Κύκλωμα χρυσού: Λαθρεμπορία βλέπουν οι δικαστές- Σοβαρές ενδείξεις ενοχής

Κύκλωμα χρυσού: Λαθρεμπορία βλέπουν οι δικαστές- Σοβαρές ενδείξεις ενοχής
Στιγμιότυπο από την μετάβαση του ιδιοκτήτη αλυσίδας ενεχυροδανειστηρίων Ριχάρδου στον ανακριτή Eurokinissi

Στο σκεπτικό του βουλεύματος, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών υποστηρίζει πως υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής των προσφευγόντων για τις κακουργηματικές πράξεις που τους αποδίδονται.

Με το σκεπτικό ότι δεν συντρέχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις που απαιτούνται από το νόμο προκειμένου να κριθούν προσωρινά κρατούμενοι ο γνωστός ενεχυροδανειστής Ριχάρδος και οι υπόλοιποι επτά κατηγορούμενοι του αποκαλούμενου «κυκλώματος χρυσού», το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών της Αθήνας αποφάσισε την αποφυλάκισή τους.

Στο βούλευμα που εξέδωσε υποστηρίζει πως υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής και για τους οκτώ, μειώνοντας την αξία των εγγράφων της ΑΑΔΕ που οδήγησαν την ανακρίτρια Διαφθοράς να ζητήσει την ανάκληση των επίμαχων προφυλακίσεων.

«Άπαντες οι προσφεύγοντες διαθέτουν μόνιμη και σταθερή διαμονή στην Ελλάδα, δεν έχουν κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνουν τη φυγή τους από τη χώρα, ούτε υπήρξαν κατά το παρελθόν φυγόποινου ή φυγόδικοι, ουτε εχουν καταδικασθεί αμετάκλητα για ομοειδείς αξιόποινες πραξεις.

Με βάση τα δεδομένα αυτά και λαμβανομένου υπόψη οτι μονο η βαρύτητα των πράξεων δεν αρκεί για την επιβολή της προσωρινής κράτησης, το Συμβούλιο συνεκτιμώντας τις συνθήκες της προσωπικής, οικογενειακής, κοινωνικής και επαγγελματικής τους ζωής κρινει ότι δεν ειναι αναγκαία στο στάδιο αυτό η προσωρινή κράτηση των προσφευγόντων και οτι η επιβολή περιοριστικών όρων ειναι απολυτως αναγκαία αλλά και επαρκής για να τους αποτρέψει από την τέλεση νέων εγκλημάτων και να εξασφαλίσει ότι θα παραστούν οποτεδήποτε στην ανακριση ή στο δικαστηριο» αναφερει το δικαστικό συμβούλιο καταλήγοντας στην αντικατάσταση της προφυλάκισης τους με άλλους περιοριστικούς όρους.

Όπως καταγράφεται στο υπ’ αριθμ. 5706/2018, τίθεται ζήτημα λαθρεμπορίας, το οποίο καλείται να αποσαφηνίσει η ανάκριση. «Με βάση τα πραγματικά περιστατικά και υπό το πρίσμα των νομικών διατάξεων και παραδοχών που διαλαμβάνονται στις ανωτέρω νομικές σκέψεις, προκύπτει ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής των προσφευγόντων για τις κακουργηματικές πράξεις που τους αποδίδονται με το κατηγορητήριο, αφού, παρά του περί αντιθέτου ισχυρισμούς τους, συντρέχει υψηλός βαθμός πιθανολόγησης ότι έχουν τελέσει τις διωκόμενες αυτές κακουργηματικές πραξεις, ιδίως ενοψει του οτι οι κατασχεθείσες ποσότητες χρυσού, αργύρου, κοσμημάτων, ρολογιών και λοιπών τιμαλφών, που βρέθηκαν στο πλαίσιο των ερευνών που διενεργήθηκαν κατα την αστυνομική προανακριση σε οικίες, καταστήματα, και οχήματα, καθώς και στο πλαισιο σωματικών ερευνών, κατελήφθησαν στην κατοχή των κατηγορουμενων και προορίζονταν για εξαγωγή στην Τουρκία, οπως το τελευταιο συνάγεται από προηγούμενη όμοια εξακολουθητική δράση τους, χωρις να προκυπτει για αυτά η ύπαρξη φορολογικών παραστατικών σχετικα με την προέλευση τους και την επ’ αυτων επιμέτρηση φόρων, δηλαδή ΦΠΑ, και (ενδεχομένως) ειδικού φόρου πολυτελείας, με αποτέλεσμα να νοούνται ως λαθρεμπορία» επισημαινεται.

Μάλιστα, οι δικαστές κάνουν ειδικη μνεία για το αδικημα της λαθρεμπορίας, εξηγώντας ότι «κανενας απο τους προσφεύγοντες δεν εξειδίκευσε εαν τα κατασχεθέντα αντικείμενα προέρχονται από το εξωτερικό, χωρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή τρίτη, ή αν προέρχονται από την επιχειρηματική δραστηριότητα λειτουργίας των ενεχυροδανειστηρίων και στην τελευταία περιπτωση, αν αντιστοιχίζονται με τις ποσότητες χρυσού και λοιπών πολύτιμων μετάλλων και αντικειμένων που συγκεντρώθηκαν απο τη συγκεκριμένη επιχειρηματική δράση, περιπτωσεις για τις οποίες οφείλεται η καταβολη ΦΠΑ, χωρις εν προκειμένω να προκυπτει η καταβολή του».

Όσο για τα έγγραφα της ΑΑΔΕ, που ήρθαν ως απάντηση σε ερώτημα της ανακρίτριας κατά της Διαφθοράς, σύμφωνα με το Συμβούλιο Εφετών δεν αναιρούν την αρχική κατηγορία. «Και τούτο διότι η Γενική Διεύθυνση Τελωνείων με τα έγγραφα αυτά δεν αναφέρονται στην εξαγωγή λαθρεμπορευμάτων από τη χώρα που αποτελεί εν προκειμένω το κρινόμενο ζήτημα. Επομένως, οι σοβαρές ενδείξεις ενοχής των προσφευγόντων δεν κλονίζονται απο το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών, ουτε από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο» υποστηρίζουν οι δικαστές και προσθέτουν πως «το γεγονός οτι δεν εχει ακόμη υπολογιστεί η αξία των κατασχεθέντων εμπορευμάτων και ο επ’ αυτών ΦΠΑ ουδολως δεν αναιρεί την κριση του Συμβουλίου τούτου περί των ενδείξεων ενοχής που προέκυψαν σε βάρος των προσφευγόντων».

Η εισαγγελική πρόταση

Αλλά και η εισαγγελέας Αικατερίνη Τσιρώνη στην πρότασή της προς το Συμβούλιο, δεν κατέληξε στο ερωτημα αν στοιχειοθετείται το αδικημα της λαθρεμπορίας, αφού -όπως υποστηρίζει- αυτό καλείται να εντοπίσει η ανάκριση. «Τα προκύψαντα θέματα, οι προβληματισμοί και οι αμφιβολίες που ανέκυψαν σχετικώς με τις διαδικασίες και την νομιμότητα της εξαγωγής του χρυσού από τη χώρα και ειδκότερα αναφορικώς με το ερειζόμενο ζήτημα, εαν η εξαγωγή χρυσού, χωρις τις νόμιμες διαδικασίες, αποτελεί τελωνειακή παράβαση και όχι το αδίκημα της λαθρεμπορίας, επιδέχονται επιλύσεως μόνον κατά τη διάρκεια της κύριας ανακρισης και ως εκ τουτου φρονώ ότι θα πρέπει να γίνουν δεκτές οι προσφυγές των κατηγορουμένων» υποστήριξε στην εισήγησή της, κανοντας μία μαρκοσκελή αναφορά στα στοιχεία της δικογραφίας.

Μεταξύ άλλων αναφέρει η εισαγγελική λειτουργός: «Γίνεται αντιληπτό ότι στις ημέρες της οικονομικής κρίσης και των Μνημονίων που βιώνει η Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία βρήκαν ευχαιρές πεδίο δράσεως άνθρωποι οι οποίοι δεν διαθέτουν το ηθικό έρεισμα και υπόβαθρο και χαρακτηριζόμενοι από πλεονεξία και διάθεση ευκαιριακού πλουτισμού μέσω παρανόμων τεχνασμάτων και ενεργειών και υπο την προνομιακή θέση που κατέχουν αναζητούν τρόπους οικονομικής εκμετάλλευσης των συνανθρώπων μας. Επ αφορμήν αυτής ακριβώς της δράσεως η οποία τείνει να αποτελέσει κοινωνική μάστιγα η οποία βασανίζει τα ελληνικά νοικοκυριά, ο νομοθέτης επεδίωξε να προστατεύσει το κοινωνικό σύνολο εισάγοντας με το νόμο 4557/2018 «περί πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης τρομοκρατίας» , από την αιτιολογική έκθεση του οποίου προέκυψε η ανάγκη επέκτασης του πεδίου εφαρμογής του σε επαγγελματικούς κλάδους συμπεριλαμβάνοντας τους ενεχυροδανειστές και αργυραμοιβούς, γεγονός το οποίο επιρρωνύει την πεποίθηση ότι αφενώς οι πολίτες όλης της Ευρώπης πρέπει να τυγχάνουν ιδιαίτερης προστασίας κατά τις συναλλαγές τους αλλά και το κράτος να μπορεί να ελέγχει  τη δράση αυτών των ιδιαίτερων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων». 

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα