Υπόθεση Λύτρα: Τηλεδίκες, λαϊκισμός και ο Άρειος Πάγος

Διαβάζεται σε 5'
Απολογία στον ανακριτή του ποινικολόγου που κατηγορείται για ενδοοικογενειακή βία, Δευτέρα 17 Ιουνίου 2024
Απολογία στον ανακριτή του ποινικολόγου που κατηγορείται για ενδοοικογενειακή βία, Δευτέρα 17 Ιουνίου 2024 ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ/EUROKINISSI

Ο ποινικολόγος Θοδωρής Καραγιάννης γράφει στο NEWS 24/7 για την παραγγελία του Αρείου Πάγου να ελεγχθούν πειθαρχικά οι δικαστικοί λειτουργοί που χειρίστηκαν την υπόθεση Λύτρα.

Η επιβολή προσωρινής κράτησης ή άλλων επιεικέστερων όρων είναι μια απόφαση που λαμβάνεται σε συμφωνία του αρμόδιου ανακριτή και του εισαγγελέα Πλημμελειοδικών (γνωμοδοτήσεων), δυνάμει της οποίας ο ανακριτής εκδίδει σχετική διάταξη. Ο ανακριτής έχει την πλήρη εικόνα του φακέλου της δικογραφίας στην εξέλιξη αυτής, καθώς με δική του πρωτοβουλία συντελούνται όλες οι ανακριτικές πράξεις (εξέταση μαρτύρων, αυτοψίες, διενέργεια πραγματογνωμοσύνης), όπου μάλιστα, λόγω της μυστικότητας της διαδικασίας, είναι ουσιαστικά και ο μόνος που έχει άμεση επαφή με το αποδεικτικό υλικό.

Μόνο σε περίπτωση διαφωνίας των δύο ανωτέρω προσώπων η υπόθεση οδηγείται στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών. Αυτά ορίζει το αρ. 288 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο παραμένει στον πυρήνα του αμετάβλητο, παρά τις συνεχείς τροποποιήσεις των Κωδίκων, επειδή ακριβώς έχει κριθεί επιστημονικά και στην πράξη ως μια φιλελεύθερη και ορθή διάταξη.

Το πιο σημαντικό είναι ότι η διάταξη που εκδίδει ο ανακριτής με τη σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα είναι μια δικονομική πράξη, η οποία δε χωρεί δικονομικής αμφισβήτησης. Συγκεκριμένα, κατά αυτής δεν προβλέπεται κανενός είδους ένδικο μέσο, έφεση ή αναίρεση, από κανέναν εισαγγελέα ή ανώτερο όργανο. Είναι χαρακτηριστικό ότι, αν και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να προσβάλει κάθε δικαστική απόφαση ή βούλευμα δικαστικού συμβουλίου (αρ. 483 παρ. 3 και 505 παρ. 2 ΚΠΔ), η συγκεκριμένη διάταξη δεν μπορεί να προσβληθεί ούτε από αυτόν.

Το ανωτέρω σχήμα είναι μια διαχρονική επιλογή του νομοθέτη, που δεν είναι ούτε τυχαία ούτε ευκαιριακή μέσα από την πίεση της κοινής γνώμης. Θέτει ένα όριο, το οποίο αφορά αφενός την αρμοδιότητα ανακριτή και εισαγγελέα, που είναι οι μόνοι που γνωρίζουν πραγματικά την υπόθεση, και αφετέρου τον περιορισμό του ήδη επιβαρυμένου θεσμού της προσωρινής κράτησης, δηλαδή της μεταγωγής στη φυλακή ενός ανθρώπου χωρίς να έχει πρώτα δικαστεί.

Πέρα, όμως, από την επί της ουσίας κρίση του δικαστή από ανώτερα όργανα και τη δυνατότητα ανατροπή αυτής, τίθεται ένα άλλο ζήτημα. Κατά πόσο επιτρέπεται να διώκεται πειθαρχικά ένας δικαστής για μια σύννομη απόφαση του, η οποία απλώς δεν «ικανοποιεί» είτε τα ανώτερα όργανα είτε την κοινή γνώμη. Αυτό που προκύπτει ξεκάθαρα από έναν άλλον Νόμο, τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών στο αρ. 109, είναι ότι «δεν αποτελούν πειθαρχικά παραπτώματα για τον δικαστικό λειτουργό η κρίση που εκφέρει κατά την άσκηση των καθηκόντων του».

Ο ίδιος Νόμος (αρ. 28 παρ. 4) ορίζει ότι ο εισαγγελέας «κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και την έκφραση της γνώμης του ενεργεί αδέσμευτα, υπακούοντας τον Νόμο και τη συνείδηση του». Επιπλέον, το αρ. 87 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζει ότι «Oι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους». Ενώ και κανόνες διεθνούς δικαίου ομοίως ορίζουν την ανεξαρτησία του δικαστή κατά την ουσιαστική κρίση του.

Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με το «ανέλεγκτο» της σύμφωνης γνώμης ανακριτή και εισαγγελέα, καθιστούν σαφές ότι η κατεπείγουσα προκαταρκτική πειθαρχική έρευνα για τις ενδεχόμενες ευθύνες δικαστικού και εισαγγελικού λειτουργού αναφορικά με τις ενέργειές τους στο στάδιο της προδικασίας στην υπόθεση Λύτρα, είναι τουλάχιστον νόμω αβάσιμες – για να γίνει πιο σαφές, απαγορεύεται ρητά η παραγγελία τέτοιας έρευνας.

Ο κίνδυνος αντίστοιχων ενεργειών πλήττει την ίδια τη Δικαιοσύνη. Δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι στο σύνολο των κακουργηματικών υποθέσεων η προδικασία -δηλαδή η κίνηση της δίωξης, η συλλογή στοιχείων, ο χαρακτηρισμός της πράξης, η επιβολή προσωρινής κράτησης ή όχι και πολλές άλλες διαδικασίες -διεξάγονται σχεδόν αποκλειστικά από εισαγγελείς Πρωτοδικών και πρωτοδίκες, δηλαδή από τους νεότερους των δικαστικών λειτουργών.

Αν, λοιπόν, ο δικαστής – ο οποίος καλείται καθημερινά να πάρει πλήθος αποφάσεων που επηρεάζουν απόλυτα τη ζωή των ανθρώπων και των οικογενειών τους, που ένα λάθος του, για παράδειγμα μία άδικη προφυλάκιση, μπορεί να καταστρέψει ζωές ανεπιστρεπτί – νιώθει πάνω από κεφάλι του μια απειλή, ήτοι μια ενδεχόμενη δίωξη από τους ανώτερους του, χωρίς αυτήν να σχετίζεται με πραγματικά πειθαρχικά παραπτώματα, αλλά με την εφαρμογή του Νόμου στα όρια που του δίνει ο νομοθέτης, τότε απλά θα οδηγηθούμε σε μια προδικασία που αρμόζει σε χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου.

Αν ο δικαστής φοβάται ότι κάθε απόφαση που δε θα είναι η αυστηρότερη από τις προβλεπόμενες, θα επιφέρει μία δίωξη σε βάρος του -με ό,τι συνεπάγεται και για τον ίδιο από επαγγελματικής σταθερότητας και ενδεχόμενης επαγγελματικής εξέλιξης – τότε απλά καταλύεται η ανεξαρτησία του.

Τον τελευταίο καιρό κατακλυζόμαστε από τηλε-δικαστές και τηλε-αστυνομικούς που διεξαγάγουν τηλεοπτικές αστυνομικές προανακρίσεις. Παράλληλα, ψηφίζονται διατάξεις (Ν. 5090/2024) χωρίς προηγούμενες επιστημονικές διεργασίες, με υπερβολικά αυστηρό έως και εκδικητικό για την κοινωνία χαρακτήρα. Το χειρότερο που θα μπορούσε να κάνει ο νομικός κόσμος είναι να πραγματοποιήσει μια λαϊκίστικη πλειοδοσία στην ιδιοκτησίας της αυστηρότητας και στη διαμόρφωση μιας αμιγώς τιμωρητικής-εκδικητικής κατ΄επίφαση Δικαιοσύνης.

Ας ελπίσουμε ότι η δεύτερη πρωτοβουλία της Εισαγγελίας του ΑΠ, δυνάμει του αρ. 32 εδ. Γ ΚΠΔ, για την κατ’ απόλυτη προτεραιότητα διεξαγωγής της κυρίας ανάκρισης στην υπόθεση Λύτρα, η οποία είναι απολύτως σύννομη, να αποτελεί μια αναδίπλωση στην αρχική παραγγελία κατά των εξαιρετικών δικαστικών λειτουργών.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα