Κράτος δικαίου και καταγγελίες για επαναπροωθήσεις

Κράτος δικαίου και καταγγελίες για επαναπροωθήσεις

Όταν υπάρχουν σοβαρές καταγγελίες η πολιτεία δεν πείθει με το να λέει ότι “δεν γίνονται επαναπροωθήσεις”

Του Δημήτρη Χριστόπουλου*

Είμαι περήφανος για την Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, την οργάνωση που με πρότεινε για την εκλογή μου στην προεδρία της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, διότι εξαιτίας της παρέμβασής της προκάλεσε τόσο έντονη διεθνή κινητοποίηση για το ζήτημα των επαναπροωθήσεων στην Τουρκία. Δεν είναι λίγο από ένα δελτίο τύπου να γράφονται κείμενα στους New York Times  και στον υπόλοιπο ευρωπαϊκό τύπο ή να γίνονται ερωτήσεις  από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στον αρμόδιο Επίτροπο.

Αυτό δείχνει όταν μια οργάνωση κάνει τεκμηριωμένη δουλειά, αυτό βρίσκει αντίκρισμα. Έτσι μπορεί να φανεί πόσο θετικη σημασία μπορεί να έχει η κοινωνία των πολιτών στην ποιότητα μιας δημοκρατίας.  Αυτό το γράφω με απόλυτη συναίσθηση ότι επί των ημερών μας το ακρωνύμιο ΜΚΟ έχει δυστυχώς αποκτήσει μια απαξία καθώς έχει καταστεί συνώνυμο του υπεργολάβου των δημοσίων πολιτικών με κρατικές χρηματοδοτήσεις ή ιδιωτικές χορηγίες. Η δράση της Ένωσης δείχνει ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι, όσο και αν μια σειρά ΜΚΟ έχουν ευθύνες για τον εκφυλισμό της εικόνας τους στο δημόσιο λόγο.

Η παρέμβαση όμως του σωματείου μας, κινητοποίησε και πολιτειακούς θεσμούς. Μετά από αρκετά χρόνια επικοινωνιακής καθίζησης – για να μην πω απουσίας από το δημόσιο λόγο – ο Συνήγορος του Πολίτη επανακάμπτει. Πρώτα με μια έκθεση για το προσφυγικό όπου δεν διστάζει να πει τα πράγματα όπως έχουν  – κρατώντας φυσικά τα θεσμικά προσχήματα που πρέπει – και κατόπιν, ζητώντας αυτεπάγγελτη έρευνα για τα περιστατικά των επαναπροωθήσεων. Συγχαίρω επ’αυτών το Συνήγορο του Πολίτη. Έτσι πρέπει να λειτουργούν οι θεσμοί που τους ενδιαφέρει η λογοδοσία και οι συνταγματικές εγγυήσεις. 

Στο δια ταύτα τώρα σχετικά με τις επαναπροωθήσεις θα ήθελα να επισημάνω τρία πράγματα:

1ον. Σχετικά τις αντιδράσεις της πολιτείας

Όταν υπάρχουν τέτοιες σοβαρές καταγγελίες η πολιτεία δεν πείθει με το να λέει ότι “δεν γίνονται επαναπροωθήσεις”. Δεν πάει έτσι. Αντί λοιπόν η κυβέρνηση να αρκείται στο να απωθεί αμέσως τις κατηγορίες και να της αποδίδει σε σχέδια συνωμοσίας, πρέπει να κάνει αυτό που επιτάσσουν οι θεσμοί του κράτους δικαίου: να διερευνά αν όντως ισχύουν ώστε, εφόσον επαληθευτούν, να θέσει τους υπαίτιους ενώπιον των πειθαρχικών και ποινικών ευθυνών τους, όπου και να βρίσκονται, όσο ψηλά ή χαμηλά κι αν είναι.  Αυτό κάνει ένα κράτος που λογοδοτεί για έκνομες πράξεις των λειτουργών του. Αν αντιθέτως δεν θέλει να λογοδοτεί, μπορεί να αποδίδει τα πάντα σε σχέδια σκοτεινών δυνάμεων που θέλουν να το αποσταθεροποιήσουν, όπως άκουσα να λέγεται από αναρμόδιο μεν, Υπουργό δε. Το να διερωτάται επίσης ο Υπουργός ως προς τα αν η παρέμβαση του Συνηγόρου είναι “νόμιμη” είναι, αν μη τι άλλο, επίκυνδυνο θεσμικό ατόπημα. 

Σε κάθε περίπτωση πάντως, δυστυχώς, στις ως τώρα αντιδράσεις δεν κρατήθηκαν ούτε στα προσχήματα. Θα μπορούσε, έναντι άλλων, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος να πει πως “η ελληνική πολιτεία θα εξετάσει, ως οφείλει τις σχετικές καταγγελίες και θα κάνει το καθήκον της”. Η απάντηση, αντ’αυτού πως “αυτά δεν γίνονται” δεν πείθει: όχι μόνο διότι αφενός φαίνεται πως τέτοια πράγματα συμβαίνουν – ξανασυμβαίνουν όπως παλιότερα, για την ακρίβεια –  αλλά διότι δεν δόθηκε, ούτε για τα μάτια του κόσμου, ένα στοιχειωδώς απαραίτητο χρονικό διάστημα να διερευνηθεί η βασιμότητα των καταγγελιών.

2ον. Σχετικά με την πολιτική χρηστικότητα των επαναπροωθήσεων

Οι επαναπροωθήσεις Τούρκων από τον Έβρο πρέπει να ειδωθούν αφενός στη συνέχεια δύο κρίσιμων δεδομένων. Το πρώτο είναι η απόφαση του Άρειου Πάγου να μην εκδώσει τους 8 αξιωματικούς από την Τουρκία. Το δεύτερο είναι η Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας. Ενώ για το πρώτο έχουν γραφτεί αρκετά, νομίζω ότι ξεχνάμε το δεύτερο που είναι εξίσου σημαντικό, πιθανώς σημαντικότερο. Η Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας έχει σφραγίσει την είσοδο από τα νησιά ενώ ο Έβρος είναι “ανοιχτός”. Τη δουλειά την κάνει μεν, ο φράχτης στο χερσαίο κομμάτι των συνόρων, ωστόσο ο διάπλους του ποταμιού το καλοκαίρι κάθε άλλο παρά ακατόρθωτος είναι και σίγουρα μάλλον ευκολότερος από το διάπλου από τη Μικρά Ασία στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Είναι ενδεικτικό της εσωτερικής ασυναρτησίας της Συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας, πως δημιουργεί άλλη  νομική κατάσταση για τον αιτόντα άσυλο που διέρχεται τα σύνορα της Ελλάδας στον Έβρο από εκείνου που φτάνει με ένα φουσκωτό στα νησιά. Αυτό φυσικά είναι φυσικά γελοιοποίηση του Συντάγματος και του διεθνούς δικαίου προστασίας των δικαιωμάτων.  Αυτό δεν αφορά μόνο Τούρκους πιθανούς πρόσφυγες, αλλά συνολικά. Οι επαναπροωθήσεις στον Έβρο, ελλείψει άλλου μηχανισμού ανάσχεσης αντίστοιχου με αυτόν που έχει επινοηθεί στα νησιά, στέλνουν ένα μήνυμα αποτροπής προς κάθε ενδιαφερόμενο: “μη το δοκιμάσετε”. Αυτή είναι η πολιτική τους χρηστικότητα. Αν Τούρκοι αντιφρονούντες καταφέρνουν να διέρχονται τον Έβρο, τότε είναι πιθανό αυτό να ενθαρρύνει κι άλλους να το κάνουν από την Τουρκία προς την Ευρώπη. Και τότε, πέραν του ότι η χώρα θα βρίσκεται κάθε λίγο και λιγάκι με διαρκείς “καυτές πατάτες” αντίστοιχες με αυτήν των οχτώ, αναγκαστικά θα φανεί και η κυνική ματαιότητα της Συμφωνίας – ΕΕ Τουρκίας, κάτι που θα αναγκάσει και την ΕΕ να επινοήσει νέες μεθόδους αποτροπής.

3ον η λογοδοσία είναι ευθύνη

Τελευταίο μα όχι έσχατο:  δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω σε τι βαθμό οι επαναπροωθήσεις αυτές είναι προϊόν μιας ρητής ή άρρητης συμφωνίας με την Τουρκία, σχέδιο των ελληνικών αρχών ή “μεμονωμένα περιστατικά”. Δεν είμαι σε θέση επίσης να γνωρίζω αν και σε ποια βαθμίδα εμπλέκονται οι ελληνικές δημόσιες υπηρεσίες ή σε τι βαθμό υπάρχει συνέργεια με άλλα στοιχεία εκτός κράτους. Για το λόγο αυτό όμως, το επιτακτικά ζητούμενο είναι να γνωρίσουμε τι έγινε.

Αυτά δεν είναι πολυτέλειες. Είναι τα αυτονόητα για ένα κράτος δικαίου.

*Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι Πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

πηγή φωτογραφίας: sooc

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα