Δημόσιο, με “βούλα” ΣτΕ ο πιο φερέγγυος οφειλέτης

Η διαφοροποίηση του τόκου για τις οφειλές του Δημοσίου από τον αντίστοιχο γενικώς ισχύοντα τόκο για τις οφειλές των ιδιωτών, είναι δικαιολογημένη λόγω "διαχρονικής" φερεγγυότητας του Δημοσίου. Διαβάστε αναλυτικά στο NEWS 247 το χρονικό και σκεπτικό της απόφασης που ανατρέπει τη μέχρι σήμερα νομολογία
- 07 Δεκεμβρίου 2011 12:11
“Το ελληνικό Κράτος διαχρονικά είναι, χωρίς αμφιβολία, ο πλέον αξιόπιστος οφειλέτης σε σχέση με τους ιδιώτες οφειλέτες”, σύμφωνα με πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ, που έκρινε, πως μπορεί λόγω κρίσης να καθυστερεί ενίοτε την πληρωμή των οφειλών του, αλλά πάντως αποδίδει, μεταπολεμικά και έως σήμερα, τα χρέη του, καταβάλλοντας και τους οφειλόμενους τόκους.
Το “πλαφόν” στο ετήσιο επιτόκιο του Δημοσίου
Κατά τη συνεδρίαση του αρμοδίου Τμήματος ΣΤ’ του ΣτΕ, το Μάιο του 2011, εκδικάστηκε αίτηση αναιρέσεως του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, κατά αυστριακής εταιρείας, που είχε συνάψει συμβάσεις με το ελληνικό Δημόσιο, για την παροχή υπηρεσιών δασοπυρόσβεσης κατά την αντιπυρική περίοδο του 2001.
Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε κατά προηγούμενης απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που έκανε δεκτή αγωγή της εταιρείας και υποχρέωσε το Δημόσιο να της καταβάλει τόκους από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση του κεφαλαίου των απαιτήσεών της, υπολογιζόμενους όχι με βάση το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου (ΚΝΔΔ) επιτόκιο 6%, αλλά με βάση το γενικώς ισχύον επιτόκιο.
Στο άρθρο 21 του ΚΝΔΔ ορίζεται ότι “ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής, ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην εάν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής”.
Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, το ποσοστό επιτοκίου ανερχόταν σε 6%, όμως καθ’ όλο αυτό το κρίσιμο διάστημα, το ποσοστό του γενικώς ισχύοντος επιτοκίου ήταν υψηλότερο, ανερχόμενο σε 11,25%.
Το χρονικό της διαφοράς
Σύμφωνα με τις συνηφθείσες συμβάσεις, η παρακολούθηση και η οριστική παραλαβή των υπηρεσιών από την εταιρεία γινόταν από επιτροπή, που συνέτασσε τα σχετικά πρωτόκολλα παραλαβής στο τέλος κάθε μήνα, ενώ η συμβατική αξία ήταν καταβλητέα εξ ολοκλήρου με την οριστική παραλαβή των υπηρεσιών.
Με την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών έγινε δεκτό, ότι η εταιρία μετά την οριστική παραλαβή των υπηρεσιών της, εξέδωσε τιμολόγια για ποσά ανερχόμενα, μετά την αφαίρεση των νομίμων κρατήσεων, σε 2.465.342,61, 2.102.926,17, 1.422.313,04, 1.592.240,79 και 616.335,66 ευρώ αντιστοίχως.
Με την από 16/1/2002 αγωγή της η εταιρία ζήτησε αρχικά να υποχρεωθεί το Δημόσιο να της καταβάλει, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφλησή τους α) ποσό 9.919.638 ευρώ, που αποτελούσε την αξία επτά τιμολογίων που εξέδωσε για την είσπραξη αμοιβής της για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών, καθώς και β) ποσό 880.411 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για ηθική της βλάβη.
Το Δημόσιο ικανοποίησε μέρος των απαιτήσεών του, με αποτέλεσμα η εταιρεία, με σχετικό υπόμνημα, να περιορίσει το αρχικό αίτημά της και να ζητήσει, να υποχρεωθεί το Δημόσιο να της καταβάλει, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής (2002) και έως την εξόφλησή του, το ποσό που αφορούσε στην αξία του ανεξόφλητου τιμολογίου και το ποσό των 333.458,12 ευρώ, για τόκους υπερημερίας, εξοφληθέντων μετά την επίδοση της αγωγής και τεσσάρων τιμολογίων, υπολογιζόμενους, με βάση το γενικώς ισχύον κατά την κρίσιμη περίοδο, επιτόκιο, ύψους 11,25%.
Η αγωγή, κατά το μέρος όπου περιορίσθηκε το αίτημα της εταιρείας, έγινε δεκτή από το Διοικητικό Εφετείο, που έκρινε ότι κατά το κρίσιμο διάστημα, το ποσοστό του γενικώς ισχύοντος επιτοκίου ανερχόταν σε 11,25% και εκτιμώντας, ότι δεν προέκυπτε λόγος δημόσιας ωφέλειας που να καθιστά ανεκτή τη διαφοροποίηση αυτή, η διάταξη του άρθρου 21 του ΚΝΔΔ αντίκειται στα άρθρα 4 παρ.1 και 20 παρ.1 του Συντάγματος, στο άρθρο 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ίδιας Σύμβασης.
Με την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε ο υπουργός Οικονομικών και Οικονομίας ζητούσε την αναίρεσή της, κατά το μέρος που έκρινε μη νόμιμη και κατά συνέπεια μη εφαρμοστέα την εν λόγω διάταξη.
“Το Δημόσιο ο πλέον φερέγγυος οφειλέτης”
Το ΣΤ’ Τμήμα του ΣτΕ έκρινε, ότι ο τόκος δεν αποτελεί μόνον το παρεχόμενο στο δανειστή αντάλλαγμα για τη χρήση από τον οφειλέτη του κεφαλαίου του χρέους, αλλά μέρος του τόκου ενσωματώνει αξία αντίστοιχη προς τον κίνδυνο, που διατρέχει ο δανειστής μη αποπληρωμής της οφειλής.
“Ως εκ τούτου, το ύψος του τόκου ευλόγως διαμορφώνεται ανάλογα και προς τον κίνδυνο της ενδεχόμενης αδυναμίας καταβολής του χρέους, δημοσίου ή ιδιωτικού και συνεπώς, δικαιολογημένα το ύψος του τόκου διαφοροποιείται ανάλογα με τη φερεγγυότητα (πιστοληπτική ικανότητα) του οφειλέτη.
“Το ελληνικό Κράτος διαχρονικά είναι, χωρίς αμφιβολία, πλέον αξιόπιστος οφειλέτης σε σχέση με τους ιδιώτες οφειλέτες”, ανέφερε η απόφαση, σημειώνοντας πως μπορεί το ελληνικό Δημόσιο λόγω κρίσης να καθυστερεί ενίοτε την πληρωμή των οφειλών του, αλλά πάντως αποδίδει, μεταπολεμικά και έως σήμερα, τα χρέη του, καταβάλλοντας και τους οφειλόμενους τόκους.
“Η τελευταία φορά που το ελληνικό Κράτος περιήλθε σε κατάσταση παύσης πληρωμών ανάγεται στο έτος 1932”.
Εν συνεχεία, κάνοντας αναφορά στην εκτεταμένη φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή, τα ανείσπρακτα χρέη των ιδιωτών προς το Δημόσιο και την πρωτοφανή δημοσιονομική κατάσταση της Χώρας, το ΣτΕ έκρινε ότι:
“Η διαφοροποίηση του τόκου, νόμιμου ή υπερημερίας, που αφορά τις οφειλές του Δημοσίου και του αντίστοιχου γενικώς ισχύοντος τόκου που εφαρμόζεται στις οφειλές των ιδιωτών, είναι, χωρίς αμφιβολία, κατ` αρχήν, δικαιολογημένη”.
Ως εκ τούτου, το άρθρο 21 του ΚΝΔΔ δεν παραβιάζει τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ.
“Το απλό ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου” δεν αρκεί
Σημειώνεται, πως η διαφοροποίηση υπέρ του Δημοσίου, βάσει της εθνικής και ευρωπαϊκής νομολογίας, μπορεί να δικαιολογηθεί από αποχρώντα λόγο δημόσιου ή γενικού συμφέροντος.
Τέτοιο λόγο δεν αποτελεί όμως το απλό ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου. Αποτελεί όμως, η διασφάλιση “της δημοσιονομικής ισορροπίας του Κράτους”, η οποία έχει κλονισθεί, με το δημόσιο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος, για τη θέση υπό έλεγχο των οποίων, ελήφθησαν σειρά μέτρων.
Σημειώνεται ακόμη, ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έκρινε, ότι η δημοσιονομική κρίση έχει χαρακτήρα εθνικής κρίσης και επομένως, η διαφοροποίηση του επιτοκίου στις οφειλές του Δημοσίου είναι, τουλάχιστον από το 2004, οπότε και επισήμως το ΕΣ διαπίστωσε την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος, πλήρως δικαιολογημένη, αφού συμβάλλει στη “διασφάλιση της δημοσιονομικής ισορροπίας”.
Κατά συνέπεια, το ανώτατο ελληνικό δικαστήριο, έκρινε ότι αυτή η διαφοροποίηση υπέρ του Δημοσίου, δεν προκαλεί παραβίαση της νομολογίας.
Συνεπώς, κατά το δικαστήριο, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, κρίνοντας αντιθέτως, έσφαλε και άρα, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του θα ήταν αναιρετέα.
Λόγω, όμως, της μείζονος σπουδαιότητας του ζητήματος έκρινε, ότι το ζήτημα της συμφωνίας του άρθρου 21 του ΚΝΔΔ με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, πρέπει να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου.