετά τη γέννηση του Ομήρου, ενώ η πρώτη ιστορική καταγραφή για το Μέγα Αλέξανδρο έγινε από τον Αρριανό 450 χρόνια μετά τη γέννησή του Μακεδόνα Στρατηλάρχη. Κατά συνέπεια, σε σύγκριση με τα Αρχαία κείμενα και τα πρόσωπα τα οποία θεωρούμε ως «ιστορικά», η Καινή Διαθήκη και τα Ευαγγέλια είναι και πιο καλά τεκμηριωμένα (αφού επιβεβαιώνονται από περισσότερα αντίτυπα) και πιο ακριβή (αφού έχουν γραφτεί ελάχιστα μόλις χρόνια μετά τα γεγονότα).
3. Η αξιοπιστία των Ευαγγελίων έχει επιβεβαιωθεί διαχρονικά μέσα και από αρχαιολογικές ανασκαφές
Ο Απόστολος Λουκάς είναι ο συγγραφέας τόσο του ομώνυμου Ευαγγελίου όσο και των Πράξεων των Αποστόλων. Και τα 2 κείμενα περιέχουν πάρα πολλές πληροφορίες (τοπωνύμια, ήθη και έθιμα, γεωγραφικοί προσδιορισμοί κτλ) οι οποίες αν και «περιττές» εφόσον δεν απαιτούνται για την εξιστόρηση των γεγονότων, εντούτοις έχουν προστεθεί από το Λουκά επειδή ακριβώς ήθελε ο ίδιος, εν είδει Ιστορικού, να τονίσει την ακρίβεια όσων παραθέτει τοποθετώντας τόσο στο χρόνο όσο και στον τόπο όλα τα γεγονότα που περιγράφει. Π.χ. όταν ο Λουκάς γράφει ότι η Κύπρος είχε «Ανθύπατο», ή ότι στη Θεσσαλονίκη οι άρχοντες λέγονταν «Πολιτάρχες» ή στην Ασία «Ασιάρχες» το κάνει θέλοντας να δώσει ακόμα μεγαλύτερη αξιοπιστία στα λεγόμενά του, αποδεχόμενος να εκτεθεί τόσο αυτός όσο και το έργο του στην έρευνα του Ιστορικού της γενιάς του αλλά και του μέλλοντος. Αρχαιολογικές ανακαλύψεις έχουν διαψεύσει κατά καιρούς όσους αμφισβήτησαν την ιστορικότητα του έργου του Λουκά π.χ. η ανακάλυψη το 1835 μίας αψίδας επιβεβαίωσε μέσω σχετικής επιγραφής την ύπαρξη των Πολιταρχών στη Θεσσαλονίκη, ένα γεγονός που είχε αμφισβητηθεί έντονα στο παρελθόν από ιστορικούς και αναλυτές9. Ενώ και πρόσφατες ανασκαφές έχουν επιβεβαιώσει ποικίλες αναφορές των Ευαγγελίων όπως – μεταξύ άλλων – για την Κολυμπήθρα του Σιλωάμ10 αλλά και για την πόλη της Ναζαρέτ, για την οποία υπήρχε αρχικώς η – τελικά λανθασμένη – άποψη ότι είχε ιδρυθεί μετά την εποχή του Ιησού, και άρα η αναφορά στα Ευαγγέλια ήταν ανακριβής11.
4. Τα Ευαγγέλια περιγράφουν με ειλικρίνεια τα γεγονότα χωρίς να αφαιρούν δυσάρεστα ή αμήχανα περιστατικά
Αν τα Ευαγγέλια είχαν παραχαρακτεί τότε δεν θα περιείχαν κάποια περιστατικά τα οποία σκιαγραφούν με μελανά χρώματα κάποιους από τους πρωταγωνιστές της Χριστιανικής ιστορίας. Για παράδειγμα, γιατί κάποιος να προσθέσει στα Ευαγγέλια την άρνηση του Πέτρου για το Χριστό ή την εγκατάλειψη του Ιησού από τους μαθητές του την πιο κρίσιμη ώρα της δίκης και σταύρωσής του, αν ήθελε να κατασκευάσει μία ψεύτικη ιστορία. Ή ποιος θα ‘έβαζε’ τις γυναίκες να βρουν εκείνες πρώτες τον άδειο τάφο του Χριστού αν ήθελε να κατασκευάσει το γεγονός και να περιβαλλει με αξιοπιστία τη μαρτυρία τους; Ας θυμηθούμε ότι την εποχή εκείνη η γυναικεία μαρτυρία θεωρούνταν περιορισμένης βαρύτητας τόσο σε επίπεδο νομικό (π.χ στα δικαστήρια), όσο και σε επίπεδο κοινωνικό. Άρα θα «βόλευε» πολύ περισσότερο να βρει τον άδειο τάφο ο (μετανιωμένος) Πέτρος ή ο αγαπημένος μαθητής Ιωάννης. Και όμως δεν λένε κάτι τέτοιο τα Ευαγγέλια, γιατί απλά δε συνέβη.
Ή ποιός θα έβαζε στα Ευαγγέλια την ιστορία ότι ούτε καν τα αδέρφια του Ιησού δεν πίστευαν στη διδασκαλία του και ότι δεν τον έθαψε τελικά η οικογένειά του, αλλά άφησαν έναν τρίτο να το κάνει; Συνεπώς, με το να συμπεριλάβουν τέτοιες «μη βολικές» λεπτομέρειες, αποδεικνύεται ότι οι συγγραφείς των Ευαγγελίων δεν στόχευαν στο να γράψουν όμορφες και καλοφτιαγμένες ιστορίες, αλλά αντίθετα στο να παρουσιάσουν τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά συνέβησαν.
Και τώρα ας μιλήσουμε για την Ανάσταση.
Αν πράγματι η αυθεντικότητα της Καινής Διαθήκης τεκμηριώνεται ιστορικά, ποια επιπρόσθετα στοιχεία συνηγορούν στην ιστορικότητα της Ανάστασης του Ιησού από τους νεκρούς; Μπορείς κάποιος ιστορικά να πιστεύει στην Ανάσταση;
Υπάρχουν 4 ιστορικά στοιχεία τα οποία οφείλουν να εξηγηθούν πλήρως, αν κάποιος θέλει να διαψεύσει την Ιστορικότητα της Ανάστασης του Ιησού. Και τα 4 παρακάτω στοιχεία είναι αποδεκτά από την πλειοψηφία των ακαδημαϊκών που ασχολούνται με το θέμα, ανεξάρτητα από τα θρησκευτικά τους πιστεύω12.
a. Ο Ιησούς ετάφη από μέλος του Ιουδαϊκού Συμβουλίου: το στοιχείο αυτό είναι αποδεκτό από τους περισσότερους ιστορικούς, ενώ και ο John Α.Τ. Robinson, καθηγητής του Cambridge, έχει γράψει ότι η ταφή του Ιησού είναι «από τα πιο έγκυρα στοιχεία που έχουμε για τη ζωή του13». Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στα Ευαγγέλια εξιστορείται η ταφή του Ιησού με πολλές αλλά και ασυνήθιστες λεπτομέρειες, όπως π.χ η οργάνωση της ταφής από τον Ιωσήφ της Αριμαθαίας που ήταν μέλος του Ιουδαϊκού Συμβουλίου (Sanhedrin). Αν πράγματι ήθελε κάποιος να «κατασκευάσει» την ιστορία της ταφής του Ιησού, είναι μάλλον σίγουρο ότι δεν θα ενέπλεκε σε αυτήν έναν Ιουδαίο, πόσω μάλλον έναν Ιουδαίο που ήταν μέλος του ίδιου του Συμβουλίου που καταδίκασε τον Ιησού σε θάνατο. Αν αυτή η ιστορία ήταν ψεύτικη, θα ήταν πολύ εύκολο να διαψευστεί άμεσα.
b. Ο τάφος του Ιησού βρέθηκε άδειος: το στοιχείο αυτό είναι και πάλι αποδεκτό από τους περισσότερους ιστορικούς αφού αναφέρεται στο – κατά πολλούς – παλαιότερο χωρίο της Καινής Διαθήκης (στην Α’ Επιστολή προς Κορινθίους, Κεφάλαιο 15) και το οποίο βασίζεται σε ιστορικό υλικό λίγων μόνο ετών μετά το γεγονός. Ταυτόχρονα, με δεδομένο ότι η τοποθεσία του τάφου ήταν γνωστή, αν ο τάφος δεν ήταν πράγματι άδειος τότε οι Ιουδαϊκές αρχές δεν είχαν παρά να δείξουν το άψυχο σώμα του Ιησού μέσα στον τάφο για να αποδείξουν ότι η Ανάσταση δεν έγινε ποτέ. Αντίθετα, όπως γνωρίζουμε ακόμα και οι ίδιοι οι Ιουδαίοι της εποχής παραδέχτηκαν ότι ο τάφος ήταν άδειος, κατηγορώντας όμως τους μαθητές του Ιησού για την κλοπή του σώματός του.
c. Υπήρξαν μαρτυρίες για εμφανίσεις του Ιησού μετά το θάνατό του: το στοιχείο αυτό είναι αδιαμφισβήτητο και το αποδέχονται ακόμα και οι πιο σκληροί επικριτές του Χριστιανισμού όπως π.χ. ο Γερμανός σκεπτικιστής Καθηγητής Ludemann ο οποίος το θεωρεί ως ένα γεγονός «ιστορικά βέβαιο»14 (σημ: είναι ο ίδιος καθηγητής στον οποίο αναφέρθηκε ο κ. Παπαγεωργίου στο podcast). Έχει ενδιαφέρον μάλιστα ότι ο ίδιος Απ. Παύλος αναφέρεται σε εμφάνιση του Ιησού μετά την Ανάστασή του σε μία ομάδα 500 μαθητών, πολλοί εκ των οποίων ήταν προφανώς εν ζωή όταν ο ίδιος έγραψε για το γεγονός, πράγμα που αν δεν είχε συμβεί θα μπορούσε εύκολα να διαψευστεί. Ας σημειωθεί ότι οι εμφανίσεις του Ιησού δεν έγιναν μόνο σε άτομα που πίστευαν στη διδασκαλία του, αλλά και σε πολέμιους όπως ο Παύλος, που κυνηγούσε και σκότωνε τους Χριστιανούς, αλλά και ο Ιάκωβος, ο αδερφός του Ιησού, ο οποίος τελικά πίστευσε μόνο όταν είδε τον Ιησού αναστημένο. Μάλιστα όπως καταγράφει και ο ιστορικός Φλάβιος Ιωσηπός, ο Ιάκωβος μαρτύρησε για αυτήν την επιλογή του το 62 μ.Χ. Συνεπώς, για να υπάρχει τόσο μεγάλη μεταστροφή, τόσων πολλών ανθρώπων, μόνο λίγες μέρες μετά τη σταύρωση του Ιησού, κάτι πρέπει να συνέβη.
d. Οι μαθητές του Ιησού διακήρυξαν ότι είδαν τον Ιησού Αναστημένο με αποτέλεσμα το θάνατό τους: σε αντίθεση με πολλές περιπτώσεις «μαρτύρων» που πεθαίνουν για τα πιστεύω τους (π.χ. φανατικοί ισλαμιστές), οι Απόστολοι δεν πέθαναν για αυτά που πίστευαν (όπως τους τα μετέφερε κάποιος άλλος), αλλά για αυτά που οι ίδιοι είδαν και βίωσαν. Η Ανάσταση του Ιησού δεν ήταν για τους μαθητές ένα απλό γεγονός στο οποίο πίστευσαν στην πορεία, αλλά ένα γεγονός που οι ίδιοι βίωσαν από πρώτο χέρι και έτσι ήταν σίγουροι για την αλήθεια του γεγονότος. Ως αποτέλεσμα, δεν θα μπορούσαν ποτέ να είχαν συμμετάσχει σε οποιαδήποτε συνωμοσία για την αρπαγή του σώματος του Ιησού ή για τη διάδοση ψευδών φημών κτλ γιατί πολύ απλά, κανένας δεν είναι διατεθειμένος να πεθάνει για ένα γεγονός που γνωρίζει με βεβαιότητα ότι είναι ψέμα. Άρα αν κάποιος θέλει να μην αποδώσει την αλλαγή της στάσης των Αποστόλων στο ότι έγιναν πράγματι μάρτυρες της Ανάστασης του Ιησού, θα πρέπει να τεκμηριώσει μία εναλλακτική θεωρία – έναντι της Ανάστασης – για το τί πραγματικά συνέβη.
Συμπερασματικά, τα παραπάνω 4 ιστορικά στοιχεία εξηγούνται ικανοποιητικά μόνο μέσα από την παραδοχή της Ανάστασης του Ιησού, και παρά την ενασχόληση πολλών Ιστορικών με το θέμα, κανένας μέχρι σήμερα δεν έχει δώσει μία ολοκληρωμένη θεωρία και για τα 4 παραπάνω στοιχεία, χωρίς να συμπεριλάβει στην εξήγησή του την Ανάσταση του Κυρίου.
Με άλλα λόγια, ενώ πράγματι υπάρχουν μερικές εναλλακτικές θεωρίες για το τι μπορεί να συνέβει για κάποια από αυτά τα επιμέρους στοιχεία, καμία εναλλακτική θεωρία δεν υπάρχει – έναντι της Ανάστασης – που να εξηγεί ικανοποιητικά και τα 4 στοιχεία (σημ: αν υπάρχει ενδιαφέρον μπορεί να γίνει μία αναφορά σε επόμενο κείμενο για τις κυριότερες εναλλακτικές θεωρίες του τί συνέβη, και γιατί αυτές δεν είναι πειστικές).
Ως αποτέλεσμα σχεδόν 2.000 χρόνια μετά το θάνατο του Ιησού, η Ανάσταση του από τους νεκρούς εξακολουθεί να αποτελεί την πιο λογική και τεκμηριωμένη απάντηση σε όλα τα ιστορικά στοιχεία που υπάρχουν.
Και το ακροτελεύτιο ερώτημα: Αν τα στοιχεία για την ύπαρξη του Χριστού, για την αξιοπιστία της Καινής Διαθήκης και για την Ανάσταση του Ιησού είναι τόσα πολλά, γιατί δεν πιστεύουν όλοι;
Προφανώς κάποιος μπορεί και μετά την ανάγνωση του παρόντος σημειώματος να εξακολουθεί να αμφισβητεί την ύπαρξη ή Ανάσταση του Χριστού. Αν το κάνει όμως δεν θα είναι λόγω της έλλειψης ιστορικής τεκμηρίωσης, αλλά πιθανόν λόγω μίας διαφορετικής ιδεολογικής ή πολιτισμικής κοσμοθεωρίας που απλά αρνείται να αποδεχτεί το γεγονός. Πολύ απλά υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι οι οποίοι ανεξαρτήτως ιστορικών στοιχείων και δεδομένων δεν δέχονται ότι υπάρχει Θεός, δεν δέχονται ότι γίνονται θαύματα, δεν δέχονται ότι μπορεί κάποιος να αναστηθεί.
Αν λοιπόν είναι αυτή η αφετηρία σου, τότε προφανώς κανένα στοιχείο δεν μπορεί να είναι αρκετό για να σε πείσει. Ίσως δε μάλιστα να προτιμάς να μην πειστείς.
Γιατί διαφορετικά, αν δηλαδη πειστείς από τα γεγονότα, δεν μπορείς και εύκολα να τα προσπεράσεις. Γιατί αν τελικά η Ανάσταση έλαβε πράγματι χώρα, αν όπως έγραψε ο Δανός Φιλόσοφος Σέρεν Κίρκεγκορ ο Ιησούς είναι πράγματι ο Υιός του Θεού, και αν μας αγάπησε τόσο πολύ ώστε να πεθάνει στο σταυρό για τις αμαρτίες μας και να Αναστηθεί την τρίτη ημέρα, τότε έχουμε μπροστά μας ένα συγκλονιστικό γεγονός που οφείλει να αλλάξει τη ζωή μας για πάντα.
Είμαστε έτοιμοι όμως για την αλλαγή; Είμαστε έτοιμοι για την Αλήθεια και τις «συνέπειες» του «Χριστός Ανέστη» που ευχηθήκαμε πριν από λίγες μέρες;
Αν όχι, τότε κανένα στοιχείο και κανένα επιχείρημα δεν θα είναι ποτέ αρκετό για να μας πείσει.
Αν ναι, τότε είναι στο χέρι μας να ερευνήσουμε…. και να πιστέψουμε.
Τα Ιστορικά στοιχεία δείχνουν προς τον Ιησού.
Σε μας επαφίεται να ακολουθήσουμε και να γνωρίσουμε την Αλήθεια.
Και όπως ο ίδιος ο Ιησούς είπε:
«Θα γνωρίσετε την αλήθεια, και η αλήθεια θα σας ελευθερώσει».
Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιον: Κεφάλαιο 8, Εδάφιο 32″
1. Μία σύνοψη υπάρχει στο Βιβλίο: Luke Timothy Johnson, The Real Jesus (San Francisco: Harper San Francisco, 1996)
2. Gerd Lüdemann, The Resurrection of Jesus: History, Experience, Theology (Minneapolis: Fortress, 1994), p. 50
3. Ehrman, Bart D. (2012). Did Jesus Exist?: The Historical Argument for Jesus of Nazareth. HarperOne.
4. Richard Dawkins, “Outgrowing God: A Beginner’s Guide” (Random House, 2019)
5. https://www.baptist.org.uk/Articles/557505/No_real_doubt.aspx
6. Larry Hurtado, Lord Jesus Christ: Devotion to Jesus in Earliest Christianity. 260.
7. A. N. Sherwin-White, Roman Society and Roman Law in the New Testament (Oxford: Clarendon Press, 1963), pp. 188-91.
8. Από 3 διαφορετικές πηγές: 1) Christian Apologetics, Norman Geisler, 1976, σελ. 307, 2) “Archaeology and History attest to the Reliability of the Bible,” Richard M. Fales, Ph.D., The Evidence Bible, Comfort Bridge-Logos Publishers, Gainesville, FL, 2001, σελ. 163 και 3) A Ready Defense, Josh Mcdowell, 1993, σελ. 45.
9. Η εν λόγω επιγραφή διασώζεται μέχρι τις μέρες μας και εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο.
10. https://www.businessinsider.com/pool-siloam-jerusalem-open-public-jesus-first-time-modern-history-2023-1
11. https://www.independent.co.uk/news/science/archaeology/jesus-home-town-nazareth-archaeological-discovery-research-a9470716.html
12. Συνέντευξη του καθηγητή William Lane Craig στους Irish Times (2η μεγαλύτερη εφημερίδα της Ιρλανδίας) https://www.irishnews.com/lifestyle/faithmatters/2017/03/30/news/william-lane-craig-are-there-historical-grounds-for-belief-in-the-resurrection-of-jesus–981071/
13. John A. T. Robinson, The Human Face of God (1973), σελ. 131.
14. Lüdemann, What Really Happened? σελ. 80.