Έμφαση στην εξοικονόμηση παρά στις επιδοτήσεις η “συνταγή” του ΟΟΣΑ για την ενεργειακή μετάβαση της Ελλάδας

Έμφαση στην εξοικονόμηση παρά στις επιδοτήσεις η “συνταγή” του ΟΟΣΑ για την ενεργειακή μετάβαση της Ελλάδας
Ενεργειακή κρίση iStock

Το πρόγραμμα για ενεργειακή αναβάθμιση 60.000 κατοικιών ετησίως εκτιμάται ότι θα πρέπει να διπλασιαστεί στο μέλλον για να φέρει αποτελέσματα με ορίζοντα το 2050.

Η ενεργειακή κρίση και η συνεπαγόμενη αβεβαιότητα επιβραδύνουν σημαντικά την οικονομική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, αναφέρει ο ΟΟΣΑ στη νέα του έκθεση για τη χώρα μας.

Όπως τονίζεται στο κείμενο σε σχέση με τα ενεργειακά, η Ελλάδα διαθέτει μια οικονομία υψηλής έντασης εκπομπών του θερμοκηπίου λόγω της υψηλής χρήσης ορυκτών καυσίμων, άρα θα χρειαστούν σημαντικές επενδύσεις για την ενεργειακή της μετάβαση.

Ο ΟΟΣΑ θεωρεί ότι οι πολιτικές αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης αναθέτονται σε πληθώρα φορέων στη χώρα μας, γεγονός που αποδυναμώνει την αποτελεσματικότητά τους ενόψει και των αντιδράσεων.

Ένας τομέας όπου εστιάζει ο οργανισμός είναι η τιμή των εκπομπών CO2 που διαφέρει σημαντικά μεταξύ των καυσίμων και των καταναλωτών και βρίσκονται σε χαμηλότερα επίπεδα από αυτά που κρίνονται αναγκαία. Εντούτοις, ο ΟΟΣΑ σημειώνει ότι υψηλότερες τιμές τουλάχιστον στα επίπεδα του ETS θα επηρέαζαν ανισόρροπα τις φτωχότερες πληθυσμιακές ομάδες, για αυτό και θα χρειαζόταν παράλληλη στήριξή τους, αλλά με στοχευμένα μέτρα.

Οι υπολογισμοί του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι αύξηση της τιμής CO2 στα 120ευρώ/τόνο θα μείωνε τις εκπομπές κατά 16% σε σχέση με το 2021 και θα έφερνε έσοδα 1,84 δισ. ευρώ στο Δημόσιο.

Παράλληλα, η προσπάθεια της κυβέρνησης για ενεργειακή αναβάθμιση 60.000 κατοικιών ετησίως εκτιμάται ότι θα πρέπει να διπλασιαστεί στο μέλλον για να φέρει αποτελέσματα με ορίζοντα το 2050.

Όσον αφορά την ενεργειακή μετάβαση, κρίνεται ότι θα απαιτήσει μεταβολή δραστηριότητας και επαγγέλματος για πολλούς εργαζόμενους, επιχειρήσεις και περιοχές της χώρας μας.

Περισσότερη ενεργειακή αποδοτικότητα, παρά επιδοτήσεις

Η έκθεση εστιάζει επίσης στην επίδραση που έχει η ενεργειακή κρίση και το υψηλό κόστος για τους Έλληνες καταναλωτές, τονίζοντας ότι το βάρος των επιδοτήσεων ήταν 5,5% του ΑΕΠ το 2022 και προβλέπεται να μειωθεί στο 0,3% το 2023.

“Αν και η κυβέρνηση καλύπτει εν πολλοίς τις επιδοτήσεις από τα υπερκέρδη των παραγωγών και τα έσοδα από τους φόρους καυσίμων και τα δικαιώματα CO2, εξακολουθούν να απορροφούν πόρους που θα μπορούσαν να συμβάλουν σε πιο μόνιμο οφέλη μέσω της ενεργειακής αποδοτικότητας. Η στροφή της κρατικής στήριξης προς την αποδοτικότητα θα μείωνε το κόστος για τον προϋπολογισμό και τα νοικοκυριά μεσοπρόθεσμα και είναι πιο βιώσιμη οικονομικά και περιβαλλοντικά”.

Η εξάρτηση από το αέριο ευθύνεται για τις υψηλές τιμές χονδρικής

Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από τις υψηλότερες τιμές χονδρικής στον ηλεκτρισμό ανάμεσα στα μέλη του ΟΟΣΑ και στην Ε.Ε., γεγονός που ο οργανισμός αποδίδει στην εξάρτησή της από την ηλεκτροπαραγωγή με φυσικό αέριο. Εκτιμάται ότι μια επιτυχημένη μετάβαση προς τις ΑΠΕ θα ρίξει εν τέλει τις τιμές, αλλά με “σκαμπανεβάσματα” στο ενδιάμεσο.

“Αν και οι νέες ΑΠΕ είναι ολοένα και πιο ανταγωνιστικές προς τα ορυκτά καύσιμα, το συστημικό τους κόστους αυξάνεται λόγω π.χ. της διείσδυσης των μπαταριών”, σημειώνεται.

Καθώς οι κατανεμόμενες μονάδες είναι κρίσιμες για την εξισορρόπηση των ΑΠΕ, ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι στους μελλοντικούς μηχανισμούς ισχύος για τις μονάδες αερίου δεν πρέπει να υπάρχουν περιοριστικοί όροι, όπως ελάχιστες τιμές.

Τέλος, ο ΟΟΣΑ θεωρεί ότι στην Ελλάδα πρέπει να ενισχυθεί η αυτονομία των ανεξάρτητων αρχών, ανάμεσά τους και η ρυθμιστική αρχή ενέργειας.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα