Πού βρίσκεται η Ελλάδα όσον αφορά τον ψηφιακό εκσυγχρονισμό της;

Πού βρίσκεται η Ελλάδα όσον αφορά τον ψηφιακό εκσυγχρονισμό της;
Γκράφιτι στη Θεσσαλονίκη για τους ψηφιακούς νομάδες της εποχής μας Konstantinos Tsakalidis / SOOC

Ο Πρόδρομος Τσιαβός, Διευθυντής Ψηφιακής Ανάπτυξης και Πολιτικής, του Ιδρύματος Ωνάση, συμμετέχοντας στο αφιέρωμα "Η Ελλάδα στο μέλλον" γράφει στο NEWS 24/7 για την πρόοδο και τη δυναμική της Ελληνικής ψηφιακής πολιτικής.

Το ζήτημα του ψηφιακού μετασχηματισμού και εκσυγχρονισμού δεν είναι κάτι που μπορεί να ειδωθεί μεμονωμένα και αποσπασματικά για την κάθε χώρα. Επειδή ακριβώς η ανάπτυξη και χρήση των ψηφιακών τεχνολογιών συμβαίνει σε ένα περιβάλλον διαρκούς διασύνδεσης και αλληλεπίδρασης, δεν αρκεί να βλέπουμε τι έχει κάνει η κάθε χώρα ξεχωριστά αλλά πως η πρόοδός μας συγκρίνεται με αυτήν των άλλων.

Έτσι, η κατάστασή μας σε τομείς, όπως π.χ. η παροχή υπηρεσιών του δημοσίου τομέα είναι σήμερα σοβαρά βελτιωμένη σε σχέση με εκείνην στην οποία βρισκόμαστε λίγα χρόνια πριν: ενδεικτικά αναφέρω ότι μόνο το 2021 είχαμε 566 εκ. συναλλαγές πολιτών-δημοσίου, ενώ το 2020 είχαμε μόλις 94 εκ..

Ωστόσο, η θέση μας στον Ευρωπαϊκό Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (Digital Economy and Society Index) 2022 εξακολουθεί να παραμένει ιδιαιτέρως χαμηλή: είμαστε στη θέση 25 από τις 27.

Όπως αναφέρει και η συνοδευτική έκθεση του DESI, η πρόοδος και δυναμική της Ελληνικής ψηφιακής πολιτικής δεν αντανακλάται πλήρως αυτήν τη στιγμή στους αριθμούς, αλλά είναι κάτι εφόσον συνεχισθεί θα δώσει τους καρπούς του τα επόμενα χρόνια.

Το βασικό μήνυμα που λαμβάνουμε, πάντως, είναι ότι εάν ο ψηφιακός μετασχηματισμός δεν αποτελέσει κεντρική, διαθεματική και συνεκτική πολιτική κατεύθυνση στην Ελλάδα σε βάθος χρόνου και με διακομματική συναίνεση, στην καλύτερη περίπτωση, θα παραμένουμε ουραγοί στο παγκόσμιο ψηφιακό οικοσύστημα. Πολύ απλά: κανείς δεν μας περιμένει. Τρέχουμε εμείς, αλλά οι άλλοι τρέχουν πιο γρήγορα.

Πέραν της θεμελιώδους ανάγκης ο ψηφιακός μετασχηματισμός να αποτελέσει βασικό και μετρήσιμο στόχο για τις Ελληνικές κυβερνήσεις για πολλά χρόνια κι ανεξαρτήτως προσώπων, θα έλεγα ότι έχουμε τρεις βασικές προκλήσεις: Η πρώτη έχει να κάνει με την ένταξη του ψηφιακού εγγραματισμού και παιδείας με οργανικό και ουσιαστικό τρόπο σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης, με παράλληλη και διαρκή επιμόρφωση εκπαιδευτικών και γονέων.

Δεν αρκεί η απλή τοποθέτηση κάποιων μαθημάτων πληροφορικής αποσπασματικά και διακριτά από τα άλλα μαθήματα. Απαιτείται η αντιμετώπιση του συνόλου της διδακτέας ύλης αλλά και της σχολικής ζωής ως μέρους μια συνολικής υβριδικής ψηφιακής και υλικής πραγματικότητας. Δεν μπορείς να διδάσκεις αλγορίθμους στο Λύκειο για τις πανελλήνιες την τρίτη ώρα και να αγνοείς ότι τα παιδιά κατά τη διάρκεια του μαθήματος επικοινωνούν μέσα από αλγοριθμικά διαμεσολαβούμενα κοινωνικά δίκτυα. Και το κάνουν αυτό από το δημοτικό. Πρέπει από τις δεξιότητες να μεταβούμε στις ικανότητες και στις αξίες.

Η δεύτερη έχει να κάνει με τον ψηφιακό μετασχηματισμό του παραγωγικού και εμπορικού ιστού. Η ελληνική επιχείρηση εξακολουθεί να είναι απελπιστικά αναλογική και εσωστρεφής: μόλις 39% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων πραγματοποιούν μια βασική χρήση ψηφιακών τεχνολογιών, ενώ μόνο 7% πραγματοποιεί διασυνοριακές συναλλαγές ψηφιακά. Αντίστοιχα, θα πρέπει η ίδια η παραγωγική διαδικασία να αποτελέσει αντικείμενο ψηφιακού μετασχηματισμού και να δημιουργήσει νέες ευκαιρίες και είδη επιχειρηματικής δραστηριότητας, ιδίως στον πρωτογενή τομέα.

Η τρίτη έχει να κάνει με την εμβάθυνση και επέκταση της χρήσης ανοικτών δεδομένων και λογισμικού, τόσο από όσο και στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα με ταυτόχρονη ένταση της υποστήριξης της καινοτομίας και μεταφοράς τεχνολογίας ιδίως από πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα. Σε μια οικονομία που έχει αρνητικό ισοζύγιο διανοητικής ιδιοκτησίας, δηλαδή σε μια οικονομία που εισάγουμε περισσότερη διανοητική ιδιοκτησία από όση εξάγουμε, θα πρέπει να ενισχύσουμε τη χρήση των ανοικτών τεχνολογιών έτσι ώστε να μεταβούμε από κόστη αδειοδότησης σε κόστη εργασίας.

Ταυτόχρονα, θα πρέπει να εντείνουμε τις ήδη θετικές προσπάθειες για ενίσχυση των δομών μεταφοράς τεχνολογίας στα ελληνικά πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα με έμφαση στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελληνικής οικονομίας.

Σε στρατηγικό επίπεδο, να ολοκληρωθεί εθνική πολιτική για την Τεχνητή Νοημοσύνη και να δούμε την έναρξη και εφαρμογή των πολιτικών της Βίβλου Ψηφιακού Μετασχηματισμού και του Επιχειρησιακού Προγράμματος για τον Ψηφιακό Μετασχηματισμό. Ακόμη περισσότερο θα πρέπει να δούμε τι θα προκύψει από την υλοποίηση του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) το 23% του οποίου (περίπου 7δις.Ευρώ) προορίζονται για μέτρα που σχετίζονται με τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Όλα αυτά θα πρέπει να έχουν υλοποιηθεί μέχρι το 2025.

Επειδή οι αριθμοί είναι ιλιγγιώδεις, και υπάρχει κίνδυνος να σπαταληθούν πόροι για να εξυπηρετηθεί το πελατειακό σύστημα, απαιτείται σοβαρή, διαφανής και ουσιαστική παρακολούθησή του προγράμματος που θα καθορίσει το μέλλον (του ψηφιακού μετασχηματισμού) της χώρας. Σε πιο τακτικό επίπεδο, απαιτείται διαφανής και συνεργατική διαδικασία σχεδιασμού των έργων που έχει ανάγκη ο δημόσιος τομέας με ανοιχτά πρότυπα και ανοιχτό λογισμικό.

Θα περιμέναμε ουσιαστική πρόοδο σε θέματα διαλειτουργικότητας των δημοσίων υπηρεσιών, ωρίμανση των δομών μεταφοράς τεχνολογίας σε σχέση με τις ψηφιακές τεχνολογίας, τα νέα μαθήματα που αφορούν σε ψηφιακές δεξιότητες στο σχολείο, και την επέκταση και εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας σε συνέχεια των πράξεων για την Τεχνητή Νοημοσύνη, για την Ψηφιακή Διακυβέρνηση, για την Ενιαία Ψηφιακή Αγορά και τις Ψηφιακές Υπηρεσίες.

Λίγο πολύ τα είπαμε παραπάνω. Αν ζητούσα κάτι από τον ψηφιακό Άγιο Βασίλη για το 2023, αυτό θα ήταν -σε πιο γενικό επίπεδο- να σταματήσει η ψηφιοποίηση της γραφειοκρατίας. Να αναζητήσουμε τη χαμένη λογική (και μαζί τον χαμένο χρόνο μας) πριν αρχίσουμε να ψηφιοποιούμε άκριτα. Να δούμε την ψηφιακή πολιτική όχι ως θέμα που αφορά μόνο το κράτος, αλλά ως συνολική πολιτική που πρέπει να διέπει την παιδεία, την βιομηχανική πολιτική, την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία, αλλά και την τοποθέτησή μας απέναντι στα πολιτικά, ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Σε πιο συγκεκριμένο επίπεδο, θα ήθελα περισσότερη διαφάνεια σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Έχουμε κάνει πολλά πράγματα σε ό,τι αφορά στο κράτος, αλλά ο ιδιωτικός τομέας ο οποίος αναλαμβάνει ολοένα και περισσότερες λειτουργίες του δημοσίου τομέα εξακολουθεί να αποτελεί την Άγρια Δύση των δεδομένων.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δείξει με τις πρόσφατες νομοθετικές της ρυθμίσεις ότι υπάρχει η σχετική πολιτική βούληση. Μπορούμε το 2023, έστω να αρχίσουμε να το συζητάμε στην Ελλάδα;

Το να σκεφτόμαστε τον πλανήτη και τις γενιές πού έρχονται μετά από εμάς θα ήταν μια καλή αρχή. Η ανάπτυξη και χρήση των τεχνολογιών θα πρέπει να γίνεται με γνώμονα τη βιωσιμότητα, την αυτάρκεια και την δικαιοσύνη.

Δεν μπορεί να συνεχίζουμε να παράγουμε hardware που χρησιμοποιεί φυσικούς πόρους που δεν υπάρχουν ή που βρίσκονται σε διαρκή κίνδυνο λόγω των γεωπολιτικών μεταβολών. Πρέπει να αναζητήσουμε λύσεις όχι μόνο στην υψηλή τεχνολογία, αλλά και σε αυτό που έλεγε ο Δημήτρης Παπαλεξόπουλος, στις «φτωχές τεχνολογίες αιχμής».

Αυτό σημαίνει ότι στον δημόσιο τομέα πρέπει να επιδιώκουμε τη χρήση ανοικτού λογισμικού και δεδομένων και στην παραγωγική διαδικασία να δημιουργήσουμε βιώσιμα τεχνολογικά οικοσυστήματα χαμηλών και μέσων τεχνολογιών που κάνουν χρήση ανοικτών υποδομών και προτύπων. Και, τακτικά, πρέπει να αναζητήσουμε και την χρήση ή την ανάπτυξη υψηλής τεχνολογίας.

Το παράδειγμα των Ιωαννίνων και της Ηπείρου που με όλα του τα προβλήματα έχει καταφέρει να προσελκύσει επενδύσεις υψηλής τεχνολογίας, όπως αυτήν της TeamViewer, και ταυτόχρονα να φιλοξενεί ένα από τα σημαντικότερα διεθνώς οικοσυστήματα ανοικτών τεχνολογιών, με πρωτοβουλίες όπως το P2P Lab και οι Tzoumakers, δείχνει ότι ένα μείγμα ανοικτών και μη τεχνολογιών είναι εφικτό.

Και, φυσικά, όλα αυτά δεν έχουν νόημα, εάν η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και ο ψηφιακός μετασχηματισμός δεν διασφαλίζουν και προασπίζουν το δικαίωμα στην εργασία, στην παιδεία και στην υγεία.

Ένα ψηφιακό περιβάλλον που αρνείται ουσιαστικά τα ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα με την επίφαση της ευκολίας χρήσης ή της μείωσης του κόστους των συναλλαγών είναι μια δυστοπία που δεν θα ήθελα να αφήσουμε στα παιδιά μας.

Για να κλέψω λίγο τα λόγια της Αφροδίτης Παναγιωτάκου, θα αισθανόμουν ασφαλής μόνο με μια ψηφιακή πολιτική που θα είχε ως στόχο το δικαίωμα στο δικαίωμα.

* Ο Πρόδρομος Τσιαβός, είναι Διευθυντής Ψηφιακής Ανάπτυξης και Πολιτικής στο Ίδρυμα Ωνάση.

Άρθρα σημαντικών προσωπικοτήτων που μοιράζονται σκέψεις και απόψεις για την Ελλάδα και τη θέση της στο μέλλον. Ανακαλύψτε περισσότερα στο αφιέρωμα “2023: Η Ελλάδα Στο Μέλλον”

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα