Από τον Black Panther στον Venom: Η εξέλιξη των κινηματογραφικών υπερηρώων

Από τον Black Panther στον Venom: Η εξέλιξη των κινηματογραφικών υπερηρώων

Οι υπερηρωικές ταινίες μοιάζουν το 2018 να επικύρωσαν μια απρόσμενη κυριαρχία, όχι μόνο στα ταμεία αλλά και εμφανιζόμενες από λίστες κριτικών μέχρι τα Όσκαρ. Και δεν υπάρχει καμία υπερβολή σ'αυτό!

Στα κλασικότερα υπερηρωικά κόμικς, τα πιο γνωστά, αυτά που οι σειρές τους συνεχίζουν να εκδίδονται επ’άπειρον και οι χαρακτήρες μεγαλώνουν γενιές και γενιές αναγνωστών, το μεγαλύτερο κλισέ είναι η επιστροφή από τους νεκρούς. Ξέρουμε πως κάποιοι χαρακτήρες δεν γίνεται να πεθάνουν, είτε γιατί το όνομά τους είναι στον τίτλο είτε επειδή απλά παραείναι δημοφιλείς, όμως παρόλαυτά από καιρό σε καιρό, κάποιες ιστορίες θα προσπαθήσουν να μας πείσουν πως αυτή τη φορά είναι αλήθεια, ο αγαπημένος μας ήρωας όντως κινδυνεύει! (Κάποτε η DC “σκότωσε” τον Σούπερμαν. Είναι να γελάει κανείς.) Φυσικά δεν πεθαίνουν, είναι η φύση τους, θα είναι πάντα εκεί. Θα πεθάνουν μόνο όταν η αγορά το επιτρέψει. Δηλαδή, μάλλον ποτέ.

Είναι ταιριαστό λοιπόν που οι υπερηρωικές ταινίες πεθαίνουν και ξαναπεθαίνουν εδώ και χρόνια, αλλά είναι ακόμα εδώ. Για χρόνια, κριτικοί και αναλυτές προέβλεπαν τον θάνατο των υπερηρωικών ταινιών ως κάτι αναπόφευκτο. Κάποια στιγμή το κοινό θα βαρεθεί! Κάποια στιγμή η φούσκα θα σκάσει! Κάποια στιγμή το κόστος δε θα δικαιολογεί το ρίσκο της μίας αποτυχίας! Οι υπερηρωικές ταινίες έχουν συγκριθεί με άλλα είδη του αποτέλεσαν κυρίαρχη τάση στο παρελθόν, από τα παλιά γουέστερν μέχρι εκείνα τα έπη με σπαθιά και σανδάλια που ήταν κάποτε τόσο στη μόδα. Σε κάθε περίπτωση, η αναλογία αυτή ερχόταν μαζί με την πρόβλεψη: «Όπως συνέβη και με το [τάδε είδος] έτσι κι οι υπερηρωικές ταινίες θα εξαφανιστούν τα επόμενα χρόνια».

Και τα χρόνια περνάνε, και περνάνε, και περνάνε, και οι υπερήρωες είναι ακόμα εδώ. Σαν τα χάρτινα αντίστοιχά τους, δεν λένε να πεθάνουν. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά γίνονται περισσότερες. Γίνονται πιο πετυχημένες. Γίνονται πιο επίκαιρες. Γίνονται, *σοκαρισμένο επιφώνημα* καλύτερες…;!;

Ναι. Σε μια σοκαριστική ανατροπή που κανείς δε βιάστηκε να προβλέψει, οι υπερηρωικές ταινίες μοιάζουν το 2018 να επικύρωσαν μια απρόσμενη κυριαρχία, όχι μόνο στα ταμεία αλλά και εμφανιζόμενες από λίστες κριτικών μέχρι τα Όσκαρ. Καμία υπερβολή: Τέσσερις φετινές υπερηρωικές ταινίες θα προταθούν για Όσκαρ. Τουλάχιστον δύο από αυτές θα κερδίσουν, κιόλας. (Μία προτάθηκε και για Γκράμι Καλύτερου Άλμπουμ της χρονιάς.) Κι όλα αυτά σπάζοντας η μία τα εισπρακτικά ρεκόρ της άλλης. Και το πέτυχαν επειδή, περιέργως, αφουγκράστηκαν τις κοινωνικές τάσεις, αναζητώντας τρόπους να παραμείνουν φρέσκες προτάσεις για το κοινό τους.

Αντί να πεθάνουν, εξελίχθηκαν.

***

Σύμφωνα με μια έρευνα του οργανισμού The Opportunity Agenda το 2011, η απεικόνιση μαύρων αντρών στην τηλεόραση, το σινεμά και άλλες μαζικές μορφές διασκέδασης, εμφανίζεται σε μη ρεαλιστικά υπερβολικό ποσοστό να αφορά καταστάσεις βίας, εγκληματικότητας και φτώχειας. Αντίστοιχα, οι μαύρες γυναίκες εμφανίζονται σε υπερβολικά μεγάλο ποσοστό ως υπερ-σεξουαλικές, θυμωμένες και φιλάργυρες. Τίποτα από αυτά δεν είναι καινούριο ή προκαλεί εντύπωση φυσικά. Στο περσινό Φεστιβάλ Καννών συνομιλούσα με την Κενυάτισσα σκηνοθέτη Γουανούρι Καχίου η οποία παρουσίασε στο Φεστιβάλ το γεμάτο εντυπωσιακά χρώματα ρομαντικό δράμα “Rafiki” για δυο έφηβες κοπέλες που ερωτεύονται.

«Έκανα την ταινία γιατί είμαι ρομαντική», μου είπε γελώντας. «Ποια είναι η τελευταία φορά που είδες έναν αφρικάνο ερωτευμένο; Ένα αφρικάνικο love story. Στο σινεμά. Η τελευταία φορά που είδα ένα νεαρό ζευγάρι ερωτευμένο στη μεγάλη οθόνη ήταν όταν ήμουν 16. Κι ακόμα κι αυτό ήταν σε μια ιστορία για AIDS.» Παίρνει σοβαρό ύφος και κουνάει διδακτικά το δάχτυλο σα να υποδύεται κάποιον αυστηρό καθηγητή: «Αν είσαι αφρικάνος και ερωτευτείς τότε θα υπάρχουν ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ». Η Καχίου έχει ιδρύσει την κολεκτίβα Afrobubblegum της οποίας στόχος είναι να αναδείξει θετικές ιστορίες από την αφρικάνικη ήπειρο, με αφρικάνους ήρωες που δεν είναι άρρωστοι, δεν είναι εγκληματίες, δεν πάσχουν από κάποια κοινωνική πληγή- απλά ως αντίδραση στην παραπάνω κυρίαρχη αφήγηση.

Το “Rafiki” δεν είναι υπερηρωική ταινία όμως τόσο η επιτυχία του στα διεθνή Φεστιβάλ όσο και η αποστολή της σκηνοθέτη του, ίσως βοηθούν να εξηγηθεί καλύτερα το γιατί υπήρχε τόσο μεγάλη δίψα για κάτι σαν το “Black Panther”. Μια υπερηρωική ταινία που έφερνε μοτίβα του αφροφουτουρισμού σε πρώτο πλάνο, συνοδεία ολοκληρωτικά μαύρης μουσικής, σχεδόν αποκλειστικά καστ μαύρων ηθοποιών, και μια ιστορία αδιαπραγμάτευτα αφρικάνικη, για μια φανταστική χώρα στην καρδιά της Αφρικής της οποίας ένα κομμάτι έχει παραμείνει αμόλυντο από την αποικιοκρατία και έχει καταφέρει να εξελιχθεί τεχνολογικά πέρα από κάθε φαντασία.

Η ύπαρξη και μόνο του “Black Panther” αποτελεί μια ιστορία αντίδρασης. Φυσικά η Ντίσνεϊ κι ο κολοσός της Marvel δε θα έδιναν έτσι αβασάνιστα τα κλειδιά ενός franchise σε ένα δημιουργικό τιμ χωρίς να υπάρχει λόγος- εξάλλου η πιο βάσιμη κριτική των (κατά τα άλλα) υπερεπιτυχημένων ταινιών της Marvel είναι το πώς όλες μοιάζουν με κλώνους των άλλων. Όμως αυτή η επαναληψιμότητα δε θα ίσχυε για πάντα. Οι πιο πετυχημένοι επιχειρηματίες ξέρουν πότε ένα προϊον έχει ανάγκη την ανατροπή και το φρεσκάρισμα. Η Marvel είναι ένα παγκόσμιο brand που χρωστάει την επιτυχία του στο ότι κατάφερε να κερδίσει ένα διεθνές κοινό που απλώνεται σε διαφορετικά γκρουπ ηλικίας, φύλου και φυλής. Οι ταινίες τους όμως είχαν ήδη αργήσει να ανταποκριθούν στο κάλεσμα της αγοράς: Κάθε δεύτερη ταινία της Marvel είχε για πρωταγωνιστή έναν λευκό ξανθό άντρα με μικρό όνομα Κρις. (Κρις Έβας ο Κάπτεν Αμέρικα! Κρις Χέμσγουρθ ο Θωρ! Κρις Πρατ στους “Guardians of the Galaxy”! Ούτε επίτηδες να το έκαναν).

Φυσικά όταν το προϊόν είναι απόλυτα πετυχημένο εμπορικά, είναι δύσκολες οι τομές. Γι’αυτό η αλλαγή ξεκίνησε με το “Wonder Woman” της DC/Warner ένα χρόνο πριν. Η DC προσπαθεί για χρόνια να πετύχει ένα μοντέλο ανάλογο της Marvel, αλλά διαρκώς σκοντάφτει- σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι πιο λογικό να δοκιμάσεις διαφορετικά πράγματα, πόσο μάλλον από τη στιγμή που η Wonder Woman ούτως ή άλλως αποτελούσε έναν από τους εμβληματικότερους χαρακτήρες της εταιρείας. Η υπερηρωική περιπέτεια της Πάτι Τζένκινς, με την Γκαλ Γκαντότ στο ρόλο έγινε μακράν η πιο πετυχημένη ταινία της DC στην Αμερική με $412 εκατομμύρια (στα $330 δεύτερο το “Batman V Superman”, για να έχουμε ένα μέγεθος του θριάμβου) ικανοποιώντας τη δίψα ενός τεράστιου μέρους του κοινού για μια δυνατή, εντυπωσιακή υπερηρωίδα ανάμεσα στους δεκάδες ανταλλάξιμους ήδη υπάρχοντες ήρωες.

Η Marvel ετοιμάζει την πρώτη της πρωταγωνίστρια ηρωίδα για την ερχόμενη άνοιξη (με την “Captain Marvel” της βραβευμένης με Όσκαρ Μπρι Λάρσον) όμως με το “Black Panther” πέτυχε τη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα συνεισφορά της στην ποπ κουλτούρα. Η εταιρεία έδωσε στον φοβερό Ράιαν Κούγκλερ (τον σκηνοθέτη που αναβίωσε το μύθο του Ρόκι με το ήδη σύγχρονο κλασικό φιλμ “Κριντ”) τα ηνία του franchise, δίνοντάς του αναμφίβολα μεγαλύτερη λευκή επιταγή από οποιονδήποτε προηγούμενο Marvel σκηνοθέτη. Κι αυτό φαίνεται από το αποτέλεσμα, μια ταινία που μιλάει για την αποικιοκρατία, για την κοινωνική ανισότητα, θέτοντας αντιμέτωπες δύο φιγούρες εμπνευσμένες από τους Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και Μάλκολμ Χ. Η ταινία ξεκινάει στους δρόμους του Όκλαντ και ταξιδεύει ως την καρδιά της Αφρικής. Διαθέτει ένα νευρώδες σάουντρακ σε επιμέλεια Κέντρικ Λαμάρ (το οποίο έχει προταθεί για Γκράμι Καλύτερου Άλμπουμ) και είναι ντυμένη με χρώματα και κουστούμια εμπνευσμένα από την αφρικάνικη παράδοση.

Αυτό που για χρόνια το Χόλιγουντ φοβόταν και στο οποίο αντιστεκόταν χάρη σε ένα συνδυασμό φόβου και άγνοιας, αποδείχθηκε τεράστιος θρίαμβος. Το “Black Panther” έγινε η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία της Marvel στην Αμερική, η πρώτη ταινία του στούντιο που ξεπερνά τα $700 εκατομμύρια. Στον υπόλοιπο κόσμο, που “οι μαύρες ταινίες δε δουλεύουν” (όπως βολικά είχε μάθει να παπαγαλίζει το industry με ευκολία για δεκαετίες), η ταινία είναι πίσω από τα τρία “Avengers”, το πιο πρόσφατο “Captain America” (που ήταν ουσιαστικά μια ταινία “Avengers” επίσης), και το “Iron Man 3”, μα πάνω από κάθε άλλη από τις δεκάδες ταινίες του στούντιο- είτε έχουν λευκούς ξανθούς άντρες πρωταγωνιστές είτε όχι.

Όμως πέρα από το στεγνό box office, η επιτυχία επεκτείνεται κι αλλού. Η κριτική αποδοχή του φιλμ δεν είναι απλά ολοκληρωτική -εξάλλου η Marvel με το πατρόν της επιτυχίας  πάντα μάζευε θετικές κριτικές-, είναι εκστατική. Οι άνθρωποι του χώρου μιλούν για ταινία που αφήνει το στίγμα της όχι μόνο στο εμπορικό σινεμά της δεκαετίας, αλλά και στην αισθητική της ποπ κουλτούρας. Από τον γέννημα-θρέμμα του Όκλαντ Έρικ Κιλμόνγκερ μέχρι τον Κέντρικ Λαμάρ στο σάουντρακ, κι από τα αφροφουτουριστικά μοτίβα ως την άφοβη ανάδειξη ενός σχεδόν καστ σχεδόν εξ ολοκλήρου μαύρων ηθοποιών (ανάμεσα στους οποίους η βραβευμένη με Όσκαρ Λουπίτα Νιόνγκο που μέχρι το “Black Panther” χαραμιζόταν από το Χόλιγουντ σε κάτι τεταρτοπέμπτους CGI ρόλους), η ταινία πολύ απλά μοιάζει, ακούγεται και κινείται σαν κάτι καινούριο. Και μην εκπλαγείται καθώς θα συμβεί τις επόμενες βδομάδες, αλλά ναι: Θα είναι από τους μεγάλους φετινούς οσκαρικούς παίχτες.

***

Οι υπερηρωικές ταινίες αποτελούν τον τελευταίο ίσως πυλώνα κοινής παγκόσμιας αναφοράς και διασκέδασης μαζί με, δεν ξέρω, τις Καρντάσιαν και το Μουντιάλ κάθε 4 χρόνια. Όλοι βλέπουμε και ακούμε και διαβάζουμε και πιστεύουμε διαφορετικά πράγματα αλλά αυτές οι ταινίες είναι μια από τις τελευταίες κοινές παγκόσμιες αναφορές. Καθώς απευθύνονται σε ένα διεθνές, πολυσυλλεκτικό κοινό, το Χόλιγουντ σοκαρισμένο διαπίστωσε τον τελευταίο ενάμιση χρόνο πως αν παράγει αντίστοιχα πολυσυλλεκτικό περιεχόμενο, μόνο κερδισμένο μπορεί να βγει. Η νέα γενιά θεατών αποζητά το διαφορετικό, το περιεκτικό- με λίγα λόγια, η μαζικότερη μορφή διασκεδάσης κατάλαβε πως οφείλει να αντανακλά την πολυσυλλεκτικότητα στην οποία απευθύνεται.

Αυτό δεν αφορά μόνο την εκπροσώπηση, αλλά αφορά και τη φόρμα. Για χρόνια η Marvel παρήγαγε την ακριβώς ίδια ταινία, ντυμένη πάντα με διαφορετικά ονόματα, χτίζοντας το πιο πετυχημένο ‘σύμπαν’ ταινιών στο σινεμά. Κάθε άλλο στούντιο προσπάθησε να αντιγράψει την επιτυχία και άπαντες απέτυχαν παταγωδώς. Το αποτέλεσμα ήταν, ξαφνικά, όλοι να έχουν στα χέρια τους άδειες για κάθε λογής υπερήρωες αλλά λιγοστές ιδέες για το τι να κάνουν με αυτούς. Κι έτσι, πειραματίστηκαν.

Η Sony δεν ήξερε τι να κάνει με τον ορίτζιναλ, Πίτερ Πάρκερ Spider-Man οπότε ουσιαστικά τον δάνεισε πίσω στη Marvel για να τον βάλει στους Avengers. Και τι έκανε η ίδια με τους υπόλοιπους χαρακτήρες της; Έβγαλε το “Venom”, μια θεοπάλαβη αντιηρωική σλάπστικ περιπέτεια με τον Τομ Χάρντι να παίζει κάτι σαν τον σκοτεινό αντικατοπτρισμό του Spider-Man, έναν δημοσιογράφο που καταλαμβάνεται από ένα εξωγήινο συμβιωτικό που ελέγχει τις σκέψεις, τις κινήσεις και τις, εχμ, ορέξεις του. Η ταινία δεν είναι απαραίτητα καλή, όμως δε μοιάζει με κανένα άλλο σύγχρονο υπερηρωικό εγχείρημα, ο Τομ Χάρντι δίνει μια παρανοϊκά ασυγκράτητη ερμηνεία και -μαντέψτε- με $850 εκατομμύρια παγκοσμίως είναι μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες των τελευταίων χρόνων. (To τελευταίο Spider-Man που έφτιαξε μόνη της η Sony μόλις που έφτασε τα $700.)

Παράλληλα, πριν λίγες μέρες βγήκε στις αίθουσες μια από τις κυριολεκτικά καλύτερες ταινίες της χρονιάς, το φιλμ κινουμένων σχεδίων “Spider-Man: Μέσα στο Αραχνο-σύμπαν”, το οποίο είναι το στουντιακό αντίστοιχο του να σουτάρεις στενά μαρκαρισμένο τρίποντο ενώ έχεις ακόμα 18” επίθεσης- και να το βάζεις χλατσί. Μια ταινία που πάει μπροστά το animation ως τέχνη και ταυτόχρονα τοποθετεί στο κέντρο της δράσης έναν νέο Spider-Man, έναν μισό αφροαμερικάνο, μισό πορτορικάνο πιτσιρικά από το Μπρούκλιν, με την ταινία να ακολουθεί σε επίπεδο αισθητικής, μοτίβων και ήχων, αυτή την επιλογή. Πριν ένα μήνα κανείς δε θα πίστευε πως μπορεί το φαβορί για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας Κινουμένων Σχεδίων να είναι ένα υπερηρωικό φιλμ με πρωταγωνιστες 6 Spider-Man από ισάριθμες παράλληλες διαστάσεις, αλλά εκεί βρισκόμαστε.

Μιλώντας για κινούμενα σχέδια, φέτος είδαμε και το “Incredibles 2” της Pixar, ένα πολυαναμενόμενο σίκουελ της κλασικής υπερηρωικής ταινίας animation του 2004. Ο Μπραντ Μπερντ επέστρεψε στην οικογένεια που δημιούργησε και παρέδωσε ένα φιλόδοξο, αφηγηματικά πυκνό, πολιτικά πολυεπίπεδο περιπετειώδες φιλμ που μπορεί να μην πάρει Όσκαρ σαν τον προκάτοχό του και μπορεί να μη γίνει εξίσου μεγάλο σημείο αναφοράς (κυρίως επειδή δοκιμάζει πολλά πράγματα και δεν υπακούει σε κάποια προφανή συνταγή) όμως αποτέλεσε κατά κοινή ομολογία μια πετυχημένη επιστροφή, ήταν μια περιπέτεια που μιλάει για την θέση της πυρηνικής οικογένειας σε έναν κόσμο που ραγδαία αλλάζει, και τελικά -έκπληξη!- έγινε η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία στην ιστορία της Pixar: $1,2 δις παγκοσμίως, σχεδόν $200 εκατομμύρια πάνω από το “Toy Story 3”.

Στο μεταξύ, την ίδια μέρα με το “Αραχνο-σύμπαν” κυκλοφορεί διεθνώς (εκτός Αμερικής, όπου ανοίγει αυτή την εβδομάδα) το “Aquaman”, άλλη μία “…ΟΚ, ας δοκιμάσουμε κι αυτό” απόπειρα της DC/Warner που ήρθε μετά το φιάσκο του ξαναζεσταμμένου “Justice League” και το θρίαμβο της “Wonder Woman”. Εδώ ο κεντρικός ήρωας είναι ένας βασιλιάς των βυθών, σε ένα σκηνικό εντελώς διαφορετικό, με την κεντρική σύγκρουση να αφορά μια περιβαλλοντικών επεκτάσεων άσκηση ισχύος μέσα από μια γεμάτη χρώματα περιπέτεια-κυνήγι θησαυρού που δε μοιάζει με στεγνή αντιγραφή εκατό άλλων ταινιών του είδους. Παράλληλα, ο Τζέισον Μομόα είναι o πρώτος πολυνήσιος πρωταγωνιστής υπερηρωικού φιλμ, έχοντας προέλευση από τη Χαβάη, με το ίδιο το φιλμ (γυρισμένο από τον υπερεπιτυχημένο σκηνοθέτη Τζέιμς Γουάν του “Furious 7” και του “Insidious”) να στοχεύει στην αποτύπωση στην αντανάκλαση του υπερηρωικού μύθου μέσα από την οπτική ανθρώπων διαφόρων φυλών που σχηματίζουν τον παγκόσμιο πληθυσμό- εξάλλου, θα έλεγε κανείς, ο ωκεανός δεν ανήκει σε κανέναν.

Να ο Μομόα και μέλη του καστ που κάνει “χάκα” στην πρεμιέρα του φιλμ στο Λος Άντζελες:

Ξέρετε ήδη πού πάει όλο αυτό: Το “Aquaman” δεν έχει καν ανοίξει στην Αμερική αλλά έχει ήδη μαζέψει $260 εκατομμύρια από το διεθνές box office, σκίζοντας στην Κίνα (που φυσικά αποτελεί τον μεγαλύτερο πόθο κάθε στούντιο πλέον) και μια αναμενόμενη πορεία που το φέρνει πάνω και από το “Wonder Woman”.

Στο μεταξύ η Fox, ένα χρόνο μετά την ιστορική υποψηφιότητα για Όσκαρ Σεναρίου για το “Logan” (την πρώτη τέτοια υποψηφιότητα για υπερηρωική ταινία αλλά, κατά πώς φαίνεται, όχι την τελευταία) έφερε το σίκουελ του “Deadpool”, έναν meta ήρωα για μια γενιά θεατών που έχουν μεγαλώσει με μια ποπ κουλτούρα που σχολιάζει διαρκώς τον εαυτό της. Υπάρχει χώρος στο ίδιο υπερηρωικό πλέγμα για πάρα πολύ σοβαρή και μουντή προσέγγιση δίπλα σε μια πάρα πολύ μετα-καρτουνίστικη γιατί -και πάλι- το κοινό είναι πολυπληθές και δεν αρέσκεται σε ένα μόνο πράγμα.

Κι αν όλοι οι ανταγωνιστές της Marvel βρήκαν επιτυχία στην ανατίναξη μιας φόρμας που δεν κατάφεραν ποτέ να αντιγράψουν, τώρα κι η ίδια η Marvel μοιάζει να εξελίσσεται. Το “Black Panther” είναι ένας εμφανής ογκόλιθος του είδους, όμως έχει ενδιαφέρον κι ό,τι άλλο σχηματίζεται γύρω του. Το “Avengers: Infinity War” έγινε η εμπορικότερη ταινία του στούντιο στο παγκόσμιο box office, ο Θάνος και το χτύπημα των δαχτύλων του έγινε meme και αναφορά στα χείλη όλων, καθώς το franchise-θωρηκτό βάζει τον villain σε κεντρική θέση και παραδίδει μια σκοτεινή στροφή. Την ίδια ώρα, λίγο νωρίτερα είχαμε απολαύσει το “Thor: Ragnarok” του Ταϊκα Γουιτίτι, την πιο αγνή κωμωδία του στούντιο. Όχι ειρωνική, όχι meta σαν το “Deadpool”, αλλά αγνή, κανονική κωμωδία. Πάντα θεωρούσαμε πως οι υπερηρωικές ταινίες θα είναι εδώ για να μείνουν όταν καταφέρουν πράγματι να παράγουν ταινίες που ανήκουν σε διαφορετικά μεταξύ τους είδη, και βάσει της πρόσφατης σοδειάς, έχουν αρχίσει τώρα να το καταφέρνουν.

Αν όμως υπάρχει μια κοινή γραμμή μέσα από όλες τις παραπάνω ταινίες -πέρα από το πόσο πετυχημένες είναι όλες τους ανεξαιρέτως- έχει να κάνει με την αποδοχή του διαφορετικού. Σε περιεχόμενο, σε φόρμα, σε πολυσυλλεκτικότητα εμπειριών. Οι υπερηρωικές ταινίες για πάρα πολύ καιρό προσπαθούσαν να είναι -ή να μοιάσουν- σε ένα πράγμα και το 2018 είναι η χρονιά που αναμφίβολα διαπίστωσαν πως όχι μόνο μπορούν, αλλά έχουν ανάγκη να δοκιμάσουν να είναι η κάθε μία και κάτι άλλο. Να αφουγκραστούν περισσότερα άγχη, να μιλήσουν περισσότερες γλώσσες, να παρουσιάσουν περισσότερες αισθητικές, να αφηγηθούν περισσότερες ιστορίες. Το 2018, η μαζικότερη μορφή κινηματογραφικής -και όχι μόνο- διασκέδασης, μοιάζει να κατάλαβε επιτέλους πώς είναι ο πλανήτης στον οποίο απευθύνεται.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα