Οι αστροναύτες του “Κόκκινου πλανήτη” δεν θα πεθάνουν από βαρεμάρα

default image

Η ακτινοβολία, και όχι η βαρεμάρα, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τους αστροναύτες που θα πάνε στον 'Άρη. Νέες ενδείξεις ότι νερό κυλούσε κάποτε στον "κόκκινο" πλανήτη.

Μια νέα επιστημονική έρευνα δείχνει πως η έκθεση στην επικίνδυνη διαστημική ακτινοβολία θα αποτελεί σοβαρότερο κίνδυνο, από ό,τι είχε εκτιμηθεί ως τώρα, για τους πρωτοπόρους αστροναύτες που θα επιχειρήσουν το πρώτο ταξίδι μετ’ επιστροφής στον Αρη – και σε κάθε περίπτωση το πρόβλημα θα είναι σαφώς μεγαλύτερο από την αναπόφευκτη βαρεμάρα του πολύμηνου ταξιδιού.

Οι ερευνητές του Νοτιοδυτικού Ινστιτούτου Ερευνών του Κολοράντο, με επικεφαλής τον Κάρι Ζάιτλιν, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό Science, σύμφωνα με το BBC, το πρακτορείο Ρόιτερ και το New Scientist, εξέτασαν στοιχεία που για πρώτη φορά συνέλλεξε το ρομποτικό ρόβερ Curiosity, αναφορικά με τα υψηλής ενέργειας κοσμικά σωματίδια που το «βομβάρδιζαν», όσο κράτησε το οκτάμηνο ταξίδι του από τη Γη έως τον «κόκκινο» πλανήτη. Το συμπέρασμα είναι ότι οι αστροναύτες θα λάβουν μια πολύ μεγάλη δόση επιβλαβούς -και δυνητικά καρκινογόνου- ακτινοβολίας μέχρι να φτάσουν στον Αρη και άλλη τόση κατά την επιστροφή τους, αλλά και κατά την παραμονή τους.

Το Curiosity, που έφθασε στον Αρη πέρυσι τον Αύγουστο, έκανε το ταξίδι των 560 εκατ. χιλιομέτρων σε 253 μέρες. Η μέση δόση που δεχόταν το ρόβερ στο ταξίδι του, ήταν ισοδύναμη με 1,84 milliSieverts (mSv) τη μέρα ή περίπου όση δέχεται ένας άνθρωπος που κάνει μια ολόσωμη αξονική τομογραφία κάθε πέντε μέρες. Αν οι αστροναύτες χρειαστούν 360 μέρες για να πάνε στον Αρη και να γυρίσουν, θα δεχτούν συνολικά δόση περίπου 660 mSv, δηλαδή το 60% της μέγιστης ακτινοβολίας για όλη του τη ζωή που μπορεί να δεχτεί ένας επαγγελματίας αστροναύτης (800 έως 1.200 mSv), η οποία ισοδυναμεί με αύξηση 3% έως 5% του κινδύνου για εμφάνιση καρκίνου.

Η δόση αυτή, αν υπολογιστεί και η έξτρα ακτινοβολία που θα δεχτούν οι τολμηροί αστροναύτες όσο κινούνται στην επιφάνεια του πλανήτη, αναμένεται να υπερβεί τα ανεκτά όρια ασφαλείας για τις ακτινοβολίες. Έτσι, οι πιθανότητες εμφάνισης θανατηφόρου καρκίνου πλέον θα ξεπεράσουν το ανώτατο όριο που σήμερα θεωρείται αποδεκτό. Ένας αστροναύτης που ζει επί έξι μήνες στο Διεθνή Διαστημικό Σταθμό, δέχεται δόση περίπου 100 mSv (συγκριτικά, μια ακτινογραφία κοιλίας εκπέμπει περίπου 10 mSv).

Η διαπίστωση αυτή δημιουργεί την υποχρέωση στους μηχανικούς να επενδύσουν το διαστημικό σκάφος μιας μελλοντικής επανδρωμένης αποστολής με έξτρα «ασπίδες» κατά της ακτινοβολίας, όμως θεωρείται δεδομένο ότι ακόμα αυτές δεν θα κρατήσουν μακριά μερικά από τα πιο επικίνδυνα σωματίδια. Τα πράγματα θα ήταν καλύτερα, αν ήταν δυνατό να συντομευθεί το ταξίδι για τον Αρη, αλλά αυτό είναι αδύνατο με την υπάρχουσα τεχνολογία. Σε εξέλιξη βρίσκεται πάντως ο σχεδιασμός νέου τύπου μηχανών προώθησης των πυραύλων, που ίσως στο μέλλον μειώσουν σε μερικές εβδομάδες τη διάρκεια του ταξιδιού.

Η ακτινοβολία του διαστήματος περιλαμβάνει δύο βασικές κατηγορίες. Τα σωματίδια που εκπέμπει ο Ήλιος μας και όσα έρχονται από άλλες γαλαξιακές πηγές εκτός του ηλιακού μας συστήματος, όπως οι εκρήξεις υπερκαινοφανών αστέρων (σούπερ-νόβα) και οι μαύρες τρύπες. Η δεύτερη αυτή κατηυγορία των γαλαξιακών κοσμικών ακτίνων (σωματίδίων) έχουν υψηλότερη ενέργεια και συνεπώς είναι πιο επικίνδυνες για να προκαλέσουν μεταλλάξεις στο γενετικό υλικό (DNA) μέσα στα κύτταρα των έμβιων οργανισμών. Στη Γη οι άνθρωποι και τα ζώα προστατεύονται αρκετά από την πυκνή ατμόσφαιρα και το γήινο μαγνητικό πεδίο.

Νέα στοιχεία για αρχαία ρυάκια

Εξάλλου, το ρομποτικό όχημα Curiosity εντόπισε περιοχές με αμμοχάλικα και στρογγυλεμένα βότσαλα στον Αρη και η ανάλυσή τους από επιστήμονες του Ινστιτούτου Νιλς Μπορ του πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης, με βάση το σχήμα και το μέγεθός τους, δείχνει πως δεν μπορεί παρά να αποτελούν το αποτέλεσμα νερού που κυλούσε κάποτε στον πλανήτη, κατά πιθανότητα ως ποτάμι.

Όταν οι πέτρες είναι εκτεθειμένες στον αέρα και διαβρώνονται από αυτόν, αποκτούν γωνίες και ανώμαλη επιφάνεια, ενώ όσες βρίσκονται μέσα σε τρεχούμενο νερό, διαβρώνονται διαφορετικά και τελικά γίνονται λείες και στρογγυλεμένες. Οι ερευνητές, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση επίσης στο περιοδικό Science, εκτιμούν ότι το νερό είχε βάθος έως ένα μέτρο και κυλούσε με ταχύτητα περίπου ένα μέτρο ανά δευτερόλεπτο (3,6 χλμ/ώρα).

Μέχρι πρόσφατα, οι επιστήμονες εκτιμούσαν ότι η θερμή και υγρή περίοδος του Αρη υπήρχε πριν από 3,5 έως 3,7 δισεκατομμύρια χρόνια, αλλά οι νέες ενδείξεις επεκτείνουν έως πιο πρόσφατα, πριν από δύο έως τρία δισεκατομμύρια χρόνια, αυτή την περίοδο. Η ύπαρξη νερού αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες να υπήρχε κάποτε στον Αρη μικροβιακή ζωή, ίχνη της οποίας ίσως θα ανακαλυφθούν και σήμερα.

Πηγή:ΑΠΕ-ΜΠΕ

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα