Η επόμενη ημέρα για το ‘πόθεν έσχες’
Η δικαστική απόφαση, οι αντιδράσεις και το τί μέλλει γενέσθαι για τους υπόχρεους δήλωσης "πόθεν έσχες"
- 19 Οκτωβρίου 2017 07:07
Μία νέα διαμάχη ανάμεσα σε Δικαιοσύνη και κυβέρνηση δεν αποκλείεται να πάρει σάρκα και οστά το επόμενο διάστημα, μετά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία η κοινή υπουργική απόφαση για την υποβολή δηλώσεων “πόθεν έσχες” κηρύσσεται εν μέρει αντισυνταγματική.
Τα όσα αναφέρονται στην περίληψη της υπ’ αριθμ. 2649/2017 απόφαση του ΣτΕ, καθώς η πλήρης κρίση αναμένεται να καθαρογραφεί τους επόμενους μήνες, προκάλεσαν την άμεση αντίδραση της κυβέρνησης. Πρώτος, ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης, Δημήτρης Παπαγγελόπουλος, ο οποίος δεν έκρυψε τη δυσαρέσκειά του για τη δικαστική απόφαση, με τη λακωνική δήλωση: “Αναμένω να ενημερωθώ επίσημα, φοβάμαι όμως πως η Δικαιοσύνη θα εκτεθεί”.
Αργότερα, ακολούθησε και η επίσης αρνητική δήλωση του προέδρου της Βουλής, Νίκου Βούτση, ο οποίος εξέφρασε την έκπληξή του. Επανέλαβε και αυτός με τη σειρά του, πως δεν έχει αναγνώσει κάποια απόφαση του ΣτΕ, αλλά έχει αρκεστεί στα ρεπορτάζ, κι έτσι επιφυλάχθηκε να τοποθετηθεί αναλυτικότερα στο μέλλον.
Φαίνεται πάντως, πως η ηλεκτρονική υποβολή δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης για όλους τους υπόχρεους θα λάβει κάποια παράταση, αφού ως καταληκτική ημερομηνία είχε δοθεί η 21η Οκτωβρίου, τρεις μόλις ημέρες από την χθεσινή έκδοση της απόφασης του ΣτΕ. Κι αυτό γιατί η Ολομέλεια του ανώτατου δικαστηρίου έκρινε πως η υπουργική απόφαση είναι ανυπόστατη, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί, όχι μόνο για τις δικαστικές ενώσεις που προσέφυγαν, αλλά για όλους τους υπόχρεους ανεξαιρέτως.
Από το απόσπασμα της απόφασης που έχει εκδώσει το ΣτΕ, προκύπτει ότι ο λόγος για την αντισυνταγματικότητα έχει να κάνει με το ότι η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση δεν απέκτησε νόμιμη υπόσταση λόγω μη συνδημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης συγκεκριμένων στοιχείων, “με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος νομιμότητας”.
Η απόφαση
Πάντως, η δικαστική κρίση θα μπορούσε να θεωρηθεί “σολωμόντεια λύση”, αφού δέχεται ως συνταγματικές κάποιες διατάξεις, στις οποίες αντιδρούσαν σφόδρα οι δικαστικοί λειτουργοί. Ανάμεσά τους η ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, που κατά το ΣτΕ θα πρέπει να εφαρμοστεί. Αν και οι δικαστικές ενώσεις επικαλέστηκαν κίνδυνο διαρροής απόρρητων στοιχείων τους και άρα ζήτημα για την προσωπική τους ασφάλεια, το ανώτατο δικαστήριο υποστήριξε πως η ηλεκτρονική διαδικασία θα πρέπει να ισχύσει, με το σκεπτικό ότι “η Διοίκηση έχει λάβει ικανά μέτρα προκειμένου να ελαχιστοποιήσει τους κινδύνους επέμβασης τρίτων και διαρροής των δεδομένων”.
Αντίστοιχα, το δικαστήριο δεν δέχθηκε πως θα πρέπει να ακυρωθούν οι ποινικές κυρώσεις για ανακριβή ή ελλιπή δήλωση, οι οποίες τελικά θα παραμείνουν ενεργές, “ενόψει του σκοπού δημόσιου συμφέροντος για τον οποίο θεσπίστηκε ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης”.
Παράλληλα, το ΣτΕ επικαλούμενο τη σπουδαιότητα των ζητημάτων, προχώρησε στην εξέταση και των λοιπών λόγων ακύρωσης αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι:
– η υποχρέωση να δηλώνονται τα ποσά πάνω από 15.000 που βρίσκονται εκτός τράπεζας καθώς και τα κινητά περιουσιακά στοιχεία των οποίων η αξία υπερβαίνει τα 30.000 ευρώ, κρίνεται αντισυνταγματική για όλους τους υπόχρεους
– η μη πρόβλεψη 5ετούς παραγραφής για τη διενέργεια και ολοκλήρωση του ελέγχου, καθώς και για τη διατήρηση των προσωπικών δεδομένων των υπόχρεων αντίκειται κι αυτή στο Σύνταγμα,
– προβλέπεται μόνο για τους δικαστικούς λειτουργούς, η σύσταση συγκεκριμένου οργάνου για να τους ελέγχει, το οποίο θα αποτελείται “τουλάχιστον κατά πλειοψηφία” από συναδέλφους τους,
– καθιερώνεται ο δειγματοληπτικός έλεγχος, και όχι ο υποχρεωτικός για όλους, ο οποίος “αποτελεί μέτρο απρόσφορο προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού”.
Υπενθυμίζεται ότι η συζήτηση της επίμαχης προσφυγής είχε γίνει το περασμένο Ιανουάριο, ενώ ήδη του ΣτΕ είχε εκδόσει προσωρινή διαταγή υπέρ των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, “παγώνοντας” τη διαδικασία υποβολής μέχρι να εκδοθεί η απόφαση της κύριας προσφυγής. Η κίνηση αυτή είχε οδηγήσει το υπουργείο Δικαιοσύνης να προχωρήσει σε σειρά παρατάσεων, οι οποίες σταμάτησαν τον περασμένο Ιούνιο, καθώς η κυβέρνηση θεώρησε πως ύστερα από περίπου έξι μήνες αναμονής για τη δικαστική απόφαση είχε παρέλθει ο εύλογος χρόνος που όφειλε να περιμένει.