Γράμμα από τη Ρώμη
Ή πως μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, τόσο κοντά στην Αθήνα, έχει καταφέρει να γίνει πόλος έλξης εκατομμυρίων τουριστών ετησίως (μελαγχολείστε λίγο)...
- 12 Ιουλίου 2007 20:49
Το φετινό καλοκαίρι με βρήκε στην Αιώνια Πόλη. Μακριά από τον αφόρητο καύσωνα και τις καταστροφικές φωτιές, να κάνω βόλτες στους δρόμους της ιταλικής πρωτεύουσας μαζί με χιλιάδες άλλους τουρίστες. Σε κάθε μεγαλούπολη που επισκέπτομαι η σύγκριση με την Αθήνα είναι ασυναίσθητη, περισσότερο με γνώμονα τα θετικά στοιχεία των άλλων πόλεων, που ίσως θα μπορούσαν να βρουν εφαρμογή και στη δική μας.
Στη Ρώμη, όμως, η σύγκριση έλαβε άλλες διαστάσεις, σχεδόν με μελαγχόλησε. Η ιταλική πρωτεύουσα είναι μια από τις πλέον ιστορικές πόλεις της Ευρώπης, όπως και η Αθήνα εξάλλου. Γεγονός που γίνεται αντιληπτό σε κάθε βήμα του εκάστοτε τουρίστα, σε αντίθεση με την πόλη μας. Ακόμη και ο πλέον αδαής αντιλαμβάνεται ότι η Ρώμη έλκει την καταγωγή της από τους αρχαίους χρόνους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ένα από τα πλέον εμβληματικά κτίριά της, το Πάνθεον.
Πρόκειται για ένα ρωμαϊκό ναό, ο οποίος χτίστηκε με εντολή του Ανδριανού στα θεμέλια ενός παλαιότερου ναού, του Αγρίππα, από το 25 π.Χ. Το μεσαίωνα έγινε εκκλησία, χρησιμοποιήθηκε ως φρούριο και φιλοξένησε τους τάφους του Ραφαήλ και βασιλέων της σύγχρονης Ιταλίας. Ο ναός δεν έπαψε ποτέ, κατά τη διάρκεια των αιώνων, να δέχεται τροποποιήσεις και βελτιώσεις από τους εκάστοτε επικεφαλής της Παπικής Εκκλησίας. Ό,τι συνέβη στο Πάνθεον όμως, συμβαίνει με όλα τα μνημεία της ιταλικής πρωτεύουσας. Μνημεία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας διατηρήθηκαν στο φυσικό τους χώρο ή μεταφέρθηκαν αλλού, πάνω σε αυτά προστέθηκαν δημιουργήματα της Αναγέννησης και της ύστερης περιόδου φτάνοντας μέχρι τη σύγχρονη εποχή, συνυπάρχοντας αρμονικά με πιο μοντέρνα κτίσματα και δίνοντας μια ακριβή εικόνα της ιστορικής συνέχειας της πόλης.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, πληροφορήθηκα την απόφαση να κατεδαφιστεί το κτίριο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου 17 καθώς και το διπλανό του, στον αριθμό 19, με την αιτιολογία ότι θα εμποδίζουν τη θέα προς την Ακρόπολη από το υπό ανέγερση Νέο Μουσείο. Το κτίσμα είναι δημιουργία του αρχιτέκτονα Βασίλη Κουρεμένου, από τη δεκαετία του ΄30, και θεωρείται ένα από τα ωραιότερα δείγματα Art Deco στην πρωτεύουσα. Για το λόγο αυτό, το κτίριο είχε κριθεί διατηρητέο ήδη από το 1978 με απόφαση του υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ ενώ χαρακτηρίστηκε έργο τέχνης από το υπουργείο Πολιτισμού το 1988.
Με νωπές τις μνήμες από τη Ρώμη, μου φαίνεται σχεδόν αδιανόητη η επιχειρηματολογία του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων ότι οι τουρίστες δεν θα έχουν τη δυνατότητα να απολαμβάνουν τη θέα της Ακρόπολης όντας μέσα στο μουσείο. Και γιατί να την απολαμβάνουν εξάλλου; Είναι μόλις δέκα λεπτά μακριά και έχουν τη δυνατότητα να ανεβούν στον Ιερό Βράχο για να την απολαύσουν εκ του σύνεγγυς. Ή καλύτερα να βγουν στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου και να απολαύσουν δύο σε ένα, θέα στην Ακρόπολη και στο κτίριο του Κουρεμένου!
Κατανοώ ότι η τουρκοκρατία είχε αρνητικά αποτελέσματα για τον πολιτισμό μας. Δεν βιώσαμε το Μεσαίωνα, κατά προέκταση δεν είχαμε την χαρά να γευτούμε την Αναγέννηση στις τέχνες και τα γράμματα. Τα αρχαία ελληνικά μνημεία, που αποτέλεσαν για τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς την αφορμή για εξέλιξη, σε εμάς αποτέλεσαν ευκαιρία για κοντόφθαλμο κέρδος. Ίσως λοιπόν δεν είναι και τόσο άξιο απορίας το πώς προσπαθούμε τώρα να υπερασπιστούμε το νέο Μουσείο της Ακρόπολης, ευελπιστώντας ενδόμυχα ότι θα κερδίσουμε έδαφος στο αίτημα επαναπατρισμού των Μαρμάρων του Παρθενώνα.
Παρά το γεγονός ότι η κατεδάφιση των κτιρίων στηρίχθηκε από έγκριτους επιστήμονες, μου είναι δύσκολο να δεχθώ ότι ως άλλη Ιφιγένεια θα θυσιάσουμε δύο κτίσματα, τα οποία εν τέλει δεν αποτελούν κίνδυνο για την επιβίωση του ίδιου του μνημείου της Ακρόπολης. Ειδικότερα όταν η Ρώμη έχει καταφέρει να συνδυάσει διαφορετικά αρχιτεκτονικά ρεύματα, χωρίς να προκαλείται η εντύπωση του γκροτέσκου ή της κακογουστιάς, αποδεικνύοντας ότι πολιτισμένος είναι εκείνος που εξελίσσεται στηριζόμενος στις ρίζες του.