Είναι τελικά η Εκκλησία ο “κακομαθημένος” θεσμός του κράτους;
Ο κοινωνιολόγος της θρησκείας, δρ Αλέξανδρος Σακελλαρίου, γράφει για την Εκκλησία και τη σχέση της με το Κράτος και την εξουσία εν καιρώ πανδημίας.
- 06 Ιανουαρίου 2021 07:41
Τις τελευταίες ημέρες αναζωπυρώθηκε η συζήτηση σχετικά με τους περιορισμούς που επέβαλε η κυβέρνηση λόγω της πανδημίας του κορονοϊού στους οποίους συμπεριελήφθη και η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, η οποία διαφώνησε με την νέα απόφαση και επέλεξε να ακολουθήσει την προηγούμενη η οποία κατά την εκτίμησή της την ικανοποιούσε περισσότερο προκειμένου να μπορεί να εορτάσει τα Φώτα με ανοικτούς ναούς.
Επιλογή νόμων δηλαδή κατά το δοκούν. Το ζήτημα των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας από τότε που ξεκίνησε η πανδημία του κορονοϊού δύναται να προσφέρει πολύτιμο υλικό για μελέτη και ανάλυση. Ορισμένα σημεία που είναι άξια αναφοράς είναι τα εξής.
Αρχικά, η θεώρηση ότι η Ορθόδοξη πίστη βρίσκεται υπό διωγμό κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορoνοϊού αποτελεί ένα ξεκάθαρα υπερβολικό και ιδεολογικοποιημένο ρητορικό σχήμα που δεν μπορεί να τεθεί υπό τη βάσανο της οποιασδήποτε συστηματικής και έλλογης ανάλυσης. Προέρχεται συνειδητά ή ασυνείδητα από ανθρώπους και ομάδες που είτε αγνοούν το τι πραγματικά σημαίνει διωγμός είτε αρέσκονται να καθιστούν και να εμφανίζουν τον εαυτό τους ως θύμα και μάρτυρα και κατά συνέπεια δεν είναι δυνατόν να τεθούν υπό περαιτέρω μελέτη.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα παράμετρος που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι η σύγκριση με κάτι το όμοιο, δηλαδή με άλλες θρησκευτικές ομάδες και κοινότητες. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι καταπατήθηκαν τα δικαιώματα των Ορθόδοξων εφόσον οι κρατικές αποφάσεις και τα περιοριστικά μέτρα αφορούσαν μόνο την Ορθόδοξη Εκκλησία. Όπως όμως είναι γνωστό, εκτός του ότι ορισμένες κοινότητες, όπως η Ευαγγελική Εκκλησία, είχαν λάβει από μόνες τους και νωρίτερα περιοριστικά μέτρα, οι κρατικοί περιορισμοί αφορούσαν όλες τις θρησκευτικές κοινότητες ανεξαιρέτως. Ούτε αυτό το επιχείρημα μπορεί να θεωρηθεί επαρκές καθώς δεν αποδεικνύεται από τα δεδομένα, τα οποία καταγράφηκαν στη διάρκεια των περιορισμών, η οποιαδήποτε διάκριση εις βάρος της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η επόμενη παράμετρος είναι ενδεχομένως και η πιο ουσιαστική και σημαντική και διατυπώνεται με το εξής ερώτημα:
Περιορίστηκε εν τέλει το όποιο δικαίωμα των πιστών και επιτρέπεται να συμβεί αυτό ακόμα και υπό έκτακτες περιστάσεις; Επ’ αυτού γράφτηκαν και ειπώθηκαν πάρα πολλά τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό και όχι μόνο για το δικαίωμα του θρησκεύεσθαι. Αρκετοί ήταν εκείνοι που κατέθεσαν τους προβληματισμούς τους για την περιστολή των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των ανθρώπων στο όνομα της δημόσιας υγείας και του συλλογικού συμφέροντος. Παρά ταύτα, η συζήτηση για την περιστολή της θρησκευτικής ελευθερίας σε σχέση με τη δημόσια υγεία δεν είναι και τόσο πρόσφατη όσο ορισμένοι θεωρούν ούτε συνδέεται μόνο με την πανδημία του κορωνοϊού. Ήδη από τη δεκαετία του 1950 το θέμα έχει καταγραφεί και, όπως έχει ορθά υποστηριχθεί, υπάρχει μια ουσιώδης διάκριση που πρέπει να λαμβάνει χώρα. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι πράγματι απόλυτη και αδιαπραγμάτευτη και δεν μπορεί να τεθεί υπό περιορισμό, όπως και δεν περιορίστηκε καθόλου στη διάρκεια της πανδημίας για τους Ορθόδοξους και για τους πιστούς όλων των θρησκειών.
Η άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων είναι εκείνη που περιορίστηκε στη διάρκεια της πανδημίας και αυτή όχι απολύτως, όπως αναφέρεται στο άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας), στο οποίο σημειώνεται με σαφήνεια ότι υφίσταται δυνατότητα περιορισμού υπό ορισμένες συνθήκες, προφανώς δε αυτό είναι απαραίτητο σε έκτακτες περιστάσεις. Κατά συνέπεια, η θρησκευτική ελευθερία είναι ένα θεμελιώδες δικαίωμα αλλά, ενώ η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και πίστης είναι απόλυτη, η ελευθερία της άσκησης των θρησκευτικών καθηκόντων δεν μπορεί να είναι ούτε απόλυτη ούτε απεριόριστη. Και υπό αυτήν την προσέγγιση, δηλαδή, θα πρέπει να θεωρηθεί μάλλον υπερβολικό το επιχείρημα περί καταπάτησης της θρησκευτικής ελευθερίας, ιδίως από τη στιγμή που τα ληφθέντα μέτρα είναι συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος και αφορούν όλες τις θρησκευτικές κοινότητες.
Ένα τελευταίο σημείο κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί. Δημιουργήθηκε όλη η προαναφερόμενη έντονη συζήτηση για το δικαίωμα στη θρησκευτική ελευθερία χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι και άλλα δικαιώματα περιορίστηκαν κατά την περίοδο της πανδημίας.
Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι η εκπαίδευση. Κανένας γονιός όμως και καμία ομάδα δεν διαμαρτυρήθηκε και δεν προσέφυγε νομικά για το δικαίωμα στην εκπαίδευση, το οποίο προστατεύεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο πρώτο πρόσθετο πρωτόκολλο, στο άρθρο 2, από την Οικουμενική διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου, στο άρθρο 26 και βέβαια από τη σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού, στο άρθρο 28. Παρά ταύτα, όταν έκλεισαν τα σχολεία για αρκετές ημέρες και έως ότου να οργανωθεί η εξ αποστάσεως εκπαιδευτική διαδικασία τα παιδιά όλων των ηλικιών δεν παρακολουθούσαν μαθήματα. Εκτός αυτού, η κοινότητα της τάξης είναι θεμελιώδης για την εκπαιδευτική διαδικασία, τη μάθηση και την κοινωνικοποίηση των παιδιών, αλλά διεκόπη μέχρι τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2020 για τα δημοτικά σχολεία και ξανά από τα μέσα Νοεμβρίου έως και σήμερα. Δεν καταπατήθηκε λοιπόν το δικαίωμα στην εκπαίδευση επειδή τα παιδιά έχασαν αρκετές ημέρες μαθημάτων ή επειδή λάμβαναν τη διδασκαλία μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή; Προκύπτει άραγε από κάποια ηθική αρχή ότι η εκπαίδευση αποτελεί «κατώτερο» δικαίωμα από την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων; Αξίζει να αναφερθεί ότι πολλοί κάνουν λόγο και για την περίφημη αναλογικότητα, όταν αναφέρονται στο κλείσιμο των εκκλησιών, η οποία προφανώς και θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Σε αυτήν την περίπτωση όμως θα έπρεπε να ανοίξουν και άλλες δραστηριότητες, όπως τα σχολεία (δικαίωμα στην εκπαίδευση) και όλοι οι επαγγελματικοί χώροι (δικαίωμα στην εργασία).
Το ερώτημα που ανακύπτει βέβαια είναι γιατί αντιδρά η Εκκλησία κατ’ αυτόν τον τρόπο στα εν λόγω μέτρα; Η κύρια απάντηση βρίσκεται στις σχέσεις εξουσίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί προνομιακή τη θέση της και αυτήν τη θεωρούμενη προνομιακή θέση προσπαθεί να υπερασπιστεί, αδυνατώντας να τεθεί στην ίδια θέση με τους Μουσουλμάνους, τους Ευαγγελικούς ή τους Μάρτυρες του Ιεχωβά ή με άλλες επαγγελματικές ομάδες. Η εν λόγω εκλαμβανόμενη ως προνομιακή θέση της Εκκλησίας θεωρείται ότι της παρέχει και το δικαίωμα να αποτελεί συνομιλητή του κράτους και της πολιτικής εξουσίας και κατά κάποιον τρόπο να συναποφασίζει. Τα παραδείγματα είναι αμέτρητα από το μακρινό και το πρόσφατο παρελθόν, και μπορεί να θυμηθεί κανείς το ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, τη διδασκαλία του μαθήματος της ιστορίας και της σεξουαλικής αγωγής στα σχολεία, εθνικά θέματα, όπως τα ελληνοτουρκικά και το Μακεδονικό, και πολλά άλλα. Η πανδημία του κορωνοϊού έρχεται να προστεθεί σε αυτήν την ιστορική αλυσίδα. Η Εκκλησία, δηλαδή, καταλήγει ένας κατεξοχήν θεσμός εξουσίας, που εκτός από την θρησκευτική επιδιώκει να διαχειρίζεται και την πολιτική εξουσία, κάτι που ανάγεται ήδη στη Ρωμαϊκή εποχή.
Αν μπορούσε κανείς να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα βάσει όσων έχουν λάβει χώρα έως τώρα θα ήταν η παράφραση του τίτλου ενός πολύ γνωστού ιστορικού βιβλίου: Η Εκκλησία είναι ο κακομαθημένος θεσμός του κράτους. Από την άλλη μεριά η πολιτική εξουσία της άφησε μεγάλη ευχέρεια αποφάσεων και πρωτοβουλία κινήσεων, ενώ δεν έδωσε την ίδια δυνατότητα σε κανέναν άλλον θεσμό, δημόσιο ή ιδιωτικό. Για παράδειγμα, αν και τα πανεπιστήμια αυτοδιοικούνται, δεν τους δόθηκε καμία δυνατότητα να αποφασίσουν αν θα κλείσουν ή όχι ούτε ποια μέτρα θα λάβουν, αντίθετα τους επιβλήθηκε το κλείσιμο, όπως βέβαια και στα σχολεία. Αυτή την πολιτική αβουλία και υποχωρητικότητα της πολιτικής εξουσίας απέναντι στην Εκκλησία που εξετράφη εδώ και πολλές δεκαετίες, ενδεχομένως από τη θεμελίωση του ελληνικού κράτους και εξής, εξακολουθούμε να πληρώνουμε ως κοινωνία σε πολλαπλά επίπεδα.
Το who is who
Ο Αλέξανδρος Σακελλαρίου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλοσοφία, Παιδαγωγική και Ψυχολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου Αθηνών και Κοινωνιολογία και Κοινωνική Ψυχολογία σε µεταπτυχιακό επίπεδο στο Πάντειο Πανεπιστήµιο, όπου και αναγορεύθηκε διδάκτωρ Κοινωνιολογίας (2008) στο επιστηµονικό πεδίο της Κοινωνιολογίας της Θρησκείας.
Από το 2016 διδάσκει στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήµιο, ως Συνεργαζόµενο Εκπαιδευτικό Προσωπικό, στο προπτυχιακό πρόγραµµα «Σπουδές στον Ευρωπαϊκό Πολιτισµό», και από το 2011 εργάζεται στο Πάντειο Πανεπιστήµιο ως ερευνητής σε ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράµµατα. Έχει διδάξει το µάθηµα «Μορφές σύγχρονης θρησκευτικής βίας» στο Πάντειο Πανεπιστήµιο (Τµήµα Κοινωνιολογίας) στο πλαίσιο της απόκτησης ακαδηµαϊκής εµπειρίας και έχει εκπονήσει µεταδιδακτορική έρευνα µε θέµα «Μορφές αθεΐας στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία» (2020). Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαµβάνουν την κοινωνιολογία της θρησκείας και της αθεΐας (θρησκευτικές κοινότητες, θρησκευτικές ταυτότητες), την κοινωνιολογία της νεολαίας, τη ριζοσπαστικοποίηση και τις ποιοτικές µεθόδους έρευνας. Είναι µέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώµατα του Ανθρώπου.
Το βιβλίο του Θρησκεία και Πανδημία στην Ελληνική Κοινωνία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις iwrite.
Διαβάστε τις Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο, με την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του News247.gr.