Έξαρση βίας, βαριές ποινές και ψυχολογικοί παράγοντες. Πώς συνδέονται τελικά;
Διαβάζεται σε 5'Η συνεχής επαφή του κοινού και ειδικά των νέων με λεπτομέρειες στυγερών εγκλημάτων μέσω των ΜΜΕ και των social media, παίζει επιβαρυντικό ρόλο.
- 27 Ιανουαρίου 2024 07:00
Κάθε φορά που συντελείται ένα έγκλημα που συνταράσσει την κοινή γνώμη όπως μια – ακόμη – γυναικοκτονία ή ένας βιασμός δεν είναι λίγοι εκείνοι που τόσο σε ιδιωτικές συζητήσεις όσο και δημόσια στα social media ζητούν από αυστηροποίηση των ποινών μέχρι και επαναφορά της θανατικής καταδίκης.
Αμφότερα επανέρχονται στις συζητήσεις ως μέσα παραδειγματικής τιμωρίας των εγκληματιών και ως μοναδικά αποτρεπτικά στην τέλεση τέτοιων αδικημάτων, καθώς κυριαρχεί η άποψη οτι ένα ήπιο ποινικό σύστημα δρα ενθαρρυντικά στη τέλεση νέων αδικημάτων. Πόσο όμως ένας τέτοιος ισχυρισμός ευσταθεί; Και πόσο η επιστήμη της ψυχολογίας μπορεί να εξηγήσει αυτά τα φαινόμενα;
Σε πλείστες όσες έρευνες, ακόμη και σε χώρες που έχουν σε ισχύ και την θανατική ποινή όπως οι ΗΠΑ σε πολλές πολιτείες, έχει καταδειχθεί ότι η αυστηροποίηση των ποινών σε καμία περίπτωση δεν συμβάλει στην άμβλυνση των φαινομένων βίας.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι σε έκθεση που δημοσιεύτηκε το 2016 από το Ινστιτούτο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ καταγράφηκε ότι πιο βαριές ποινές ή και η θανατική ποινή δεν οδηγούσαν σε μείωση της εγκληματικότητας. Μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις εντός φυλακής οι δράστες βυθιζόταν ολοένα και περισσότερο στην παραβατική ζωή. Ωστόσο ο φόβος της σύλληψης, ακόμη και αν αφορούσε έκτιση μικρών ποινών, ήταν εκείνος που οδηγούσε πραγματικά σε αποτροπή της εγκληματικής ενέργειας.
Σε παρόμοια συμπεράσματα καταλήγει και η προ-covid Έκθεση της Γενικής Διεύθυνσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Κράτους Δικαίου καθώς και τα στατιστικά της Αστυνομίας τα οποία δεν δείχνουν, παρά την υπερπροβολή από τα ΜΜΕ διαφόρων εγκλημάτων, καμία ουσιώδη διαφορά στον αριθμό τέλεσης ανθρωποκτονιών αν συγκρίνουμε εποχές που τα ισόβια “ήταν ισόβια” και την σημερινή ηπιότερη ποινική απειλή – αντίθετα, το 2020 ο αριθμός ήταν κάτω από το μέσο όρο όλων των προηγούμενων ετών.
Παρότι η εγκληματικότητα αποτελεί ένα ζήτημα με πολυπαραγοντικές αιτίες που αφορούν και το κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι- φτώχεια, αποκλεισμός, ανισότητα, έλλειψη παιδείας και πρόσβασης σε δραστηριότητες, θα ήθελα να σταθούμε λίγο παραπάνω στους ψυχολογικούς παράγοντες.
Η ψυχολογική διάσταση
Ψυχολογικά λοιπόν εξέχουσα θέση στην μελέτη των εγκλημάτων έχει η θεωρία του διακεκριμένου θεμελιωτή την θεωρίας της κοινωνικής μάθησης- ψυχολόγου Albert Bandura. Ο Bandura υποστήριξε οτι η βία και η επιθετικότητα μαθαίνονται μέσω μιας διαδικασίας “μοντελοποίησης συμπεριφορών”.
Ως εκ τούτου η βία μαθαίνεται μέσω της παρατήρησης των άλλων. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να τονιστεί οτι η συνεχής επαφή του κοινού και ειδικά των νέων ανθρώπων εφηβικής και μετεφηβικής ηλικίας με ενδελεχείς λεπτομέρειες στυγερών εγκλημάτων μέσω των ΜΜΕ και των social media παίζει επιβαρυντικό ρόλο. Αυτό διότι κανονικοποιεί ως σύνηθες φαινόμενο τη βιαιότητα στο γύρω περιβάλλον καθώς και αυξάνει τη ροπή προς το μιμητισμό.
Η θεωρία του Bandura ενισχύεται και από μεταγενέστερες μελέτες που επιβεβαιώνουν ότι σε περιοχές με μεγαλύτερη εγκληματικότητα ολοένα και περισσότερα άτομα τείνουν να προσφεύγουν και εκείνα στη παραβατικότητα σε σχέση με περιοχές με χαμηλή ενώ η έκθεση στη βία( Huesmann & Kirwil, 2007) και η ανατροφή σε βίαια περιβάλλοντα( Heyman & Slep, 2002) αυξάνει τις πιθανότητες αυτά τα άτομα να εκδηλώσουν βίαιες και επιθετικές συμπεριφορές στο μέλλον ακόμη και εναντίων οικείων τους προσώπων. Επίσης η καραντίνα και η μετέπειτα άρση των περιοριστικών μέτρων σηματοδότησαν αντίστοιχα συσσώρευση αρνητικών συναισθημάτων, εγκλεισμού και καταπίεσης και έπειτα απελευθέρωσης και έκφρασης της οργής. Άπαντα συντέλεσαν στο να έχουμε μια ξαφνική “καταιγίδα” εγκλημάτων τόσο με την τρομακτική άνοδο των γυναικοκτονιών για τα επόμενα δύο χρόνια όσο και με σεξουαλικής φύσεως εγκλήματα.
Συμπερασματικά, είναι εξαιρετικά δύσκολο πολλώ μάλλον σε ένα περιβάλλον γενικευμένης απαξίωσης των θεσμών και αίσθησης ατιμωρησίας, οι πολίτες να μην οδηγούνται συχνά στην αξίωση βαρύτατων ποινών για τους εγκληματίες κυρίως εγκλημάτων κατά ζωής και γενετήσιας αξιοπρέπειας ώστε να ικανοποιηθεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα και να αποτραπούν μελλοντικά εγκλήματα.
Παρά την απόλυτα δικαιολογημένη και επιβεβλημένη απέχθεια και οργή που προκαλούν τα συγκεκριμένα, ως κοινωνία καλούμαστε να αναζητήσουμε τις πραγματικές αιτίες-ρίζες του κακού ώστε να επικεντρωθούμε και στην άμβλυνση αυτών των φαινομένων. Οι “κρεμάλες” επουδενί, και οι βαριές ποινές από μόνες τους, σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν λύση. Όπως καταδεικνύουν και οι έρευνες η επαρκής αστυνόμευση αλλά και κυρίως η παιδεία, το διαρκές αίτημα για πρόσβαση και μείωση των ανισοτήτων είναι σίγουρα πολύ περισσότερο αποτελεσματικά. Άλλωστε ας μη ξεχνάμε ότι το σύστημα που έχει επιλεγεί για την πρόληψη και αντιμετώπιση της εγκληματικότητας είναι το σωφρονιστικό με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Τέλος σημειώνεται ότι στο παρόν άρθρο σκόπιμα χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία τόσο από την Ελλάδα όσο και από το εξωτερικό ώστε να δοθούν όσο το δυνατόν σφαιρικότερες ερμηνείες.
*Αθηνά Μαρία Λαοπόδη, BSc psycology – MSc Cognitive & Clinical Neuroscience