Η διπλή κρίση της αγοράς εργασίας και οι αθέατοι μετανάστες εργαζόμενοι

Διαβάζεται σε 5'
Εργάτες γης στη Μανωλάδα
Εργάτες γης στη Μανωλάδα EUROKINISSI

Σε ένα επισφαλές τοπίο, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες δουλεύουν οι αθέατοι μετανάστες εργαζόμενοι αποκαλύπτουν τους κινδύνους αφενός για τους ίδιους και αφετέρου για το μέλλον της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα, που αντιμετωπίζει ήδη πρόβλημα εργατικών χεριών.

Η ελληνική αγορά εργασίας βρίσκεται αντιμέτωπη με μια διπλή κρίση: από τη μία, οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού έχουν φτάσει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, και από την άλλη, η αδήλωτη και υποδηλωμένη εργασία παραμένει εκτεταμένη, πλήττοντας τους εργαζόμενους και δημιουργώντας επιπτώσεις στην οικονομία.

Ιδιαίτερα εκτεθειμένοι σε αυτή την πραγματικότητα είναι οι μετανάστες εργαζόμενοι, που συχνά έρχονται αντιμέτωποι με διακρίσεις, επισφαλείς συνθήκες εργασίας και παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους.

Η πρόσφατη έρευνα που έκανε το SolidarityNow σε συνεργασία με το Generation 2.0 RED “Αποκαλύπτωντας τους αθέατους εργαζόμενους μετανάστες”, η οποία διεξήχθη σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη με τη συμμετοχή 228 εργαζομένων από 36 χώρες, αναδεικνύει ένα ανησυχητικό φαινόμενο: ενώ το 70% των μεταναστών εργάζονται επισήμως, πολλοί εξ’ αυτών αντιμετωπίζουν ζητήματα όπως μισθολογικές αποκλίσεις, υπερωριακή απασχόληση χωρίς αμοιβή και άρνηση καταβολής επιδομάτων. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι το 30% των ερωτηθέντων απασχολούνται σε θέσεις αδήλωτης εργασίας, κυρίως στον κατασκευαστικό κλάδο και στις οικιακές υπηρεσίες, στερούμενοι την προστασία και την ασφάλεια στην εργασία.

Οι μετανάστες χωρίς χαρτιά και όσοι δεν έχουν σταθερό νομικό καθεστώς ή δεν γνωρίζουν τη γλώσσα είναι οι πιο ευάλωτοι, καθώς έχουν περιορισμένες δυνατότητες να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους.

Ενδεικτικά, οι αιτούντες άσυλο αποτελούν το 40% των αδήλωτων εργαζομένων. Αυτή η κατάσταση δεν είναι μια παροδική δυσλειτουργία. Ο τρόπος ένταξης των μεταναστών εργαζομένων στην ελληνική αγορά εργασίας επηρεάζεται από συγκεκριμένα δομικά χαρακτηριστικά. Η εκτεταμένη παρουσία του άτυπου τομέα της οικονομίας και τα υψηλά ποσοστά αδήλωτης και υποδηλωμένης εργασίας δημιουργούν ένα περιβάλλον που ευνοεί τις παραβιάσεις εργασιακών δικαιωμάτων. Σε αυτό το πλαίσιο εργασιακής επισφάλειας προστίθεται και η πρόσφατη απόφαση να μην παραταθεί η δυνατότητα για κατάθεση αίτησης για έκδοση άδειας διαμονής για πολίτες τρίτων χωρών, οι οποίοι διέμεναν στη χώρα για τρία χρόνια και είχαν εξασφαλίσει προσφορά εργασίας.

Τα στοιχεία είναι ενδεικτικά: Το 35% των μεταναστών που αντιμετώπισαν παραβιάσεις των εργασιακών τους δικαιωμάτων δεν προέβησαν σε καμία ενέργεια.

Οι λόγοι περιλαμβάνουν τον φόβο απώλειας της δουλειάς, την άγνοια των διαδικασιών καταγγελίας, τα γλωσσικά εμπόδια και την επισφάλεια του νομικού τους καθεστώτος. Μόνο το 3% καταγγέλλει τις παραβιάσεις στις αρχές. Αυτό το στοιχείο δεν δείχνει μόνο τον φόβο των εργαζομένων, αλλά και τη γενικευμένη έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς.

Μια αγορά εργασίας όπου η παρανομία γίνεται ο κανόνας, αποθαρρύνει την ένταξη των εργαζομένων στο επίσημο σύστημα.

Η απουσία αποτελεσματικών μέτρων θα οδηγήσει πολλούς εργαζόμενους –ντόπιους και μετανάστες– να εγκαταλείψουν τη χώρα, αναζητώντας αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας αλλού. Αυτό το έχουμε ήδη δει πρόσφατα και στην περίοδο της πανδημίας, όταν σημαντικός αριθμός μεταναστών εργαζομένων πήγε στην Ιταλία, καθώς εκεί βρήκε καλύτερες αμοιβές και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Χώρες όπως η Ισπανία προχωρούν σε μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την ένταξη των μεταναστών στην αγορά εργασίας, μειώνοντας τη γραφειοκρατία και διευκολύνοντας τη νομιμοποίηση όσων εργάζονται ήδη. Με την εφαρμογή του νέου νομοθετικού πλαισίου από τον Μάιο του 2025, η Ισπανία προκειμένου να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα της αγοράς εργασίας της, απλοποίησε τις διαδικασίες για την έκδοση συγκεκριμένων αδειών διαμονής, αναδιοργάνωσε τις κατηγορίες και εναρμόνισε τις απαιτήσεις για την έκδοσή τους. Η Ελλάδα δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τέτοιες εξελίξεις αν δεν προχωρήσει στη λήψη μέτρων που θα αντιμετωπίζουν τις ανάγκες της αγοράς με αποτελεσματικούς όρους.

Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι εργαζόμενοι με μεταναστευτικό υπόβαθρο συνεισφέρουν σημαντικά στην ελληνική οικονομία, αλλά οι δεξιότητές τους συχνά υποτιμώνται ή δεν αξιοποιούνται καθόλου. Και αυτό πλήττει τόσο τους εργαζόμενους που δεν μπορούν να ασκήσουν ένα επάγγελμα με βάση τις ικανότητές τους όσο και τους εργοδότες που δεν καλύπτουν τις κενές θέσεις εργασίας. Επομένως, η δημιουργία ενός εθνικού συστήματος αναγνώρισης προσόντων και εκπαίδευσης που αποκτήθηκε στο εξωτερικό, όπως προτείνει ο ΟΟΣΑ, είναι κρίσιμης σημασίας και αναγκαία επένδυση για το μέλλον. Συνολικά, όμως, απαιτούνται ουσιαστικές και στοχευμένες παρεμβάσεις. Δεν αρκούν αποσπασματικοί έλεγχοι· χρειάζεται συστηματική εποπτεία και πραγματική εφαρμογή της νομοθεσίας. Η ύπαρξη μηχανισμών νομιμοποίησης για όσους ήδη καλύπτουν κρίσιμες ανάγκες της οικονομίας είναι ζωτικής σημασίας, ώστε να μη ζουν και να μην εργάζονται σε καθεστώς θεσμικής αορατότητας. Η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και η πρόσβαση σε πληροφόρηση για τα εργασιακά δικαιώματα πρέπει να γίνουν σταθερά εργαλεία ένταξης. Και η πολιτεία οφείλει να δημιουργήσει ουσιαστικά κίνητρα για τις επιχειρήσεις.

Το ερώτημα δεν είναι αν χρειαζόμαστε εργατικά χέρια – αυτό είναι δεδομένο. Το πραγματικό ερώτημα είναι αν θα επιλέξουμε να αξιοποιήσουμε σωστά το ανθρώπινο δυναμικό που βρίσκεται ήδη εδώ ή αν θα συνεχίσουμε να το διώχνουμε, ενισχύοντας ένα σύστημα που ανακυκλώνει την αβεβαιότητα, την εκμετάλλευση και τη στασιμότητα.

Η Γεωργία Σπυροπούλου είναι Υπεύθυνη Συνηγορίας SoldarityNow

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα