Υπόθεση Έλενας Φραντζή: Η σεξουαλική κακοποίηση από τον ιερέα – θετό της πατέρα, η χλεύη και ο θάνατος
Συνεχίζεται ο σάλος γύρω από τον θάνατο της 29χρονης στην Κύπρο, η οποία από την ηλικία των τεσσάρων ετών βίωνε τη σεξουαλική κακοποίηση - Τι δήλωσε ο θετός της "πατέρας"
- 29 Μαρτίου 2018 10:12
Νέες συγκλονιστικές αποκαλύψεις έρχονται στο φως της δημοσιότητας για το δράμα που βίωσε εν ζωή η αδικοχαμένη Έλενα Φραντζή που πέθανε στα 29 της χρόνια, μόνη και αβοήθητη. Ο χλευασμός που αντιμετώπισε ακόμη και όταν το δικαστήριο επιβεβαίωσε τα όσα η ίδια έλεγε, στέλνοντας στη φυλακή τον ιερέα που την κακοποιούσε σεξουαλικά, αλλά και το γεγονός ότι παρέμεινε νεκρή για τρεις μέρες στο διαμέρισμά της μέχρι να εντοπιστεί, καταμαρτυρεί τη μοναξιά που βίωνε.
Τα όσα επίσης αποκάλυψε χθες δημοσίευμα του «Φιλελεύθερου» της Κύπρου από τα πρακτικά της Ιεράς Συνόδου που αφορούν στην υπόθεση της Έλενας, προκάλεσαν νέους τριγμούς στην άρχουσα εκκλησία αλλά και παρέμβαση του πρόεδρου της Επιτροπής Λανζαρότε για προστασία των παιδιών από σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, Γιώργου Νικολαΐδη.
Με δηλώσεις του στα μέσα ενημέρωσης, απέρριψε τους ισχυρισμούς ότι η έρευνα του για λογαριασμό της Ιεράς Συνόδου σχετικά με την υπόθεση της κακοποίησης της Έλενας Φραντζή, αθώωνε τον ιερέα. Όπως είπε ο ειδικός ψυχίατρος, έγινε ακριβώς το αντίθετο, αφού σε αυτήν καταγράφεται πως η άτυχη κοπέλα υπέστη σωματική και ψυχολογική βία και ότι η αφήγησή της σχετικά με τη σεξουαλική κακοποίηση φαινόταν αληθής. Σημείωσε ωστόσο ότι στην έκθεση καταγράφεται ότι κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος τι ακριβώς είχε συμβεί πριν από 15 χρόνια. Στο ΡΙΚ τόνισε επίσης ότι δεν γνωρίζει με ποιο σκεπτικό η Ιερά Σύνοδος αθώωσε τον ιερέα, επιλέγοντας να σταθεί σε μια πρόταση της έκθεσής του και όχι στα υπόλοιπα σημεία. Όπως τόνισε, εκκλησία και γραφείο ευημερίας, όχι μόνο απέτυχαν να προστατεύσουν ένα πολύ ευάλωτο παιδί, αλλά το εξέθεσαν σε μεγάλους κινδύνους και περιπέτειες.
Η ψυχολόγος, εξάλλου, Μαρία Περδικογιάννη ανέφερε ότι όταν αποφάσισε η Έλενα να καταγγείλει στην Αστυνομία το έγκλημα εις βάρος της 15 χρόνια μετά, δέχθηκε τεράστια επίθεση από την κοινότητα. Όπως είπε, την παρακολουθούσε στα 20 της χρόνια και την είχε παροτρύνει να μιλήσει τότε για τα όσα βίωνε στο σπίτι του ιερέα, για να προστατευθούν τα άλλα παιδιά που διέμεναν στο ίδιο σπίτι, στην περίπτωση που η συγκεκριμένη οικογένεια κακοποιούσε και άλλα παιδιά. Με το που μίλησε, έριξαν το φταίξιμο πάνω της και η ψυχολογική της κατάσταση ήταν πολύ χάλια. Όταν καταδικάστηκε ο ιερέας, πάλι ένιωσε αρνητικά συναισθήματα και χλευασμό από τον κόσμο, διότι δεν την πίστευαν ότι έγινε τέτοιο πράγμα.
Ήθελε να δει και το κράτος στο εδώλιο
Συμπαραστάτης, συνοδοιπόρος και στήριγμα της Έλενας Φραντζή στην πορεία της για δικαίωση, ήταν ο δικηγόρος Μαρίνος Κλεάνθους ο οποίος της προσέφερε εντελώς αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες του και κράτησε μαζί της φιλικές σχέσης, όχι μόνο στη διάρκεια της δικαστικής μάχης αλλά και μετά.
Σε δηλώσεις του για την τραγική ιστορία αποκάλυψε πτυχές της που πράγματι συγκλονίζουν και αποκαλύπτουν τον χαρακτήρα, τις φοβίες, τις ανασφάλειες της Έλενας. «Αγωνιστήκαμε μαζί για χρόνια σε αυτή την υπόθεση, όμως η Έλενα δεν πρόλαβε να δει την πλήρη δικαίωσή της. Με την καταδίκη του ιερέα, καταφέραμε να κάνουμε μαζί ένα μεγάλο βήμα» τόνισε.
Όπως είπε στη συνέχεια, η Έλενα είχε πολλές ανασφάλειες και φοβόταν να εμπιστευθεί ανθρώπους. Ακόμη και η μητέρα της, λίγο προτού πεθάνει, της είχε πει ότι κανένας δεν θα την πιστέψει. «Με πολύ προσπάθεια καταφέραμε τελικά να εμπιστευθεί εμένα και τις Αρχές, με αποτέλεσμα να έχει μια κατάληξη αυτή η υπόθεση και αυτό για μένα είναι πολύ σημαντικό».
Αναφερόμενος στον χαρακτήρα της Έλενας, ο δικηγόρος της λέει ότι είχε ανασφάλειες και φοβίες, όμως δεν επιθυμούσε εκδίκηση. «Ήθελε απλώς τιμωρία. Ήθελε πάρα πολύ να δει να τιμωρείται και η παπαδιά, όμως δεν πρόλαβε να δει κάτι τέτοιο δυστυχώς. Επίσης, ήθελε πάρα πολύ να δει το κράτος να κάθεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου για τα λάθη και τις παραλήψεις του Γραφείου Ευημερίας. Ήθελε επίσης έστω και ένα ευρώ αποζημίωση, όχι για οικονομικούς λόγους, διότι για να είμαστε ειλικρινείς, είχε οικονομική στήριξη συνεχή από τον μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής Ησαΐα. Έτσι, παρά τις άλλες ανασφάλειές της, δεν ένιωθε και οικονομική ανασφάλεια. Ήθελε να βγει μια απόφαση που να λέει: Κράτος, δίνεις ένα ευρώ αποζημίωση σε αυτήν την κοπέλα, διότι τόσα χρόνια, από τη δεκαετία του ’70 που παρακολουθείς την οικογένειά της, μέχρι την τρίτη γενιά της, δυστυχώς δεν κατάφερες να τη χειριστείς κατάλληλα».
Ο ίδιος αποδίδει την έκβαση της υπόθεσης με την καταδίκη του ιερέα, στη Νομική Υπηρεσία του κράτους που την χειρίστηκε. «Φανήκαμε τυχεροί, διότι η Αστυνομία έκανε πολύ καλή δουλειά στη συγκεκριμένη υπόθεση. Ξέρεις τι σημαίνει να κάνει η Αστυνομία έκθεση στη νομική υπηρεσία και να εισηγείται δίωξη με μόνη μαρτυρία την κατάθεση της Έλενας; Μεγάλη υπόθεση» τονίζει.
Μίλησε ο παπάς
Ο δημοσιογράφος του Active Παναγιώτης Δημόπουλος, συναντήθηκε χθες με τον ιερέα Στυλιανό Σάββα, ο οποίος του δήλωσε ότι είναι αθώος και είπε χαρακτηριστικά ότι «Εγώ, η Έλενα και ο Θεός ξέρουμε την αλήθεια». Όπως είπε, τα όσα βιώνει είναι μια δοκιμασία την οποία δέχεται με υπομονή και αγάπη. Επέμεινε επίσης ότι είναι αθώος και δεν αισθάνεται ένοχος.
‘Τα πρακτικά με δικαιώνουν’
Πρόθεση του μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής Ησαΐα είναι να ανοίξει ξανά ο φάκελος της υπόθεσης του ιερέα της περιφέρειάς του, ο οποίος ενέχεται σε άσεμνη συμπεριφορά κατά ανηλίκου, και να επιληφθεί εκ νέου του θέματος η Ιερά Σύνοδος.
Όπως αναφέρει σε ανακοίνωση προς «αποκατάσταση της αλήθειας», με αφορμή τη δημοσίευση στον «Φιλελεύθερο» τηες Κύπρου αναφορών μελών της Ιεράς Συνόδου, σε σχέση με την υπόθεση ιερέως της μητροπολιτικής του περιφέρειας, ο οποίος ενέχεται σε άσεμνη κατά ανηλίκου συμπεριφορά, ο ίδιος ισχυρίζεται ότι τα εν λόγω δημοσιεύματα στην πραγματικότητα δικαιώνουν τη στάση του σε σχέση με την εξέλιξη της όλης υπόθεσης.
Με βάση τα δεδομένα αυτά, υποστηρίζει, «αποδεικνύεται περίτρανα ο από μέρους μου ορθός χειρισμός του όλου ζητήματος και αποκαθίσταται η αλήθεια, σε ό,τι αφορά την τελική απόφασή μου, λόγω δικαστικού αδιεξόδου από μέρους της Ιεράς Συνόδου, να εξαναγκασθώ και να εισηγηθώ την απόσυρση της υπόθεσης και να εφαρμόσω τις σχετικές πρόνοιες των Κανονισμών του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου».
Επιπρόσθετα, ισχυρίζεται ότι «η επιλεκτική και αποσπασματική (κατά τον ισχυρισμό του) δημοσίευση των εν λόγω πρακτικών και των αποσπασματικών θέσεων μελών της Ιεράς Συνόδου, μπορεί να οδηγήσει στην παραπληροφόρηση και την αλλοίωση των πραγματικών γεγονότων». Με προκλητικό τρόπο, προσθέτει ότι οδηγείται, ακόμη, και στη σκέψη, «μήπως ο τρόπος αυτός δεν υπηρετεί την αλήθεια αλλά στοχεύει σε αλλότριους σκοπούς».
Αργότερα την ίδια μέρα, εξέδωσε συμπληρωματική διευκρινιστική ανακοίνωση, αναφέροντας: «Επειδή εκφράζεται η ανάγκη διευκρίνισης της τελικής πρότασής μου στην Ιερά Σύνοδο, μετά το δικαστικό αδιέξοδο, το οποίο με υποχρέωσε στην αποκατάσταση του ιερέως, παραπέμπω στην αναφορά του δημοσιεύματος της εφημερίδος “O Φιλελεύθερος”, εις το οποίον αναφέρω επ’ ακριβώς τον πνευματικό τρόπο της οικονομίας, που εζήτησα, για να μπορέσω, επαναφέροντας τον ιερέα, να εφαρμόσω τους κανόνες του κράτους, οι οποίοι ανέφεραν περιοριστικά μέτρα. Ως εκ τούτου, αυτή η πρόταση δεν ήταν η αιτία της απόφασης της Ανακριτικής Επιτροπής, όπως αφήνεται να εννοηθεί στο δημοσίευμα, αλλά το αποτέλεσμα της αναγκαστικής αποκατάστασής του και η πρότασή μου με θεολογικό τρόπο, η οποία υπεδείκνυε το πώς πρέπει να γίνει αυτό με εκκλησιαστικό πνεύμα».
Στο δικαστήριο η πρεσβυτέρα
Ποινική υπόθεση κατά της ανάδοχης μητέρας της Έλενας Φραντζή, η οποία κατηγορείται για τα αδικήματα της επίθεσης και πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης σε βάρος της, έχει καταχωρήσει η Νομική Υπηρεσία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Αυτό αναφέρει σε τοποθέτησή της σε σχέση με την υπόθεση της άτυχης 29χρονης η Νομική Υπηρεσία, μετά τα όσα έρχονται στο φως για τον συνολικό χειρισμό που έτυχε. Σύμφωνα με τη Νομική Υπηρεσία, μετά την καταγγελία της Έλενας Φραντζή, η Αστυνομία προχώρησε σε διερεύνηση και ο αστυνομικός φάκελος διαβιβάστηκε στη Νομική Υπηρεσία περί τον Ιούνιο του 2011 με εισήγηση την ποινική δίωξη του κατηγορούμενου αναδόχου πατέρα (ιερέα) για το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης, ότι δηλαδή σε άγνωστες ημερομηνίες μεταξύ 13/12/1993 και 7/8/2000 αυτός άσεμνα επιτίθετο εναντίον της Έλενας Φραντζή. Η Αστυνομία περαιτέρω εισηγείτο και την ποινική δίωξη της συζύγου του κατηγορούμενου (πρεσβυτέρας) για τα αδικήματα της επίθεσης και πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης εις βάρος της Έλενας Φραντζή, πλην όμως ο τέως Γενικός Εισαγγελέας στη βάση του συλλεχθέντος μαρτυρικού υλικού αποφάσισε τη μη άσκηση δίωξης εναντίον της, όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση.
Για τη λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας που είχε υπό την εποπτεία της τη συγκεκριμένη οικογένεια κρίθηκε ότι δεν υπήρχε επαρκής μαρτυρία εναντίον της για τη στοιχειοθέτηση ποινικού αδικήματος, σύμφωνα και με την εισήγηση της Αστυνομίας.
Σύμφωνα με τη Νομική Υπηρεσία, μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας εναντίον του κατηγορούμενου (ιερέα) η υπόθεση επαναξιολογήθηκε και ο νυν Γενικός Εισαγγελέας έδωσε οδηγίες για δίωξη της συζύγου του κατηγορούμενου για τα αδικήματα της επίθεσης και πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης. Όπως αναφέρεται, ασκήθηκε ποινική δίωξη και η υπόθεση εκκρεμεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο για εκδίκαση.
Σημειώνεται ότι για το θέμα της δίωξης της πρεσβυτέρας, είχε προβεί σε επισημάνσεις στην απόφασή του το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την έφεση που άσκησε ο καταδικασθείς ιερωμένος σε 18μηνη ποινή φυλάκισης.
Στο μεταξύ, ο ιερέας προέβη προχθές το πρωί σε καταγγελία στον αστυνομικό σταθμό Λακατάμιας ότι δέχεται ενοχλητικά τηλεφωνήματα. Ο ιερέας προσήλθε στον αστυνομικό σταθμό και παρόλο που δεν θέλησε να δώσει κατάθεση, καταχωρήθηκε η αναφορά του πως τις τελευταίες ημέρες άρχισαν άγνωστοι να του τηλεφωνούν στο κινητό του τηλέφωνο. Επίσης ανέφερε ότι έλαβε ένα γραπτό απειλητικό μήνυμα στο κινητό του. Η Αστυνομία, παρόλο που δεν έχει στα χέρια της γραπτή καταγγελία, εντούτοις εξετάζει την αναφορά του και του ζήτησε να αποφασίσει κατά πόσο θα δώσει τη συγκατάθεσή του ώστε να γίνουν εξετάσεις μέσω του τηλεφωνικού του παρόχου για να εντοπιστούν όσοι διενεργούν ενοχλητικά τηλεφωνήματα.