“Χειμάρρα”: Ο ελληνικός Τιτανικός των 400 νεκρών – “Σε δέρνουμε γιατί δεν πνίγηκες”
Η βύθιση του ατμόπλοιου "Χειμάρρα" στις 19 Ιανουαρίου 1947 στον Νότιο Ευβοϊκό είναι το πιο πολύνεκρο ναυτικό δυστύχημα στη χώρα μας. Η πολιτική διάσταση και η συγκλονιστική μαρτυρία επιζήσαντα.
- 19 Ιανουαρίου 2021 10:02
Η βύθιση του ατμόπλοιου «Χειμάρρα» στις 19 Ιανουαρίου 1947 στον Νότιο Ευβοϊκό είναι το πιο πολύνεκρο ναυτικό δυστύχημα στην ιστορία της χώρας μας. Έμεινε στην ιστορία ως «Ο Τιτανικός της Ελληνικής Ακτοπλοΐας».
Το επιβατηγό ατμόπλοιο «Χειμάρρα», που ανήκε προηγουμένως στη Γερμανία με την ονομασία «Χέρτα», δόθηκε στη χώρα μας ως πολεμική επανόρθωση και το εκμεταλλευόταν το Δημόσιο. Απέπλευσε στις 8:30 το πρωί της 18ης Ιανουαρίου 1947, από τη Θεσσαλονίκη για τον Πειραιά, με 544 επιβάτες και 86 άνδρες πλήρωμα. Βρισκόμαστε στο μέσον του Εμφυλίου Πολέμου και το οδικό δίκτυο της χώρας ήταν σε κακή κατάσταση, αν όχι ανύπαρκτο. Έτσι, μια εναλλακτική διαδρομή από Θεσσαλονίκη προς Αθήνα ήταν μέσω θαλάσσης.
Όπως αναφέρει το Σαν Σήμερα, στις 4:10 τα ξημερώματα της 19ης Ιανουαρίου το «Χειμάρρα» ενώ έπλεε στον Νότιο Ευβοϊκό προσέκρουσε λόγω της πυκνής ομίχλης στις βραχονησίδες «Βερδούγια», μεταξύ Νέων Στύρων και Αγίας Μαρίνας. Είναι η επικρατέστερη εκδοχή του ναυαγίου, γιατί υποστηρίζονται και άλλες απόψεις, όπως ότι προσέκρουσε σε μαγνητική θαλάσσια νάρκη ή ότι έγινε σαμποτάζ. Οι Άγγλοι στην έρευνά τους υποστήριξαν οτι το πλοίο ότι χτυπήθηκε από νάρκη που παρασύρθηκε λόγω της θαλασσοταραχής από τα παρακείμενα του διαύλου ναυσιπλοϊας ναρκοπέδια.
Ιστορικό καρέ από το μενού του πλοίου:
Ναυαγοί του «Χειμάρρα»
Η σφοδρή πρόσκρουση προκάλεσε εισροή υδάτων και σοβαρό πρόβλημα στο πηδάλιο του πλοίου, με αποτέλεσμα να παραμείνει ακυβέρνητο. Το πλήρωμα του «Χειμάρρα» δεν φρόντισε να διατηρήσει την τάξη κατά την εγκατάλειψη του σκάφους, που έγινε τελείως ανεξέλεγκτα.
Αν και το επιβατηγό βυθίστηκε μιάμιση ώρα αργότερα και σε απόσταση μόλις ενός μιλίου από την Αγία Μαρίνα, ο πανικός που επικράτησε κατά την εγκατάλειψη του πλοίου, το φοβερό ψύχος και τα ισχυρά θαλάσσια ρεύματα της περιοχής, είχαν ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους τουλάχιστον 383 άνθρωποι. Ανάμεσά τους πολλά γυναικόπαιδα, πολιτικοί κρατούμενοι και χωροφύλακες συνοδοί.
Στη δίκη που ακολούθησε, ο δεύτερος πλοίαρχος Μπέρτολς, που ήταν βάρδια την ώρα του ναυαγίου, καταδικάστηκε σε φυλάκιση 20 μηνών και ο πλοίαρχος Μπελέσης σε φυλάκιση 15 μηνών με αναστολή. Για την απώλεια του πλοίου το Ελληνικό Δημόσιο εισέπραξε από την ασφάλεια 70.000 λίρες Αγγλίας.
Στο πλοίο επέβαιναν και πολλοί οπλίτες, οι οποίοι έπεφταν στη θάλασσα με τα ρούχα, με αποτέλεσμα να πνίγονται αμέσως στα παγωμένα νερά. Από τις ανακρίσεις επίσης προέκυψε ότι οι ένοπλοι χωροφύλακες και οπλίτες που επέβαιναν στη “Χειμάρρα” – 203 τον αριθμό – δεν επειθάρχησαν στις διαταγές του πλοιάρχου και κατέλαβαν πρώτοι τις ναυαγοσωστικές λέμβους, αφήνοντας στο πλοίο αβοήθητους γυναίκες και παιδιά.
Χρόνια αργότερα, ο δύτης Κώστας Θωκταρίδης και η ομάδα του πραγματοποίησαν έρευνες στο σημείο του ναυαγίου και ανέσυραν πολύτιμα αντικείμενα. Εκτέθηκαν μαζί με κειμήλια από το ναυάγιο του Τιτανικού στις αρχές του 2006 στο Ζάππειο.
Η πολιτική διάσταση της τραγωδίας
Όπως ενέφερε ο Ριζοσπάστης, οι έρευνες για την αναζήτηση των ναυαγών άρχισαν μετά 10 ώρες. Τα ναρκαλιευτικά και τα πλοιάρια δύο μέρες μάζευαν επιπλέοντα πτώματα στον Ευβοϊκό. Τελικά, από τους 620 επιβαίνοντες μπόρεσαν να σωθούν, αφού πάλεψαν με τα κύματα, 246 άτομα.
Ανάμεσα στους επιβάτες ήταν και 36 πολιτικοί κρατούμενοι που μεταφέρονταν σε διάφορους τόπους εξορίας. Μόνο δέκα από αυτούς μπόρεσαν να σωθούν. Στον κατάλογο των θυμάτων περιλαμβάνονται πολλά στελέχη της ΚΟ Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ, συνδικαλιστές από όλη τη Μακεδονία, προοδευτικοί δημοσιογράφοι κλπ.
Οι ανακρίσεις τις επόμενες μέρες έδειξαν ότι ο ασύρματος του πλοίου δε λειτούργησε για να δώσει το στίγμα και να εκπέμψει SOS, καθώς με την έκρηξη καταστράφηκαν οι λυχνίες του πομπού. Η νάρκη παρασύρθηκε λόγω της θαλασσοταραχής από τα παρακείμενα του διαύλου ναυσιπλοϊας ναρκοπέδια. Υποστηρίχτηκε επίσης ότι το πλοίο δεν πέρασε από το δίαυλο ναυσιπλοϊας αλλά αριστερότερα. Επικράτησε μεγάλη σύγχυση και πανικός. Οι λέμβοι και σχεδίες βυθίζονταν από το μεγάλο αριθμό των επιβαινόντων ή ανατρέπονταν πριν ακόμη επιβιβαστούν σ’ αυτές οι ναυαγοί. Στο πλοίο επέβαιναν και πολλοί οπλίτες, οι οποίοι έπεφταν στη θάλασσα με τα ρούχα, με αποτέλεσμα να πνίγονται αμέσως στα παγωμένα νερά. Από τις ανακρίσεις επίσης προέκυψε ότι οι ένοπλοι χωροφύλακες και οπλίτες που επέβαιναν στη “Χειμάρρα” – 203 τον αριθμό – δεν επειθάρχησαν στις διαταγές του πλοιάρχου και κατέλαβαν πρώτοι τις ναυαγοσωστικές λέμβους, αφήνοντας στο πλοίο αβοήθητους γυναίκες και παιδιά.
Στις εφημερίδες της εποχής γράφτηκε τις επόμενες μέρες ότι οι 550 επιβάτες ήταν στοιβαγμένοι σ’ ένα καράβι – καρυδότσουφλο στο οποίο επικρατούσε το αδιαχώρητο. Το σκάφος ήταν παμπάλαιο. Είχε κατασκευαστεί στην Αγγλία το 1905 και ήταν εκτοπίσματος 1.221 τόνων. Οπως επίσης καταγγέλλονταν, δύο χρόνια μετά την αποχώρηση των ναζί κατακτητών, σε όλα σχεδόν τα πλευρά των θαλάσσιων συγκοινωνιών εξακολουθούσαν να υπάρχουν ναρκοπέδια. Ακόμη και ο Θερμαϊκός δεν είχε καθαριστεί από τις νάρκες.
Η Εκτελεστική Επιτροπή της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας δύο μέρες μετά το ναυάγιο έβγαλε ανακοίνωση με την οποία καταγγέλλονταν η αδράνεια του κράτους, τόσο για την περισυλλογή των πτωμάτων όσο και για την περίθαλψη των διασωθέντων.
Ενας από τους επιζήσαντες του ναυαγίου, ο Αλέκος Ξυλάκης,που μεταφερόταν μαζί με άλλους 35 συντρόφους του στην εξορία, ανέφερε το 1997 στον Ριζοσπάστη:
“Επιβιβαστήκαμε στο “Χειμάρρα” στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης κατά τις 7 το πρωί. Μόλις ξεκίνησε το πλοίο, εμείς οι πολιτικοί κρατούμενοι διαμαρτυρηθήκαμε γιατί μας είχαν δεμένους. Μετά την επίμονη στάση μας, ήρθε ο καπετάνιος και είπε στους αστυνομικούς να μας λύσουν. Τα προβλήματα άρχισαν μόλις το πλοίο βγήκε από τον Θερμαϊκό. Επαθε βλάβη και για κάποιο χρονικό διάστημα ήμασταν ακυβέρνητοι. Στη 1 τα ξημερώματα της Κυριακής φθάσαμε στη Χαλκίδα και σε λίγο το “Χειμάρρα” απέπλευσε. Μετά από λίγες ώρες το πλοίο συγκλονίστηκε από μια τρομερή έκρηξη. Επακολούθησε πανικός. Δε λειτουργούσε τίποτε. Επικράτησε απόλυτο σκοτάδι. Το “Χειμάρρα” ήταν ακυβέρνητο. Ολοι οι πολιτικοί εξόριστοι είχαμε συγκεντρωθεί στο κατάστρωμα. Ενας σύντροφός μου, ο Αριστείδης, είχε μία λάμπα θυέλλης και την άναψε. Ο Παναγιώτης ο Τάρπογλου έρχεται και μας λέει ότι τα αμπάρια γεμίσανε νερό. Από ένα κιβώτιο παίρνουμε σωσίβια. Βγάζω τα ρούχα μου, το φοράω και ζητάω από τους άλλους συγκρατούμενούς μου να κάνουν το ίδιο. Το καράβι απότομα γέρνει αριστερά και αρχίζει να βυθίζεται. Ανέβηκα στην κουπαστή και έπεσα στη θάλασσα. Στο μεταξύ πολλές ναυαγοσωστικές βάρκες άρχισαν να αναποδογυρίζουν γιατί ήταν υπερφορτωμένες. Οι στιγμές ήταν εφιαλτικές. Από όλα τα σημεία ακούγονταν σπαρακτικές κραυγές βοήθειας. Κολυμπώ μερικά μέτρα και βλέπω τη λάμπα να τρεμοσβήνει και ακριβώς την ώρα εκείνη το πλοίο να χάνεται. Καθώς κολυμπούσα προς την ακτή ένιωθα κάθε λίγο τα σώματα των πνιγμένων που ανέβαιναν στην επιφάνεια του νερού. Μετά από ώρες έφθασα στην ακτή. Στις δέκα το πρωί πέρασε ένα καϊκι και όπως οι ναυτικοί με είδαν να στέκομαι γυμνός στην ακτή, ήρθαν κοντά μου”.
Τους οχτώ πολιτικούς εξόριστους γρήγορα η Ασφάλεια τους εντόπισε στα λιμάνια ή στα νοσοκομεία και τους συνέλαβε. Δύο μόνο μπόρεσαν να ξεφύγουν. Ο Σ. Κοντοστάθης και ο Αλ. Ξυλάκης, οι οποίοι γρήγορα ήρθαν σε επαφή με το Κόμμα στην Αθήνα. Αυτό κράτησε μέχρι τον Αύγουστο του ’47. Ωσπου…
“Μία μέρα του Αυγούστου πήγαμε επίσκεψη με τον Κοντοστάθη σ’ ένα συγγενικό του σπίτι στον Αγ. Μελέτιο. Εκεί μας έκαναν το τραπέζι. Κάποιος όμως με παρατηρούσε από πάνω ως κάτω. Με τι όρεξη να φας μετά από αυτό. Τους ευχαριστήσαμε και φύγαμε. Στο δρόμο λέω στο σύντροφο μου: “Στάθη, κάτι δε μ’ άρεσε σ’ αυτόν τον άνθρωπο. Φοβάμαι ότι πέσαμε σε χαφιέ”. Σύχναζα τότε σ’ ένα φαρμακείο στην οδό Αιόλου 101. Βλέπω σε μια στιγμή τον άνθρωπο που είχαμε συναντήσει στο συγγενικό σπίτι του Κοντοστάθη να περνάει μπροστά από το μαγαζί. Σε δύο λεπτά και πριν προλάβω να αντιδράσω με ακινητοποιεί με το πιστόλι του”.
“Είκοσι μέρες με είχαν στην απομόνωση. “Σε δέρνουμε” μου έλεγαν “γιατί δεν πνίγηκες”. Ακολούθησαν 12 χρόνια εξορίας και φυλακής”. “Πνίγηκαν κοντά 400 άνθρωποι. Οι οικογένειες των τραγικών θυμάτων δεν πήραν καμιά αποζημίωση”, έλεγε ο Αλ. Ξυλάκης.
Διαβάστε τις Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο, με την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του News247.gr