Το μεγαλύτερο – και ξεχασμένο – ελληνικό πρόβλημα
Από την ελληνική πολιτική σκηνή απουσιάζει ο ουσιαστικός προβληματισμός και κυρίως η αναζήτηση απτών λύσεων για ένα κρίσιμο εθνικό ζήτημα, το δημογραφικό πρόβλημα.
- 13 Δεκεμβρίου 2017 23:53
Του Λόη Λαμπριανίδη*
Το πρόβλημα αυτό έχει δύο δίδυμες εκφάνσεις/ αιτίες, τη γήρανση – υπογεννητικότητα – μείωση πληθυσμού και τη μεταναστευτική εκροή κυρίως νέων και μορφωμένων ανθρώπων, χωρίς αντίστοιχη εισροή. Προφανώς, οι δύο όψεις του οξύτατου αυτού προβλήματος αλληλοδιαπλέκονται και συνδυαστικά υποσκάπτουν τα κοινωνικά και δημοσιονομικά θεμέλια της χώρας μας.
Οι αρνητικές συνέπειες αυτής της δημογραφικής κρίσης είναι ήδη παρούσες. Η γεννητικότητα παρουσιάζει αρνητικές τάσεις επί δεκαετίες και η μικρή αύξησή της στα χρόνια αμέσως πριν από την κρίση αναστράφηκε πλήρως στη συνέχεια. Το πρόβλημα αμβλύνθηκε σε έναν βαθμό από τη μεταναστευτική εισροή αλλοδαπών νέων με πρόθεση ενσωμάτωσης στη χώρα μας. Η εισροή αυτή, ωστόσο, όχι μόνο έχει ανακοπεί, αλλά και αντιστραφεί προ πολλού. Μέχρι σήμερα δεν υπήρξε ουσιαστικός δημόσιος διάλογος επί του θέματος στη βάση δεδομένων και στοιχείων (Evidence Based Policy Making) βέβαια, στην Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική 2021 (https://chronos.fairead.net/labrianidis-EAS2021), που τώρα ολοκληρώνει η κυβέρνηση, το δημογραφικό ζήτημα αποτελεί έναν από τους 6 κεντρικούς στόχους της.
Πράγματι, ο πληθυσμός της Ελλάδας κατά τη μεταπολεμική περίοδο αυξήθηκε σημαντικά (7,6 εκατ. το 1951, 10,8 το 2015), με παράλληλη αύξηση του μέσου προσδόκιμου χρόνου ζωής κατά 15 έτη. Από την άλλη πλευρά, όμως, περιορίστηκε η γονιμότητά του, όπως δείχνει ο Συγχρονικός Δείκτης Γονιμότητας της χώρας από το τέλος του πολέμου έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο οποίος κινούταν μεταξύ 2,2-2,5 παιδιών ανά γυναίκα1. Στη συνέχεια παρουσίασε μια έντονα πτωτική πορεία, πέφτοντας το 1989 στο 1,4 και το 1999 στο 1,2. Η κατάσταση αναστράφηκε σε κάποιο βαθμό τη δεκαετία του 2000, φτάνοντας στα προ κρίσης χρόνια στο 1,5, εξέλιξη που εν πολλοίς οφειλόταν στη μαζική εισροή νέων μεταναστών από τις χώρες των Βαλκανίων. Δυστυχώς, η κρίση που οδήγησε σε μαζική φυγή των επί μακρόν εγκατεστημένων μεταναστών και οι ακολουθούμενες πολιτικές επανέφεραν τον δείκτη σε πτωτική τροχιά, ο οποίος το 2014 έφτασε στο 1,3.
Τα επόμενα είκοσι έως τριάντα χρόνια αναμένεται σημαντική μείωση του πληθυσμού, όπως προβλέπουν όλες οι διεθνείς εκτιμήσεις (ΟΟΣΑ, ΟΗΕ, Eurostat): το 2035 κατά 900.000 και το 2050 κατά 1.800.000. Η ζοφερή αυτή εικόνα δεν είναι πλήρης εάν δεν ληφθούν υπόψη και τα σχετικά με την ηλικιακή δομή του πληθυσμού στοιχεία. Ακόμη μεγαλύτερη θα είναι η μείωση του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας (15-64 ετών), ο οποίος από 7 εκατ. και 65% του συνολικού πληθυσμού θα μειωθεί το 2035 στα 6 εκατ. και 60,8% και το 2050 στα 5 εκατ. και 55,2%. Παράλληλα, αναμένεται διπλασιασμός του μη οικονομικά ενεργού πληθυσμού (άνω των 65 ετών) σε σχέση με τον δυνάμει ενεργό (15 έως 64 ετών), 32% το 2015 64% το 2050. Επίσης, αναμένεται σημαντική γήρανση του πληθυσμού: Σήμερα οι μεγαλύτεροι των 65 ετών αποτελούν το 20,9% του πληθυσμού, ενώ το 2035 θα αποτελούν το 27,5% και το 2050 το 31,7%. Τέλος, αναμένεται «γήρανση μέσα στη γήρανση», καθώς οι μεγαλύτεροι των 85 ετών, που αποτελούν την ηλικιακή κατηγορία με τη μεγαλύτερη συμβολή στο κόστος του ασφαλιστικού συστήματος, αποτελούν σήμερα το 2,8% του πληθυσμού, ενώ το 2035 θα αποτελούν το 4,3% και το 2050 το 5,7%.
Παρόμοια προβλήματα εμφανίστηκαν σε διάφορες χρονικές στιγμές, τόσο σε μεμονωμένες περιοχές σε κρίση στο εσωτερικό των χωρών (π.χ. η λεγόμενη «rust belt» των ΗΠΑ), όσο και πρόσφατα στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Η κατάρρευση του καθεστώτος του υπαρκτού σοσιαλισμού οδήγησε σε μαζική μετανάστευση, η οποία σε ορισμένες χώρες έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις (π.χ. η μείωση του πληθυσμού στη Γεωργία ήταν περίπου 32%, στη Λετονία 25,5%, στη Λιθουανία 22,3% και στη Βουλγαρία 19,7%). Μάλιστα, η κατάσταση της Ελλάδας είναι κατά κάποιο τρόπο «χειρότερη», αν λάβει κάποιος υπόψη του ότι την περίοδο της μαζικής μετανάστευσης οι χώρες αυτές είχαν σημαντικές εισροές Άμεσων Ξένων Επενδύσεων, δεν είχαν χρέος, τέλος, δεν ήταν μέλη της Ε.Ε. και άρα η μετανάστευση ήταν δυσχερέστερη.
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος, κρίσιμη είναι πάντοτε η διάγνωση των αιτίων. Όπως αναλύθηκε, το δημογραφικό ζήτημα αποτελεί συνδυασμό δύο παραγόντων: της αύξησης του προσδόκιμου ζωής και της υπογεννητικότητας. Ειδικότερα, στην Ελλάδα στην υπογεννητικότητα συνέτεινε και η επικρατούσα ακραία ατομικιστική καταναλωτική κουλτούρα, σε συνδυασμό με την επίπλαστη αίσθηση ασφάλειας που πρόσφερε το υπερεκτεταμένο και χωρίς επαρκή θεμελίωση κράτος πρόνοιας (ως προς τα επίπεδα συντάξεων, τους χρόνους συνταξιοδότησης, τις παροχές υγειονομικής περίθαλψης κ.λπ.). Πάντως, η συνολική γήρανση του πληθυσμού αντανακλά γενικά τη θετική επίδραση της γενικότερης ποιότητας ζωής στις ανεπτυγμένες χώρες, ενώ ταυτόχρονα απηχεί τα χαμηλά επίπεδα παιδικής και νεανικής θνησιμότητας.
Η αύξηση του ηλικιακού μέσου όρου μιας κοινωνίας δύναται να προσφέρει νέες ευκαιρίες ενεργού ενασχόλησης των ηλικιωμένων σε παραγωγικές και δημιουργικές δραστηριότητες. Από την άλλη, οι έντονες τάσεις πληθυσμιακής γήρανσης ενέχουν δυνητικά αρνητικές συνέπειες για τη λειτουργία της οικονομίας και αναδεικνύουν σοβαρά ζητήματα διαγενεακής αλληλεγγύης, όπως το ύψος και η δυνατότητα χρηματοδότησης του συστήματος κοινωνικής προστασίας, η επάρκεια, η ποιότητα και ο χαρακτήρας των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας, καθώς και η πολιτική προσαρμογής του γηράσκοντος πληθυσμού σε ένα νέο παραγωγικό πρότυπο. Μάλιστα, η κρίση στην Ελλάδα ανέδειξε και το πρόβλημα της φυγής των νεότερων και καλά καταρτισμένων που αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξή της και τη μετάβαση στην οικονομία της γνώσης.
Οποιαδήποτε, όμως, παρέμβαση στα πληθυσμιακά δρώμενα θα έχει επιπτώσεις μόνο μακροχρόνια, αφού οι σημαντικές αλλαγές των αναπαραγωγικών συμπεριφορών (βλ. ενδεχόμενη αύξηση της γονιμότητας) μερικώς ή ελάχιστα θα επηρεάσουν το μέγεθος και την κατανομή ανά ηλικία του πληθυσμού της χώρας μας την επόμενη εικοσαετία. Πέραν, λοιπόν, της λήψης τέτοιων μέτρων, θα πρέπει να εκτιμηθούν οι εξελίξεις και οι επιπτώσεις τους στον βραχύ-μέσο χρόνο και να ληφθούν υπόψη στον σχεδιασμό και στην λήψη μέτρων πολιτικής. Ίσως τα μόνα μέτρα με ενδεχόμενο άμεσο αποτέλεσμα είναι όσα σχετίζονται με την μετανάστευση. Δυστυχώς όμως και η περί την μετανάστευση ορθολογική συζήτηση (όπως αριθμοί, ηλικιακά, πολιτιστικά, επαγγελματικά χαρακτηριστικά, λοιπά οφέλη και πιθανοί κίνδυνοι, τρόποι ενσωμάτωσης κ.λπ.), αν και επείγει, δεν έχει προωθηθεί στην πολιτική ατζέντα.
Επομένως, πέρα από τα προφανή μέτρα, όπως η ταχεία μείωση της ανεργίας και η επίτευξη αξιόλογων αναπτυξιακών ρυθμών, τα οποία βοηθούν και στην αντιμετώπιση του δημογραφικού ζητήματος, μπορεί να υλοποιηθούν στοχευμένα μέτρα για την αύξηση της γεννητικότητας: πρώτα και κύρια, η δημιουργία επαρκών υποδομών (βρεφονηπιακοί σταθμοί, νηπιαγωγεία κ.λπ.), οι πολιτικές ισότητας των φύλων, η κατανόηση της σημασίας του δημογραφικού από νεαρή ηλικία (π.χ. με σχετικό μάθημα στα δημοτικά) αλλά και η επανεξέταση του συνόλου των φορολογικών, ασφαλιστικών και λοιπών παροχών για άτομα με 2 παιδιά και πάνω (όπως π.χ. μοριοδότηση προσλήψεων, μεγαλύτερης διάρκειας επιδόματα ανεργίας και θετικές διακρίσεις).
*Ο Λόης Λαμπριανίδης είναι Γενικός Γραμματέας Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων, υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης