Μετά τον Δ. Κουφοντίνα και ο Σάββας Ξηρός συγγραφέας: “Δεν θεωρώ ότι είμαι τρομοκράτης. Δεν υπάρχει πια η 17Ν”
Τι γράφει ο Σάββας Ξηρός για τις ενέργειες της 17 Νοέμβρη, τις συνθήκες που επικρατούν στις φυλακές Κορυδαλλού και πώς αποτιμά τη συμμετοχή του στην οργάνωση. Διαβάστε προδημοσίευση από το βιβλίο του
- 15 Μαρτίου 2014 13:34
Μετά την κυκλοφορία του βιβλίου του Δημήτρη Κουφοντίνα με τίτλο “Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη”, τώρα αναμένεται και η κυκλοφορία του βιβλίου του Σάββα Ξηρού που ο ίδιος έγραψε μέσα από τις φυλακές Κορυδαλλού όπου και κρατείται.
Η έκδοση με τίτλο “Πολιτική Ευθύνη” αναμένεται να κυκλοφορήσει μέσα στις επόμενες ημέρες από τις εκδόσεις Κονιδιάρη.
Στο εξώφυλλο του βιβλίου φιγουράρει μια ασπρόμαυρη φωτογραφία από διάδρομο των φυλακών.
Στα τέσσερα κεφάλαια του βιβλίου του, ο Σ. Ξηρός περιγράφει λεπτομέρειες για το πώς ξεκίνησε τη δράση του, ποιοι τον μύησαν αλλά και για το πώς έμαθε να χρησιμοποιεί όπλα.
Μεταξύ άλλων ασκεί η κριτική για τους τρόπους ανάκρισης, αλλά και για τις συνθήκες κράτησής του στις φυλακές. Αναφέρει μάλιστα πως η οργάνωση της “17Ν”, δεν υπάρχει πια μετά τις συλλήψεις.
“Η Οργάνωση μετά τις συλλήψεις δεν υπάρχει, έχει διαλυθεί. Αυτό που ήξερε ο κόσμος ως Οργάνωση πλέον δεν υφίσταται. Στο εδώλιο κάθεται ο καθένας και είναι φορέας της προσωπικής του ιστορίας και μόνο. Άλλο αν ανήκε σε μια Οργάνωση, στο εδώλιο είναι πρόσωπο, κανείς δεν μπορεί να υπογράψει σαν “17 Νοέμβρη”
Η “Εφημερίδα των Συντακτών” δημοσιεύει κατά αποκλειστικότητα εκτενή αποσπάσματα που αναφέρονται στον τρόπο που εκείνος βλέπει τη συμμετοχή του στην οργάνωση. Οι απόψεις του διατυπώθηκαν στο πλαίσιο έρευνας που πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο της Λευκωσίας και από το Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ, κατά αντιστοιχία από την προπτυχιακή φοιτήτρια Νομικής Ζωή Ανδρεαδάκη-Κοντού, υπό την επίβλεψη της καθηγήτριας Δήμητρας Σορβατζιώτη, και από τον υποψήφιο διδάκτορα Πολιτικών Επιστημών, Σωτήρη Καράμπαμπα, υπό την επίβλεψη της δρος Μαρίας Γκράσσο.
Αποσπάσματα του βιβλίου του παρατίθενται σήμερα στην “Εφημερίδα των Συντακτών”:
A) Λόγος και Αιτίες
«[…] Το βασικό μου κίνητρο ήταν η αγάπη προς τους άλλους και κυρίως για αυτούς που έχουν βιώσει την αδικία. Όταν έχει το αίσθημα της αυτοθυσίας, αυτό σε οδηγεί στη βεβαιότητα για τις επιλογές σου, που είναι το επόμενο βήμα. Αυτή η βεβαιότητα οδηγεί στην τόλμη και η τόλμη στην υπέρβαση. Αυτή η βεβαιότητα έχει όμως και ένα ελάττωμα: Όταν βασίζεσαι στην αυτοπεποίθηση, φουντώνει τον εγωισμό… Επειδή, σε τέτοιες καταστάσεις, δεν μπορείς να έχεις συμβούλους ή να εμπιστεύεσαι άλλους ανθρώπους και πρέπει να βασίζεσαι μόνο σε αυτά που ξέρεις και ένας άνθρωπος δεν μπορεί να τα κάνει όλα τέλεια και όλα σωστά, για αυτό και κάποια στιγμή θα κάνει το μοιραίο λάθος… Όσο πιο μεγάλη είναι η αυτοπεποίθηση τόσο πιο σφοδρή θα είναι και η σύγκρουση.»
Β) Η Πρακτική
«[…] Για μένα έγκλημα είναι αυτό που ζούμε τώρα, αυτή η λεηλασία δεκαετιών του κράτους που μας έχει φέρει σε αυτή την κατάσταση, δηλαδή το έγκλημα των πολιτικών. Βέβαια πολλοί θα πουν, εσύ το λες αυτό; Εσύ ποιος είσαι; Eγώ δεν θεωρώ ότι είμαι τρομοκράτης, θεωρούσα ότι νομιμοποιούμαι από το παλιό άρθρο του Συντάγματος, το 114, καθώς το Σύνταγμα έχει γίνει από πολιτικούς λάστιχο για να προσαρμόζεται στις επιθυμίες τους. Όσο δρούσε η Οργάνωση δεν τρομοκρατούσε τους ανθρώπους με τέτοιο τρόπο, ώστε άλλοι να αυτοκτονούν, άλλοι να καταφεύγουν στα ψυχοφάρμακα και άλλοι να φεύγουν μετανάστες. Δεν θεώρησα ποτέ τον εαυτό μου κάποιου είδους πρωτοπορία αλλά σαν μέλος μιας κοινωνίας που υφίσταται κάποιες αδικίες πιστεύω ότι έκανα κάτι το οποίο πολλοί επιθυμούσαν αλλά ελάχιστοι το τολμούσαν. Έτσι, εκπροσωπώντας όλους αυτούς στην πρακτική, τους εκπροσωπώ και σήμερα ως φυλακισμένος. Αυτό υποδηλώνει ένα είδος ελαχιστοποίησης της βίας.»
Θεωρούσατε ότι με τις ενέργειες που κάνατε θα άλλαζαν τα πράγματα;
«O στόχος ήταν να φανεί η εικόνα που περιέγραψα πιο πάνω, δηλαδή η πραγματική εικόνα του κράτους. Η ανικανότητα και ο ραγιαδισμός των πολιτικών, που επί δεκαετίες τώρα λυμαίνονται το δημόσιο, αφήνοντας πίσω τους, όπως φαίνεται καθαρά πλέον σήμερα, καμένη γη και στρατιές ανέργων και εξαθλιωμένων ανθρώπων. Δεν θεωρούσα βέβαια ότι λίγοι άνθρωποι θα μπορούσαν να κάνουν μια τεράστια αλλαγή, την οποία χρειάζεται ο τόπος. Για να γίνει αυτό είναι αναγκαία μια συνειδητοποίηση από τους πολίτες. Να δουν την αλήθεια. Εγώ, σαν μέλος μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, θεωρούσα ότι έπρεπε να κάνω κάτι για αυτή την κοινωνία. Να φανεί ότι η πραγματική εικόνα των κυβερνώντων δεν ήταν αυτή που παρουσιάζονταν…»
Γ) Στη δίκη
«[…] Όσον αφορά τον πρώτο παράγοντα οι εφημερίδες έγραφαν ότι δικαζόταν η “17 Νοέμβρη”. Στο εδώλιο όμως δεν κάθισε η Οργάνωση, αλλά πρόσωπα. Υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στα πρόσωπα και στην Οργάνωση. Δηλαδή υπάρχει ο ομαδικός χαρακτήρας και ο προσωπικός χαρακτήρας. Οι ομαδικές επιλογές και οι προσωπικές επιλογές. Με τον ίδιο τρόπο υπάρχει από τον προσωπικό μέχρι τον ομαδικό χαρακτήρα, μέχρι αυτόν μιας κοινωνικής ομάδας ή την ψυχοσύνθεση που έχει μια εθνότητα. Υπάρχουν δηλαδή τα γενικά χαρακτηριστικά και τα ειδικά. Αυτό το λέω γιατί η Οργάνωση μετά τις συλλήψεις δεν υπάρχει, έχει διαλυθεί. Αυτό που ήξερε ο κόσμος ως Οργάνωση πλέον δεν υφίσταται. Στο εδώλιο κάθεται ο καθένας και είναι φορέας της προσωπικής του ιστορίας και μόνο. Άλλο αν ανήκε σε μια Οργάνωση, στο εδώλιο είναι πρόσωπο, κανείς δεν μπορεί να υπογράψει σαν “17 Νοέμβρη”, υπογράφει με το όνομά του. Υπάρχει διαφορά σε σχέση με τα δικαστήρια που έγιναν σε άλλες χώρες. Εκεί είχαν συλλάβει κάποιους, αλλά η Οργάνωση ήταν ακόμα σε λειτουργία. Αυτοί που είχαν συλληφθεί μπορεί να υπέγραφαν με το όνομά τους, αλλά θεωρούνταν μη ενεργά μέλη μιας Οργάνωσης στην οποία είχαν κατά κάποιο τρόπο την υποχρέωση να έχουν για παράδειγμα κομματική πειθαρχία, δηλαδή θα μπορούσαν να κάνουν μια ομαδική υπεράσπιση. Σ΄ εμάς αυτό δεν συνέβη. Δεν συνέβη γιατί δεν υπήρξε έξω καμία Οργάνωση, κατά συνέπεια καμία υποχρέωση για κομματική πειθαρχία. Έτσι ο καθένας διάλεξε τον δρόμο του. Κανείς δεν μπορεί να πει ότι “εγώ είμαι η Οργάνωση” ή “εγώ κράτησα τη σωστή γραμμή, οπότε παίρνω και τον τίτλο”, κανείς δεν μπορούσε να επωμιστεί αυτόν το ρόλο, γιατί η Οργάνωση είχε περάσει πλέον στην ιστορία…»
Δ) Φυλακές
«[…] Απ’ την άλλη υπάρχουν διάφορες εθνότητες που κάνουν συμμορίες. Άλλοι έχουν τα ναρκωτικά, άλλοι έχουν τα οινοπνευματώδη, άλλοι κάνουν απλώς εμπόριο και όταν ακούς για καβγά στον Κορυδαλλό είναι συνήθως για συναλλαγές, για χρέη, για ναρκωτικά, για κλοπές, για τοκογλυφία. Η κοινωνία της φυλακής, μια κοινωνία κρατουμένων μαζί και υπαλλήλων, είναι μια μικρογραφία της έξω κοινωνίας, με τα προβλήματά της διογκωμένα. Κυριαρχεί η συναλλαγή και η ιδιοτέλεια, η δουλοπρέπεια και ο ατομισμός, το ψεύδος και η απάτη, η συκοφαντία και η εκδικητικότητα, ο αυταρχισμός και η απαξίωση, η εξαθλίωση, ο εξευτελισμός. Πρόκειται για μια κοινωνία σε πλήρη παρακμή και αποσύνθεση, χωρίς να αποκλείονται και οι φωτεινές εξαιρέσεις, όπως κι έξω, αλλά εξαιρέσεις. Ό,τι τυχόν θετικό υπάρχει δεν πηγάζει από τους θεσμούς, αλλά από το φιλότιμο, ενώ η γενική ροπή είναι σε κάθε περίπτωση προς την εξαχρείωση…»
Γιατί κατά τη γνώμη σας υπάρχει τέτοιος βαθμός αποτυχίας του σωφρονιστικού συστήματος ή αλλιώς τόσο μεγάλο ποσοστό υποτροπής;
«Το καλούμενο σωφρονιστικό σύστημα, εκτός του ότι δεν ασχολείται με τη διαμόρφωση και την επανένταξη των κρατουμένων, δεν είναι ούτε καν τιμωρητικό των πράξεων. Στην πραγματικότητα είναι εκδικητικό και παραδειγματικό. Εννοώ ότι όποιος έχει περάσει από τις πύλες της φυλακής, όπως και στην Κόλαση του Δάντη, υποχρεούται να εγκαταλείψει εκεί κάθε ελπίδα ότι θα ξαναγίνει κάποτε μέλος της κοινωνίας. Το μόνο που θα μπορέσει να προσφέρει στο εξής στην κοινωνία θα είναι το παράδειγμα προς αποφυγήν, ως αρνητικό πρότυπο.
»Η διαμόρφωση ενός κρατουμένου προκειμένου να επανενταχτεί (σε ποια κοινωνία άραγε;) επαφίεται στην τύχη και στον φόβο ότι θα βρεθεί πάλι στο συγκεκριμένο περιβάλλον της φυλακής, το οποίο πολλοί θεωρούν αφελώς ότι για αυτόν το λόγο θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν χειρότερο από πλευράς συνθηκών και όσο πιο μαρτυρικό γίνεται. Η συμμόρφωση όμως επιτυγχάνεται μέσω τριών διαφορετικών κατευθύνσεων. Είτε με το φόβο, είτε με το αμοιβαίο όφελος, είτε με την πλήρη συνειδητοποίηση. Συμμόρφωση από φόβο είναι η πιο επιφανειακή και πιο πρόσκαιρη απ’ όλες. Αν π.χ. περιλάβει κάποιος έναν πραγματικό τρελό στο ξύλο επί σαράντα μέρες (όπως γινόταν παλιότερα), δεν πρόκειται να ξανακάνει τις ίδιες τρέλες και επιστρέφει κατά τα φαινόμενα στο χώρο του υγιής. Όπως όμως λέει η αντίστοιχη επιστήμη, στην πραγματικότητα δεν θεραπεύεται, αλλά “μαθαίνει να παριστάνει τον υγιή από φόβο”. Έτσι, ένας που συμμορφώνεται από φόβο, όταν κατά την γνώμη του δεν τον βλέπει κανείς θα κάνει τα ίδια ενώ όταν τον βλέπει, θα αναμασάει τυποποιημένες φράσεις, από εκείνες που κάνουν τις συνεντεύξεις κρατουμένων να έχουν τον ίδιο επίλογο “… και να γίνω χρήσιμο μέλος της κοινωνίας” παρότι γνωρίζουν ενδόμυχα ότι και η πολιτεία και η κοινωνία τούς έχουν ξεγραμμένους…
»[…] Εκτός από την ίδια τη συναλλαγή, υπάρχει και το υλικό στοιχείο, ως λύση και ταυτόχρονα αίτια όλων των προβλημάτων, που ακούει στο όνομα βιοχημική καταστολή, από τη λάθρα χορήγηση ουσιών, που θα αναφερθούμε εκτενώς στο τέλος, μέχρι τα “νόμιμα” ψυχοφάρμακα, μέχρι τα παράνομα ναρκωτικά. Αυτή η πραγματικότητα δημιουργεί το υπόβαθρο για την οικονομία της φυλακής. Τα τσιγάρα, τα ψυχοφάρμακα, οι τηλεκάρτες, σαν μέσα μιας ανταλλακτικής οικονομίας συνιστούν ταυτόχρονα και σκληρό νόμισμα για τους εμπόρους ναρκωτικών, που δεν περιφρονούν και άλλα τιμαλφή, με συνέπεια εξαρτημένη να απομένουν πολύ σύντομα με μία βερμούδα και ένα ζευγάρι σαγιονάρες, αν είναι τυχεροί. Εκτός από τους χρήστες, στην ίδια μοίρα είναι και οι μετανάστες, καθώς και όσοι από τους ντόπιους έχουν εγκαταλειφθεί από τις οικογένειές τους. Αυτοί, για ένα τσιγάρο ή για έναν καφέ, υπόκεινται σε κάθε είδους εξευτελισμό και εκμετάλλευση. Δεν υπάρχει αλληλεγγύη. Τους βρίσκουν στην ανάγκη και τους πατάνε στον λαιμό. Θα έλεγα ότι πρόκειται για ένα ακριβές αντίγραφο μιας αυτορρύθμισης της αγοράς με βάση την προσφορά και τη ζήτηση: ζούγκλα…»
Ε) Οι συνθήκες
«[…] Επιπρόσθετες ουσίες πλην αυτών, και ειδικότερα σκοπολαμίνη, έχει εντοπιστεί στο συσσίτιο του νοσοκομείου, σε ορισμένα προϊόντα της καντίνας για κάποιο διάστημα και στα εισερχόμενα τρόφιμα των συγγενών. Η συγκεκριμένη ουσία, σημειώνω, παλαιότερα χρησιμοποιούνταν ως ορός της αλήθειας, γιατί κάνει τον χρήστη πολύ επικοινωνιακό, με την έννοια ότι χάνονται τα φίλτρα και τα όρια από τη σκέψη και ουσιαστικά σκέφτεται φωναχτά. Μιλάει με φόρα, σαν πολυβόλο, ακούει μόνο τον εαυτό του και δεν προλαβαίνει να προσέξει τον συνομιλητή, τον οποίο δεν αφήνει να ολοκληρώσει τίποτα, γιατί όταν σκεφτεί ή θυμηθεί κάτι δεν αντέχει να μην το πει αμέσως…
»[…] Κάποια από τις ουσίες που έμπαινε τους πρώτους μήνες και κατά τη διάρκεια της πρώτης δίκης στο συσσίτιο, που είναι και η πιο συνηθισμένη για τα φαγητά των συγγενών του επισκεπτηρίου, προκαλεί στα τρόφιμα ταχύτατη αποσύνθεση, έτσι ώστε αν αργήσεις λίγο να φας, το φαγητό βγάζει φυσαλίδες και πήζει, το γάλα γίνεται γιαούρτι, το ψωμί βγάζει μούχλα πρασινομπλέ, το κρέας βρωμάει ψόφιο, ακόμα και τα αλλαντικά και τα πιάτα βάφονται ένα χρώμα καστανοκίτρινο, ενώ από τα σκουπίδια την ίδια μέρα αναδύεται μυρωδιά γκαζιού. Το φαγητό τότε χαλάει στο στομάχι πριν να χωνευτεί, με συνέπεια να παράγεται γκάζι που δηλητηριάζει τον οργανισμό, ενώ και όταν πάει κάποιος στην τουαλέτα μυρίζει ψοφίμι. Έτσι, πολύ σύντομα χάνεις βάρος όσο και ό,τι κι αν τρως. Ο αδερφός μου το πρώτο διάστημα έχασε με αυτόν τον τρόπο το 1/3 του βάρους τους, από 135 κιλά έπεσε στα 90 μέσα σε έναν περίπου μήνα. Αυτή την ουσία τη χειρίζονται οι φύλακες πάντα με ιατρικά γάντια…»
«Μια ιδέα, ένα όραμα, μία ουτοπία»
Πώς θα περιγράφατε τη συμμετοχή σας στην Οργάνωση σήμερα;
«[…] Ήρθα στην Αθήνα τη δεκαετία του ’80, κατέχοντας την τέχνη του αγιογράφου, που γνώρισε άνθηση τις επόμενες δεκαετίες. Όμως αντί για καριέρα προτίμησα ένα δρόμο δύσβατο, εξαιτίας του οποίου έπρεπε να ζω στη σκιά. Σε κάθε επαγγελματική ευκαιρία φερόμουν με χρονική ασυνέπεια, για να μη δεσμευτώ, και παρέμεινα στο περιθώριο, παρότι γνώρισα ανθρώπους της τέχνης και του πνεύματος της εποχής. Απέρριψα δελεαστικές προτάσεις εδώ και στο εξωτερικό, δεν σπούδασα, δεν έκανα περιουσία, δεν έκανα οικογένεια. Βρίσκομαι τα τελευταία 11 χρόνια στη φυλακή και βλέπω την κατεδάφιση της χώρας και την αδράνεια της κοινωνίας. Απολύσεις, κατασχέσεις, μισθοί και συντάξεις πείνας, υπερχρέωση, κατάργηση δικαιωμάτων αιώνων μέσα σε μια νύχτα. Ενάμιση εκατομμύριο άνεργοι, πεντακόσιες χιλιάδες λουκέτα, εκατόν είκοσι χιλιάδες επιστήμονες μετανάστες, τέσσερις χιλιάδες αυτοκτονίες τα τελευταία χρόνια, συσσίτια, άστεγοι, ρακοτροφοσυλλέκτες, φορόπληκτοι, απλήρωτοι για μήνες. Οι άρχοντες μετράνε με σχολαστική ακρίβεια τους τόκους και τα επιτόκια και απ’ την άλλη υπολογίζουν χοντρικά ότι θα χαθούν μια-δυο γενιές, λες και μιλάνε για κολοκύθια.
»Εκατομμύρια χαμένες ζωές, χαμένα όνειρα, χαμένες δεκαετίες. Δεν κουνιέται φύλλο, μόνο αναζητούν επίγειους σωτήρες. Άλλοι πολιτικούς, άλλοι συνδικαλιστές, άλλοι πρωτοπόρους του πνεύματος, άλλοι τραμπούκους, άλλοι το ιππικό, άλλοι την κόκκινη αρκούδα. Και μέσα σ’ όλα αυτά, κάποιοι αναπολούν και τη 17Ν. Όχι για τον ιδεολογικό της προσανατολισμό ή τη διορατικότητα ή ό,τι άλλα, αλλά με την έννοια “πού είναι κάποιος άλλος να βάλει το κεφάλι του στον τουρβά αντί για μας”.
»Κατέβηκα στην Αθήνα 19 χρόνων και σήμερα είμαι 51, ενώ κακώς εχόντων των πραγμάτων θα παραμείνω στη φυλακή άλλα 9 χρόνια. Θα βγω από δω, αν βγω, ανάπηρος και άνεργος. Αν είχα διαλέξει τον άλλο δρόμο, θα ήμουν τώρα ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας –ενδεχομένως πρώην– ή θα προήγαγα με την τέχνη μου την ελληνική παράδοση. Θα άφηνα ίσως και μούσι, για να βγαίνουν τα λόγια μου τορνευτά και καδραρισμένα, ενώ παράλληλα θα αγωνιζόμουν να σώσω το σύστημα για να μη χάσω την κοινωνική θέση και το χρήμα που θα είχα με κόπο αποκτήσει. Όμως αντί γι’ αυτό, αντί να γίνω ένα αξιοπρεπές τομάρι, προτίμησα το ρόλο του έντιμου κορόιδου…
»[…] Απέναντι υπάρχει μια γενιά που διαισθάνεται αυτό που έρχεται και ασφυκτιά. Δεν γνώρισε την ανέμελη παιδική ηλικία των μύθων, γιατί πάντα είχε το άγχος να αντεπεξέλθει σε υπερβολικές υποχρεώσεις. Κάθε στιγμή αισθάνεται βαριά την πίεση του χρόνου, σ’ ένα διαρκή αγώνα για να ζήσει όχι τώρα, αλλά κάποτε στο μέλλον. Κατά κανόνα, η γενιά αυτή δεν γνώρισε στο παρελθόν τη φτώχεια, γιατί γεννήθηκε στην επίπλαστη κοινωνία της αφθονίας των δανεικών, που τώρα τη βλέπει να ψυχορραγεί. Γιατί στους χρόνους της προηγούμενης γενιάς καταναλώθηκε ό,τι είχαν χτίσει οι παππούδες τους μετά τον πόλεμο, ό,τι είχαν παράγει οι γονείς τους και, μέσω του υπέρογκου δανεισμού, ό,τι δυνητικά θα παρήγαγαν οι ίδιοι, τα παιδιά τους, ίσως και τα εγγόνια τους. Κι απέναντι στα αποκαΐδια που κληρονομούν, βλέπουν ότι σαν μόνη λύση ορθώνεται η καταστολή, για να συνεχιστεί απερίσπαστα η λεηλασία, μέχρι οι «μεγάλοι» να ολοκληρώσουν το έργο τους.
»Ίσως ένα παιδί να μην μπορεί να περιγράψει όλα αυτά με λόγια ή να μην μπορεί να ερευνήσει τις αιτίες, όμως εκτός του λόγου υπάρχει κι η διαίσθηση, που αποτυπώνει στο νου εικόνες και σχήματα. Που από μια συζήτηση των γονιών, μια είδηση, μια σκηνή στο δρόμο ή στο διαδίκτυο, συσσωρεύονται στην παιδική ψυχή βαριά συναισθήματα για ένα σκοτεινό αδιέξοδο. Κι όταν αυτά τα συναισθήματα απλωθούν, σαν σύννεφο που κρύβει από τα μάτια τους κάθε ελπίδα για το μέλλον, τότε μια σπίθα αρκεί για να μετασχηματιστούν σε οργή ενάντια στον γυάλινο κόσμο που ζούνε και σ’ όλα του τα πρότυπα και τα σύμβολα…» .
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών