Η νοοτροπία του συνυπεύθυνου και η απουσία μηχανισμού
Κοινωνικοί λειτουργοί μιλούν για τις καταγγελίες που δέχονται συνήθως και αφορούν κακοποίηση ανηλίκων. Η κοινωνία σιωπά ή ενδιαφέρεται; Ποια είναι τα κενά στις δομές και στην λειτουργία του μηχανισμού;
- 08 Ιουνίου 2018 09:41
«Τους τελευταίους δύο μήνες, ακούγονται σε καθημερινή βάση φωνές και κλάματα από τα παιδιά στο διπλανό σπίτι. Οι γονείς τσακώνονται μεταξύ τους μιλώντας πολύ άσχημα ο ένας στον άλλον. Ακούγονται χτυπήματα στους τοίχους. Υπάρχουν παύσεις και μετά πάλι κλάματα. Φαίνεται ότι ξεσπούν στα παιδιά, τα οποία μερικές φορές τιμωρούν, κλειδώνοντάς τα έξω από το σπίτι. Μάλιστα το μεγάλο παιδί υιοθετεί ανάλογη επιθετική συμπεριφορά προς το μικρότερο».
«Είμαι εκπαιδευτικός και έχω διαπιστώσει πως ένα παιδί στο οποίο κάνω ιδιαίτερα μαθήματα εμφανίζεται με μελανιές στο πρόσωπο και στο υπόλοιπο σώμα, ενώ οι μπλούζες του είναι σκισμένες. Μου είπε πως ο πατέρας του χτύπησε τη μητέρα του και εκείνο το απείλησε με μαχαίρι».
Αυτά είναι δύο παραδείγματα κλήσεων καταγγελίας κακοποίησης ανηλίκων στην τηλεφωνική γραμμή 11525 της Ένωσης «Μαζί για το Παιδί». Η γραμμή που λειτουργεί από το 2009, απευθύνεται σε γονείς, εκπαιδευτικούς, παιδιά και εφήβους. παρέχει δωρεάν ψυχολογική υποστήριξη μέσω τηλεφώνου ή δια ζώσης, ενώ λαμβάνει ανώνυμες ή επώνυμες καταγγελίες για περιστατικά κακοποίησης ανηλίκων και παραπέμπει ή ενημερώνει τις αρμόδιες υπηρεσίες για θέματα που αφορούν σε παιδιά και τις οικογένειές τους.
Όπως λέει η Συντονίστρια της Γραμμής και του Συμβουλευτικού Κέντρου, Σοφία Καμαρέτα, το 2017, η Ένωση «Μαζί για το Παιδί», κατέγραψε 16 καταγγελίες κακοποίησης, ενώ από τον Ιανουάριο, μέχρι τον Μάιο του 2018 έχει ήδη καταγράψει 19.
Ο κοινωνικός λειτουργός Νίκος Γιώτας και η συντονίστρια Σοφία Καμαρέτα
Ο Νίκος Γιώτας, είναι ένας από τους κοινωνικούς λειτουργούς- ψυχοθεραπευτές που απαντούν στα τηλεφωνήματα. Λαμβάνει τις καταγγελίες και στη συνέχεια οφείλει να κάνει κάποιες διερευνητικές ερωτήσεις στον άνθρωπο που καταγγέλλει, ώστε να αντιληφθεί τι συμβαίνει στο σπίτι. Καταγράφει τα γεγονότα και συντάσσει ένα έντυπο το οποίο αποστέλλεται στον εισαγγελέα της εκάστοτε περιοχής. Από κει και πέρα, η εισαγγελία αναλαμβάνει την ευθύνη για να πραγματοποιηθεί κατ’ οίκον επίσκεψη, ώστε να διαπιστωθεί η κατάσταση του σπιτιού και να υπάρξει επικοινωνία με τα παιδιά. «Συνήθως τα περιστατικά αφορούν λεκτική, συναισθηματική και ψυχολογική κακοποίηση, ενίοτε και σωματική. Χυδαίες εκφράσεις των γονιών, τιμωρίες όπως το να κλειδώνονται τα παιδιά εκτός διαμερίσματος επειδή έκαναν φασαρία ή το να εμφανίζονται υποσιτισμένα ή βρώμικα που σημαίνει πως το σπίτι δεν πληροί τους στοιχειώδεις κανόνες υγιεινής. Σπανιότερα, γίνονται καταγγελίες και για σεξουαλική κακοποίηση» εξηγεί ο κ. Γιώτας.
Η Ματίνα Ταβουλαρέα και η Μαίρη Μαυρογεώργη, είναι κοινωνικές λειτουργοί στον Δήμο Αγίου Δημητρίου. Μεταξύ άλλων αρμοδιοτήτων τους, είναι επιφορτισμένες με την διερεύνηση καταγγελιών κακοποίησης ανηλίκων μετά από εισαγγελική παραγγελία. «Υπάρχουν περιπτώσεις που πολίτες καλούν στην κοινωνική υπηρεσία για να αναφέρουν ένα περιστατικό. Εμείς φροντίζουμε η καταγγελία να φτάσει στον Εισαγγελέα, όμως συνήθως οι κλήσεις καταγγελιών γίνονται στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που είναι αρμόδιο ή σε οργανώσεις» εξηγεί η κ. Ταβουλαρέα. Όταν η εισαγγελία στείλει εντολή διερεύνησης ενός περιστατικού που έχει καταγγελθεί, οι κοινωνικές λειτουργοί του δήμου, αναλαμβάνουν να επισκεφθούν την οικογένεια και να καταλήξουν σε ένα συμπέρασμα για το κατά πόσο η κακοποίηση υφίσταται ή όχι. « Μπορεί να έχει καταγγελθεί λεκτική κακοποίηση και να προκύψει και σεξουαλική. Ή μπορεί και να μην ισχύει καν αρχική καταγγελία. Η καταγγελία, ακόμη και αν τα όσα αναφέρονται δεν προκύπτουν ακριβώς, βοηθάει για να παρέμβουμε και να βοηθήσουμε. Για παράδειγμα σε ένα διαζύγιο που υπάρχει ένταση, δεν είναι σκοπός να πάρουμε τα παιδιά. Στόχος είναι να βοηθήσουμε την οικογένεια».
Δεν έχουμε ακόμη τη νοοτροπία του συνυπεύθυνου
Τις τελευταίες ημέρες, τα τηλέφωνα στην κοινωνική υπηρεσία του δήμου Αγίου Δημητρίου χτυπούν πιο συχνά. Όπως λέει η κα. Μαυρογιώργη, «Μετά την ανάδειξη του θέματος στη Λέρο -όπου βέβαια δεν έχουμε ακόμα όλα τα στοιχεία για να ξέρουμε ακριβώς τι έχει συμβεί- υπάρχουν συχνότερα τηλεφωνήματα. Τις προηγούμενες δύο ημέρες είχαμε τρεις καταγγελίες. Ο κόσμος ευαισθητοποιείται όταν ακούει για ένα περιστατικό, αλλά μετά το ξεχνάει. Αυτό συνέβαινε ανέκαθεν».
Οι δύο κοινωνικές λειτουργοί του δήμου, γνωρίζουν από την εμπειρία τους πως στις μικρότερες κοινωνίες μπορεί να επικρατεί η λογική «Να μην μπλέξω». Οι καταγγελίες γίνονται πιο δύσκολα όταν αφορούν χωριά ή επαρχιακές πόλεις. Η αντίληψη αυτή όμως, δεν λείπει και από μεγαλύτερα αστικά κέντρα. «Υπάρχει και στις γειτονιές. Είναι πολλοί αυτοί που ακόμη και αν ενδιαφέρονται φοβούνται μήπως έχουν προβλήματα με τους γείτονές τους. Σε αυτό, συνηγορεί και ο Νίκος Γιώτας από την Ένωση «Μαζί για το Παιδί». Τονίζει πως «δεν έχει εκλείψει ακόμη η λογική της μη εμπλοκής. Μπορεί ο πατέρας να έχει μια θέση ισχύος ή να είναι πρόσωπο εξουσίας σε μια μικρή κοινωνία. Συνεπώς σκέφτεται κανείς πως “Αν πω κάτι εναντίον του μπορεί να βρω τον μπελά μου”. Ακόμη και γείτονες σε μεγαλουπόλεις όμως, φοβούνται γιατί πιστεύουν πως αν γίνει αντιληπτό ότι κατήγγειλαν εκείνοι, θα έχουν πρόβλημα».
Από την άλλη πλευρά, η παρεξήγηση της λογικής «τα εν οίκω μη εν δήμω» λειτουργεί συχνά ανασταλτικά στην αναφορά περιστατικών κακοποίησης. Όπως εξηγεί η κα. Μαυρογεώργη, «Το δέσιμο της οικογένειας, που έχει πολλά θετικά μπορεί να λειτουργεί και ως αρνητικός παράγοντας. Επικρατεί η λογική πως οτιδήποτε συμβαίνει μέσα σε μια οικογένεια είναι θέμα δικό της να το λύσει. Δεν αφορά τον γείτονα. Ενώ ενδεχομένως σε βόρειες κοινωνίες υπάρχει η αντίληψη πως είναι ευθύνη όλων να επέμβουν όταν αντιληφθούν ένα πρόβλημα. Ο κάθε πολίτης νιώθει υπεύθυνος να ενημερώσει μια υπηρεσία για το τι μπορεί να συμβαίνει σε μια οικογένεια. Όχι μόνο ο επαγγελματίας. Εμείς δεν έχουμε ακόμη τη νοοτροπία του συνυπεύθυνου».
Ωστόσο, κοινό συμπέρασμα των κοινωνικών λειτουργών, είναι πως τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια αλλαγή. Ο κόσμος μιλά περισσότερο σε σχέση με παλαιότερα. «Μετά το 2012 έχουν αυξηθεί πολύ οι εισαγγελικές έρευνες» λέει η κα. Ταβουλαρέα. «Μπορεί με την κρίση να έχουμε περισσότερα περιστατικά, όμως έχω μια αίσθηση ότι και ο κόσμος σταδιακά μιλάει ευκολότερα», ενώ για τον Νίκο Γιώτα, αργά αλλά σταθερά, θέματα που μέχρι πρότινος ήταν ταμπού, δείχνουν να σπάνε. «Τα περιστατικά είναι συχνά. Όσο και να πιστεύει ο κόσμος ότι έχουν μειωθεί τα φαινόμενα κακοποίησης, αυτό δεν ισχύει. Δεν είναι σπάνια. Υπήρχαν και προ κρίσης, όμως οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες τα τελευταία χρόνια έχουν παίξει τον ρόλο τους. Ευτυχώς η άσχημη νοοτροπία της αδιαφορίας, σταδιακά φαίνεται να αλλάζει».
Οι δάσκαλοι και η γειτονιά
Σπάνια ορισμένοι έφηβοι, θύματα κακοποίησης, μπορεί να καλέσουν για να αναφέρουν ότι κακοποιούνται. Συνήθως, τις καταγγελίες πραγματοποιούν γείτονες, ενώ έναν από τους πλέον κομβικούς ρόλους παίζουν οι εκπαιδευτικοί. «Τα παιδιά απευθύνονται συχνά στους δασκάλους για όσα γίνονται στο σπίτι. Ο δάσκαλος δένεται ευκολότερα με το παιδί. Ενώ, αν δουν εμάς, που θα τους εξηγήσουμε ότι ερχόμαστε μετά από εισαγγελική εντολή, μπορεί να φοβούνται ότι θα τα απομακρύνουμε από τον μπαμπά τους και τη μαμά τους» λέει η κα. Ταβουλαρέα. Για τον λόγο αυτό, την περασμένη χρονιά, μετά από πρωτοβουλία του δήμου, πραγματοποιήθηκε σειρά σεμιναρίων σε όλα τα σχολεία. «Πραγματοποιήσαμε σεμινάρια, ώστε να εκπαιδεύσουμε δασκάλους και καθηγητές για το πώς θα αναγνωρίζουν την κακοποίηση σε ένα παιδί. Μετά από αυτό έχουμε παρατηρήσει αύξηση στις αναφορές. Παίρνουν διευθυντές ή δάσκαλοι και μας ζητούν να δούμε κάποια παιδιά, χωρίς απαραίτητα να κάνουν καταγγελίες. Ευτυχώς αντιδήμαρχος και δήμαρχος είναι αρκετά ευαισθητοποιημένοι στο θέμα. Το θεωρούν προτεραιότητα».
Οι κοινωνικές λειτουργοί, παρατηρούν πως συχνά, ακόμη και οι ίδιοι οι φορείς αγνοούν τον νόμο για την ενδοοικογενειακή βία. «Για παράδειγμα οι διευθυντές των σχολείων είναι υποχρεωμένοι από τον νόμο να αναφέρουν περιπτώσεις κακοποίησης που πέφτουν στην αντίληψή τους και μάλιστα μαθαίνουμε ότι ίσως γίνει μια τροποποίηση και θα προβλέπονται ποινικές ευθύνες για τη μη καταγγελία περιστατικού».
Πέραν των εκπαιδευτικών, όταν οι καταγγελίες γίνονται από γείτονες ή ανθρώπους από το κοντινό περιβάλλον της οικογένειας, ο φόβος για να μην γίνουν αντιληπτοί είναι εμφανής. Περίπου το 90% των καταγγελιών που γίνονται στη γραμμή της Ένωσης «Μαζί για το Παιδί» είναι ανώνυμες. Όπως εξηγεί ο Νίκος Γιώτας όμως, «ο κόσμος πιστεύει πως σε μια καταγγελία θα του ζητήσουν τα στοιχεία του. Αυτό πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως είναι επιλογή. Υπάρχει δυνατότητα να αναφέρεις περιστατικό ανώνυμα. Δεν εμφανίζεται πουθενά αυτός που καλεί και δεν σε “φωτογραφίζει” τίποτα. Φυσικά υπάρχει και η δυνατότητα επώνυμης καταγγελίας, όπου εις γνώση σου λες το όνομά σου και τα στοιχεία σου. Καμία κλήση όμως δεν ηχογραφείται, γιατί υπάρχει απόρρητο». Μάλιστα, θυμάται πως υπάρχουν περιπτώσεις, στις οποίες άνθρωποι καλούν και αναφέρουν περιστατικά αλλά δεν είναι έτοιμοι να κάνουν καταγγελία. «Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο τους στηρίζουμε, τους λέμε πως έχουμε κρατήσει κάποια από τα στοιχεία που αναφέρουν και τους δίνουμε χρόνο να αποφασίσουν αν θα καλέσουν ξανά για να δώσουν περισσότερες λεπτομέρειες και να προχωρήσουν την καταγγελία».
Κενά σε όλο το εύρος του μηχανισμού
Αν η μια όψη του νομίσματος είναι το ενδιαφέρον της κοινωνίας για όσα συμβαίνουν στην διπλανή πόρτα, η άλλη όψη είναι η δυνατότητα του μηχανισμού να υποδεχτεί καταγγελίες και να αντιμετωπίσει τα περιστατικά.
Από το πρώτο κιόλας στάδιο, αυτό της αναφοράς ενός περιστατικού, η απουσία ενός πλέγματος αντιμετώπισης, είναι παραπάνω από εμφανής. Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί πως επικρατεί η άποψη ότι οι καταγγελίες γίνονται σε οργανώσεις και ενώσεις και όχι σε κρατικούς φορείς; Το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης του υπουργείου Εργασίας, η Αστυνομία, ακόμη και απευθείας η εισαγγελία δέχονται αναφορές περιστατικών. «Ο περισσότερος κόσμος ωστόσο, σαν πρώτη σκέψη, έχει να απευθυνθεί στις οργανώσεις. Οι οποίες βέβαια κάνουν παραπάνω από εξαιρετική δουλειά. Αυτό δεν δικαιολογεί όμως το να απουσιάζει το κράτος» λέει η κα. Ταβουλαρέα.
Όταν πλέον δρομολογηθεί μια εισαγγελική εντολή, γίνεται εμφανής η απουσία κανονισμών. «Δεν υπάρχει πρωτόκολλο που να υπαγορεύει ένα χρονικό διάστημα απάντησης από εμάς σε μια εισαγγελική παραγγελία. Εκτός αν είναι εξαιρετικά επείγουσα. Οπότε εναπόκειται στο αν ο κοινωνικός λειτουργός θέλει να λειτουργήσει γρήγορα ή όχι. Επίσης, δεν υπάρχει κάποιο πρωτόκολλο που θα υπαγορεύει σε εμάς, τα βήματα που πρέπει να κάνουμε μετά την ολοκλήρωση της εισαγγελικής έρευνας. Εμείς εδώ παρακολουθούμε τις εξελίξεις σε μια οικογένεια μέχρι τέλους. Ωστόσο αν δεν τα παρακολουθήσουμε δεν θα έχουμε συνέπειες. Ευτυχώς, εσχάτως, είναι σύνηθες να ζητείται με δεύτερη εισαγγελική παραγγελία, να παρακολουθούμε το πώς προχωράει η συνεργασία μιας οικογένειας με φορείς που την βοηθούν να ξεπεράσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει».
«Επιπροσθέτως, στην Ελλάδα δεν έχουμε αποδείξει σαν κράτος πως αν κάποιος καταγγείλει ένα περιστατικό θα γίνουν συντονισμένα βήματα. Αν δηλαδή κάποιος καταγγείλει περιστατικό και αποδειχθεί ότι κάποιο παιδί πρέπει να το πάρουμε από το σπίτι, αυτό που έχουμε σαν λύση είναι να το πάμε σε ίδρυμα. Έτσι πολλές φορές οι κοινωνικοί λειτουργοί βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το δίλημμα της μεταφοράς σε ένα ίδρυμα -στο οποίο ξέρουμε πώς είναι τα πράγματα- και της παραμονής σε ένα σπίτι όπου επικρατούν άσχημες συνθήκες. Έχεις δηλαδή να αποφασίσεις μεταξύ δύο κακών λύσεων» συμπληρώνει η κοινωνική λειτουργός.
Ακόμη και η απομάκρυνση ενός παιδιού από την οικογένεια στην οποία κακοποιείται -αν δεν υπάρχει άλλη λύση- οδηγεί σε δαιδαλώδεις ή ελλιπείς διαδικασίες. Η μεταφορά του στο Νοσοκομείο Παίδων, μπορεί να γίνει άμεσα, όμως εκεί το παιδί μπορεί να περιμένει μέχρι και ένα μήνα για να γίνουν οι εξετάσεις που χρειάζονται πριν πάει σε κάποιο ίδρυμα. «Με την προϋπόθεση βέβαια ότι υπάρχει ανοικτή θέση σε ίδρυμα» επισημαίνει η κα. Μαυρογεώργη. «Υπάρχουν επίσης κενά σε εναλλακτικές δομές φιλοξενίας, όπως το να μεταφερθεί το παιδί σε κάποιο άλλο σπίτι. Ή στα θέματα επιμέλειας, όπου δεν υπάρχει η λογική της αφαίρεσης για ένα εξάμηνο ή ένα χρόνο, ώστε να βοηθηθεί η οικογένεια (αν δεν υπάρχουν πολύ σοβαρά θέματα όπως η σεξουαλική κακοποίηση) και στη συνέχεια το παιδί να επιστρέψει. Υπάρχει μόνο η λογική της οριστικής αφαίρεσης», συμπληρώνει.
«Ίσως λοιπόν» τονίζει η κα Ταβουλαρέα «Υπάρχει και στην σκέψη της κοινωνίας πως σε αυτή τη χώρα δεν λύνονται τα προβλήματα. Είναι ξεκάθαρο πως παρατηρείται μια δυσπραγία στις διαδικασίες. Κενά στον μηχανισμό. Δεν υπάρχουν εξειδικευμένοι κοινωνικοί λειτουργοί οι οποίοι θα πραγματοποιούν παντού έναν συγκεκριμένο τύπο έρευνας. Να ρωτούν όλοι τα ίδια πράγματα σε ένα σπίτι. Για παράδειγμα, στους δήμους της Αθήνας υπάρχει η υπηρεσία για την παιδική προστασία, όμως αν καταγγελθεί περιστατικό σε ένα χωριό, θα αναλάβει ο λειτουργός από το πρόγραμμα “Βοήθεια στο σπίτι”. Δεν υπάρχει άλλος. Στην υπηρεσία αυτή μπορεί να είναι ένας εξαίρετος συνάδελφος, ο οποίος όμως ασχολείται όλα τα χρόνια της δουλειάς του με την τρίτη ηλικία. Δεν είναι εξειδικευμένος σε μια έρευνα για ένα παιδί».
Κλείνοντας, η ίδια, ανακαλεί στη μνήμη της ένα περιστατικό που την έχει σημαδέψει και αναδεικνύει τα αποτελέσματα που μπορεί να έχει η έλλειψη ενός οργανωμένοι μηχανισμού «Πριν από μερικά χρόνια, η Αστυνομία είχε εντοπίσει ένα παιδί να περιφέρεται μεσάνυχτα σε ένα πάρκο. Από εκεί ξεδιπλώθηκε μια ιστορία. Ο πατέρας του ήταν πολύτεκνος και τα παιδιά ζούσαν με εκείνον και τη γιαγιά τους. Η μητέρα ήταν άφαντη και μας έγινε καταγγελία για σωματική κακοποίηση των παιδιών, η οποία περιλαμβάνει φυσικά και ψυχολογική κακοποίηση. Η γιαγιά που έμενε στο σπίτι δεν μπορούσε να τα φροντίσει. Το σπίτι ήταν βρώμικο, δεν υπήρχε θερμοσίφωνο, τα παιδιά υποσιτίζονταν. Θυμάμαι ακόμη τα παρακάλια των δύο παιδιών που ζητούσαν να τα πάρουμε. Τελικά μεταφέρθηκαν σε ίδρυμα. Θυμάμαι την έκπληξή μου όταν μετά από έξι μήνες μάθαμε ότι ο πατέρας πήρε τα παιδιά πίσω στο σπίτι. Αργότερα με κάλεσαν από γειτονικό δήμο και μου είπαν πως έχουν μια περίπτωση οικογένειας που έχω δουλέψει εγώ στο παρελθόν. Το αποτέλεσμα ήταν πως ο άνθρωπος αυτός κινούταν από δήμο σε δήμο για να αποφύγει τις εισαγγελικές εντολές. Η ιστορία δεν είχε καλή εξέλιξη».