Δολοφόνος Κουμανταρέα: Από το “τσαντίστηκα και τον έσπρωξα” στο “δεν θα του έκανα ποτέ κακό”
Ο βασικός κατηγορούμενος για τη δολοφονία Μ. Κουμανταρέα άλλαξε μέσα σε λίγες ώρες τους ισχυρισμούς του και αρνήθηκε τις κατηγορίες. Το News247 παρουσιάζει τις καταθέσεις.
- 18 Ιανουαρίου 2015 10:18
Τον ίδιο του τον εαυτό κατάφερε να αναιρέσει μέσα σε ελάχιστες ώρες ο Ρουμάνος Στεφάν Ματασαρεάνου, που κατηγορείται για τη δολοφονία του Μένη Κουμανταρέα, δίνοντας δύο διαφορετικές εκδοχές στις αρχές για τα όσα διαδραματίστηκαν το μοιραίο βράδυ της 5ης Δεκεμβρίου.
Ο 25χρονος ενώ ενώπιον της 3ης τακτικής ανακρίτριας, Μαρίας Αποστολοπούλου, επιχείρησε να παρουσιάστει ως το αμέτοχο πρόσωπο, που “ποτέ δεν θα έκανε κακό στο θύμα”, ρίχνοντας μάλιστα, την ευθύνη στον συγκατηγορούμενό του Κοσμίν Γκαϊτάν, στην αστυνομία είχε ήδη ομολόγησε το διαπληκτισμό του με το Μ. Κουμανταρέα.
“Γνώριζα το θύμα από την ηλικία των 17 ετών και διατηρούσα σχέσεις μαζί του. Επίσης μέχρι το θάνατό του βγαίναμε μαζί” ανέφερε ο κατηγορούμενος, που απολογήθηκε στη Δικαιοσύνη στις 6 Ιανουαρίου για τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και της απόπειρας ληστείας.
Όσο για το βράδυ του φόνου, κατά το οποίο οι προφυλακισμένοι Στεφάν Ματασαρεάνου και Κοσμίν Γκαϊτάν (σ.σ. επίσης αρνείται τις κατηγορίες), σύμφωνα με το κατηγορητήριο “φοβούμενοι για την μετέπειτα καταδίωξή σας από τις αρχές, ευρισκόμενοι σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, τον χτυπήσατε στην κοιλιά, στο κεφάλι και τον στραγγαλίσατε δια χειρών, με αποτέλεσμα το θάνατό του”, αρνήθηκε οποιαδήποτε εμπλοκή του.
Εξιστορώντας τα γεγονότα, ισχυρίστηκε ότι μαζί με το συγκατηγορούμενό του μπήκαν περίπου στις 17:30 στην πολυκατοικία του άτυχου συγγραφέα, αφού προηγουμένως είχε μπει μια άλλη ένοικος: “Μπήκαμε μέσα (σ.σ. στο διαμέρισμα) χαιρετηθήκαμε και μου είπε ότι ανέβηκε στο σπίτι για να πάρει κάτι. Του ζήτησα 20 ευρώ για να βγω το βράδυ. Αυτός αρνήθηκε να μου δώσει χρήματα, εκνευρίστηκε και μου είπε ότι όλοι σας μου ζητάτε λεφτά. Τότε εγώ του είπα ότι δεν χρειάζεται να μου φωνάζεις γιατί πάντα εσύ με βοηθάς. Το θύμα κατόπιν μου ζήτησε να φύγουμε διότι είχε κάποιο ραντεβού. Κατόπιν μίλησα στα ρουμάνικα στον Κοσμίν και του είπα, πάμε να φύγουμε. Εγώ άνοιξα την πόρτα για να φύγω, χαιρέτησα το θύμα, πλην όμως ο Κοσμίν δεν με ακολούθησε χωρίς να καταλάβω το λόγο. Κατέβηκα από τις σκάλες γιατί το ασανσέρ δεν βρισκόταν στον όροφο και περίμενα τον Κοσμίν στην είσοδο. Κατέβηκε δέκα λεπτά αργότερα και τον ρώτησα εάν κατάφερε κάτι, δηλαδή εάν το θύμα του έδωσε λεφτά. Ήταν ανήσυχος δηλαδή κάπως σκεπτικός, είχε αλλάξει η διάθεση του”.
Προσθέτει δε, ότι δέκα ημέρες μετά, αφού είχε πλέον γίνει γνωστός ο θάνατος του Μ. Κουμανταρέα, συναντήθηκε με τον Κοσμίν Γκαϊτάν, ο οποίος και τον απείλησε, προκειμένου να μην αναφέρει τίποτα στις αρχές: “Μου είπε «ό,τι και να γίνει, δεν θα πεις τίποτα» και συνέχισε λέγοντας «ξέρεις με τι παρέες συναναστρέφομαι» εννοώντας μεταξύ άλλων ένα Σύριο φίλο της αδελφής του, ο οποίος αναζητείται από την αστυνομία. Με τη συμπεριφορά του ένιωσα να απειλούμαι σοβαρά”.
Τι είχε πει στην Ασφάλεια
Όμως σχεδόν το σύνολο της απολογίας του στην ανακρίτρια ήρθε σε πλήρη αντίθεση με τα όσα είχε υποστηρίξει ελάχιστες ώρες πριν, αυτή τη φορά στην Ασφάλεια, όπου και μίλησε για τον καβγά του με το Μ. Κουμανταρέα.
Συγκεκριμένα, είπε:
* “Όταν ήμασταν στο σαλόνι, ζήτησα από το Μένη δανεικά 20 – 30 ευρώ για να μπορέσω να πάω με το φίλο μου (Κοσμίν Γκαϊτάν) για ποτό μετά στο κλαμπ. Αυτός τότε μου φώναξε και μου είπε ότι τον έχουν ζαλίσει και όλοι του ζητάνε λεφτά. Δεν του είπα κάτι, αλλά αυτός συνέχιζε να λέει ότι την ίδια μέρα τον πήρε ένας άλλος και του ζήτησε δανεικά 2.000 – 3.000.
Τότε μίλησα στα ρουμάνικα στον Κοσμίν και του είπα να πάμε να φύγουμε. Ο Μένης όμως νόμισε ότι τον βρίζω, γιατί δεν μου έδωσε λεφτά και άρχισε να φωνάζει. Τότε του είπα ότι δεν τον έβρισα, αλλά είπα του Κοσμίν να φύγουμε. Εκείνος όμως συνέχιζε να φωνάζει και εγώ τσατίστηκα και τον έσπρωξα με το ένα μου χέρι. Δεν ήθελα να του κάνω κανένα κακό, ούτε τον χτύπησα.
Ο Μένης έπεσε δίπλα από μία πολυθρόνα και τον άκουσα που έβγαλε ένα βογγητό σαν “αχ”. Έμεινε εκεί πεσμένος και δεν τον είδα να σηκώνεται. Τότε εγώ τσαντισμένος, είπα του Κοσμίν να φύγουμε και βγήκαμε από το διαμέρισμα. Δεν έψαξα τίποτα και δεν πήρα χρήματα ή κοσμήματα που μου λέτε. Μόλις βγήκα από το διαμέρισμα, από τα νεύρα μου έπιασα ένα φωτιστικό, που είχε ο Μένης και το γύρισα να φέγγει προς τα πάνω”.
Στην ίδια κατάθεση στην αστυνομία υποστήριξε πως την επομένη, όταν πληροφορήθηκε για το θάνατο του συγγραφέα, συναντήθηκε σε καφετέρια με το συγκατηγορούμενό του. Όπως ανέφερε, “καθίσαμε και λέγαμε πώς γινόταν με μια σπρωξιά να σκοτωθεί ο Μένης και δεν το πιστεύαμε. Τελικά, αποφασίσαμε να μην πούμε σε κανέναν τίποτα”.
Επεσήμανε βέβαια, την αγάπη του για το θύμα, λέγοντας ότι “δεν ήθελα να του κάνω κακό και μάλιστα τον αγαπούσα γιατί με είχε βοηθήσει πολλές φορές. Δεν μπορώ να πιστέψω αυτό που έγινε, και ότι μπορεί να το έκανα εγώ αυτό. Στο σπίτι δεν πήγα να κλέψω, απλά για να του πω ένα γεια. Αν θα ήθελα να κλέψω το Μένη θα μπορούσα να το κάνω πολύ άνετα γιατί έχω κοιμηθεί σπίτι του”.